Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Φοντάνα ντι Ομόνοια



Οδός Μητροπόλεως, βράδυ Σαββάτου. Με σκυμμένο κεφάλι περιφερόταν άσκοπα στους άδειους δρόμους, σα δαρμένο σκυλί που οι ιδιοκτήτες του το πέταξαν στο δρόμο. Ήταν εμφανές πως δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό, απλά τριγύριζε στα στενά, κλωτσώντας θυμωμένα ό,τι βρισκόταν στο διάβα του και σκουπίζοντας κάθε λίγο τα μάτια με τις παλάμες του. Κι ύστερα έχωνε τα υγρά του χέρια στις τσέπες, καμπούριαζε τους ώμους και χαμήλωνε το κεφάλι στον ανασηκωμένο γιακά του μπουφάν του, σαν υποβρύχιο που βυθίζεται ολοένα στον πυθμένα μιας θάλασσας.

Με το σαγόνι να έχει προσαράξει στο στέρνο του, σίγουρα δεν θα έβλεπε πού πήγαινε κι αν δεν του κόρναρε έγκαιρα και επίμονα ο οδηγός ενός διερχόμενου αυτοκινήτου (πού στο καλό βρέθηκε τέτοια ώρα στην ερημωμένη λεωφόρο; ) θα κατέληγε στο κρεββάτι, ή στο ψυγείο του εφημερεύοντος νοσοκομείου.

Ούτε που τον ένοιαξε για τη ζωή του που μπήκε σε κίνδυνο, πιο πολύ στεναχωρήθηκε για την τρομάρα που πήρε ο οδηγός. Βγήκε αλλόφρων ο άνθρωπος απ’ το κοκαλωμένο αυτοκίνητο κι έπεσε πάνω του για να δει αν είναι καλά. Του πρόσφερε κι ένα μπουκαλάκι νερό και τον ρώταγε με αληθινό ενδιαφέρον -όπως φανέρωνε η συμπεριφορά του- αν χτύπησε πουθενά κι αν θέλει να τον πάει κάπου με το αυτοκίνητο. Στο φως που έπεφτε πάνω τους απ’ τους αναμμένους  προβολείς, διέκρινε τα χαρακτηριστικά ενός νέου σχετικά άντρα -ίσως να ήταν και συνομήλικοι, όπως σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή- που διέθετε ευγένεια και ευαισθησία. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πως δεν δίστασε στιγμή να τον αγγίξει, να τον ανασηκώσει προσεχτικά απ’ τα μπράτσα και να τον στηρίξει πάνω του, για να σιγοπερπατήσουν ως το μαρμάρινο πεζούλι του πεζοδρομίου. Τέτοιες εποχές και να σ’ αγγίζει αυθόρμητα ένας άγνωστος στο δρόμο, ήταν από σπάνιο, έως και απίθανο να συμβεί. Κι ήταν αυτό ακριβώς που τον έκανε να συνέλθει και να ανακτήσει το χαμένο του κουράγιο.

Πριν λίγη ώρα είχε παραλάβει -και επίσημα- τη «λύση σύμβασης εργασίας» απ’ το μαγαζί που, επί επτά συναπτά χρόνια, δούλευε σαν σερβιτόρος. “Αναδουλειές και αναγκαστική μείωση προσωπικού”, του είπε συγκαταβατικά ο ιδιοκτήτης, αποφεύγοντας να τον δει στα μάτια, ή έστω να γλυκάνει την πικρή στιγμή μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Αντιθέτως, με μια χειρουργική μάσκα να κρύβει τις εκφράσεις του, άφησε τα χαρτιά πάνω στο πάσο και του υπέδειξε με το βλέμμα να υπογράψει και να πάρει ένα αντίγραφο, μαζί με μια αόριστη υπόσχεση πως θα τον ειδοποιήσει μόλις η αγορά ανακάμψει. Έφυγε ντροπιασμένος απ’ το μαγαζί. «Ούτε ένα άγγιγμα, ρε γαμώτο!... Από μακριά, λες και είμαι κανένας χτικιάρης». Αυτό που πόνεσε αφόρητα, περισσότερο κι απ’ την απειλή της ανεργίας, ήταν η εξ αποστάσεως ψυχρή αναγγελία της απόλυσής του.

░ ░

«Σίγουρα είσαι καλά; Θέλεις να περπατήσουμε λίγο, για να δεις αν ζαλίζεσαι; Όχι, δεν σ’ αφήνω μόνο σου, αν δεν βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει. Πώς σε λένε; Εμένα Χρήστο. Δεν έχω καμιά βιαστική δουλειά, μην ανησυχείς για μένα. Εσύ να ᾽σαι καλά. Περίμενε εδώ ένα λεπτό ν’ αφήσω το αμάξι στο πάρκινγκ κι έφτασα… Πήρα μια τρομάρα όμως, ρε φίλε!»

Με δειλά βήματα περπάτησαν χεραγκαλιά ως την Ομόνοια και χάζεψαν για λίγο το μεγαλοπρεπές σιντριβάνι με τους πολύχρωμους πίδακες που εκτοξεύονταν απ’ τα σπλάχνα του. Ήταν η μόνη έγχρωμη πινελιά στο ερεβώδες σκηνικό μιας κουρασμένης πόλης, με σκοτεινά κτήρια, βρώμικους δρόμους και μελαγχολικούς ανθρώπους. Μια ακριβοπληρωμένη παραφωνία στο κουφάρι μιας πόλης που αργοσβήνει.

Κόντρα  στο οργιώδες τεχνικολόρ της πλατείας, ένιωθε να βυθίζεται ολοένα στα σκοτάδια του πανικού και της ανασφάλειας. Κι ήταν μονάχα αυτή η στιγμιαία αναλαμπή που ένιωσε στα στιβαρά μπράτσα του άγνωστου άντρα, που του έδωσε ξαφνικά την αίσθηση πως δεν κινδυνεύει. Πως κάποιος του πέταξε ένα σωσίβιο απ’ το πουθενά, εκεί ακριβώς που όλα έδειχναν οριστικά και μάταια. Ο Χρήστος αποδείχτηκε το κατάρτι που βρέθηκε καταμεσής του άδειου πελάγους για να ξεκουράσει τη μοναξιά του, να σηκώσει ξανά τα κουρελιασμένα του πανιά και να συνεχίσει τη ρότα του στο ομιχλώδες τοπίο της ζωής του.  

− Δεν το κάνανε τουλάχιστον Φοντάνα ντι Ομόνοια, να ρίχναμε τώρα ένα κέρμα και να κάναμε μια ευχή, του ψιθύρισε ο Χρήστος, σε μια ύστατη προσπάθεια να του εκμαιεύσει ένα χαμόγελο. Δεν σταμάτησε στιγμή να τον κρατάει αγκαζέ μπροστά στο σιντριβάνι, σαν να βαστούσε έναν ηλικιωμένο συγγενή που τον πήγαινε βόλτα στο διάδρομο ενός νοσοκομείου.
− Και σαν τι θα ευχόσουν, ρε Χρήστο, αν ήταν μπροστά μας τώρα η Φοντάνα ντι Ομόνοια; τον ρώτησε με έκδηλη απορία.
− Το ίδιο με χτες, προχτές, και σίγουρα με τις επόμενες μέρες που θα μου ξημερώσουν, του απάντησε ο Χρήστος, κλείνοντάς του πονηρά το μάτι.
− Δηλαδή;
− Θα σου πω. Απ’ τον καιρό της καραντίνας, μου ξέμειναν μεγάλα αποθέματα αξόδευτης αγκαλιάς. Μου έλειψε το μοίρασμα, ρε παιδί μου, πώς να στο εξηγήσω;
− Κάπου πάει το μυαλό μου… για λέγε…
− Φεύγοντας απ’ το σπίτι απόψε, ευχόμουν να πέσω σ’ έναν άνθρωπο που θα το χρειαζόταν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο απ’ το να έχεις σπάνια ομάδα και να μην υπάρχει συμβατός ασθενής να του δώσεις αίμα, κάπως έτσι ένιωθα…
Κι έπεσες στην κυριολεξία πάνω μου! Τη στιγμή ακριβώς που ευχόμουν κι εγώ, να βρεθώ στις ρόδες ενός αυτοκινήτου.
Τι λες, ρε άνθρωπε; Αποξενωμένος κι εσύ;
Απολυμένος, ρε Χρηστάρα. Μόλις είχα παραλάβει το χαρτί της απόλυσής μου. Να, εδώ το έχω. Ζεστό είναι ακόμα…
Kερνάω μπύρες. Είσαι;
Mα… για μπύρες είμαστε τώρα; Εγώ, δεν…
− Άντε, πάμε μια βόλτα ως τα Εξάρχεια. Είναι ένα μαγαζί που ξέρω τον ιδιοκτήτη του. Μου έχει μεγάλη υποχρέωση και… πού ξέρεις; Με την τύχη που έχουμε απόψε, μπορεί και να ζητάει κανένα γκαρσόνι. Τι λες;
Ότι κυνηγάς μονόκερους. Αυτό λέω, ρε Χρήστο!
− Έτσι ακριβώς το λένε το μαγαζί: “Μονόκερος”!!! Φύγαμε; 



Το κείμενο φιλοξενήθηκε στον ιστότοπο ΑΤΕΧΝΩΣ




Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ ΤΟΥ 2020 μ.Χ.


Λίγα λόγια για την έκδοση.

Ο Απρίλης της καραντίνας και του κορονοϊού, είναι παρελθόν, ελπίζουμε οριστικό, ο «Σκληρός Απρίλης , του 2020 μ.Χ.» θα συνεχίσει να μας θυμίζει τα συναισθήματα, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και όλα όσα ζήσαμε το δίμηνο της καραντίνας.

Ο «Σκληρός Απρίλης , του 2020 μ.Χ.», με τις ιστορίες και τα ποιήματα από την εποχή του κορονοϊού, μόλις κυκλοφόρησε και «από ώρα σε ώρα» περιμένουμε και το δίδυμο αδελφάκι του (λεπτομέρειες προσεχώς).

Ο «Σκληρός Απρίλης 2020 μ.Χ.» είναι δύο ποιοτικές και προσεκτικά επιλεγμένες συλλογές από ποιήματα και διηγήματα με θέμα τις ανθρώπινες σχέσεις και τα ανθρώπινα πάθη κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας του φονικού ιού Covid-19 (Άνοιξη του 2020). Η ζωή κάτω από τον αστερισμό του κορωνοϊού καταγράφεται άλλοτε υπαρξιακά, άλλοτε κοινωνικά και άλλοτε με πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές.

Και τέσσερα εικαστικά που κοσμούν την έκδοση, του Κώστα Ευαγγελάτου, υπό το κράτος των ίδιων συναισθημάτων. Δουλεμένα τις πρώτες ημέρες της καραντίνας.

Αναδεικνύονται ανθρώπινα δράματα και προβλήματα όπως η περιθωριοποίηση, οι φραγμοί στη μόρφωση, η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια, καθώς και ο ψυχικός μικρόκοσμος και τα βιώματα των ποιητών και πεζογράφων που συμμετέχουν στην έκδοση. Προβάλλεται, πάνω απ’ όλα, η αγωνία και ο αγώνας για το μέλλον, όχι όμως χωρίς λύσεις.

Ποιήματα: Γιώργος Ηρακλέους, Σοφία Ταναΐνη, Γκέλη Ντηλιά, Νίκος Σουβατζής, Ανθούλα Σωπάση, Κώστας Ευαγγελάτος, Σπύρος Ζαχαράτος, Ειρηναίος Μαράκης, Αντώνης Μπουντούρης, Γιάννης Γεωργάκης, Νικόλας Μιτζάλης,  Κωνσταντίνος Μαυροματάκης, Φωτεινή Δημοτζίκη, Νικόλας Δημ. Κακατσάκης, Γεωργία Καλαμποκά, Κώστας Κατιμερτζόγλου, Βαγγελιώ Καρακατσάνη, Σοφία Κλουβάτου Μέλα, Βαρβάρα Τζάμα, Πανωραία Χριστοπούλου, Χρυσή Φουκαράκη.

Διηγήματα: Παναγιώτης Μελάς, Νίκος Λάμπρου, Θωμάς Κασσελούρης, Θοδωρής Μπελίτσος, Μαριάνθη Αλειφεροπούλου Χαλβατζή, Γιάννης Γερογιάννης, Ασπασία Παναγιώτα Μουσουλίδη, Βασιλική Σταθοπούλου, Χρήστος Τούμπουρος, Αλέκος Χατζηκώστας, Μαρία Κανελλάκη.

Υπερήφανοι για το υλικό που δίνουμε στον αναγνώστη, επισημαίνουμε το εξαιρετικό ενδιαφέρον να μελετά κανείς μέσα από τη λογοτεχνία τα πάθη των ανθρώπων, τις ελπίδες τους σε συγκυρίες με σχήματα και σημάδια βασικά, ιστορημένα άμεσα από ανθρώπους που τα ζουν και τα βιώνουν.

Σκληρός Απρίλης, του 2020 μ.Χ.
ποιήματα και ιστορίες εγκλεισμού από την εποχή του κορωνοϊού
(Συνοδεύεται από CD)
Επιμέλεια: Γιώργος Ηρακλέους
Εξώφυλλο: Πέτρος Φιλιπίδης
Εκδόσεις Ατέχνως
Έτος έκδοσης: Ιούνιος 2020
Σελ. 104
Σχήμα 17Χ24
Τιμή: 13 ευρώ
Μπορείτε να το παραγγείλετε και να το παραλάβετε στο χώρο που θα μας υποδείξετε, χωρίς επιβάρυνση
Παραγγελίες: EkdoseisAtexnos@gmail.com
📱 6979795057

Αθήνα: Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο – Θεμιστοκλέους 37 – 210 380 2644
Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες – Αλ. Σβώλου 28 – 2310 273207
Κεντρική διάθεση για την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο Περιδιάβαση  (Τηλ:24 645646, 99545635) 



Η ανάρτηση αποτελεί αναδημοσίευση απ’ το ηλεκτρονικό περιοδικό: ΑΤΕΧΝΩΣ

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Κόκαλα έχει αυτό το καλοκαίρι;


Όταν έχεις παραγγείλει ένα καλοκαίρι εδώ και κάτι μέρες, αλλά αργεί το παιδί… 

Για να ξεγελάσεις την περιρρέουσα  ψύχρα, αναπολείς παλιές διακοπές που ουδέποτε πήγες… αλλά που πολύ θα ήθελες να είχες πάει. Μπερδεύτηκες; Είναι σαν τη μεγαλειώδη φράση του πρωθυπουργού, σε συνέντευξή του στον Αντώνη Σρόιτερ: «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται, για να μην φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε ό,τι χρειάζεται». Αυτολεξεί. 

Νοσταλγείς και κάτι ασπρόμαυρα καλοκαίρια που τα έζησες μέσα απ’ τις παλιές ταινίες. Που όσοι χειμώνες κι αν έχουν περάσει από πάνω τους, αυτά δεν παλιώνουν ποτέ. 

«Μεγαλώσανε τα κορίτσια μας, Χαρίλαε. Είκοσι έξι η Ελένη, είκοσι τριών η Κατίνα, 
είκοσι η Μαρία και δεκαπέντε η Αγγελική…»


Μεγαλώσαμε κι εμείς, κύριε Χαρίλαε. Και μείναμε αμανάτι με τα κανάτια και 
τα πολιτικά τζάκια. Είμαστε “very, very χολασκασμένοι. Πολύ very όμως…”


Κάπως έτσι θα βλέπουμε στο εξής τις ελεύθερες παραλίες. Σύμφωνα με το νέο “αναπτυξιακό νομοσχέδιο” (πώς το λέγατε εσείς τότε, γιατί εμείς έτσι το λέμε τώρα) έρχονται οι παραχωρήσεις αιγιαλού, όχι μόνο μπροστά στα ξενοδοχεία, αλλά και σε παρακείμενους χώρους, σε επιχειρηματικά πάρκα με μέτωπο τη θάλασσα, σε μπιτσόμπαρα και τραπεζοκαθίσματα. 
«Εσείς οι αποπάνω λέω, προσέχετε τους αποκάτω… Τουρκόγυφτοι!»


Δηλαδή, αν ο κύριος Χαρίλαος αναζητούσε σήμερα ελεύθερη παραλία, ο διάλογος με τον επενδυτή, θα ήταν κάπως έτσι:

Χαρίλαος: Πού πάτε, κύριε;
Επενδυτής: Να προχωρήσω στην αμμουδιά.
Χαρίλαος: Αμμουδιά; Βλέπετε εσείς καμιά αμμουδιά; Γιατί αν εννοείτε αυτόν εδώ, αυτός είναι ο σβέρκος μου!
Επενδυτής: Καλά κύριε, μην κάνετε έτσι! Δεν σας πιάσαμε και απ’ τη μύτη!
Χαρίλαος: Μόνο απ’ τη μύτη δεν με πιάσατε! Απ’ όλες τις άλλες μεριές με πιάσατε!
 

 «Θα επανεκκινήσουμε τον τουρισμό για να πάρουμε ανάσα, διενεργώντας δειγματοληπτική εξέταση σε όσους ταξιδιώτες φτάνουν στην Ελλάδα», είπε ο σύγχρονος Μωυσής. Και “οι καταρράκται των ουρανών ηνοίχθησαν και τα ύδατα υπερεπλήθυναν σφόδρα”. Και η χώρα αναζητά τώρα τον σύγχρονο Νώε.


Σε εποχές μη-κανονικότητας, τώρα θα μέτραγες ήδη τα πρώτα σου παγωτά και θα ετοιμαζόσουν για τη σχολική γιορτή και τα μπουγελώματα της τελευταίας μέρας. 


Στο ανάποδο του καιρού και με το τελεσίδικο φιρμάνι των “ειδικών”, μόλις ξεκίνησε η (υπόλοιπη) σχολική χρονιά σου. Κι όποιος έχει αντίρρηση:
«Αύριο θα φέρει αντιγραμμένους, 100 στίχους από το Ζ' της Ιλιάδος»


Μέχρι να έρθει το πολυπόθητο “καλοκαίρι”, έτσι όπως ο καθένας το εννοεί, 
καλή υπομονή παίδες!

Υ.Γ. Προσοχή τα παιδιά στα σχολεία, γιατί κυκλοφορούν…  



Και μια αψηλή, τσιριμπίμ-τσιριμπόμ. Ουδέν αληθέστερον τούτου!
Μέχρι τώρα, λιποθυμάγανε στ' αλήθεια απ’ την πείνα, ας μην τα επιβαρύνουμε και μ' αυτό το “μαρτύριο”…

Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ο εφιάλτης του ήτα



Θα τρελαθώ! Ήρθε γράμμα απ’ το γραφείο στρατολογίας και με καλούν να παρουσιαστώ. Τους παίρνω τηλέφωνο. Βγαίνει ένα παλικάρι στη γραμμή, καλή του ώρα, ευγενικό παιδάκι ήτανε το καημένο, του λέω «Αγόρι μου χρυσό, μου στείλατε κλήση να παρουσιαστώ στη μονάδα τεθωρακισμένων στον Αυλώνα».  «Τύχη βουνό!» μου λέει το παλικάρι. «Εγώ πήρα μετάθεση για το τάγμα πεζικού στην Ορεστιάδα. Θα έχετε καλό βύσμα, πάντως…»

Πού να το πω και ποιος να με πιστέψει, Βαγγελίστρα μου; Εγώ, η Χαρούλα, το στερνοπαίδι του Τρύφωνα του Κατσίμπαλη, να πάω φαντάρος! Θα φάω τις κοτσίδες μου! Πήγα η καψερή με το γράμμα στο στρατολογικό γραφείο, να τους δείξω πως κάνουνε λάθος και να με σβήσουν απ’ τα κατάστιχά τους.

Ανοίγει τα κιτάπια του ο γαλονάς, σαλιώνει μια-μια τις σελίδες, φτάνει στο επίθετό μου, μου ρίχνει μια εξεταστική ματιά (ίδιος ο Κοντιζάς όταν του πάνε το πιάτο οι παίχτες στο μάστερ-σεφ) ξανακοιτάει τα χαρτιά του και με κατακεραυνώνει:
-      Μα εδώ γράφει πως είσαι άρρεν. Χάρης Κατσίμπαλης του Τρύφωνος. Ορίστε. Πέντε αδέρφια δεν είστε στην οικογένεια;  
-      Λάθος στρατηγέ μου. Τέσσερα αδέρφια και η υποφαινόμενη. Χάρις με βαφτίσανε. Χάρις Κατσίμπαλη του Τρύφωνα και της Νικολίτσας, Θεός σχωρέσ’ τους! Να, δείτε. Σας μοιάζω εγώ γι’ αρσενικό; Ήμαρτον Παναγία μου! Λάθος στην ορθογραφία έχει γίνει. Για ένα “ήτα” δηλαδή θα ντυθώ εγώ στο χακί;

Τι του προέταξα τα στήθια μου, τι του τράβηξα τις πλεξίδες μου, τι του κούνησα τον απαυτό μου, Θε μου συχώρα με, εκεί αυτός. Το γινάτι του.

-      Δε ξέρω τι λες εσύ. Εδώ είσαι καταχωρισμένος ως άρρεν κι έχουν καλέσει την κλάση σου. Σε δέκα μέρες παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσύλλεκτων οπλιτών στον Αυλώνα. Αν έχεις αντίρρηση, κάνε μια αίτηση για επαναπροσδιορισμό φύλου και θα το εξετάσουμε. Αλλά θα πάρει πολύ χρόνο, να το ξέρεις. Μέχρι να βγει η απόφαση, θα κηρυχτείς λιποτάχτης. Κι αυτό να το ξέρεις. Δρόμο τώρα, γιατί έχουμε κι έναν φράχτη στον Έβρο να καλουπώσουμε.
-      Άμα είναι για τον Έβρο, να βοηθήσω η καψερή. Έχω κάτι κοντοχωριανούς στα μέρη αυτά κι αν θέλετε, μπορώ να τους μηνύσω. Τι πρόβλημα έχετε; Με τα μπαμπάκια μήπως; Έριξε πολύ χαλάζι φέτος, κάτι σβώλους να, με το συμπάθιο κιόλας, και καταστραφήκαν οι ανθρώποι. Τι να πεις;
-      Ποια μπαμπάκια, βρε, στραβάδι; Άε χάσου από μπροστά μου. Θα κάνω ειδική αναφορά για σένα στο διοικητή σου και θα πας τσιφ στον Έβρο για εκπαίδευση, έννοια σου! Θ’ αναστενάξουν οι ώμοι σου απ’ το πηλοφόρι. Δεν θα πάρεις απολυτήριο, αν δεν τελειώσει ο φράχτης.

Και κοπανάει με λύσσα τη δεξιά του παλάμη πάνω στο γραφείο… νννααα με πήγε απ’ την τρομάρα μου. Κατουρήθηκα πάνω μου, να στο σταυρό που σου κάνω! Αφού απ’ το τράνταγμα, πέσανε και κάτι μολυβοθήκες και μια αρμαθιά σφραγίδες στο πάτωμα. Για τέτοιο τράκο σου λέω! Ευτυχώς, έπεσα κι εγώ απ’ το κρεβάτι, φαρδιά-πλατιά στο μωσαϊκό. Ακούσανε το γδούπο τ’ αφεντικά μου, ορμάει στο δωμάτιο η κυρά μου, «Τι έπαθες, βρε, Χαρούλα νυχτιάτικα;» μου φωνάζει αγριεμένη. «Πάω φαντάρος κυρία Δόμνα μου», την καθησυχάζω εγώ. Δεν είχα συνέρθει ακόμα απ’ τον εφιάλτη, τόσο ζωντανός ήταν, που νόμιζα πως, από λεπτό σε λεπτό, θα μπουκάρει κι ο στρατηγός απ’ την πόρτα.

Καλός άνθρωπος η κυρία Δόμνα. Με μπουγέλωσε μ’ ένα ποτήρι νερό, μου έριξε και δυο ξανάστροφες να ξυπνήσω και μου ορμήνεψε τ’ όνειρο.
-      Άσχημα μαντάτα θα πάρεις, Χαρούλα μου. Κι αν ήταν υψηλόβαθμος ο γαλονάς, μεγάλες συμφορές σε περιμένουν. Τι βαθμό είχε; Θυμάσαι;
-      Πού να ξέρω η βαριόμοιρη τι βαθμό είχε; Σάματις έχω κάνει στρατό; Αχ, τι εφιάλτης ήτανε αυτός Παναγία-Παρθένα μου! Σας κοψοχόλιασα κι εσάς. Να με συγχωρνάτε, κυρία Δόμνα μου. Ξεράθηκα χτες το βράδυ απ’ την κούραση…
-      Καλό κι ευλογημένο ας είναι, Χαρούλα μου. Άντε, πέσε να κοιμηθείς γιατί αύριο έχεις πολλή δουλειά. Πρωί-πρωί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολείο. Και να συγυρίσεις τα δωμάτιά τους. Να καθαρίσεις και τον κήπο που έχει γεμίσει αγριόχορτα. Και να βοηθήσεις το μάστορα που περιμένουμε, σε παρακαλώ.
-      Τι μάστορα περιμένουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Ένας φουκαράς είναι εκεί χάμω και τον μαζέψαμε να κάνει κανένα μεροκάματο. Θα χτίσουμε ένα φράχτη γύρω απ’ τον κήπο.
-      Τι θα χτίσουμε κυρία Δόμνα μου;
-      Έναν τσιμεντένιο φράχτη. Έχει παραγίνει το κακό μ’ αυτούς τους γείτονες. Κάθε τρεις και λίγο παραβιάζουν το συρματόπλεγμα. Προχτές πατήσανε στο γκαζόν μας, οι αχρείοι, και λέγανε πως το μπάρμπεκιου τούς ανήκει. Το μπάρμπεκιου μας! Το διανοείσαι;
-      Κι εγώ τι πρέπει να κάνω, κυρία Δόμνα μου; Να βγω με το γιαταγάνι και να φυλάω το γκαζόν μας;
-      Μη γίνεσαι γραφική, βρε, Χαρούλα! Θα βοηθήσεις στα τούβλα και στο σοβάντισμα. Κι όταν τελειώσουν τα χτισίματα, να βάλεις κι ένα χεράκι στο βάψιμο. Μη μας στοιχίσει κι ο κούκος-αηδόνι αυτός ο φράχτης. Καταλαβαίνεις…
-      Πώς δεν καταλαβαίνω! Και δε μου λέτε κυρία Δόμνα μου, αυτές τις δουλειές θα τις πλερωθώ έξτρα, φαντάζομαι. Δεν είναι στη σύμβασή μας. Σωστά μιλάω;
-      Ποια σύμβαση καημένη κι εσύ; Πάει η σύμβαση.
-      Πού πάει η σύμβαση κυρία Δόμνα μου; Θα τρελαθώ!
-      Άκου, Χαρούλα μου. Αύριο θα στο ανακοίνωνα, αλλά έτσι όπως το ᾽φερε η κουβέντα, ας τα πούμε εδώ και τώρα. Κάτσε, μη στέκεσαι… Και σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτές τις γουρλοματάρες σου!

Από δω το ᾽φερε, εκεί το πήγε, μου το ξεφούρνισε το όνειρο η κυρία Δόμνα. Πάνε τα ένσημα, πάνε τα ρεπά και οι υπερωρίες, “άμα θες να ᾽χεις τη δουλίτσα σου, κορίτσι μου, (έτσι με λέει όταν θέλει να με καλοπιάσει) θα σου κολλάω έξι ένσημα και θα παίρνεις το βασικό. Αλλά η δουλειά, δουλειά. Δεν αλλάζει τίποτα στις υποχρεώσεις σου.
-      Μα…
-      Αν δεν σ’ αρέσει, η πόρτα είναι ανοιχτή.
-      Κι ο κήπος δίχως φράχτη.
-      Με ειρωνεύεσαι, Χαρούλα; Νομίζω δεν έχεις αντιληφθεί το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που πάθαμε. Και που σε κρατάμε δηλαδή, είναι γιατί είμαι πονόψυχη. Άντε κορίτσι μου, ξεκουράσου τώρα. Σκέψου τα όλα καλά κι αύριο το πρωί να είσαι στο πόστο σου. Καλό βράδυ.
Ζύγισα τα πράγματα και τ’ αποφάσισα. Σε δέκα μέρες παρουσιάζομαι στο στρατό. Θα κρατήσω το “ήτα”.
«Στρατιώτης πεζικού Χάρης Κατσίμπαλης, Α’ ΕΣΣΟ. Διατάξτε!»
Χαλάλι τα καψόνια. Και άρβυλα θα φορέσω, και καλλιόπες θα καθαρίσω, και φράχτη θα χτίσω, και σκοπιά θα φυλάω. Αλλά όχι για ένα μπάρμπεκιου. Για την πατρίδα, ρε, γαμώτο!


(οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)