Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μπουγαδόνερα

 


Τότε τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά άρθρα  για τους ανένταχτους  φοιτητές  που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη” πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.



Αναρωτιέμαι αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;    

Πριν 48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου, ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;



Φοβάμαι ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής  έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά. Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.

 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβμαι τος νθρώπους πο μ καταλερωμένη τ φωλι
πασχίζουν τώρα ν
βρον λεκέδες στ δική σου.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο σο κλείναν τν πόρτα
μ
ν τυχν κα τος δώσεις κουπόνια κα τώρα
το
ς βλέπεις στ Πολυτεχνεο ν καταθέτουν γαρίφαλα κα ν δακρύζουν.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο γέμιζαν τς ταβέρνες
κα
τ σπάζαν στ μπουζούκια κάθε βράδυ κα τώρα τ ξανασπάζουν
ταν τος πιάνει τ μεράκι τς Φαραντούρη κα χουν κα «πόψεις».

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο λλαζαν πεζοδρόμιο ταν σ συναντοσαν
κα
τώρα σ λοιδορον γιατ, λέει, δν βαδίζεις σιο δρόμο.
Φοβ
μαι, φοβμαι πολλος νθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα
κόμη περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)



Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

"Κατεδαφιζόμεθα"



}Κάποτε, οι πλούσιοι διπλοκλειδώνανε τη ζωή τους μέσα σε τοίχους ψηλούς, κατεβάζανε στόρια, κουρτίνες. Βάζανε σκυλιά στην είσοδο και κρεμαστή κρεμμύδα για τη βασκανία. Τώρα όλα βγήκανε στη φόρα. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Ένα μάτι βλέπει, ένα αφτί ακούει και η διαφήμιση διαλαλεί. Έτσι τρώνε, έτσι δουλεύουνε, έτσι ερωτεύονται, έτσι κλέβουνε, έτσι αγαπούνε, έτσι σκοτώνουν και σκοτώνονται. Χιλιάδες μικροί και μεγάλοι διαρρήκτες με σύγχρονα εργαλεία παραβιάζουνε καρδιές, εγκεφάλους, οικογενειακά κι επαγγελματικά άσυλα. Γέμισε καταδότες η ζωή! Κινηματογραφικοί φακοί, μικρόφωνα, τηλεοράσεις καταγράφουν το κάθε τι. Και οι πλασιέδες, θύματα οι ίδιοι, αναγκάζονται με τη σειρά τους να ψεματίζουν το φτωχό κοσμάκη. Πάνε στις πόρτες του, δεν τον αφήνουν σε ησυχία, ρωτάνε, σημειώνουνε.

«Δεν χρειάζεται πια να ‘χεις λεφτά για ν’ αγοράζεις κείνο που λαχταράει η ψυχή σου». «Χωρίς λεφτά;» «Μάλιστα, χωρίς λεφτά. Περνάει τ’ όνομά σου σε μια καρτέλα, βάζεις μια υπογραφή και σου κουβαλούνε τα καμιόνια τον πολιτισμό στο σπίτι σου. Πώς να ζήσεις σήμερα χωρίς ηλεκτρικό ψυγείο; Και το μίξερ υπέροχο. Δεν πετάς φρούτο. Φτιάχνει χυμούς το μίξερ. Κανένας γονιός δεν πρέπει ν’ αφήνει τα παιδιά του χωρίς χυμούς. Κάνουν και ωραίο δέρμα. Είσαι και κατά του γήρατος, κατά της παχυσαρκίας, κατά της δυσκοιλιότητας». «Θαύμα θαυμάτων η νέα αυτόματη κατσαρόλα, ψήνει το κρέας σε πέντε λεπτά. Και το τηγάνι που τηγανίζει χωρίς λάδι».

Τα υπεραυτόματα πλυντήρια, τα απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, τα αντιγριπικά, τα αντισυλληπτικά, τα ηρεμιστικά, τα ναρκωτικά, η σφραγίδα της αφθονίας και στον τόπο μας. Καιρός να εκσυγχρονιστούμε…~

Διδώ Σωτηρίου

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο: «Κατεδαφιζόμεθα» - εκδ. Κέδρος




Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Άνεμος του Νοεμβρίου


 

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν
ν’ αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν
(πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

Τάσος Λειβαδίτης

Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, Εκδόσεις Κέδρος, 2003


Καλό Νοέμβρη να έχουμε και μακριά από ανθρώπους που τσιγκουνεύονται την ανθρωπιά και το χαμόγελο. Αν παρ' ελπίδα βρεθείτε κοντά τους:  “guarda e passa” όπως έγραφε ο Δάντης στην Κόλαση. “Kοίτα και προσπέρνα. Μέχρι να φύγει αυτός ο ‘παλιόκαιρος’… ~{ {~…

// ~ // 

Υ.Γ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης και της κεφαλίδας του ιστολογίου, ανήκουν στον δημιουργό και μόνιμο πάροχο Θάνο Τσάκαλο, τον οποίο εγκαρδίως ευχαριστώ  για την πολύτιμη συνδρομή/προσφορά του J

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Η ατομική ευθύνη κι άλλα χρήσιμα “εργαλεία”

 

Artwork: Zack Zdrale


Πάει καιρός τώρα που στο σπίτι εφαρμόζουμε την αλάνθαστη μέθοδο της κυβέρνησης, σ’ ό,τι αφορά τη διαχείριση κρίσεων.  Όταν, για παράδειγμα, τα βρίσκουμε μπαστούνια με τα παιδιά και δεν μπορούμε ν’ ανταποκριθούμε στις -δίκαιες ομολογουμένως- απαιτήσεις τους, ακολουθούμε την αλάνθαστη μέθοδο του “στρίβειν δια της ατομικής ευθύνης”. Πρακτικά μιλώντας βέβαια, η τακτική αυτή δεν βελτιώνει σε τίποτα το βιοτικό μας επίπεδο, εδραιώνει όμως στα παιδιά τη συνήθεια της συναίνεσης και της ανοχής.


«Μάνα, θα χρειαστώ καινούργια αθλητικά, φέτος».

«Μια χαρά είν’ αυτά που έχεις».

«Έχει τρυπήσει η σόλα, τι μια χαρά μου λες;»

«Καλά λοιπόν. Ας γίνει το δικό σου. Να ξέρεις όμως ότι, αν πάρεις εσύ καινούργια παπούτσια, δεν θα φτάσουν τα λεφτά ν’ αλλάξουμε τη μπαταρία του βηματοδότη της γιαγιάς».

«Και θα τριγυρνάω με τρύπια παπούτσια στο καταχείμωνο, ρε, μάνα;»

«Και το πάει η καρδιά σου να πάθει καμιά συγκοπή η γιαγιά και να το ’χεις κρίμα στο λαιμό σου μια ζωή; Όχι πες μου, το πάει;»

«Ε τώρα, έτσι όπως το θέτεις…»

«Η γιαγιά ΣΟΥ, βρε! Η γιαγιά σου που σε μεγάλωσε σαν πριγκιπόπουλο, που είχαν να το λένε στη γειτονιά πόση λατρεία σου είχε, που σου τηγάνιζε, ανελλιπώς, πατάτες τσιπς που σ’ αρέσανε, θυμάσαι; Φλόμωνε το σπίτι στη τηγανίλα για να φας εσύ τραγανιστές πατατούλες, μετά το σχολείο…»

«Καλά καλά, φτάνει. Μ’ έπεισες».

«Τι εννοείς σ’ έπεισα; Ότι το κάνεις για μένα; Για μένα το κάνεις;»

«Για τη γιαγιά το κάνω. Για να της πάρουμε τη μπαταρία του βηματοδότη της. Το λήγουμε τώρα, γιατί έχω και διάβασμα;»

«Εγώ, παιδί μου, ένα τελευταίο πράγμα θα σου πω. Να ξέρεις πως εξάντλησα όλες μου τις προσπάθειες για μια δίκαιη απόφαση, αλλά με βάση τον προϋπολογισμό του σπιτιού, τα διαθέσιμα κεφάλαιά μας δεν αφήνουν το ελάχιστο περιθώριο απόκλισης. Εγώ…»

«Μάνα, φεύγω! Δεν μ’ ενδιαφέρουν όλ’ αυτά, παρά μονάχα πως θα μείνω χωρίς παπούτσια το χειμώνα».

«Άκου τον τι λέει! Που έτσι και πάθει κάτι η γιαγιά, δεν το συζητώ, θα πλαντάξει απ’ τη στεναχώρια του κι ο πατέρας σου. Ε, άμα πέσει κι αυτός, δεν το συζητώ, κλάψε με κι εμένα!... Θα σκάσει κι η μάνα μου η δόλια και ποιος θα σ’ αποβγάλει, μετά στη ζωή, αγόρι μου; Ποιος; Όχι πες μου ποιος!... Η θειά σου η Βάσω μ’ ένα νεφρί κι άντρα με ζάχαρο; Δεν το συζητώ!»

«Συνεχίζεις και το συζητάς όμως. Είπαμε, το θέμα έληξε. Τι άλλο θες να σου πω δηλαδή;»

«Πως είσαι ευχαριστημένος έτσι που τα διευθετήσαμε τα πράγματα. Αχ, σε παρακαλώ, πες στη μανούλα πως είσαι μια χαρά χαρούμενος, τώρα, αγόρι μου. Για πες να τ’ ακούσει η έρμη μάνα…»

«Είναι απαραίτητο τώρα αυτό;»

«Aχ αγόρι μου, είσαι άμυαλο ακόμα και δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος της ευθύνης σου. Λίγο να φερθείς επιπόλαια, θα δυναμιτίσεις τα θεμέλια του σπιτιού μας. Κι άμα πέσουμε εμείς, πάει κι η κοινωνία, αποσαθρώνεται ο ιστός της χώρας, γκρεμίζεται ο ευρωπαϊκός νότος, βουλιάζουν τα Βαλκάνια. Κι άμα βουλιάξουν τα Βαλκάνια... πάει κι η Ευρώπη... πάει η Ασία, πάει κι η Αμερική...»

«Ρε μάνα, έλεος!... Είπαμε. Με τα παλιά παπούτσια και την ίδια φόρμα θα τη βγάλω φέτος. Τι άλλη θυσία μπορώ να κάνω, εγώ, δηλαδή για να σωθεί η ανθρωπότης;»

«Εκείνα τα χαρτζιλίκια που μαζεύεις στον κουμπαρά σου…»

«Ε, τι;»

«Να, σκέφτηκα… μήπως τσοντάραμε κι εμείς και να βάζαμε λίγο πετρέλαιο μη πουντιάσουμε φέτος;»

«Σοβαρά τώρα;»

«Aν δεν βάλουμε όλοι πλάτη αγόρι μου, πώς θα βγει η χώρα απ’ αυτή την κρίση;»