Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ο εφιάλτης του ήτα



Θα τρελαθώ! Ήρθε γράμμα απ’ το γραφείο στρατολογίας και με καλούν να παρουσιαστώ. Τους παίρνω τηλέφωνο. Βγαίνει ένα παλικάρι στη γραμμή, καλή του ώρα, ευγενικό παιδάκι ήτανε το καημένο, του λέω «Αγόρι μου χρυσό, μου στείλατε κλήση να παρουσιαστώ στη μονάδα τεθωρακισμένων στον Αυλώνα».  «Τύχη βουνό!» μου λέει το παλικάρι. «Εγώ πήρα μετάθεση για το τάγμα πεζικού στην Ορεστιάδα. Θα έχετε καλό βύσμα, πάντως…»

Πού να το πω και ποιος να με πιστέψει, Βαγγελίστρα μου; Εγώ, η Χαρούλα, το στερνοπαίδι του Τρύφωνα του Κατσίμπαλη, να πάω φαντάρος! Θα φάω τις κοτσίδες μου! Πήγα η καψερή με το γράμμα στο στρατολογικό γραφείο, να τους δείξω πως κάνουνε λάθος και να με σβήσουν απ’ τα κατάστιχά τους.

Ανοίγει τα κιτάπια του ο γαλονάς, σαλιώνει μια-μια τις σελίδες, φτάνει στο επίθετό μου, μου ρίχνει μια εξεταστική ματιά (ίδιος ο Κοντιζάς όταν του πάνε το πιάτο οι παίχτες στο μάστερ-σεφ) ξανακοιτάει τα χαρτιά του και με κατακεραυνώνει:
-      Μα εδώ γράφει πως είσαι άρρεν. Χάρης Κατσίμπαλης του Τρύφωνος. Ορίστε. Πέντε αδέρφια δεν είστε στην οικογένεια;  
-      Λάθος στρατηγέ μου. Τέσσερα αδέρφια και η υποφαινόμενη. Χάρις με βαφτίσανε. Χάρις Κατσίμπαλη του Τρύφωνα και της Νικολίτσας, Θεός σχωρέσ’ τους! Να, δείτε. Σας μοιάζω εγώ γι’ αρσενικό; Ήμαρτον Παναγία μου! Λάθος στην ορθογραφία έχει γίνει. Για ένα “ήτα” δηλαδή θα ντυθώ εγώ στο χακί;

Τι του προέταξα τα στήθια μου, τι του τράβηξα τις πλεξίδες μου, τι του κούνησα τον απαυτό μου, Θε μου συχώρα με, εκεί αυτός. Το γινάτι του.

-      Δε ξέρω τι λες εσύ. Εδώ είσαι καταχωρισμένος ως άρρεν κι έχουν καλέσει την κλάση σου. Σε δέκα μέρες παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσύλλεκτων οπλιτών στον Αυλώνα. Αν έχεις αντίρρηση, κάνε μια αίτηση για επαναπροσδιορισμό φύλου και θα το εξετάσουμε. Αλλά θα πάρει πολύ χρόνο, να το ξέρεις. Μέχρι να βγει η απόφαση, θα κηρυχτείς λιποτάχτης. Κι αυτό να το ξέρεις. Δρόμο τώρα, γιατί έχουμε κι έναν φράχτη στον Έβρο να καλουπώσουμε.
-      Άμα είναι για τον Έβρο, να βοηθήσω η καψερή. Έχω κάτι κοντοχωριανούς στα μέρη αυτά κι αν θέλετε, μπορώ να τους μηνύσω. Τι πρόβλημα έχετε; Με τα μπαμπάκια μήπως; Έριξε πολύ χαλάζι φέτος, κάτι σβώλους να, με το συμπάθιο κιόλας, και καταστραφήκαν οι ανθρώποι. Τι να πεις;
-      Ποια μπαμπάκια, βρε, στραβάδι; Άε χάσου από μπροστά μου. Θα κάνω ειδική αναφορά για σένα στο διοικητή σου και θα πας τσιφ στον Έβρο για εκπαίδευση, έννοια σου! Θ’ αναστενάξουν οι ώμοι σου απ’ το πηλοφόρι. Δεν θα πάρεις απολυτήριο, αν δεν τελειώσει ο φράχτης.

Και κοπανάει με λύσσα τη δεξιά του παλάμη πάνω στο γραφείο… νννααα με πήγε απ’ την τρομάρα μου. Κατουρήθηκα πάνω μου, να στο σταυρό που σου κάνω! Αφού απ’ το τράνταγμα, πέσανε και κάτι μολυβοθήκες και μια αρμαθιά σφραγίδες στο πάτωμα. Για τέτοιο τράκο σου λέω! Ευτυχώς, έπεσα κι εγώ απ’ το κρεβάτι, φαρδιά-πλατιά στο μωσαϊκό. Ακούσανε το γδούπο τ’ αφεντικά μου, ορμάει στο δωμάτιο η κυρά μου, «Τι έπαθες, βρε, Χαρούλα νυχτιάτικα;» μου φωνάζει αγριεμένη. «Πάω φαντάρος κυρία Δόμνα μου», την καθησυχάζω εγώ. Δεν είχα συνέρθει ακόμα απ’ τον εφιάλτη, τόσο ζωντανός ήταν, που νόμιζα πως, από λεπτό σε λεπτό, θα μπουκάρει κι ο στρατηγός απ’ την πόρτα.

Καλός άνθρωπος η κυρία Δόμνα. Με μπουγέλωσε μ’ ένα ποτήρι νερό, μου έριξε και δυο ξανάστροφες να ξυπνήσω και μου ορμήνεψε τ’ όνειρο.
-      Άσχημα μαντάτα θα πάρεις, Χαρούλα μου. Κι αν ήταν υψηλόβαθμος ο γαλονάς, μεγάλες συμφορές σε περιμένουν. Τι βαθμό είχε; Θυμάσαι;
-      Πού να ξέρω η βαριόμοιρη τι βαθμό είχε; Σάματις έχω κάνει στρατό; Αχ, τι εφιάλτης ήτανε αυτός Παναγία-Παρθένα μου! Σας κοψοχόλιασα κι εσάς. Να με συγχωρνάτε, κυρία Δόμνα μου. Ξεράθηκα χτες το βράδυ απ’ την κούραση…
-      Καλό κι ευλογημένο ας είναι, Χαρούλα μου. Άντε, πέσε να κοιμηθείς γιατί αύριο έχεις πολλή δουλειά. Πρωί-πρωί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολείο. Και να συγυρίσεις τα δωμάτιά τους. Να καθαρίσεις και τον κήπο που έχει γεμίσει αγριόχορτα. Και να βοηθήσεις το μάστορα που περιμένουμε, σε παρακαλώ.
-      Τι μάστορα περιμένουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Ένας φουκαράς είναι εκεί χάμω και τον μαζέψαμε να κάνει κανένα μεροκάματο. Θα χτίσουμε ένα φράχτη γύρω απ’ τον κήπο.
-      Τι θα χτίσουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Έναν τσιμεντένιο φράχτη. Έχει παραγίνει το κακό μ’ αυτούς τους γείτονες. Κάθε τρεις και λίγο παραβιάζουν το συρματόπλεγμα. Προχτές πατήσανε στο γκαζόν μας, οι αχρείοι, και λέγανε πως το μπάρμπεκιου τούς ανήκει. Το μπάρμπεκιου μας! Το διανοείσαι;
-      Κι εγώ τι πρέπει να κάνω, κυρία Δόμνα μου; Να βγω με το γιαταγάνι και να φυλάω το γκαζόν μας;
-      Μη γίνεσαι γραφική, βρε, Χαρούλα! Θα βοηθήσεις στα τούβλα και στο σοβάντισμα. Κι όταν τελειώσουν τα χτισίματα, να βάλεις κι ένα χεράκι στο βάψιμο. Μη μας στοιχίσει κι ο κούκος-αηδόνι αυτός ο φράχτης. Καταλαβαίνεις…
-      Πώς δεν καταλαβαίνω! Και δε μου λέτε κυρία Δόμνα μου, αυτές τις δουλειές θα τις πλερωθώ έξτρα, φαντάζομαι. Δεν είναι στη σύμβασή μας. Σωστά μιλάω;
-      Ποια σύμβαση καημένη κι εσύ; Πάει η σύμβαση.
-      Πού πάει η σύμβαση κυρία Δόμνα μου; Θα τρελαθώ!
-      Άκου, Χαρούλα μου. Αύριο θα στο ανακοίνωνα, αλλά έτσι όπως το ᾽φερε η κουβέντα, ας τα πούμε εδώ και τώρα. Κάτσε, μη στέκεσαι… Και σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτές τις γουρλοματάρες σου!

Από δω το ᾽φερε, εκεί το πήγε, μου το ξεφούρνισε το όνειρο η κυρία Δόμνα. Πάνε τα ένσημα, πάνε τα ρεπά και οι υπερωρίες, “άμα θες να ᾽χεις τη δουλίτσα σου, κορίτσι μου, (έτσι με λέει όταν θέλει να με καλοπιάσει) θα σου κολλάω έξι ένσημα και θα παίρνεις το βασικό. Αλλά η δουλειά, δουλειά. Δεν αλλάζει τίποτα στις υποχρεώσεις σου.
-      Μα…
-      Αν δεν σ’ αρέσει, η πόρτα είναι ανοιχτή.
-      Κι ο κήπος δίχως φράχτη.
-      Με ειρωνεύεσαι, Χαρούλα; Νομίζω δεν έχεις αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που πάθαμε. Και που σε κρατάμε δηλαδή, είναι γιατί είμαι πονόψυχη. Άντε κορίτσι μου, ξεκουράσου τώρα. Σκέψου τα όλα καλά κι αύριο το πρωί να είσαι στο πόστο σου. Καλό βράδυ.
Ζύγισα τα πράγματα και τ’ αποφάσισα. Σε δέκα μέρες παρουσιάζομαι στο στρατό. Θα κρατήσω το “ήτα”.
«Στρατιώτης πεζικού Χάρης Κατσίμπαλης, Α’ ΕΣΣΟ. Διατάξτε!»
Χαλάλι τα καψόνια. Και άρβυλα θα φορέσω, και καλλιόπες θα καθαρίσω, και φράχτη θα χτίσω, και σκοπιά θα φυλάω. Αλλά όχι για ένα μπάρμπεκιου. Για την πατρίδα, ρε, γαμώτο!


(οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Je m'en fous



 Ο κύριος Δεμεμέλης είναι ένας καθ’ όλα ευυπόληπτος πολίτης, γνήσιος νοικοκυραίος και υπέρμαχος της τακτικής “κοίτα τη δουλίτσα σου, τρώγε το φαΐ σου και βγάνε το σκασμό”. Λίγο πριν ξεκινήσει η καραντίνα και όντας σίγουρος για τα μέτρα που θα ακολουθούσαν, έκανε επιδρομή στο σούπερ μάρκετ και επέστρεψε το βράδυ στο σπίτι, νικητής και τροπαιούχος. Επί μισή ώρα ξεφόρτωνε την καμπίνα του τζιπ, είχε επιστρατεύσει μάλιστα κι ένα κλαρκ για να κουβαλήσει τις προμήθειες ως το ασανσέρ. Ξεχειλισμένες σακούλες, ντάνες χαρτιά υγείας, μπουκάλες με αντισηπτικά, χλωρίνες, μωρομάντηλα (Κύριος οίδε γιατί τα πήρε αυτά, τα συγκεκριμένα), μακαρόνια, κονσέρβες, όσπρια, λάδια, κρασιά και πολλά ακόμα εδώδιμα αποικιακά. Δυο μέρες μετά, και αφού η αγορά είχε ήδη στεγνώσει από αντισηπτικά και μάσκες, ο κύριος Δεμεμέλης ξαναφόρτωσε μια σακούλα με τις -επιτρεπόμενες αυτή τη φορά- ποσότητες, για να τα στριμώξει στα ράφια της αποθήκης του.

Απ’ την αέναη κυκλοφορία νερού που κελάρυζε στους σωλήνες του, φαίνεται πως έπλενε τα χέρια του πο-λύ  σχο-λα-στι-κά. Κατά πολύ αυξημένη ήταν (και συνεχίζει να είναι) και η χρήση στο καζανάκι. Λογικό, με τόσα τρόφιμα. Τις απογευματινές ώρες δε, που η τηλεόραση έδειχνε τον εθνικό μας λοιμωξιολόγο, ο κύριος Δεμεμέλης πρέπει να είχε απανωτούς οργασμούς, κρίνοντας απ’ τα άγρια μουγκρητά και τις βαριές ανάσες που διέρρεαν απ’ το μισάνοιχτο παραθύρι του. Μετά το πέρας της ενημέρωσης, αντηχούσαν απανωτά καζανάκια, βρύσες, ντουζιέρες, και απορροφητήρας.

Ο κύριος Δεμεμέλης ήταν απ’ τους πρώτους που βγήκε ευθυτενής στο μπαλκόνι για να χειροκροτήσει τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που έδιναν άνιση μάχη με τον κορωνοϊό. Αμέσως μετά το χειροκρότημα, επέστρεψε στο διαμέρισμά του για να επιδοθεί στη γνωστή τριλογία δραστηριοτήτων: μαγείρεμα, τηλεόραση, καζανάκι. Ως εχέφρων νοικοκυραίος, απέφυγε -πολύ σχολαστικά- να προσφέρει το κατιτίς του στην ομάδα αλληλεγγύης που συγκέντρωνε τρόφιμα για οικογένειες χωρίς εισόδημα, ώστε να περάσουν αξιοπρεπώς τις ημέρες του Πάσχα. «Πόσο θα φάνε πια; Τρακόσα κιλά αηδία θα γίνουν!» μονολογούσε, καθώς παρατηρούσε τις σακούλες με τα συγκεντρωμένα είδη στην είσοδο της πολυκατοικίας. 


Ο κύριος Δεμεμέλης είναι υπέρμαχος της καθαριότητας και της “προσωπικής ευθύνης” και κυκλοφορεί, απαρεγκλίτως, με αντισηπτικά μαντιλάκια, χειρουργική μάσκα και πλαστικά γάντια. Τα οποία, όταν φτάνει έξω απ’ το σπίτι του, ή κατά την έξοδό του απ’ το σούπερ μάρκετ, τα πετάει καταμεσής του δρόμου. Ας κάνουν οι υπάλληλοι του δήμου τη βρώμικη δουλειά, αυτός είναι εντάξει με τη συνείδησή του. Κι ας είναι δυο μέτρα παρακάτω ο πράσινος κάδος. Κι ας βάζει σε κίνδυνο την υγεία των περαστικών. Κι ας επιβαρύνει το ήδη μολυσμένο περιβάλλον με τα σκουπίδια του. “Το σπίτι μας και τίποτ’ άλλο”. Το αγαπημένο του μότο. Αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε. Κι άμα πεθάνει αυτός, φούρνος να μην καπνίσει, κατά τη ρήση του Τζων Στάινμπεκ.

Το σκίτσο είναι του Κ. Γρηγοριάδη και δημοσιεύτηκε στην Εφ.Συν. (06/04/2020)



Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

«Ποιος είδε άνοιξη καιρό... το φόβο να πλανάται» (*)


Αντί στεφάνων και πρωτομαγιάτικων ευχών, δυο φωτεινά παραδείγματα ξεχωριστών ανθρώπων. Έτσι, για να έχουμε να φωτιζόμαστε στη μουντάδα της φετινής άνοιξης. Και για να μην αγνοούμε το ρόλο, τους αγώνες και την κοινωνική τους προσφορά, σ’ όλα τα ζόρια που τραβάμε τα τελευταία χρόνια.


Η Φωτεινή Βελεσιώτου τραγουδά απ’ το σπίτι της το «Ακορντεόν» του Μάνου Λοίζου για τον απεργό πείνας Ibrahim Gökçek. Ο Ibrahim είναι μέλος του συγκροτήματος Grup Yorum και κάνει απεργία πείνας μέχρι θανάτου, έχοντας ξεπεράσει πλέον τις 300 ημέρες αγώνα. Στις 3 του Απρίλη, η σύντροφός του Helin Bölek έπεσε μάρτυρας ύστερα από 288 ημέρες απεργίας πείνας. Ο Ibrahim Gökçek συνεχίζει αλύγιστος την απεργία πείνας, διεκδικώντας να επιτραπούν οι συναυλίες τους στην Τουρκία. 

Η Φωτεινή δεν λείπει ποτέ από συναυλίες και δράσεις αλληλεγγύης. Την θυμάμαι, χρόνια τώρα, να μας δίνει κουράγιο και να μας κερνάει βραδιές μυσταγωγικές με τις θεσπέσιες ερμηνείες της. «Να προσέχετε ο ένας τον άλλο» μ’ αυτό συνήθιζε να μας αποχαιρετάει, σαν προστατευτική μάνα που ξεπροβοδίζει με στοργή τα παιδιά της. Μετά τις τελευταίες της ερμηνείες μέσα απ’ το σπίτι της, ρίχνει κι αυτή μαύρο και σιωπά. Διεκδικώντας το αυτονόητο. 

«Οι καλλιτέχνες, επαγγελματίες του θεάματος και όλοι οι εργάτες του πολιτισμού έχουν και αυτοί δικαίωμα να ζουν με αξιοπρέπεια και όχι σε συνθήκες εξαθλίωσης. Όλοι όσοι μας ακούτε, στηρίξτε με τη δική σας φωνή τους ανθρώπους του πολιτισμού. ΜΑΥΡΟ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ. Σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς, Φωτεινή Βελεσιώτου».

Το τραγούδι "Ποιος είδε άνοιξη καιρό..." δημιουργήθηκε με την αφιλοκερδή συμμετοχή όλων των καλλιτεχνών και όλα τα έσοδα που θα προκύψουν από το τραγούδι, θα διατεθούν στο Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών "Η Σωτηρία" για την αγορά νοσηλευτικού υλικού.

Οι ηχογραφήσεις & οι λήψεις των ερμηνευτών έγιναν με ερασιτεχνικό τρόπο στο σπίτι τους, κάνοντας πράξη το "ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ"
Στρατάκης Νίκος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... σοκάκια ερημωμένα / με παραθύρια σφαλιχτά κι αυλές δίχως βεγγέρα
Μαρτσάκης Αντώνης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μη βλογούνται γάμοι / κεριά να μην ανάβουνε, ο Θεός να συγχωρέσει
Σπυριδάκης Δημήτρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... (‘κλησιές δίχως ανθρώπους / κι αμοναχό του τον παπά, τα Άγια να βγάνει
Στρατάκης Γιώργος: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... φαμίλιες χωρισμένες / και να δειπνούνε χωριστά, οι γέροι απ' τα κοπέλια
Σαριδάκης Κώστας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό... να μην ανοίγουν πόρτες /στον ξένο στο περαστικό να βρει να ξεδιψάσει
Νίκος & Αντώνης Ξυλούρης: Ποιος είδε άνοιξη καιρό..να μην γελούν κοπέλια /
να μη μαζώνουν κοπελιές, λουλούδια απ' τα χωράφια
Μανωλαράκης Ανδρέας: Ποιος είδε άνοιξη καιρό.. το φόβο να πλανάται / εγώ 'μαι απού τα θωρώ Θε μου ξεμίστευγέ μας 

Καλό Μάη να έχουμε, με επίγνωση της ιστορίας που κουβαλάει αυτός ο μήνας!

[Ο τίτλος προέρχεται απ’ το στίχο του ομώνυμου τραγουδιού]

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ευάλωτα παράθυρα


Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
από θηρίο της ερήμου ζώο,
την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι από γάτα…
Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει…
(Αργύρης Χιόνης – Ασήμαντα περιστατικά) 

* * * * *

Στα παιδικά βλέμματα που καιροφυλαχτούν πίσω απ’ τα παράθυρα. Αν έχουμε το κουράγιο, ας βγούμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε αυτά τα “έγκλειστα” παιδιά. Και να τους ζητήσουμε και μια τεράστια συγγνώμη. Αντί να καταναλώνουμε την εθνική μας συγκίνηση στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα δάκρυα του κ. Τσιόδρα, ας δούμε πώς θα κάνουμε ζάφτι τα βουρκωμένα παιδικά μάτια που ψάχνουν με αγωνία μια χαραμάδα με φως. Στην αλληγορία του Σπηλαίου ο Πλάτωνας περιγράφει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που ζούμε σήμερα. Οι σκιές στον τοίχο και οι αντίλαλοι απ’ τους δεσμοφύλακες, είναι η ψηφιακή αποτύπωση της “πραγματικότητας” έτσι όπως αυτή καθορίζεται απ’ τους τηλεοπτικούς μέντορες. Είναι άλλο να «Μένουμε Σπίτι» κι άλλο να καταντήσουμε σε κατοικίδια όντα που φοβούνται τις σκιές τους.


Φωτογραφία: Gregory Halpern