Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

Σπίτι από αστερόσκονη

 


Το σπίτι μοιάζει της μάνας μου.

Όσο περνάει ο καιρός, ρυτίδες αυλακώνουν τους τοίχους του.

Τα μαλλάκια της γκρίζες δαντέλες που θροΐζουν πένθιμα στα παραθυρόφυλλα.

Κάθε που τρίζουν τα φτενά κοκαλάκια της στην υγρασία

πόρτες και μεντεσέδες ακομπανιάρουν μ’ ανατριχιαστικά τσιριχτά.

Τα παντζούρια πετσικάρανε, έχει καιρό να τ’ ανοίξει

ούτε που καταδέχεται ο ήλιος να τρυπώσει απ’ τις κυρτωμένες γρίλιες της.

Χοντρόφλουδα δάκρυα  ξεκολλούν απ’ το ταβάνι.

Κι εγώ τη σοβαντίζω με έξτρα ενυδατικές για ώριμες επιδερμίδες.

Τι τα θέλω ’γώ αυτά;” μου κλαψουρίζουν οι ρωγμές στα μάγουλά της

μα εγώ ακάθεκτη

“Σώπαινε κι έχουμε αρίφνητες πληγές να μερεμετίσουμε, μανούλα μου”

~ ~ ~ ~

Το σπίτι μοιάζει του πατέρα μου.

Όσο περνάει ο καιρός, τα κυματιστά μαλλιά του πέφτουν

παρέα με τα κεραμίδια στη σκεπή.

Τα δοκάρια τρίζουν στις ρίζες τους, ξεδοντιάζεται σιγά σιγά το μικρό μας σπιτάκι.

Αγριοκισσοί που θρασομανούν οι μπλε φλεβίτσες στα πόδια του.

Τα γόνατά του σκεβρώνουν μαζί με τα ποδάρια του καλού μας τραπεζιού

τι κι αν ήταν πεχλιβάνης και παλίσανδρος;

Το σαράκι του χρόνου είναι αμείλικτο, παιδί μου

Αγκωνάρι η ψυχή του κι εγώ παίζω το τελευταίο μου χαρτί

βάζω στο πικάπ την παλιά πλάκα του Στράτου

δε μπορεί”, λέω, “θα δώσει μια και θα σηκωθεί να το χορέψει

~ ~ ~ ~

 

Το σπίτι μας μοιάζει κέντρο διερχομένων ψυχών

Ποιος έρχεται-

ποιος φεύγει-

έχασα το λογαριασμό.

“Να προσέχεις, παιδί μου” ντουετάκι ουρανόθεν.

Η ζωή εδώ τελειώνεικαι κονταροχτυπιέται

με το ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός”.

Μια ζωή αταίριαστοι κι άλλη μια ζωή αχώριστοι.

Σιγά που δε θα συμφωνούσαν να το σκάσουν συντροφιά. 

Σιγά που θα συμφωνούσαν στη μουσική υπόκρουση του φινάλε. 

Σιγά που δε θα το κάνανε μιούζικαλ το φευγιό τους. 

~ ~ ~ ~

Το σπίτι μας είναι ένα δέντρο με τις ρίζες του στον ουρανό.

Στα κλαριά του στήνουν φωλιές τα μελλοντικά πουλιά

στον κορμό του καρποδένει  η αγάπη

στις φυλλωσιές του μινυρίζουν ερωτευμένες σουσουράδες

κάθε φιντάνι που ξεπροβάλλει

κέρασμα στοργικό απ’ του παραδείσου

τον οικίσκο τους.

 

Πηγή φωτογραφίας: pinterest

 


Ήταν η συμμετοχή μου στο 27ο Συμπόσιο Ποίησης που οργανώνει η Αριστέα μας στον ιστότοπο «Η ζωή είναι ωραία». Από καρδιάς ευχαριστώ τους φίλους που συντρόφευσαν κι αυτό το ταξίδι, είτε με τις συμμετοχές τους, είτε με την παρουσία και τα σχόλιά τους. Για την Αριστέα κρατάω δυο στίχους του Ρίτσου, γιατί εκφράζουν απόλυτα αυτό που νιώθω:

}Όμως εγώ θα σου λέω ευχαριστώ
γιατί γνωρίζω τι σου οφείλω
~

Kαλή νέα χρονιά σ’ όλους μας, με αισιοδοξία, αλληλεγγύη και αρνητικά τεστ στη μιζέρια και στο φόβο


Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Mαζευτείτε...

Ενσταντανέ του 2021

Την “υπέροχη” αυτή χρονιά, που δεν βλέπουμε την ώρα και τη στιγμή να την ξεπροβοδίσουμε, έγιναν και όμορφα πράγματα. Ως μέλος της μικρής μας αλλά θρυλικής, πλέον, κοινότητας-μπλογκοπαρέας, αναγνωρίζω πόσο υποστηρικτική ήταν η συνύπαρξή μας, κυρίως όταν φούντωνε ο φόβος και μας πάγωνε το κορωνοαγιάζι. Το μοιραζόμασταν όμως, ο καθένας με τον τρόπο του. Κι αυτό ήταν που, προσωπικά τουλάχιστον, με παρηγόρησε, μου έγλυψε πληγές  και διατήρησε το χαμόγελό μου στη θέση του. Ενίοτε, δάκρυζα κι απ’ τα γέλια, πράγμα σπάνιο για τις μέρες μας. Μια ανάρτηση, ένα σχόλιο, μια φωτογραφία, ακόμα και μια λέξη σας που μ’ άρπαζε απ’ το μανίκι για να με βγάλει μια βόλτα στη λιακάδα, όλα αυτά και το καθένα ξεχωριστά, ήταν τα κρυφά αναλγητικά μου. Αυτά ήθελα να θυμηθούμε κι ας μοιάζουν αυτονόητα ή ασήμαντα. Είναι σαν τα ταπεινά αλλά απαραίτητα υλικά μιας συνταγής, που αν και «δεύτερα», είναι αυτά που δίνουν γεύση και νοστιμιά στα κυρίως υλικά. Κι όπως λένε κάποιοι αγαπημένοι φίλοι της μπλογκοπαρέας μας:

«Μην ξεχνάτε να φοράτε το χαμόγελό σας» γιατί

«Η ζωή είναι ωραία» κάτι σαν…

«…ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις» 

"Είχε περισσέψει λίγο νήμα, να το πετάξω;" (Ρούλα)

Αν μετρούσαμε το χρόνο σε δευτερόλεπτα, τότε σύντομα θα υποδεχτούμε τα επόμενα 31.536.000 της νέας χρονιάς. «Το νου μας ρεμάλια», να τα ξοδέψουμε σωστά και να μην τα σπαταλήσουμε αστόχαστα. Κι αν γινόταν να φτιάξω μια λίστα με μερικές απ’ τις πιο όμορφες στιγμές που μοιραστήκαμε ετούτη τη ζόρικη χρονιά, αυτές θα περιείχαν τη συγκίνηση, το γέλιο και το νοιάξιμο που διακινήθηκε εν αφθονία μεταξύ μας.

Τα Αχτιδένια φιλάκια της Γεωργίας ήταν αυτά που με έμαθαν πως η απάντηση στα εμπόδια της ζωής είναι ένα μεγαλοπρεπές «E, και;». Το μέγα γιατροσόφι της ανθρώπινης ύπαρξης, το ξετρύπωσα στο μαγικό κόσμο της Στεφανίας: «Άφησε την ομορφιά αυτού που αγαπάς, να είναι αυτό που κάνεις». Στου Μυαλού τα γυρίσματα είναι ο πολιτισμός που μας κάνει ανθρώπους κι ο Βασίλης ήταν η σταθερή αξία στην παρέα μας. Κάτι σαν τα φώτα πορείας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Κι όταν ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο, η λύση είναι μία: στρίβειν δια της τέχνης. «Με ιάμβους και δακτύλους, με τροχαίους κι αναπαίστους και αμφίβραχεις» και μη με ρωτάτε τι θέλει να πει ο ποιητής μας. Ο Άρης στοχεύει πάντα στο δόξα πατρί της επικαιρότητας και μας μαθαίνει ξεχασμένες λέξεις και σπάνιες αξίες.

Τις καλύτερες αποδράσεις μου τις έζησα σε Cinefil βραδιές και μέσα απ’ την έμπειρη ματιά του Γιάννη, έμαθα να παρατηρώ τις γωνίες λήψης και τα συναισθήματα που κρύβουν οι σιωπές του σκηνοθέτη. Ατενίζοντας τη ζωή μέσα απ’ τη διαρκή δημιουργία είναι η απάντηση για να βγούμε απ’ τις σπηλιές που κρυβόμαστε κι αυτό ήταν ένα μάθημα ζωής, ευγενική χορηγία, της ακούραστης Άννας.

Ότι θα (ξανα)ερωτευόμουν τη ζωή δεν το περίμενα με τον παλιοχαρακτήρα που έχω. Χρειάστηκε μια Μαρίνα κι ένας μαύρος γάτος που μου νιαούρισε το μυστικό: «Κάνε νιάου στη μαυρίλα των ημερών και στόλισε τις στιγμές». Έκτοτε, ζω την απόλυτη εισβολή της θετικής της αύρας, σε μορφή χιονοστιβάδας. Κι απ’ τον ιπτάμενο τάρανδο της Μαρίνας, προσγειώνομαι στη Γήινη Ματιά της Μαίρης, όπου έζησα αξέχαστες συγγραφικές σκυταλοδρομίες με άξιους συμπαίχτες και υπέροχα κείμενα.

Αν υπήρχε στ’ αλήθεια ως μαγαζί, θα ήμουν τακτικός θαμώνας. Ο λόγος για το café της Γλαύκης που σερβίρει το τέλειο χαρμάνι. Αγαπημένες και σπάνιες μουσικές, ποιοτικά κείμενα, συνθήματα τοίχου και προβληματισμούς με τους οποίους, συνήθως, ταυτίζομαι. Κι όταν η μετριοπαθής και χαμηλών τόνων Γλαύκη γράφει στην ιερογλυφική (χ@#^%#&^%$), ξέρω πως άλλο ένα, μεταμεσονύχτιο, εκπαιδευτικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ήδη, ένα ακόμα καρφί στο σταυρό που σηκώνουν οι εκπαιδευτικοί. 


Τα λέει κι η Μάνια απ’ τη μακρινή Μορεάλη που προσπαθεί φιλότιμα να μάθει ελληνικά στα σποράκια της «Σποράκια είναι, όσο τους δίνεις ρουφούν, παίζουν, γελούν». Κι όσο κι αν βρίσκει σθεναρές αντιδράσεις, εκείνη απτόητη και με το χαχαχα στο τσεπάκι της, ατσαλάκωτο και ετοιμοπόλεμο: «Η γιορτή μέσα στην τάξη…τους έδωσα και τα δωράκια που τους είχα φτιάξει … άλλαξα τα γαλλικά και τα μετέτρεψα σε ελληνικές κατασκευές… κουφάλοι κεμπεκιώτες δεν θα σας περάσει χαχαχα».

Κι αν δεν έγινα ακόμα ράκος απ’ αυτά που ζούμε, το χρωστάω, αφενός σε μια φίλη εκ Θεσσαλονίκης, κι αφετέρου σ’ όλους εσάς. Για όσους δεν ξέρουν την αξία ενός ταπεινού κουρελιού, μπορούν να τη μάθουν Δια χειρός Ρένας. Από χριστουγεννιάτικες κάρτες, κοσμήματα και πάνινες κούκλες, μέχρι παπλώματα και πολύχρωμα ριχτάρια ήταν η φετινή λεία της φίλης. Έκανα κι εγώ το κουρέλι μου – φιλότιμο κι έβαλα στόχο να μην πετάω ούτε χνούδι! Γιατί, όπως λέει μια άλλη χρυσοχέρα φίλη: «ο στόχος είναι εκείνο το ιδιαίτερο παιχνίδισμα του νου που γίνεται γέφυρα με την ψυχή για να σε πάει όσο μπορεί πιο μακριά». Ο πολυμερικός πηλός της Αννίκας και τα ξύλινα σπιτάκια της μου είπαν τις πιο παραμυθένιες καληνύχτες. Κι επειδή στα Μονοπάτια της Φαντασίας όλα μπορούν να συμβούν, ίσως έρθει επιτέλους η ώρα που η σύγχρονη Κοκκινοσκουφίτσα θ’ αλλάξει μονοπάτι και ρόλο, για ν’ ακολουθήσει τη μέθοδο της Πίπης: «Στρίβειν αποτόμως».



Κλείνω με κάτι που διάβασα στον Μάκη και με εκφράζει απόλυτα. «Κάντε χώρο στην αγάπη να περάσει. Αφήστε την να γεμίσει την ψυχή σας». Και δική μου ευχή και προσδοκία για τις φετινές γιορτές.

Να προσέχετε τους εαυτούς σας, να μη σταματάτε να διεκδικείτε και ν’ αντέχετε στα χτυπήματα. Σας ευχαριστώ από καρδιάς που υπάρχετε στο απάγκιο μου

Χ ρ ό ν ι α  π ο λ λ ά 

v  Ζητώ συγγνώμη γιατί -μοιραία- άφησα εκτός πολλούς καλούς φίλους. Επιφυλάσσομαι για την επόμενη διαδικτυακή μάζωξη.

v  Η ανάρτηση αυτή συμμετέχει στις Ιστορίες των Χριστουγέννων που οργανώνει η Μαρία Νικολάου στο ΚΕΙΜΕΝΟ


v  Ραντεβού όλοι στης Αριστέας για συμπόσιο και σπιτικά «μεζεδάκια»…



[Oι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους] 

 

 

 

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

“Τα Χριστούγεννα του Παεικιέλα”

 

Τίποτα δεν γίνεται που να θυμίζει χειμώνα στο Πέραμα. Πάνε κι έρχονται «παφ πουφ» οι μπενζίνες, η θάλασσα παίρνει ένα χρώμα καραμέλα της μέντας, ξεροσταλιάζουνε στον χειμωνιάτικον ήλιο οι παράγκες των βράχων, κάθουνται με το κασκέτο στα μάτια να πιούνε λιακάδα οι ψαράδες. Είναι όλα ήσυχα, κοιμισμένα, τίποτα δεν περιμένει Χριστούγεννα, καμιά φορά κάποιο ασημόψαρο πηδάει μια στιγμούλα πάνω απ’ τη θάλασσα και φουμάρουνε καπνό από κάρβουνο κωκ οι λέβητες των καρνάγιων.

Ο Παεικιέλας κάνει τσάρκες μέσα σ’ ένα βρώμικο πουκάμισο συμμαχικού φαντάρου. Θα ’τανε κάνας Τομ ή κάνας Τζιμ, ψηλόλιγνος, ξυλοπόδαρος πεζοναύτης που τα κοπάνισε δίχως άλλο μέχρι το τελευταίο του σέντσι κι ύστερα άφησε το πουκάμισο αμανάτι να πιει κι άλλο καναττέζικο βίσκυ, από κείνο το καφετί ξυλόπνευμα που σου γκρατσουνάει το λαρύγγι. Κι ο καταστηματάρχης πούλησε το πουκάμισο δυο παράδες, τώρα μαίηντ ιν Γιούζα, βρέθηκε να σκεπάζει τον Παεικιέλα και να μοιράζεται την τύχη του μαζί του στο Πέραμα. Κάνει μαζί του θελήματα, κουβαλάει ψαροκασέλες, λερώνεται με λάδια μοτοριού που δήθεν πάει να τα επισκευάσει ο Παεικιέλας και τους βγάζει τα μάτια χειρότερα, κοιμάται στις βρώμικες γωνιές της παράγκας του, πότε πότε αρωματίζεται και με ούζα, γιατί να την πούμε την αλήθεια του Θεού, ο Παεικιέλας άμα έχει τίποτα δίφραγκα, πολύ το γουστάρει να πίνει τα καραφάκια του και να τραγουδάει φάλτσα το «κορίτσι που θέλει θάλασσα» και την πικροκυματούσα. Άλλα δεν ξέρει.
Όμως απάνω στους ανθρώπους όλα ετοιμάζουνται για Χριστούγεννα. Σφάζουνε κούρκους, στολίζουνε ελάτια με μπαμπάκι και λιλιά χρωματιστά, οι νοικοκυρές ψένουνε φοινίκια και κουραμπιέδες και γυαλίζουνε το παρκέ τους με κερί και με νέφτι.
Χαίρεται η φύσις όλη, κατεβάζει η Πάρνηθα έν’ αεράκι ξουραφάτο, αντιπαθητικό, καθόλου δεν πάει με την λιακάδα, λυσσάξανε και τα παιδιά με τα τρίγωνα και τα τουμπερλέκια, «να τα πούμε;» «τρομάρα να σας έρθει το σπάσατε πια το κουδούνι». Σαματάς, κακό, φασαρίες, όλοι να γελάνε, καμιά φορά περνάει και καμιά κηδεία και κάνει παραφωνία στο σκηνικό, πήγε ο βλάκας να πεθάνει Χριστουγεννιάτικα και να χαλάσει το κέφι του κόσμου, όμως όλα τ’ άλλα είν’ όμορφα, ακόμα κι οι ζητιάνοι κάνουνε καλήν είσπραξη, μέρα που ’ναι καθένας θυμάται τα πεθαμένα του και δίνει τις δεκάρες του προς ανακούφισιν της πασχούσης ανθρωπότητος.
Καθόλου δεν τα εχτιμάει τα Χριστούγεννα ο Παεικιέλας. Όλα είναι κλειστά, βρίσκεις κουτούκι να βρέξεις το λαρύγγι σου, οι ψαράδες χάνουνται και πάνε στα γιατάκια τους να κουρνιάσουνε με τα πιτσιρίκια τους, το σούρουπο πέφτουνε οι σπηλιάδες να καμουτσικιάνουνε το πέλαγος που γίνεται σκούρο, και μονάχα οι γλάροι αλητεύουνε και ψάχνουνε να ξεμοναχιάσουνε κάνα ψάρι. Έτσι έγινε και πέρσυ και πρόπερσυ κι όλα τα χρόνια, απελπισία υπόθεση, να πέφτει ο ήλιος μέσα στα φλοκάτα τα σύννεφα και σένα να σφίγγεται η καρδιά σου μέχρι που να σε πιάνει το κλάμα.
Παραμονή σήμερα, απλώσανε τα δίχτυα τα γριγριά, κατεβάσανε τα καραβόπανα οι ψαροπούλες, χάθηκε ο κόσμος από την πιάτσα, ακόμα και τα καρνάγια σβήσανε τα φουγάρα τους και αφήσανε την αργατιά να φύγει από τα εφτά μεσημέρια. Ο Παεικιέλας δεν έχει τάληρο, δεν έχει κι άλλη ελπίδα να κονομήσει και καταλαβαίνει πως του χρειάζεται οπωσδήποτε το παραδάκι, πως θα την βγάλει στεγνά αύριο και πού θα την βολέψει κούτσουρο μονάχος δίχως να πιει πέντε καραφάκια και να κάνει κεφάλι για να πάει για ύπνο. Σήμερα μήτε μοτόρι χαλάει, μήτε ψάρι κουβαλάνε, μήτε δουλειά του ποδαριού, απελπισία και μαυρίλα, λες και για τον Παεικιέλα πήγε να κάνει τέτοιαν ζημιά ο Χριστός και να γεννηθεί για τις αμαρτίες του. Τα σκεφτότανε λοιπόν τούτα όλα ο Παεικιέλας και πήγαινε να του στρίψει. Όμως έξυπνο αγόρι, της πιάτσας, την έκανε την κομπίνα του. Μπήκε στου Ταβούση το μαγαζί, «Παντοπωλείον και όλα τα είδη της ψαρικής».
— Μπονζούρ κύριε Ταβούση χρόνια πολλά και για βερεσέ δεν έρχουμαι.
Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του ο μοσσιέ Ταβούσης, καθόλου δεν τον εκτιμούσε τον Παεικιέλα κι είχε και το νου του μην του σουφρώσει τίποτες πράμα.
— Θέλω δανεικό ένα τρίγωνο μοσσιέ Ταβούση.
— Τι τρίγωνο;
— Από κείνο που λένε τα κάλαντα.
Ο μοσσιέ Ταβούσης μπορεί να ’χε και τίποτις τρίγωνα, απ’ όλα τα καλά είχε το κατάστημα, μόνο κέφια δεν είχε.
— Άσε μας πρωί πρωί Χριστιανέ μου.
Ο Παεικιέλας ρούφηξε τη μύτη του.
— Να σου πω μια κουβέντα μοσσιέ Ταβούση. Όχι δηλαδής από κακό, αλλά να! Καμιά φορά έρχεσαι ν’ ανοίξεις και βρίσκεις το πρωί τα τζάμια σου σπασμένα. Και λοιπόν, έτσι και μου δώσεις εμένα δανεικό ένα τρίγωνο, θα στο προσέχω το κατάστημα και κανένας δε θα σου τσακίσει το τζάμι. Ενώ έτσι και δε μου δώσεις μπορεί αύριο να μη βρεις τζάμι για τζάμι γερό κι άντε να ψάχνεις τους αλανιάρηδες που τα σπάσανε. Με κατάλαβες;
Κατάλαβε ο μοσσιέ Ταβούσης και ήξερε καλά ότι άμα δε δώσει τρίγωνο ο ίδιος ο Παεικιέλας θα του κάνει τη βιτρίνα θρύψαλο. Γι’ αυτό χαμογέλασε κι έδωσε και μια στράκα του μικρού.
— Άντε να δεις, ρε άτιμο, έχουμε κάνα τρίγωνο κάτου στας αποθήκας;
Τον κέρασε και τον Παεικιέλα μια μαστίχα, διά τα «έτη σας πολλά και του χρόνου νοικοκυρεμένος και κατά πως πεθυμείτε». Έφερε κι ο μικρός ένα τρίγωνο σκουριασμένο, καλό ήτανε, καμπανάτο, μ’ ένα καρφί μεγάλο έκανες τη δουλειά σου, του ’δωσε και τέσσερα τσιγάρα της κούτας για το δρόμο.
Πήρε το δρόμο τον ανήφορο ο Παεικιέλας, κούρντισε την αγριοφωνάρα του και βάρεσε τις πόρτες.
— Να τα πούμε;

Τον γαυγίζανε τα σκυλιά, τον αγριέψανε οι νοικοκυρές, του κλείσανε τις πόρτες, όμως ήτανε και σπίτια που του δώσανε φράγκο. Φράγκο στο φράγκο, σπίτι και μαγαζί, μέχρι το βράδυ μάζεψε παρακαλώ εκατόν σαράντα ο Παεικιέλας. Εκατόν σαράντα ωραίες, κουδουνιστές και καινούριες. Μεροκάματο βασιλικό, μήτε πρόεδρος σε δικαστήριο δεν το παίρνει και ζήτημα είναι να το βγάζει κι εφοπλιστής με βενζινάκι δικό του.

Ο Παεικιέλας τζέντλεμαν και ιππότης πέρασε το πρώτο από του μοσσιέ Ταβούση να παραδώσει το τρίγωνο και το καρφί. Είπε «φχαριστώ και του χρόνου», πλέρωσε ένα πακετάκι ανήλικο που χρώσταγε από το καλοκαίρι και πήρε να κατηφορίσει κατά τα ουζάδικα που μυρίζανε λιαστό χταποδάκι.
Κάτου τα μαγαζιά ανάβουνε τα πρώτα φώτα, πάνου ψηλά παγώνανε τα φώτα των δειλών αστεριών. Ο Παεικιέλας συλλογιζότανε τι θα κάνει το θησαυρό του. Ούζο κατά πρώτον να αγαλλιάσει ο σταφυλίτης του. Ύστερον μάσες τρελές, μέχρι ψητό με σαλάτα. Ύστερον τσιγάρο και μάλιστα θα το ’φτανε και μέχρι γλυκό. Μέχρι γλυκό. Να καταλάβει επιτέλους κι αυτός Χριστούγεννα και να το γλεντήσει μέχρι αηδίας. Κι άσε και την άλλη μέρα που μπορεί να πήγαινε και στο φουτμπόλ.
Μήτε γατί ήτανε, μήτε άλλο ζωντανό κείνο που πετάχτηκε μπρος στα πόδια του. Ο Παεικιέλας κοίταξε καλά και κατάλαβε. Μάλιστα! Παιδί ήτανε! Ένα τόσο δα κατσούλικο αγοράκι, βρωμιάρικο κι ελεεινό και κακοπιασμένο. Πήγε να το πατήσει, όμως το μικρό γαντζώθηκε στα ποδάρια του κι άρχισε την κλάψα.
— Κάνε μια βοήθεια αφεντικό.
Του ’ρθε να σκάσει στα γέλια του Παεικιέλα. Ακούς αφεντικό! Του ’ρθε να γελάσει μα κοίταξε το αγοράκι και του κόπηκε το γέλιο στο στόμα.
— Τι θες ρε μπαγάσα;
— Μια βοήθεια.
Σάμπως τον πήρε μια πικράδα στο στόμα τον Παεικιέλα. Άκου βοήθεια ένα πράμα τόσο δα μέσα στο σούρουπο; Είπε να του δώσει μια ξανάστροφη να το διώξει, ύστερα είδε στη γωνιά έναν που πούλαγε σάμαλι, φράγκο και κομμάτι και το πήρε από το χέρι.
— Πάμε να σε κεράσω ένα σάμαλι!
Έτρωγε το σάμαλι ο πιτσιρίκος και κοίταζε τον Παεικιέλα με κάτι μάτια τόσα γουρλωμένα, μεγάλα, άναψε τσιγάρο ο Παεικιέλας και μάθαινε πως έχει ο μικρός μια μάνα και τρία αδερφάκια μικρότερα που τα δέρνει η φτώχεια κι η πείνα. Του φάνηκε το λοιπόν παράξενο κι ας πείναγε σ’ όλη του τη ζωή ο Παεικιέλας, του φάνηκε παράξενο να βρίσκουνται άνθρωποι και να σκυλοπεινάνε και κείνος να ’χει στην τσέπη του δραχμάς εκατόν τριάντα πέντε και κάτι ψιλά. Ύστερα συλλογίστηκε το ούζο, τον ήλιο που θα βασίλευε,  τους γλάρους που θα πετάγανε μέσα στην σκούρα μελαγχολία των οριζόντων κι είδε και πέρα στην αγορά να παίζουνε οι κλαπαδόρες και να κρέμουνται τα σφαγμένα κοτόπουλα. Ρούφηξε το λοιπόν τη μύτη του και πήρε τον μικρόν απ’ το χέρι.
— Για ’λα μαζί μου.
Μια ώρα γυρίζανε ο Παεικιέλας και ο μικρός. Κι ύστερα βρεθήκανε με φορτωμένα τα χέρια, και κρέας και πατάτες και βούτυρο και λάδι και λαχανικά και απ’ όλα μέχρι δηλαδή πορτοκάλια είχανε. Τέσσερις δραχμές για τσιγάρα του μείνανε του Παεικιέλα σκέφτηκε όμως τα μικρά τ’ αδερφάκια και τις έδωσε κι αυτές να πάρει τρία μπαλόνια χρωματιστά, διότι το παιδάκι όσο να ’ναι το θέλει και το μπαλόνι του…
Χριστούγεννα, λιακάδα, άνθρωποι με τα καλά τους που βγήκανε περίπατο. Κι ο Παεικιέλας να κάθεται έξω απ’ το φτωχόσπιτο και να παίζει με τα παιδάκια και τα μπαλόνια του, χορτάτος κι ευχαριστημένος. Βέβαια δεν έφαγε πολύ, να φαν τα παιδιά και του ’λειπε το τσιγάρο. Όμως ένοιωθε ευχαριστημένος που γεννήθηκε ο Χριστός κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά για ποιο λόγο γεννήθηκε και για πρώτη του φορά ο Παεικιέλας δεν μελαγχόλησε από το δειλινό πέταγμα των γλάρων που είναι το κάτου-κάτου πουλιά και δεν καταλαβαίνουνε από Χριστούγεννα κι από τίποτες, μόνο κοιτάνε να γεμίσουνε τη γούλα τους…

Νίκος Τσιφόρος

[Το κείμενο του Τσιφόρου δημοσιεύτηκε στη Σατυρική Πρωτοχρονιά του 1961 και στο περιοδικό Ο Φαρφουλάς, Τεύχος 17 Μάιος (Άνοιξη-Καλοκαίρι) 2014. Η αναδημοσίευση είναι από εδώ]

Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

 

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μπουγαδόνερα

 


Τότε τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά άρθρα  για τους ανένταχτους  φοιτητές  που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη” πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.



Αναρωτιέμαι αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;    

Πριν 48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου, ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;



Φοβάμαι ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής  έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά. Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.

 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβμαι τος νθρώπους πο μ καταλερωμένη τ φωλι
πασχίζουν τώρα ν
βρον λεκέδες στ δική σου.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο σο κλείναν τν πόρτα
μ
ν τυχν κα τος δώσεις κουπόνια κα τώρα
το
ς βλέπεις στ Πολυτεχνεο ν καταθέτουν γαρίφαλα κα ν δακρύζουν.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο γέμιζαν τς ταβέρνες
κα
τ σπάζαν στ μπουζούκια κάθε βράδυ κα τώρα τ ξανασπάζουν
ταν τος πιάνει τ μεράκι τς Φαραντούρη κα χουν κα «πόψεις».

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο λλαζαν πεζοδρόμιο ταν σ συναντοσαν
κα
τώρα σ λοιδορον γιατ, λέει, δν βαδίζεις σιο δρόμο.
Φοβ
μαι, φοβμαι πολλος νθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα
κόμη περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)