Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Όχι από τζόκερ. Από τζάκι.



Έβαλε ψύχρα ξαφνικά. Μην ακούς για καύσωνες και βουτιές στις παραλίες. Απ’ τα ορθάνοιχτα παραθυρόφυλλα του αιθέρα ορμούν, ήδη, ψυχρά ρεύματα. Όσοι είναι ευαίσθητοι στο κρύο, το νιώθουν να ξυρίζει τη ραχοκοκαλιά τους, προμηνύοντας επιτελικές κακοκαιρίες και αλγεινές υγρασίες∙ εξαιρουμένων βέβαια, των κατόχων ρετιρέ, στον έβδομο ουρανό. Θα ξεχειμωνιάσουμε με κάτι φαντάσματα απ’ το ένοχο παρελθόν μας και θα χάσουμε τον αμέριμνο ύπνο μας απ’ τις μορφές των αγγέλων που γυροφέρνουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Αδικαίωτες ψυχές, βεβηλωμένες μνήμες και αποτρόπαια εγκλήματα, εν καιρώ «δημοκρατίας» και κανονικότητας.

Ιάκωβε, Σταματίνα, Μιχάλη, Νίκο, Ζακ, Αλέξανδρε, Παύλο… όλοι εσείς, εκεί πάνω. Το ξέρουμε πως κοιμάστε ανήσυχα. Ανέκαθεν οι ήρωες υποφέραν από αϋπνίες. Και οι λαοί από ακατάσχετη υπνηλία. Οι σύγχρονοι «ψυχικά νοσούντες», κατά την φεγγαροφωτισμένη και υπερχαρισματική κυρία Δόμνα, θα περιμένουν υπομονετικά το μελλοντικό τους λιντσάρισμα, απ’ την επόμενη γενιά τεχνοκρατών και λασπολόγων. Όπως το έχει εξηγήσει, χρόνια τώρα, κι ο πατερούλης της ψυχανάλυσης Sigmund Freud:  “Οι υστερικοί υποφέρουν, κυρίως, από τις αναμνήσεις”.

Το κουστουμάκι της εθνικής μας κατάντιας, είναι προσφορά της εγχώριας Ιβάνκας, της γνωστής οικογενείας των Τραμπς. Απ’ τη ντιβανοκασέλα της ιστορίας μας, σιγκούνια, φέσια, σκουτιά και ταγάρια, σε τιμές λογικότατες∙ ήτοι, ένας μέσος μισθός, για μια πουκαμίσα της κολεξιόν: “Μαρέβα με τη φούρια σου, βάρα τα κουμπούρια σου”. Προσφάτως λανσαρισμένη κι απ’ το enfant gâté της γυναικείας δημοσιογραφίας, βλέπε: κυρία Σπυράκη, κυρία Στάη και άλλες celebrities απ’ το Επικρατείας. Εκείνες οι ριγωτές μπατανίες της γιαγιάς και οι ντορβάδες από τραγόμαλλο, τώρα δικαιώνονται! Αχ βρε γιαγιά και να ξερες, σε τι τζάκια κυκλοφορούν τα υφαντά και τα βουργιάλια σου!
Day Dreams
c. 1930–32, by William M. Rittase
Source: Philadelphia Museum of Art




Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

"Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας κι ο γιος μου τ’ ανταλλακτικό" (*)



Αν δεν έχεις νιώσει την αγωνία να μεγαλώνεις παιδί εν μέσω μνημονίων, μη μιλάς για μητρότητα. Δεν θέλουν επιδόματα και συσσίτια τα παιδιά, αγάπη μου. Ανθρώπινη και δίκαιη κοινωνία για να μεγαλώσουν, θέλουν. Κι αλίμονο στους νέους που θα γίνουν γονείς, με κίνητρο δυο ψωροχιλιάρικα. Κι αλίμονο στα παιδιά που θα έρθουν στον κόσμο, απ' αυτή την "προσφορά-γνωριμίας". Και ντροπή στη γυναίκα που υποβαθμίζει τόσο πολύ το ρόλο της σημερινής γυναίκας, ανακοινώνοντας τέτοιους νόμους.  Όχι αυτής που περιφέρεται στα έδρανα της βουλής (καλή ώρα). 

Αλλά της άνεργης μάνας που δίνει ηρωικές μάχες για να μη στερήσει τα στοιχειώδη αγαθά απ' το παιδί της. Ένα ζευγάρι αθλητικά, τα εμβόλιά του, τα φροντιστήριά του, το μέλλον του...

Tης εργαζόμενης μάνας που είναι έρμαιο της εργοδοτικής λογικής "ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΥΟΣ-ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ" ενόψει μάλιστα και  της ανύπαρκτης (πια) Eπιθεώρησης Eργασίας.

Της γιαγιάς που συντηρεί παιδιά και εγγόνια απ' την καταρρακωμένη της σύνταξη.

Της γυναίκας που συντηρεί, με αξιοπρέπεια μονογονεϊκή οικογένεια, της μάνας που έχει παιδί με ειδικές ανάγκες, της κόρης που είναι επιφορτισμένη με τη φροντίδα των γονιών της... ακόμα κι αυτής της γυναίκας που αποφάσισε να διακόψει την κύησή της γιατί... "δεν βγαίνει ο προϋπολογισμός, μάνα μου".

Θα γίνεις (ενδεχομένως) κι εσύ μάνα και θα καταλάβεις τι σου λέω.
Μέχρι τότε, κάνε λίγο ησυχία, γιατί μας κούρασες, "μάνα" μου!... 



(* Στίχος απ’ το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Κιβωτός». Για την έμπνευση του στίχου, η Βιτάλη είχε πει σε μια συνέντευξή της: «Μόλις γέννησα το γιό μου. Ήμουν 20 χρονών. Οι φίλοι μου έλεγαν το παιδί έκανε παιδί κι εγώ σκεφτόμουν: Εξάρτημα εγώ της μηχανής, έκανα κι άλλο ένα. Έτσι προέκυψε το τραγούδι. Στο μαιευτήριο Λητώ»)


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Αμφιλύκη - [24ο Συμπόσιο Ποίησης]


ενός λεπτού σιγή για τα εκλιπόντα
για το τρυφερό φιλί
το στοργικό αγκάλιασμα
τις γαληνεμένες κουβέντες
τα δάκρυα στα μάτια
την προσευχή στον ουρανό

ενός λεπτού κραυγή για τα ορατά και αόρατα
το γοργοφτέρουγο γλαροπούλι που ξαπόστασε στην πλώρη μιας ψαρόβαρκας
τις ψυχούλες που λικνίζονταν πάνω στα χρυσά λέπια της ξεστήθωτης γοργόνας
το παράπονο του ήλιου καθώς αγκυροβολούσε τις αχτίδες του
στα νερά του Σιλωάμ
το όλον της φύσης και το τίποτα που κατέγραψαν οι οθόνες

ενός Θεού οργή
για το τελευταίο ηλιοβασίλεμα του κόσμου
που ξοδεύτηκε στο κλικ μιας συσκευής
για τον άνθρωπο που στα σκουπίδια
πέταξε τα δώρα Του
και γύρισε περιφρονητικά την πλάτη του
στο επιθανάτιο σπινθήρισμα του ήλιου
μέσα στον κάδο με τις πλαστικές σακούλες

ενός τέλους η αρχή
στο ξεκίνημα του πιο παγερού κι ανήλιαγου χειμώνα
οι άνθρωποι αλυχτούσαν κι έψαχναν τροφή στα σκουπίδια
το θαύμα της τεχνολογίας καθόλου δεν τους χόρτασε
κι όλο θρηνούσαν ενθυμούμενοι το τελευταίο δείπνο της Εκάτης.


Συμμετείχε στο 24ο Συμπόσιο Ποίησης στον ιστότοπο Η ζωή είναι ωραία
Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου, το στυλοβάτη  του θεσμού αυτού, την Αριστέα μας και όλους τους φίλους και τις φίλες που συντροφεύουν με τις συμμετοχές και τα σχόλιά τους, αυτή την υπέροχη ποιητική μας απόδραση.



Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Μαθήματα φωτογραφίας για αρχάριους


-       Τι τη θες τώρα τη φωτογραφία, βρε χριστιανέ μου; Τα χάλια μου είμαι…

-       Κάτσε βρε Χαρικλάκι που έχεις τα χάλια σου. Κούκλα είσαι! Εδώ κοίτα, θα βγει το πουλάκι τώρα.

-       Μην τρομάξει και φύγει το πουλάκι, έτσι που είμαι. Έλα κι εσύ πλάι μου, να βγάλουμε μία …πώς τις λένε είπαμε, αυτές που βγάζουν τώρα με τα κινητά τους;

-       Σέλφις, νομίζω…

-       Σελφ-σέρβις τις λένε, βρε, Χαράλαμπε! Δηλαδή, δεν μπορούμε να βγούμε μία, μαζί;

-       Δεν τραβάει τέτοιες η μηχανή μας, βρε Χαρικλάκι… Είναι απ’ τις παλιές, με το φιλμ και το διάφραγμα. Κάτσε να σε τραβήξω άλλη μία, με φλας.

-       Ναι, να τη στείλεις και στον Άγιο Πέτρο, για να με αναγνωρίσει όταν θα πάω στο σκοτεινό του θάλαμο. Έτσι, καλή είμαι;

-       Δεν θα το πιστέψεις βρε Χαρικλάκι, αλλά εγώ σε βλέπω ακόμα, σαν το μικρό μου κοριτσάκι.

-       Από βδομάδα, θα πάμε στον οφθαλμίατρο, Χαράλαμπε. Ο καταρράκτης σου έχει χειροτερέψει.

-       Βρε, λέγε ό,τι θέλεις, εσύ! Έχουμε πολλές πόζες ακόμα στο φιλμ. Πάρα πολλές, Χαρικλάκι μου!... Χαμογέλα μου, βρε, λίγο!
~ // ~

Το ζεστό σούρουπο τούς βρήκε ακόμα στο μικρό άλσος, να βολτάρουν πιασμένοι αγκαζέ, εκείνη να σταματάει για λίγο, να ξεκουράζει σ’ ένα παγκάκι τα πρησμένα της πόδια κι εκείνος, να κατευθύνεται στον υπαίθριο μικροπωλητή και να επιστρέφει μ’ ένα φεγγαρένιο χαμόγελο κοντά της. Με χέρια που έτρεμαν, ξετύλιξε απ’ τη ζελατίνα του ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι και της το πρόσφερε, σαν να ήταν ένα ολάνθιστο μπουκέτο. «Στο χρωστούσα απ’ τα παλιά, Χαρικλάκι μου. Θυμάσαι;» της είπε όλο τρυφεράδα. «Πώς δε θυμάμαι; Η ζωή είναι ένα γλειφιτζούρι, μου έλεγες. Μαζί θα το γευτούμε, ως το τέλος. Μα τι πας και θυμάσαι, βρε, Χαράλαμπε; Θα σ’ ανέβει κι η πίεση… και το ζάχαρο… αχ, βρε, Χαράλαμπε!...»

Οι περαστικοί χάζευαν το ηλικιωμένο ζευγάρι που μοιραζόταν ένα κατακόκκινο γλειφιτζούρι, πονηρογελώντας ο ένας στον άλλο. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ τις τσιμεντένιες κορυφογραμμές της πόλης και τα φλασάκια απ’ τις οθόνες των κινητών, φεγγοβολούσαν σαν πύρινες λαμπηδόνες τριγύρω τους. Σε λίγη ώρα, θα γινόντουσαν είδηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης∙ οι φωτογραφίες και τα βίντεο απ’ την τρυφερή και σπάνια αυτή εικόνα, θα μάζευαν πολλά “λάικ” στα στέκια του διαδικτύου, εκεί που οι άνθρωποι θαυμάζουν και αυτοθαυμάζονται, μέσα από ψηφιακές φωτογραφίες και έξυπνες ατάκες.

Οι  εικόνες που έχουν απομείνει στο φιλμ τους, όσο πάνε και λιγοστεύουν. Η παλιά τους αναλογική μηχανή θα παροπλιστεί, κλείνοντας για πάντα μέσα της τα καρέ μιας ολόκληρης, κοινής ζωής. Που είχε ηλιόλουστες μέρες, αλλά και άγριες βαρυχειμωνιές. Που άντεξε στο χρόνο και τη φθορά και αξιώθηκε να γλυκολειώνει, σαν ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι.

-       Έλα Παναγία μου! Καλέ, εμείς είμαστε εδώ; Ποιος μας τράβηξε, βρε Χαράλαμπε;

-       Τις προάλλες στο αλσάκι, βρε Χαρίκλεια. Ξέχασες;

-       Μμμ… καλούτσικοι βγήκαμε, ε Χαράλαμπε; Μικροδείχνουμε, ή ιδέα μου είναι;

 (Σημ. η φωτογραφία της ανάρτησης είναι απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)