Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

"Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας κι ο γιος μου τ’ ανταλλακτικό" (*)



Αν δεν έχεις νιώσει την αγωνία να μεγαλώνεις παιδί εν μέσω μνημονίων, μη μιλάς για μητρότητα. Δεν θέλουν επιδόματα και συσσίτια τα παιδιά, αγάπη μου. Ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία για να μεγαλώσουν, θέλουν. Κι αλίμονο στους νέους που θα γίνουν γονείς, με κίνητρο δυο ψωροχιλιάρικα. Κι αλίμονο στα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο, απ' αυτή την "προσφορά-γνωριμίας". Και ντροπή στη γυναίκα που υποβαθμίζει τόσο πολύ το ρόλο της σημερινής γυναίκας, ανακοινώνοντας τέτοιους νόμους.  Όχι αυτής που περιφέρεται στα έδρανα της βουλής (καλή ώρα). 

Αλλά της άνεργης μάνας που δίνει ηρωικές μάχες για να μη στερήσει τα στοιχειώδη αγαθά απ' το παιδί της. Ένα ζευγάρι αθλητικά, τα εμβόλιά του, τα φροντιστήριά του, το μέλλον του...

Tης εργαζόμενης μάνας που είναι έρμαιο της εργοδοτικής λογικής "ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΥΟΣ-ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ" ενόψει μάλιστα και  της ανύπαρκτης (πια) Eπιθεώρησης Eργασίας.

Της γιαγιάς που συντηρεί παιδιά και εγγόνια απ' την καταρρακωμένη της σύνταξη.

Της γυναίκας που συντηρεί, με αξιοπρέπεια μονογονεϊκή οικογένεια, της μάνας που έχει παιδί με ειδικές ανάγκες, της κόρης που είναι επιφορτισμένη με τη φροντίδα των γονιών της... ακόμα κι αυτής της γυναίκας που αποφάσισε να διακόψει την κύησή της γιατί... "δεν βγαίνει ο προϋπολογισμός, μάνα μου".

Θα γίνεις (ενδεχομένως) κι εσύ μάνα και θα καταλάβεις τι σου λέω.
Μέχρι τότε, κάνε λίγο ησυχία, γιατί μας κούρασες, "μάνα" μου!... 



(* Στίχος απ’ το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Κιβωτός». Για την έμπνευση του στίχου, η Βιτάλη είχε πει σε μια συνέντευξή της: «Μόλις γέννησα το γιό μου. Ήμουν 20 χρονών. Οι φίλοι μου έλεγαν το παιδί έκανε παιδί κι εγώ σκεφτόμουν: Εξάρτημα εγώ της μηχανής, έκανα κι άλλο ένα. Έτσι προέκυψε το τραγούδι. Στο μαιευτήριο Λητώ»)


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Αμφιλύκη - [24ο Συμπόσιο Ποίησης]


ενός λεπτού σιγή για τα εκλιπόντα
για το τρυφερό φιλί
το στοργικό αγκάλιασμα
τις γαληνεμένες κουβέντες
τα δάκρυα στα μάτια
την προσευχή στον ουρανό

ενός λεπτού κραυγή για τα ορατά και αόρατα
το γοργοφτέρουγο γλαροπούλι που ξαπόστασε στην πλώρη μιας ψαρόβαρκας
τις ψυχούλες που λικνίζονταν πάνω στα χρυσά λέπια της ξεστήθωτης γοργόνας
το παράπονο του ήλιου καθώς αγκυροβολούσε τις αχτίδες του
στα νερά του Σιλωάμ
το όλον της φύσης και το τίποτα που κατέγραψαν οι οθόνες

ενός Θεού οργή
για το τελευταίο ηλιοβασίλεμα του κόσμου
που ξοδεύτηκε στο κλικ μιας συσκευής
για τον άνθρωπο που στα σκουπίδια
πέταξε τα δώρα Του
και γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του
στο επιθανάτιο σπινθήρισμα του ήλιου
μέσα στον κάδο με τις πλαστικές σακούλες

ενός τέλους η αρχή
στο ξεκίνημα του πιο παγερού κι ανήλιαγου χειμώνα
οι άνθρωποι αλυχτούσαν κι έψαχναν τροφή στα σκουπίδια
το θαύμα της τεχνολογίας καθόλου δεν τους χόρτασε
κι όλο θρηνούσαν ενθυμούμενοι το τελευταίο δείπνο της Εκάτης.


Συμμετείχε στο 24ο Συμπόσιο Ποίησης στον ιστότοπο Η ζωή είναι ωραία
Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου, το στυλοβάτη  του θεσμού αυτού, την Αριστέα μας και όλους τους φίλους και τις φίλες που συντροφεύουν με τις συμμετοχές και τα σχόλιά τους, αυτή την υπέροχη ποιητική μας απόδραση.



Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Μαθήματα φωτογραφίας για αρχάριους


-       Τι τη θες τώρα τη φωτογραφία, βρε χριστιανέ μου; Τα χάλια μου είμαι…

-       Κάτσε βρε Χαρικλάκι που έχεις τα χάλια σου. Κούκλα είσαι! Εδώ κοίτα, θα βγει το πουλάκι τώρα.

-       Μην τρομάξει και φύγει το πουλάκι, έτσι που είμαι. Έλα κι εσύ πλάι μου, να βγάλουμε μία …πώς τις λένε είπαμε, αυτές που βγάζουν τώρα με τα κινητά τους;

-       Σέλφις, νομίζω…

-       Σελφ-σέρβις τις λένε, βρε, Χαράλαμπε! Δηλαδή, δεν μπορούμε να βγούμε μία, μαζί;

-       Δεν τραβάει τέτοιες η μηχανή μας, βρε Χαρικλάκι… Είναι απ’ τις παλιές, με το φιλμ και το διάφραγμα. Κάτσε να σε τραβήξω άλλη μία, με φλας.

-       Ναι, να τη στείλεις και στον Άγιο Πέτρο, για να με αναγνωρίσει όταν θα πάω στο σκοτεινό του θάλαμο. Έτσι, καλή είμαι;

-       Δεν θα το πιστέψεις βρε Χαρικλάκι, αλλά εγώ σε βλέπω ακόμα, σαν το μικρό μου κοριτσάκι.

-       Από βδομάδα, θα πάμε στον οφθαλμίατρο, Χαράλαμπε. Ο καταρράκτης σου έχει χειροτερέψει.

-       Βρε, λέγε ό,τι θέλεις, εσύ! Έχουμε πολλές πόζες ακόμα στο φιλμ. Πάρα πολλές, Χαρικλάκι μου!... Χαμογέλα μου, βρε, λίγο!
~ // ~

Το ζεστό σούρουπο τούς βρήκε ακόμα στο μικρό άλσος, να βολτάρουν πιασμένοι αγκαζέ, εκείνη να σταματάει για λίγο, να ξεκουράζει σ’ ένα παγκάκι τα πρησμένα της πόδια κι εκείνος, να κατευθύνεται στον υπαίθριο μικροπωλητή και να επιστρέφει μ’ ένα φεγγαρένιο χαμόγελο κοντά της. Με χέρια που έτρεμαν, ξετύλιξε απ’ τη ζελατίνα του ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι και της το πρόσφερε, σαν να ήταν ένα ολάνθιστο μπουκέτο. «Στο χρωστούσα απ’ τα παλιά, Χαρικλάκι μου. Θυμάσαι;» της είπε όλο τρυφεράδα. «Πώς δε θυμάμαι; Η ζωή είναι ένα γλειφιτζούρι, μου έλεγες. Μαζί θα το γευτούμε, ως το τέλος. Μα τι πας και θυμάσαι, βρε, Χαράλαμπε; Θα σ’ ανέβει κι η πίεση… και το ζάχαρο… αχ, βρε, Χαράλαμπε!...»

Οι περαστικοί χάζευαν το ηλικιωμένο ζευγάρι που μοιραζόταν ένα κατακόκκινο γλειφιτζούρι, πονηρογελώντας ο ένας στον άλλο. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ τις τσιμεντένιες κορυφογραμμές της πόλης και τα φλασάκια απ’ τις οθόνες των κινητών, φεγγοβολούσαν σαν πύρινες λαμπηδόνες τριγύρω τους. Σε λίγη ώρα, θα γινόντουσαν είδηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης∙ οι φωτογραφίες και τα βίντεο απ’ την τρυφερή και σπάνια αυτή εικόνα, θα μάζευαν πολλά “λάικ” στα στέκια του διαδικτύου, εκεί που οι άνθρωποι θαυμάζουν και αυτοθαυμάζονται, μέσα από ψηφιακές φωτογραφίες και έξυπνες ατάκες.

Οι  εικόνες που έχουν απομείνει στο φιλμ τους, όσο πάνε και λιγοστεύουν. Η παλιά τους αναλογική μηχανή θα παροπλιστεί, κλείνοντας για πάντα μέσα της τα καρέ μιας ολόκληρης, κοινής ζωής. Που είχε ηλιόλουστες μέρες, αλλά και άγριες βαρυχειμωνιές. Που άντεξε στο χρόνο και τη φθορά και αξιώθηκε να γλυκολειώνει, σαν ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι.

-       Έλα Παναγία μου! Καλέ, εμείς είμαστε εδώ; Ποιος μας τράβηξε, βρε Χαράλαμπε;

-       Τις προάλλες στο αλσάκι, βρε Χαρίκλεια. Ξέχασες;

-       Μμμ… καλούτσικοι βγήκαμε, ε Χαράλαμπε; Μικροδείχνουμε, ή ιδέα μου είναι;

 (Σημ. η φωτογραφία της ανάρτησης είναι απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Η Σούζυ ψεύδεται (αλλά δεν τρώει)



Πελαζί μου, σου έχω νέα. Η Σούζυ πήγε τελικά σε σύμβουλο διατροφής, έκανε κάτι δίαιτες εξπρές, στο καπάκι χτύπησε και μια βραζιλιάνικη λιπογλυπτική, “μάσησε” κάτι βαζάκια με χάπια και σκόνες αδυνατίσματος, τυλίχτηκε με στρέμματα μεμβράνης και θερμαντικά ζουμιά, που κάνουν -λέει- επίπεδη κοιλιά και σμιλεμένα μπράτσα. Μετά, πήγε και σήκωσε μάγουλο, ζωγράφισε φρύδι, φούσκωσε χείλι, χτύπησε κι ένα σολάριουμ, έβαλε μαλλί κι έριξε κι ένα φινίρισμα στον τόρνο, σε κάτι προγούλια και διπλοσάγονα. Αγνώριστη έγινε, στο σταυρό που σου κάνω. Να την έβλεπες από μια μεριά! Θα τρόμαζες. Μεταξύ μας όμως τώρα, μόνο εσύ θα μπορούσες να την συνεφέρεις. Να την πιάσεις απ’ το μαλλί (προσοχή στα εξτένσιον) και να την επαναφέρεις στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις: 

- Εμουά ζε σουί Πελαζί, ντε Παρί.

- Εμουά ζε σουί Μουρλή, ντε Πλαστική.

- Σούζυ;… Ρε, Σουζάρα, εσύ είσαι;

- Κρύβε λόγια Πελαγία μου. Λέγε με «Κουκλίτσα μου», θα καταλάβω εγώ.

- Σούζυ, ακόμα ψεύδεσαι!... Ψεύδεσαι κι ας μην τρως! Τι μασκαριλίκια είν’ αυτά;

- Τι να κάνω Πελαγία μου; Έπρεπε να βρω την αυτοεκτίμησή μου. Το είπε και ο διαιτολόγος μου.

- Κι έχασες τον εαυτό σου τελικά. Βρε Σούζυ, στην παλιά μας φιλία σε ξορκίζω… έχεις δει τον καθρέφτη σου;

- Ουουου… άλλος άνθρωπος έγινα!

- Άσε μας κουκλίτσα μου! Λάθος άνθρωπος έγινες!

- Mωρέ, λέγε εσύ! Εγώ και μίνι θα βάλω, και σορτσάκι θα φορέσω, και θα πάω και στη Μύκονο, να κάνω φάση. Αμέ!...

- Ζαμέ και το κρίμα στο λαιμό σου. Εγώ, η Πελαγία απ’ τη Νέα Φιλαδέλφεια στο λέω και να μου το θυμηθείς. Θα γελάσουν κι οι πελεκάνοι μαζί σου.

- Ζηλεύεις Πελαγία. Τι να σου κάνω, που δεν έχεις ακόμα εκείνο το ραφτάδικο στο Σηκουάνα. Θα γινόμουν το μοντέλο σου. Χρυσές δουλειές θα κάναμε.

- Όσο ήμουν εγώ Παριζιάνα, άλλο τόσο είσαι κι εσύ μοντέλο. Και να σου πω κάτι ρε Σούζυ; Μια χαρά ήσουν τότε, με τα πιασίματά σου, τα παχάκια σου και τις περιφέρειές σου. Τουλάχιστον, ήσουν αυθεντική.

- Γιατί, τώρα τι είμαι δηλαδή;

- Σαν παραφουσκωμένη νεόγρια είσαι. Τέλος πάντων, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις χρυσό μου. Φεύγω. Άφησα στη μέση μια παρτίδα μπόμπα χαρακίρι στου στρατηγού.

- Αυτό, από άλλη ταινία δεν είναι;

- Ναι, ναι… μαζευόμαστε οι παλιοί φίλοι και στήνουμε κανένα χαρτάκι να περάσει η ώρα. Λοιπόν, γεια σου Σούζυ-μοντελίστ, και καλά τραβήγματα! Χαιρέτα μου τους ανεμόμυλους της Μυκόνου!

- Κάτσε βρε Πελαγία μου, θα ᾽ρθω κι εγώ μαζί σου. Πεθύμησα τα παλιά μας λημέρια. Κάτσε να βγάλω αυτό το κολάν, γιατί με στενεύει… βοήθα με λίγο.

- Θ’ αργήσουμε πάντως, να το ξέρεις. Ο στρατηγός έχει μεγάλο τραπέζι απόψε. Μπορεί να χάσεις και την πτήση για Μύκονο.

- Και δεν μου λες, βρε Πελαγία… θα… θα έχει και τίποτα μεζεδάκια;

- Tα ελέη του Θεού Σούζυ μου!

- Μωρέ, κομμάτια να γίνει! Και πώς θα πάμε στου στρατηγού;

- Πάντως με τη κομπινεζόν, δεν μπορείς να έρθεις. Άσε που δεν θα σε γνωρίσει κανείς, χρυσό μου, έτσι που έγινες. Να δοκιμάσουμε το παλιό φουστάνι που σου έραβα τότε;

- Το έχεις κρατήσει Πελαγία μου;

- Μωρέ, εγώ το κράτησα. Τι λες; Είσαι;

- Θα βάλεις ένα χεράκι να κάνουμε μια πρόβα; Όπως τότε…

- Έλα δω… Πώς έγινες έτσι, πανάθεμα σε; Σαν την Τουίγκι κατάντησες.

- Tι είν’ αυτό;

- Μία από άλλη ταινία, δεν την ξέρεις.

- Και πώς θα πάμε στου στρατηγού Πελαγία μου;

- Θα περάσει να μας πάρει ο Βαγγέλης με τ’ αεροπλανάκι του.

- Κι αυτό, από άλλη ταινία δεν είναι;

- Πολλά ρωτάς. Για να σε δω… αυτή είσαι! Η αγαπημένη τροφαντούλα μου.

- Πω-πω, ξανάγινα σαν κρεοπωλείο πάλι! Βρε Πελαγία, πώς θα σηκωθεί το αεροπλάνο του Βαγγέλη;

- Μωρέ θα τραβήξουμε μαλλί, που θα πάει σύννεφο, Σούζυ μου!


//Αφιερωμένο σ’ όλα τα ακομπλεξάριστα κορίτσια κάθε ηλικίας, που αγαπούν τις εξωτερικές τους ατέλειες και σέβονται τον εαυτό τους. 
Καλό καλοκαίρι και προσοχή στην εσωτερική πλαδαρότητα!//