Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

«Επάγγελμα Πόρνη» | Λιλή Ζωγράφου

 Οκτώβρης 1978 μ.Χ.



ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους.
Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν.
Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται.
Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μας δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μας φτύσει, να μας μαστιγώσει, να μας βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο, από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί.
Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη.
Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί. Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε. Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες.
Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”.
Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή.
Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα.

Κι ούτε ένας αθώος.

Ανεύθυνος κανένας.

Λιλή Ζωγράφου | «Επάγγελμα Πόρνη» | ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1998


Η Λιλή Ζωγράφου, λίγο μετά την πτώση της χούντας, το 1978, γράφει με το καταγγελτικό, αντισυμβατικό της ύφος και την έντιμη μαχητικότητά της, ένα αμιγώς αυτοβιογραφικό και αντιστασιακό σημείωμα. Χωρίζεται σε τρεις ενότητες: της «χούντας«, της «μοναξιάς«, της «τρυφερότητας«. Μιλάει για την ελευθερία του ατόμου ως άτομο και όχι ως μέρος ενός πληθυσμού. Για την έννοια της ατομικότητας και του ψυχισμού των σκεπτόμενων ανθρώπων. Kaταγγέλει την εξουσία που καταφεύγει σε κάθε μορφή βίας για να εξαθλιώσει την ανθρώπινη υπόσταση.

Με αφορμή την πρόσφατη παγκόσμια ημέρα της Γυναίκας που -κατά τραγική ειρωνεία- συνέπεσε χρονικά με την άθλια ατάκα βουλευτή του κυβερνώντος κόμματος «Τράβα κάνε ένα παιδί»…

Κι αν κάτι μάς άφησε παρακαταθήκη η σπουδαία αυτή αγωνίστρια, είναι ότι η Ζωή πάντα νικά, αρκεί να μη την αφήνουμε να δηλητηριάζεται απ’ το φόβο και τη δειλία.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

“Σώπα, μη μιλάς…” [*]

 


Σε κάθε κακοποιητική σχέση υπάρχει ένα μοτίβο συμπεριφορών που υιοθετεί ο  εκάστοτε θύτης. Και αναφέρομαι σε κάθε είδους κακοποίηση. Από σωματική έως λεκτική και ψυχολογική. Η τελευταία βέβαια δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί επαρκώς και να καταγγελθεί. Γι’ αυτό και οργιάζει ανεξέλεγκτα. Όσοι και όσες έχουν υποστεί μιας μορφής κακοποίηση στη ζωή τους, ενδεχομένως να μπορούν να αναγνωρίσουν το μοτίβο αυτό. Όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο.

Το πρώτο στάδιο: Δήθεν ευθιξία που τη διαδέχεται δακρύβρεχτη ερμηνεία που παραπέμπει σε ασπρόμαυρο ελληνικό δράμα με Μάρθα Βούρτση και Νίκο Ξανθόπουλο. Ο στόχος είναι σαφής: οίκτος και συγχώρεση απ’ το θύμα. Οι πιο συχνές φράσεις είναι κάπως έτσι:

«Σοβαρά τώρα; Πιστεύεις ότι ΕΓΩ ήθελα να σου κάνω κακό; Κάνεις λάθος. Το ξέρεις πως κατά βάθος δεν είμαι σκάρτος άνθρωπος. Στ’ ορκίζομαι πως δεν θα ξαναγίνει. Π Ο Τ Ε! Τα παιδιά δεν τα σκέφτεσαι; Οι γονείς σου δεν θα τ’ αντέξουν αν ΜΕ χωρίσεις. Θα τους στείλεις μια ώρα νωρίτερα στον τάφο. Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα για μια παρόρμηση της στιγμής; Ας γίνει το θέλημά σου, να ξέρεις όμως πως ό,τι κι αν πάθω, το κρίμα στο λαιμό σου. Δεν ήθελα να σ’ το πω, αλλά να ξέρεις πως βοήθησα τ’ αδέρφια σου όταν είχαν ανάγκες. Θα τους είχαν κατασχέσει το μαγαζί, αν δεν έμπαινα εγώ εγγυητής. Κι όταν χειρουργήθηκε η μάνα σου, εγώ δεν έτρεξα να δώσω αίμα;»

Το δεύτερο στάδιο: Τώρα παίζει από άμυνα έως ήπια επίθεση. Είναι μια αναγνωριστική φάση για να ζυγίσει τη διάθεση του "αντιπάλου" και να διαλέξει τα όπλα που θα χρησιμοποιήσει. Το ζητούμενο είναι να διαστρεβλώσει παντελώς την αλήθεια και το θύμα του να αμφιβάλει αν όντως έχει το δίκιο με το μέρος του:

«Τολμάς και με αμφισβητείς; Μη με προκαλείς. Κι αν θέλεις να ξέρεις, εσύ το προκάλεσες. Ποιος άλλος είναι ικανός να μπει στη ζωή σου; Μετά από μένα, το χάος! Αν θέλεις πόλεμο, θα τον έχεις. Θα σε χτυπήσω εκεί που πονάς. Δεν θα σ’ αφήσω σε χλωρό κλαρί, να το ξέρεις. Ο δικηγόρος μου θα σου πάρει και το βρακί που φοράς. Λυπάμαι τον εαυτό μου και τις θυσίες που έκανα γι’ αυτή τη σχέση. Έπρεπε να είχα ακούσει τους φίλους μας που με προειδοποιούσαν για το χαρακτήρα σου. Ιερό και όσιο δεν έχεις, κάτι τέτοια άτομα απειλούν το θεσμό της οικογένειας…»

Το τρίτο και τελευταίο στάδιο, αυλαία: Με ύφος αρχαίας Σπαρτιάτισσας ρίχνεται στην ολομέτωπη επίθεση: Ή ταν ή επί τας. Kι όποιον πάρει ο χάρος. Διαθέτει την πονηριά να αναγνωρίσει πως έχει στριμωχτεί σε αδιέξοδο και έχει εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Αυτό που δεν διαθέτει όμως είναι η αξιοπρέπεια και το τσαγανό να αναλάβει ευθύνες και να πληρώσει το τίμημα. Θα χρησιμοποιήσει τα πιο ευτελή μέσα για να ρίξει λάσπη στο θύμα του, θα βγάλει λάδι τον εαυτό του και θα εξαπολύσει μύδρους σ’ όσους τού γυρνούν την πλάτη. Ξέρει πως δεν έχει να χάσει τίποτα πια, οπότε παίζει τα ρέστα του, ελπίζοντας πως θα τη βγάλει και πάλι “καθαρή”. Γιατί μ’ αυτή την υπεροπτική πεποίθηση ζει. Πως είναι ανώτερη ύπαρξη. Προορισμένη για να επιβάλλεται και να χειραγωγεί. Πως οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν είναι χαμηλής ευφυίας και αξίας. Άρα η κακοποίησή τους, ή και ο αφανισμός τους, είναι άνευ σημασίας. Άσε που, στην τελική, ίσως είναι ευεργετικό για την κοινωνία να ξαλαφρώνει από υποδεέστερα όντα. Kαι φυσικά, ως γνήσιο θρασύδειλο ανθρωπάριο, έχει προετοιμάσει και τα δύο σενάρια για την τελευταία πράξη στο δράμα του. Το λέει κι ο μέγας σφαγέας της ανθρωπότητας στο βιβλίο του:

«Αν νικήσεις, δεν χρειάζεται να δώσεις εξηγήσεις. Αν νικηθείς, καλύτερα να μην είσαι εκεί για να δώσεις εξηγήσεις» Αδόλφος Χίτλερ

Το παράδειγμα μπορεί να φαίνεται ακραίο. Ωστόσο, κάθε τέτοια “μικρή οικογενειακή ιστορία” είναι και μια μικρογραφία της μεγάλης εικόνας. Οι ήρωές της, θύτες και θύματα, είναι η αντανάκλαση μιας κοινωνίας που αιμορραγεί. Οι χειριστικές συμπεριφορές εξουσίας μπορεί να εκφράζονται κι εκεί έξω. Εκτός του οικογενειακού μας κάδρου. Απ’ τον εργοδότη μας, μέχρι και τον κυβερνήτη μας. Και το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Φτάνει να ανακαλέσουμε πώς ξεκίνησε η υπόθεση του εγκλήματος στα Τέμπη και πώς καταλήγει σήμερα, δύο χρόνια μετά. Αντί μιας έμπρακτης συγγνώμης, ένα μονίμως τεντωμένο δάχτυλο που ξερνάει φόβο, μίσος και απειλές.

Το να μην αφήνουμε τον εαυτό μας έρμαιο στα πάσης φύσεως θηρία, είναι προσωπικό μας καθήκον. Και το να γυρνάμε αδιάφοροι την πλάτη στα εγκλήματα που συντελούνται δίπλα μας, είναι ξεκάθαρα συνενοχή.

Κοντός ψαλμός αλληλούια. Το ραντεβού μας με την ιστορία είναι στους δρόμους, στις 28 του μήνα. Και το στοίχημά μας είναι ένα: να ορθώσουμε το ανάστημά μας στη συλλογική δυστοπία που κάποιοι μάς καταδίκασαν να ζούμε.

Ίσως έτσι σπάσουμε επιτέλους και το στερεότυπο απόστημα: «Σώπα. Να κοιτάς τι γίνεται μονάχα πίσω απ’ την πόρτα μας. Μην ασχολείσαι με τους άλλους». Είναι μέχρι να φτάσει η σειρά και για τη δικιά μας την «κατσίκα»…

 


ëO τίτλος της ανάρτησης προέρχεται απ’ το διαχρονικό ποίημα του σπουδαίου Τούρκου συγγραφέα & ακτιβιστή Αζίζ Νεσίν. Στο βίντεο, η συγκλονιστική απαγγελία της Μαριέτας Ριάλδη.


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

“Σάμαλι με παγωτό”

 της Νίνας Γεωργιάδου

 


Ήρθε απ’ την Καππαδοκία, κουβαλώντας δυο χοντρές πλεξούδες, τις γεροδεμένες γάμπες των κοριτσιών που είχαν προορισμό να δουλέψουν σκληρά και να μεγαλώσουν πολλά παιδιά, λίγο φόβο στα μάτια, που δεν έφτανε όμως να θολώνει την τσαχπινιά τους, κι ένα οικογενειακό τετράδιο.

Στην πρώτη σελίδα, η μάνα της είχε γραμμένα τα ονόματα αποθαμένων συγγενών, με κοντυλοφόρο για να μην ξεθωριάσουν τα γράμματα, για να τους μνημονεύει τα ψυχοσάββατα, δίχως να ξεχνά κανένα και να ‘ναι έτσι όλες οι ψυχές απαραπόνευτες.

Ακολουθούσε μια κενή σελίδα, για να μη μπερδεύεται πολύ η ζωή με το θάνατο και μετά, συνταγές για σιροπιαστά γλυκά, αφράτες ζύμες και παχιές σάλτσες.

Το ότι κάποιες ήταν γραμμένες με μολύβι, δε μείωνε τη νοστιμιά τους.

Είχε μάλλον να κάνει με το γεγονός πως ο κοντυλοφόρος κάποτε στέρευε από μελάνι.

Στο τελευταίο φύλλο, κατέγραφε τα προικιά της Μαρίας.

Δυο χοντρές βελέντζες, τρία χράμια, δυο μπατανίες καμηλό, έξι λινά σεντόνια, ένας μαστραπάς από πορσελάνη κι άλλος ένας από τσίγκο.

Αποχαιρετώντας για πάντα το Καρβάλι, η Μαρία πήρε το τετράδιο, αφού δεν μπορούσε να πάρει τα κόκκαλα της μάνας της – που έφυγε πριν γεμίσει τις δυο σελίδες του τελευταίου φύλλου – αφήνοντας πίσω και τα σεντούκια με το περιεχόμενό τους.

Όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη θάλασσα, ανατρίχιασε από την απεραντοσύνη του νερού και όταν περπάτησε στους δρόμους ενός τόπου που τον είχε ακούσει για δικό της αλλά τον ένοιωθε ξένο, έγραψε στην πρώτη σελίδα με τους νεκρούς, μετά το όνομα της μάνας της, και τη λέξη Καρβάλι.

Το τετράδιο μπήκε στο ράφι με τα εικονίσματα, το ξεσκόνιζε προσεκτικά, το θύμιαζε και το άνοιγε για να μνημονέψει τους εκλιπόντες μόνη της, αφού δεν της περίσσευε δεκάρα για πρόσφορο στον παπά, να μυρίσει την κανέλα που είχε ποτίσει το χαρτί και να δει τα γράμματα της μάνας της.

Από μια παραξενιά, που δεν πρόλαβε ποτέ να της την εξηγήσει, έγραφε το άλφα και το ωμέγα, μόνο με κεφαλαία γράμματα.

«Το σΑμΑλι πΑει με πΑγΩτό»

Ο Χρύσανθος την αγάπησε για τις χοντρές πλεξούδες, τις γεροδεμένες γάμπες και τη τσαχπινιά στην άκρη των ματιών της.

Εκείνη δεν αισθάνθηκε την καρδιά της να φτερουγίζει, ένοιωθε όμως κοντά του ασφάλεια και σεβάστηκε το ότι ποτέ δεν άκουσε απ’ το στόμα του τη λέξη τουρκόσπορος.

Επειδή δεν είχε τίποτα να του δώσει, του έδειξε το τελευταίο φύλλο με τα προικιά και του είπε πως είναι μόνο χάρτινα.

Ο Χρύσανθος, που είχε ένα τρίκυκλο με σκεπαστή καρότσα, γυρνούσε τις γειτονιές του Πειραιά και γυρολογούσε τετζερέδια, σεντόνια και μπατανίες, σαν αυτές που είχαν στο Καρβάλι, πήρε απ’ την καρότσα όσα έγραφε η λίστα με τα χάρτινα προικιά, μαζί και δυο ζέρσεϋ μεσοφόρια και τα στοίβαξε μπροστά της.

Παντρεύτηκαν δίχως καλεσμένους, πήγαν γαμήλιο ταξίδι με τον ηλεκτρικό στην Ομόνοια, έκαναν ένα μεγάλο περίπατο, ο Χρύσανθος την κέρασε σαλέπι και σάμαλι, ο σαλεπιτζής τους ευχήθηκε «ιμιτλερίμ», ο σαμαλιτζής , «βίον ανθόσπαρτον» και γύρισαν, με το τελευταίο τραίνο, στη χαμοκέλα του Χρύσανθου όπου η Μαρία έλυσε τις πλεξούδες κι έμεινε με το ζέρσεϋ μεσοφόρι.

Του χάρισε πέντε γιους και μια κόρη κι εκείνος ένα μεταξωτό μεσοφόρι, ένα μεγάλο ταψί για σάμαλι και μπακλαβάδες και κάμποσες βόλτες στην Ομόνοια.

Τον Χρύσανθο τον πρόδωσε η καρδιά του, έναν καυτό Ιούλιο όταν πια οι γιοι τους είχαν μεγαλώσει και οι χοντρές πλεξούδες της Μαρίας είχαν γίνει λιανές και πάλλευκες.

Στην πρώτη σελίδα του τετράδιου, μετά το Καρβάλι, έγραψε το όνομα Χρύσανθος, στην τελευταία σελίδα, «τρία μεσοφόρια» και στα μνημόσυνά του, κερνούσε πάντα σΑμΑλι με πΑγΩτό.

Νίνα Γεωργιάδου | απ’ το e-prologos.gr



Πηγή κειμένου

ëΟι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Προσφυγική Ελλάδα»(«Refugee Greece»), Εκδόσεις INTERED-ΚΑΠΟΝ ©Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1992

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

«Θα μου χαρίσετε έναν τελευταίο χορό;»

 


Ο ψυχολόγος μου με είχε συμβουλεύσει να αγκαλιάσω τους φόβους μου. Να συμφιλιωθώ μαζί τους. «Μόνο έτσι θα τους ξεπεράσεις», μου είπε. Τον εμπιστευόμουν απόλυτα γι’ αυτό και διόλου δεν δίστασα να αποδεχτώ την πρόκληση. «Ναι λοιπόν, ας χορέψουμε!», είπα στον χρόνιο δυνάστη μου. «Θα εμπιστευτώ το κεφάλι μου στο στόμα σου. Ξέρω πως στο βάθος είσαι ένα άκακο πλάσμα που διψάει για αγάπη. Σού εμπιστεύομαι τα όνειρά μου. Την ύπαρξή μου την ίδια. Και δεν πειράζει που ώρες ώρες μού έδειχνες τα δόντια σου. Ίσως έφταιγα κι εγώ η ανόητη με τα ποταπά μου καμώματα. Και τις ανυπόστατες φοβίες μου πως τάχα θες να με ξεσκίσεις…»

Όλοι οι συγγενείς απ’ τα οικογενειακά κάδρα επευφήμησαν την τόλμη μου. «Κατά βάθος είναι ένα ερπετό-μάλαμα. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Πού θα τρέχεις τώρα να βρεις άλλο;»

Όντας σίγουροι πως είμαι σε καλά χέρια, αποχώρησαν απ’ τη γιορτινή μας φιέστα. Ουδείς μάρτυρας υπήρξε την ώρα που συνέβη το μοιραίο. Εξ ου και η απορία τους όταν εκλήθησαν απ’ τον ιατροδικαστή να με αναγνωρίσουν. Δηλαδή, ό,τι είχε απομείνει από εμένα.

Στο μονόστηλο που μου αναλογούσε, ανακοινώθηκε εν συντομία το συμβάν. Σύσσωμοι δημοσιογράφοι, πολύξεροι συγγενείς, γείτονες και φίλοι φρύαξαν με το κτήνος. Ο ψυχολόγος μου κέρδισε λίγα λεπτά δημοσιότητας και αρκετούς καινούργιους πελάτες. Το σπίτι καθαρίστηκε επιμελώς. Όλοι και όλα επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους.

«Συμβαίνουν αυτά στις πολιτισμένες κοινωνίες, τέκνον μου»… μού ψιθύρισε ο αχθοφόρος…

----------------------------------------------------------

[Η φωτογραφία προέρχεται απ' το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]