Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

H ανάμνηση της προσμονής

 


-Χάμφρεϊ… εσύ;

Πετάχτηκα ταραγμένη απ’ το περίεργο όνειρο. Έβλεπα στον ύπνο μου τον Γιάννη και το Cinefil του. Είχε αφιέρωμα σε δύο ταινίες. Η πρώτη ήταν η «Ανάμνηση» του Βιρασετακούν και η δεύτερη η «Τρεις χιλιάδες χρόνια προσμονής» του Τζορτζ Μίλερ. Στη σκοτεινή αίθουσα του σινεμά διέκρινα τον Γιάννη με ατσαλάκωτο κοστούμι, τσάκιση στο παντελόνι, καμπαρτίνα τύπου φιλμ νουάρ  και ρεπούμπλικα στο κεφάλι. Κρατούσε ένα βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι με παλιό μπράντι και μου έγνεφε από το πεδίο των σχολίων. «Έρχομαι σαν αύρα της θάλασσας στον ύπνο σου, γλυκιά μου φίλη. Να σου θυμίσω ότι περιμένουμε να μας ξεφυλλίσεις τις χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις σου στο μπλογκ σου. Αν αργήσεις κι άλλο, σου έχω κι άλλο αφιέρωμα με το θρίλερ «Εκτός χρόνου» του Καρλ Φράνκλιν. Επίσης, θα σου στείλει ενημερωτικό σημείωμα η Αριστέα. Να συνεχίσω;»

Δεδομένου ότι είχα ήδη μια ληξιπρόθεσμη «Ανάμνηση» στο τεφτέρι μας, καταλήξαμε σε μια συμβιβαστική λύση που ικανοποιούσε και τις δύο πράξεις. Ανάμνηση + Προσμονή = τσεκ ιν στο σωτήριον έτος 2011.

Άγρια κρίση, χρεωκοπημένη χώρα, μια άθλια πόλη διάσπαρτη από κουβέρτες και απλωμένα χέρια κι ένας Δεκέμβρης που έγδερνε το πετσί μας αλύπητα. Street party στον ξενώνα αστέγων στον Κεραμεικό. Και όχι, το μενού δεν συμπεριελάμβανε γλυκόξινα γαριδο-καναπεδάκια συνοδεία dom perignon, μπροστά σ’ ένα στολισμένο ζεστό τζάκι. Ήταν ένα ρεφενέ-συναπάντημα, με υπαίθριες σόμπες, αλουμινένια σκεύη μιας χρήσης, πλαστικά μαχαιροπήρουνα και φαναράκια πάνω στα τραπέζια (αυτά απ’ τα ΙΚΕΑ που ειρωνεύτηκε, πρόσφατα, κι η Ντόρα της γνωστής οικογενείας). Κι αν μπορούσα να ορίσω την ακριβή έννοια της λέξης «Προσμονή», θα ήταν εκείνη η βραδιά. Εν μέσω αγνώστων, προσμέναμε να νιώσουμε κάτι απ’ το θαύμα των Χριστουγέννων. Και μολονότι πήγαμε με επιφυλάξεις και συγκρατημένα συναισθήματα, τελικά βρεθήκαμε κοινωνοί σ’ έναν μυστικό δείπνο, πιο ιερό από ποτέ.  

Θυμάμαι ότι μέχρι και ο ουρανός είχε συνωμοτήσει για να έχουμε τον τέλειο «πολυέλαιο» πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Πύρινα χρώματα και εκτυφλωτικές αποχρώσεις, σαν ουράνια τοιχογραφία της αιώνιας μάχης που δίνει το φως κόντρα στο σκοτάδι. Σε μια περιοχή μακριά απ’ το φωταγωγημένο κέντρο και τις γκλαμουράτες βιτρίνες. Ήταν η χρονιά που ο δήμαρχος είχε ξηλώσει τα παγκάκια που «φιλοξενούσαν» τους άστεγους στις πλατείες, για να μην αλλοιώνεται το εορταστικό ντεκόρ της πόλης. Χωρίς βέβαια να μεριμνήσει κανείς, για το πού θα πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Αν τους ήταν μπορετό, θ’ ανοίγανε κι έναν Καιάδα για να τους εξαφανίσουν με συνοπτικές διαδικασίες. Η φτώχεια που κάποτε είχε υμνηθεί στα τραγούδια, στην ποίηση και στη συνείδηση του λαού μας, είχε καταντήσει να είναι ντροπή ασυγχώρητη…

«Βάζω τα τσιγάρα, βάζεις τη συντροφιά;»

«Ζόρικοι καιροί, παιδιά… Να βγάλουμε αυτές τις παγωνιές κι έχει ο Θεός…»

Ο Σπύρος, η Μαρία, ο Πέτρος, ο Ρόνυ, ο Χρηστάρας, ο Λέων… Ομοιοκατάληκτα πάθη. Δειλά χαμόγελα στην αρχή, χέρια που γινόντουσαν ανοιχτές αγκαλιές όσο περνούσε η ώρα, λέξεις που δεν ειπώθηκαν και υγρά βλέμματα που βρήκαν τον προορισμό και το νόημά τους. 

Δεν ξέρω πόσο πιο ιερή θα μπορούσε να είναι μια νύχτα Χριστουγέννων. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι τις πιο παγωμένες νύχτες τις είχα ζήσει σε μεγάλα σπίτια, με λιγοστούς ανθρώπους που έσπρωχναν ευγενικά το χρόνο, ξεθεωμένοι απ’ την ανία και την αβάσταχτη κούρασή τους απ’ τα ψώνια και τις ετοιμασίες των ρεβεγιόν. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό που ζήσαμε εκείνη τη βραδιά ξεπέρασε κατά πολύ την προσμονή μας. Η πιο ζεστή νύχτα σ’ ένα υπαίθριο «ρεβεγιόν», με χαμηλό βαρομετρικό, και με πολλούς ανθρώπους, ξεθεωμένους απ’ τα βάσανα και τον αγώνα για επιβίωση. Που συνεχίζανε όμως με πείσμα να στήνουν γιορτές πάνω στα αποκαΐδια και να φιλοξενούν όνειρα στον άστεγο ύπνο τους.



Ήταν η συμμετοχή μου στο συλλογικό δρώμενο Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις που οργάνωσε και συντονίζει απ’ το Ηδύποτον η ψυχή της μπλογκοπαρέας μας, Γιάννης.



 

 

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Κουνουπίδι με dressing αυτοθυσίας

Πανεύκολη συνταγή (για τους άλλους)



Αν δεν έχω παραισθήσεις απ’ την καθημερινή μας έκθεση στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, τότε η  κουζίνα μας πρέπει να είναι στοιχειωμένη. Τα βράδια που στρώνω τραπέζι, βάζω παραπανίσια μαχαιροπήρουνα. Να γλυτώσω το σήκω-κάτσε. Την ώρα που σερβίρω το φαγητό, βλέπω τον Δένδια να εισβάλλει στην κουζίνα, να στρογγυλοκάθεται δίπλα στα παιδιά και να μου απλώνει σαν φουρναρόφτυαρο το πιάτο του: «Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι η αλλαγή κουλτούρας και η επιστροφή μας στο πνεύμα αυτοθυσίας… βάλτε λίγες τηγανητές πατατούλες ακόμα, τσιγγουνιές θα κάνουμε; Εν ανάγκη κόψτε κάτι απ’ τις μερίδες των παιδιών. Ας μαθαίνουν στις θυσίες, καλό θα τους κάνει…»  Είδα κι έπαθα να ηρεμήσω τον μικρό που τσίριζε για το μισοάδειο πιάτο του. Ο υπουργός δε, απτόητος. Έκλεβε απ’ τα πιάτα των παιδιών, μασούσε, ρευόταν και ρητόρευε.

«Άμα είστε σοβαροί και υπεύθυνοι, να πάτε να αυτοθυσιαστείτε για την Ευρώπη. Οι Αμερικανοί δηλαδή είναι πιο μάγκες;» ρώτησε μπουκωμένος.

«Εσείς δηλαδή θα πάτε;" του κάνει ο μεγάλος.

"Ευχαρίστως θα πήγαινα... αν δεν με ταλαιπωρούσαν οι αιμορροΐδες μου... και κάτι πονάκια στους προσαγωγούς απ' τα ροκανίσματα στο hardcore πρόγραμμα του γυμναστηρίου" απάντησε ο υπουργός.

"Τα παιδιά σας θα τα στείλετε όμως, ε;" επιμένει ο μεγάλος.

"Στο γυμναστήριο;" ρώτησε ο υπουργός.

"Στο θυσιαστήριο", απαντάει ο μεγάλος…

Ποιος είδε τον υπουργό άμυνας με γουρλωμένα μάτια και δεν τον φοβήθηκε; Έτρεξα στο ψυγείο για να αποφορτίσω λίγο την ένταση. «Πάω να φέρω κανένα αναψυκτικό…έρχομαι, δεν αργώ. Να είστε φρόνιμα, μη μαλώνετε…»

Εν τω μεταξύ, ανοίγω το ψυγείο και μου κλείνει το μάτι ο υπουργός υγείας, πλάι στα παριζάκια και τις μουστάρδες. Ήταν πιο μαύρος κι απ’ τις μπανάνες που είχα βάλει σε μια χαρτοσακούλα στη φρουτοθήκη. «Τα Χριστούγεννα να πάρετε δώρο στα παιδιά σας από ένα όπλο. Μη γίνουν τίποτα κουραμπιέδες και μπαγλαμάδες. Εγώ για τα δικά μου πάντως, παράγγειλα ήδη ένα αντιαρματικό, μια φρεγάτα και μια εξάδα ρουκέτες πάτριοτ. Δεν είναι να παίζεις με τους κομμουνιστές, αγαπητή…»

 Έκλεισα την πόρτα τρομαγμένη. «Δε γ@μιέται, ας πιούμε νερό απόψε», σκέφτομαι, και κατευθύνομαι προς το ντουλάπι με τα ποτήρια.

Εκεί είναι μπαστακωμένος ο πρωθυπουργός και με ρωτάει αν θέλω κολωνάτα ή σαμπάνιας. «Σωλήνες διαθέτει το σπίτι μας, σαν αυτά που σέρβιρε ο Ζήκος» του απαντάω εκνευρισμένη. «Θα σας μαλώσω», μου λέει επιτιμητικά. «Η καλύτερη απάντηση στην έλλειψη γυαλικών, είναι η αύξηση των ποτηριών στο ντουλάπι σας». Μου είπε κι άλλα ακαταλαβίστικα κι επειδή ήμουν λιώμα στην κούραση, γύρισα άπραγη στο τραπέζι και τους είπα: «Όποιος θέλει νερό, ας πάει να βάλει το κεφάλι κάτω απ’ τη βρύση, να τελειώνουμε».

«Τι σου έλεγε τόση ώρα αυτός με τα ποτήρια;» με ρώτησε ο μεγάλος.

«Ότι είμαστε, λέει, ενεργειακός κόμβος και παράγουμε πρωτογενές αέριο και πως αυτό θα εκτοξεύσει την οικονομία μας στα ύψη».

«Να μην ξανακάνεις κουνουπίδι γιατί τούς φέρνει φούσκωμα. Καλύτερα μπρόκολο, μαμά…»

Δυο μέρες τώρα, έχω ανοιχτό το σπίτι ν’ αεριστεί…



ë Σκίτσο: Γιώργος Μικάλεφ ThePressProject

ë Η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ’ το διαδίκτυο (pinterest) & ανήκει στον δημιουργό της.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

“Εξπρές συστημένο”

 


Στα γράφω βιαστικά για να προλάβουμε τον ταχυδρόμο πριν εξαϋλωθεί κι αυτός στο πυρ το εξώτερον, μαμά. Να βγάλεις προσωπικό αριθμό, μαμά, γιατί λήγει η προθεσμία, το λένε και το ξαναλένε και ουαί κι αλίμονο αν δεν έχεις κι εσύ τον αριθμό σου.  Και να μπεις στην πλατφόρμα για το επίδομα θέρμανσης, μήπως σου βάλουν κατιτίς να τσοντάρεις για το πετρέλαιο. Να κλείσεις ραντεβού και με τον γιατρό σου, όχι απ’ το τηλέφωνο, δεν γίνεται πια έτσι, μαμά… Πρέπει να μπεις στην εφαρμογή, να τον αναζητήσεις εκεί μέσα και να κανονίσεις eΡαντεβού. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω λεπτομέρειες τώρα, βρε μαμά… Κοίτα να πάρεις εγκαίρως και τα φάρμακά σου, μην τα αποσύρουν κι αυτά, βήχεις άσχημα βρε μαμά, αλλά τα σιρόπια δεν συνταγογραφούνται πια… βάλε λίγο μέλι και λεμονάκι να μαλακώσει ο λαιμός σου… πού να το βρεις το μέλι που είναι κι αυτό πανάκριβο, θα μου πεις, και θα ’χεις δίκιο. Τι να σου πω κι εγώ, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.

Και μην ετοιμάσεις πεσκέσι για τα Χριστούγεννα, μαμά. Το ταχυδρομείο κλείνει στο χωριό σου. Αλλάζει η εποχή, τώρα όλα είναι ψηφιακά. Κι εσύ δεν έχεις ίντερνετ εκεί πέρα, μαμά. Ούτε καν ένα smartphone…

Ρώτησα την τεχνητή νοημοσύνη να μου βρει μια λύση, μαμά. Δεν την ξέρεις, είναι μια καινούργια μόδα που θα μας κάνει, λένε, τη ζωή πιο εύκολη. Ξέρεις τι μου απάντησε; «Ζει ακόμα σε τέτοια ηλικία η μητέρα σας; Λογικά, ανήκει στη γενιά που είχε εξολοθρευτεί τον καιρό της επιδημίας. Έγκριτοι επιστήμονες, δημοσιογράφοι και κυβερνητικοί αξιωματούχοι την είχαν χαρακτηρίσει, και δικαίως, ‘υγειονομική βόμβα’. Αν παρόλα αυτά, επέζησε και χρήζει ταχυδρόμου, γιατρού και φαρμάκων, οφείλει να προσαρμοστεί στο νέο μοντέλο συναλλαγών, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσει την επιβάρυνση που προσθέτει στο κράτος με την ύπαρξή της».

Καλύτερα που έφυγες εγκαίρως, μαμά. Κάτι τέτοια θα συζητούσαμε σήμερα κι εσύ θα βυθιζόσουν στα σκοτάδια και τις αγωνίες σου. Ίσως εκεί πάνω που είσαι, να φτάσει με κάποιο τρόπο το γράμμα μου. Πιο πιθανό το βρίσκω να έχει απομείνει ένα γραμματοκιβώτιο σ’ ένα ουράνιο μεϊντάνι. Και να βρεθεί ένας πονετικός αγγελιοφόρος για να σου φέρει τα μαντάτα μας. Στη διαδικτυακή μας υστερία πάντως, εγώ συγκρατώ μονάχα τους κωδικούς πρόσβασης που μας είχες εμπιστευτεί όσο ζούσες.

«Να μην αγροικάτε τις μπουνταλές που σας λένε, αμέ μόνο ό,τι σας ορμήνεψα. Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα να σκιάζεστε. Τουτοσές ο δίμουρος,  ημπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολάκερη την ανθρωπότητα».

Σε φαντάζομαι τώρα να δένεις το κεφαλομάντηλό σου και να μας κατακεραυνώνεις από ‘κει πάνω. «Ούλα σάς τα ορμήνεψα, ξα σας τώρα!»

Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Μίμης Φωτόπουλος - Μαθήματα ιστορίας




"Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι;

-Ναι.

Αυτό το «ναι» μου ’φυγε σαν πονεμένη ανάσα. Το ’πα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αφτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα στη νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γεμάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε έτσι, σαν ψαλμό, σαν μοιρολόι:

-Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κά­ψανε το σπίτι;

-Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κι ένα χαρτόνι που είχε κολλη­μένα πάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ.

-Τότε, γιατί;

-Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώ­σουν.

-Από τους Γερμανούς;

-Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…

-Τότε από ποιους;

-Ήρθαν να μας ελευθερώσουμε από τον «ΕΛΑΣ».

-Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;

-Να μας ελευθερώσει από τους Εγγλέζους.

-Δεν καταλαβαίνω.

-Ούτε κι εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».

-Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;

-Όχι, για την ελευθερία.

-Ποια ελευθερία;

-Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες εί­ναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώσουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.

Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθά­ριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβίθια για το μεσημέρι.

-Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθαν και μας κάψανε το σπίτι μας;

-Από την Αγγλία!

-Και μετά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;

-Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφίμι -κι έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά- αμολάει αεροπλάνα και καράβια και πέ­φτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.

-Χριστός και Παναγιά! Κι ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;

-Ε, είναι ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καί­νε τα ξένα και τα πολύ μακρινά σπίτια.

Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρί­ζει τα ρεβίθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κι εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.

Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυ­νομικών, εθνοφυλάκων και «πατριωτών», είχαμε… διεκπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήταν στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παι­διών κοντεύανε να σπάσουνε. Και μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομακτικό πράμα στη ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή του. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σαν να γίνεσαι κι εσύ αλλι­ώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σε μας τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποκτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας το άφησε «ενθύμιον» ο θείος μας…

Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπί­δες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.

Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβίθια, που τα είχαμε αγοράσει με «μέ­σον» πανάκριβα.

Η γιαγιά μου ήταν δακρυσμένη· της χάιδεψα τα κά­τασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγι­άδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;

Κι οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.

Και περνούσαν οι μέρες μέσα στη ρημαγμένη στη μα­τωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σε εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σε εγγλέζικα αεροπλάνα κι γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Πού και πού άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον… έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλιτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρό­μιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυ­τές για πάντα. Μπορεί και να ’ναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.

Από τις δώδεκα ως τις δύο, το μεσημέρι, ήταν δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κι έπαιρνα τους δρό­μους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον» κι ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σε έναν άνθρωπο.

-Τι ’ναι, βρε παιδιά;

-Κουκουές.

-Πιάστε τον!

Έφτανε κάποιος να πετάξει τη λέξη «Κουκουές», και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σε λιντσά­ρουνε. Ωραίες, αξέχαστες εποχές!

Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλεί­δωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι του ’χάνε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απέξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κι έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κι εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…

Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο κα­μένο μου σπίτι, στάθηκα στην Πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθει­ες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σε άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ πιτσιρίκος, δεν είχα αποκτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τις σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμέ­νες. Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τα’ αποκτήσω και μου ’χε μείνει ο καη­μός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…

Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυ­ρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα «εξ όψεως» και «εκ φήμης». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του Θεάτρου, ο «Αποστόλης». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.

-Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; Του λέω.

-Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κι έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Εκείνος, που το πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που έμοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπι­θαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκα­νε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα εκείνη την εποχή.

Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλίτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.

Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κά­ποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε κάτι ν’ αρπάξουν, πεντέξι απο­τυχημένοι ηθοποιοί κι ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ο Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αφτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-,του είπε ένα «ναι». Κανένας από τους «αποτυχημένους» δεν μου μίλησε.

-Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; Ξαναρωτάω.

-Προχώρα! Ήταν η απάντηση.

Είχε πάρει… γραμμή από τον υποβολέα και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς στο βάθος τούς μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα ώστε να καθίσω να το αναλύσω.

Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη, του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σε’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κι οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο… βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κι έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύ­ρισε αλλού το κεφάλι της, μόλις με αντίκρισε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αφτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμό­γελο του Δον Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, και μου σφύριξε σαν φίδι:

-Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;

-Εσύ δεν φώναξες μέσα στους δρόμους «Λαοκρα­τία!»;

-Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπα­θώ, γενικά, τις φωνές. Μου αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και απλά.

-Εδώ, βρε, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.

-Ο κύριος Αποστόλης;

-Μάλιστα!

-Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.

-Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…

-Κατάλαβα…

-Πάρτε τον!

Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.

Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συ­νεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδό Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Απο­στόλης ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αφτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σε έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σε ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σε ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θα ’χε κουραστεί, φαίνεται, από τις… έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σαν βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σαν μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο αγριεμένος:

-Τι είναι αυτό;

-Ποιο;

-Αυτό το κόκκινο κομμάτι που βγαίνει από το παντε­λόνι σου… Τι είναι; Ξαναβρυχήθηκε.

-Α, αυτό; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!

-Αρχιφύλαξ!

-Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη ση­μαία!

-Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα;

-Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κι επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το παντελόνι μου για να δει και τα’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.

Ο Αποστόλης, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλ­λους. Ο Ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.

-Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα;

Περίεργο! Όταν με έπιασε με τον Αποστόλη, ήταν άγριος σαν τον Μεγαλέξανδρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σαν λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο και οι σκύλοι, από μακριά με γαβγίζουνε κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.

-Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Τι να τους πεις… πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά εκεί, στην οδό Καρνεάδου…"



Μίμης Φωτόπουλος | απόσπασμα απ’ το βιβλίο «ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ – Χρονικό» | εκδ. 24γράμματα | Ο αλησμόνητος «θείος μας Μίμης» έφυγε από κοντά μας μια μέρα σαν την αυριανή στις 29 Οκτώβρη του 1986