Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δώρα φίλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δώρα φίλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

14 bloggers γράφουν "Το μυστήριο του καφενείου..."

Στο προηγούμενο επεισόδιο:

"...Η Ελπίδα, συναισθηματικά φορτισμένη πια, αφαίρεσε το CD από τη συσκευή και αναλύθηκε σε δάκρυα.Τι έπρεπε τώρα να κάνει; Πόσο, ποιους και με ποιο τρόπο θα επηρέαζε μία της απόφαση;Ο χρόνος της τελείωνε… και χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια".



"Φ"
Όση ώρα ο κυρ-Μιχάλης μάζευε τα άδεια ποτήρια απ’ το τραπεζάκι που καθόταν η παρέα, το μυαλό του δούλευε μεθοδικά κι έκανε προβολή των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Η κοπέλα που εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, την ώρα ακριβώς που του ξεδίπλωνε τις πτυχές μιας  περίεργης ιστορίας . Η απροσδόκητη φωνή του πελάτη που τον φώναξε, σχεδόν επιτακτικά, για λογαριασμό…  Ακόμα ηχούσε στ’ αυτιά του εκείνη η τσιριχτή φωνή. Ανατρίχιασε σε μια φευγαλέα σκέψη, πως η φωνή αυτή του ήταν γνώριμη. Όχι όμως απ’ τους τακτικούς πελάτες του, που επισκέπτονταν συχνά το καφενείο. Τα παιδιά της σχολής και κάτι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι που παίζανε τάβλι τ’ απογεύματα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως κανείς απ’ τους πελάτες του δεν θα διέκοπτε μια προσωπική του κουβέντα, φωνάζοντας σχεδόν αδιάκριτα. Τις πιο πολλές φορές, πηγαίνανε οι ίδιοι στο εσωτερικό του καφενείου για να πληρώσουν. Κυρίως αν τον βλέπανε να κάθεται για να ξεκουράσει τα πόδια και τη μέση του. Κι ύστερα, θυμήθηκε το έντρομο βλέμμα της κοπέλας όση ώρα του μιλούσε, καθισμένη σε μιαν απόμερη γωνιά στα ενδότερα του καφενέ . Την αεικίνητη ματιά της πέρα-δώθε και τη διάχυτη ανησυχία της μήπως τους παρακολουθεί κάποιος.  Επανάφερε τη σκηνή στο μυαλό του. Ο τύπος που τον ρώτησε με μακρόσυρτη φωνή για το λογαριασμό, οι αργές κινήσεις του μέχρι ν’ ανοίξει το μαύρο χαρτοφύλακά του… κι ύστερα τα επιτηδευμένα αστεία του, που δεν πρόδιδαν άνθρωπο που βιάζεται.  Σαν αναλαμπή, θυμήθηκε  τη στιγμή που του απόσπασε την προσοχή, δείχνοντάς του ένα παλιό αρχοντικό στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τον ρώτησε αν γνωρίζει τον ιδιοκτήτη, γιατί ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει ένα ακίνητο στην περιοχή…


*****


Το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ήρθε και ταίριαξε απόλυτα στην εικόνα! Όση ώρα μέτραγε τα ρέστα, είχε αντιληφθεί κάποιον απ’ την παρέα, να σηκώνεται και να κατευθύνεται στο εσωτερικό του καφενείου. Κι ήταν όλοι τους, ίδιας κοψιάς άνθρωποι. Γύρω στα τριάντα, καλοντυμένοι και με σκούρα γυαλιά. Κι εκείνο το “Κυρ-Μιχάλη”, του θύμισε έντονα τη χροιά μιας γνώριμης φωνής. Από ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Η φωνή ήταν το ίδιο παγερή με τη νύχτα εκείνη. “Πάτροκλος;” Όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ανατρίχιασε.

Στον ίδιο χωροχρόνο, η Ελπίδα επιστρατεύει όση αυτοκυριαρχία της έχει απομείνει και βάζει μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Το ραντεβού με την Νάντια είναι σε λίγα μόλις λεπτά και πρέπει να βιαστεί. Στο ράδιο παίζει ένα τραγούδι κι οι στίχοι, της τραβούν την προσοχή “Σ’ έψαχνα μια ζωή / τώρα ίχνη σου γυρεύω στο χάρτη / χάθηκες μια στιγμή / γέμισε ο ουρανός μου με δάκρυ”.

Ο κυρ-Μιχάλης κλείνει το ραδιόφωνο. Κατεβάζει τους διακόπτες κι ετοιμάζεται να τραβήξει το μάνταλο της εισόδου και να κλειδώσει το μαγαζί. Είναι εξαντλημένος απ’ την ένταση.

Η Ελπίδα οδηγάει βουρκωμένη. Τα χέρια της τρέμουν και με δυσκολία τα σταθεροποιεί πάνω στο τιμόνι. Παρκάρει και τραβάει απότομα χειρόφρενο, ψιθυρίζοντας μια προσευχή:"Όποιος κι αν είσαι εκεί πάνω, Θεός ή Άγγελος, φώτισέ με και βοήθα με… Σ’ έχω μεγάλη ανάγκη!"

- Μιχάλη…
- Ι…Ι…. Ισιδώρα! Εσύ εδώ;
- Κλείσε όλα τα φώτα και μαντάλωσε την πόρτα. Πρέπει να σου πω…



*****


Η εξώπορτα της πολυκατοικίας είναι ανοιχτή. Τη σπρώχνει και κατευθύνεται στη γκαρσονιέρα του ισογείου. Πίσω της περνάει ένας καλοντυμένος κύριος που κατέβαινε το κλιμακοστάσιο. Της ρίχνει μια στιγμιαία ματιά και κατευθύνεται στην έξοδο. Το δάχτυλό της κινείται προς το κουδούνι. Δεν προλαβαίνει να το αγγίξει. Η πόρτα ανοίγει απότομα και πίσω της εμφανίζεται η Νάντια. Το πρόσωπό της είναι αλλοιωμένο κι ανέκφραστο. Σαν να μην είχαν ιδωθεί ποτέ ως τώρα. Έτσι την ένιωσε. Ξένη κι απόμακρη. Της κάνει νόημα να μπει μέσα και να κάτσει στο μοναδικό έπιπλο που υπάρχει στο μικροσκοπικό χώρο. “Πάω να φτιάξω ένα φραπέ. Θέλεις;” “Τέτοια ώρα; Θα στοιχειώσουμε το βράδυ απ’ την αϋπνία…” της απαντάει, προσπαθώντας να διεισδύσει στα μάτια της φίλης της. Να αποκρυπτογραφήσει την παγερή στάση της. Την παρακολουθεί με γυρισμένη την πλάτη να ετοιμάζει τους καφέδες. Διακρίνει τον εκνευρισμό της, στις απότομες κινήσεις της. Σερβίρει τους καφέδες σ’ έναν ξύλινο δίσκο και κάθεται δίπλα της. Η Ελπίδα παρατηρεί το τρέμουλο στα χέρια της φίλης της. Κινεί το καλαμάκι στο ποτήρι, σαν να θέλει να σχηματίσει γράμματα πάνω στον αφρό. Παίρνει όρκο, πως ένα “Φ” είναι ένα απ’ αυτά. Ίσως και το πρώτο…

Μιλάει ασταμάτητα. Τα χέρια της τρέμουν. Του φαίνονται ακατάληπτα αυτά που του διηγείται. Προσπαθεί να τα αποθηκεύσει στη μνήμη του, για να τα επεξεργαστεί αργότερα. “Είναι ένα κύκλωμα ολάκερο… Εμπορεύονται μωρά… Απ’ όλες τις άκρες της γης. Από ανεπιθύμητες γέννες κυρίως… Εξαγοράζουν κιόλας. Σε περιοχές που τα παιδιά θεωρούνται εμπόρευμα. Στήνουν κοινωφελή ιδρύματα για να εισπράττουν δωρεές και χορηγίες… Τα μαζεύουν, τα χωρίζουν σε κατηγορίες και τα διακινούν σ’ όλον τον πλανήτη… Τα καλά κομμάτια τα χρυσοπουλάνε στις πιάτσες των δυτικοευρωπαίων που διψάνε για σεξ με ανήλικα… Kάποια λιγότερο τυχερά, καταλήγουν σε χειρουργικά τραπέζια και τους αφαιρούν τα όργανα. Όσα δεν είναι γερά και τους είναι άχρηστα, τα θανατώνουν… Ίσως άκουσες τις προάλλες για έναν ομαδικό τάφο μωρών, στις Φιλιππίνες… Τους κάνανε πειράματα με αδοκίμαστα εμβόλια και ισχυρά φάρμακα. Όσα πέθαναν, τα θάψανε σε μιαν απόμερη περιοχή έξω απ’ την Μανίλα… ”




-Ισιδώρα μου… πώς; Θέλω να πω… πώς βρέθηκες εσύ μπλεγμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη;

- Δεν έχω πολύ χρόνο… Θα σου πω τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγω. Η Ελπίδα κινδυνεύει. Είναι απ’ τα παιδιά που επιλέχτηκε για τις δραστηριότητες του κυκλώματος στην Ελλάδα. Οι οδηγίες διακινούνται μέσω υψηλόβαθμων στην ιεραρχία. Σε ανύποπτους χώρους και χρόνους… μέσα σ’ ένα χαρτοφύλακα συνήθως, ή σ’ ένα βιβλίο που ξεχνιέται στο τραπεζάκι ενός εστιατορίου και τον βρίσκει ο επόμενος…

-Ξέρω… Άθελά μου, υπήρξα μάρτυρας σ’ αυτό το αλισβερίσι.

-Το πατρικό μου σπίτι είναι για ξεκάρφωμα. Ψάχνουν μέρη που οι ιδιοκτήτες τους έχουν καθαρό μητρώο, για να μην κινούν τις υποψίες της αστυνομίας. Τα υποτιθέμενα ζευγάρια είναι πειθήνια όργανά τους και διεκπεραιώνουν τις άνωθεν εντολές. Προφανώς υπήρξαν και οι ίδιοι, αρπαγμένα παιδιά ενός ιδρύματος. Νεκρώνονται ψυχικά και εκτελούν απλά εντολές.




-Και πώς φτάσανε σε σένα;
-Εγώ πήγα σ’ αυτούς. Πάνε χρόνια. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Θυμάσαι τον πατέρα μου ε; Θα με σκότωνε και μένα και το μωρό. Δεν είχα επιλογή παρά να δεχτώ τη συμφωνία μιας κυρίας που ήταν επίτροπος σ’ ένα ίδρυμα. Γέννησα την κόρη μου και την πήραν αμέσως. Ήταν όλα νομιμοφανή. Είχα εκβιαστεί να υπογράψω κάτι χαρτιά και η συμφωνία ήταν να εισπράξω ένα ακριβό αντίτιμο και να ξεχάσω για πάντα τι είχε γίνει. Με τα χρήματα αυτά, έφυγα απ’ το πατρικό μου και έζησα μόνη στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα, έκανα έναν αποτυχημένο γάμο και επέστρεψα εδώ μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχε ήδη φύγει…
-Ναι, θυμάμαι… Και το παιδί; Τι απόγινε;
-Ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω ή να ψάξω γι αυτήν. Το παρελθόν μου με καίει Μιχάλη… Σα λαβωμένο σίδερο που είναι μπηγμένο στην καρδιά μου ισόβια… Ούτε είχα σκοπό να ανακινήσω κάτι. Μέχρι που βρέθηκε η Ελπίδα στο σπίτι. Την είδα και λύγισα. Το ίδιο κι αυτή. Μοιάζουμε τόσο πολύ… Μα κι αν ακόμα θέλαμε να μάθουμε την αλήθεια, ποτέ δεν θα το καταφέρουμε. Όλα τα χαρτιά είναι αλλοιωμένα ή εξαφανισμένα. Και ξέρεις Μιχάλη;

- Πες μου… αν η Ελπίδα είναι κόρη σου… σωστά τα σκέφτομαι;
- Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό. Συγχώρα με αλλά δεν έχω κουράγιο να σκεφτώ τίποτα πια… Κι ύστερα απ’ αυτή την επίσκεψη, αμφιβάλλω αν θα με ξαναδείς ζωντανή… Έχουν τον τρόπο τους να μαθαίνουν τα πάντα. Φτιάχνουν στρατιές ανθρώπων που υπάρχουν ανάμεσά μας και δρουν ύπουλα. Κάποια μέρα…


“… Θα εξουσιάσουμε το σύμπαν αγαπητές μου! Τι κρίμα να μην είστε εκεί για να το δείτε! Ετοιμαστείτε, γιατί σας περιμένουν κάποιοι παλιοί φίλοι σας… Ελπίδα, δεν θα το πιστέψεις, αλλά απόψε θα συναντηθείς με τη γυναίκα που σε γέννησε. Για μία και μοναδική φορά, θα έχεις την ευκαιρία να την δεις. Μετά θα κάνετε όλοι μαζί, ένα μακρινό ταξίδι δίχως επιστροφή…”

Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να καταλάβει αν το “Φ”, ερμηνευόταν ως “Φώτης” ή “Φύγε!”. Λίγη ώρα αφότου μπήκε στη γκαρσονιέρα της Νάντιας, πέντε κουστουμαρισμένοι άντρες εισέβαλαν απ’ την πόρτα, κραδαίνοντας…


Η ιστορία είναι η προσωπική μου συμμετοχή, σε μια αρχική ιδέα της Μαρίας Νι. Βασισμένοι στην ιδέα αυτή, για ακόμη μία φορά, 14 bloggers αποφασίσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να την εξελίξουμε, δημιουργώντας ένα συλλογικό, συνεργατικό κείμενο.


Συμμετέχουν οι εξής φίλοι-μπλόγκερς:
 Μαρία Νι. → Η αρχή του μυστηρίου
 Ελενα Λ → Μια ανάσα!
 MARILISE → ΙΣΙΔΩΡΑ
Hengeo → Το Γιασεμί
ΕΚΦΡΑΣΟΥ → Η Λεγεώνα
des tzav → Σαν σε όνειρο...
airis → Ελπίδα
Funky Monkey -> Παράλληλες κινήσεις
Απάγκιο -> "Φ"
Levina →
Xris Kat →
me (maria) →
Xristina @ Dear e-diary →
Georgette B. →
Μαρία Νι. →
Καλή συνέχεια στην Λεβίνα μας που παίρνει τη σκυτάλη!...

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

To πιεσόμετρο

- Δεκαπέντε η μεγάλη, οχτώ η μικρή.
- Πώς μεγαλώσανε καλέ; Να σου ζήσουν, πάντα καλότυχες!
- Η πίεση σου είναι παππού... πάλι δεν πήρες χάπι;
- Όχι... Ο Θανάσης που τη μέτρησε το πρωί, ήταν μια χαρά!
- Πόσο δηλαδή;
- 20.5psi εμπρός και 23psi πίσω.
- Πάω να φέρω το χάπι.
- Όχι, θέλω ζάντες αλουμινίου! Έτσι είπε ο Θανάσης.
- Καλά πιες το χάπι και θα σου φέρω και ζάντες.

(κλικ) ..............

- Η Λάσκαρη είναι αυτή; Μμμμ....Καλά κρατιέται!...
- Ο Στουρνάρας είναι παππού...
- Πού έπαιζε;
- Υπουργός είναι... Για φέρε το χέρι σου να την ξαναμετρήσουμε...
- Στο “Ορατότης μηδέν” δεν έπαιζε;
- Ακόμα εκεί παίζει. Μετά το ατμόπλοιο “Χριστίνα”, φούνταρε και τη χώρα.
- Θα τον περάσουν Ναυτοδικείο!
- Παππού δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά ο Φώσκολος πέθανε… Έκτοτε, ουδείς πλoιοκτήτης καταδικάστηκε.
- Θυμάσαι πόσα εισιτήρια είχε κόψει;
- Θυμάμαι πόσες συντάξεις είχε κόψει.
- Aχ-αχ-αχ... ναι!
- Καλά άστο, γιατί η πίεση ξανανέβηκε πάλι.
- Αυτός δεν είναι που βάζει τα χαράτσια;
- Μη συγχίζεσαι παππού! Στα είκοσι θα σου ανέβει.
- Για να πληρώσω τη ΔΕΗ τις προάλλες, σπάσανε τον κουμπαρά του εγγονού μου. Τις οικονομίες που μάζευε το πουλάκι μου να πάει εκδρομή, τις δώσανε όλες στη ΔΕΗ για να μη μου κόψουν το ρεύμα...
- Παπ-πού!!!... θυ-θυμάσαι;… Τι έπαθες ξαφνικά;
- Και τη μακαρίτισσα τη χάσαμε άδικα... Έσκασε απ’ τη στεναχώρια της η Νίτσα μου!... “Πάλι κατοχή ζούμε Αριστείδη!”, έλεγε και σπαρταρούσε στο κλάμμα.
- Δεκάξι έφτασε παππού!... Ηρέμησε, μη μας βρει κανένα κακό. Σκέψου τα παιδιά και τα εγγόνια σου!!!... Βάλε το πέντε, να χαζέψουμε λίγο...

(κλικ) ..............

- Η Νίτσα Μαρούδα είναι αυτή με το φιόγκο στο κεφάλι;
- Η Μενεγάκη είναι ρε παππού... για φέρ’το χέρι να σε ξαναμετρήσω.
- Α... Για να δούμε τι θα μαγειρέψουν σήμερα...
- Έπεσε λίγο...δόξα τω Θεώ!... κάτσε να σου φέρω το φιδέ σου...
“Γαρνιτούρες για ψητά και κρέατα. Θα χρειαστείτε: Μπέιμπυ λαχανάκια, μανιτάρια πλευρώτους, μπέϊκον, δαμάσκηνα και σελινόριζα”
- Έλα παππού, κάτσε να σου σηκώσω τα μαξιλάρια... Μπρρράβο τ’ αγόρι μου! Κάνε “Aαα“!...
- Να ξαναβάλω την Λάσκαρη;
- Τον Στουρνάρα εννοείς.
- Αυτήν.
- Θα φας όμως;
- Όλο μου το φαϊ!

(κλικ) ..............

“Δεν παίζουμε με το ευρώ. Δεν παίζουμε με το νόμισμα, με τα ιερά και τα όσια”,δήλωσε στη Βουλή, ο υπουργός οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας.”
- Ωραία ερμηνεία!...Τι τα θες; Άμα έχει καλό σενάριο ο ηθοποιός, κάνει θαύματα!
- Και καλό σκηνοθέτη παππού! Κάνε “Aααα“...
- Του Φώσκολου δεν είναι;
- Ναι παππού... Τώρα θα βγει κι ο Σαμαράς και θα χορέψει το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”
- Ο Τρύφωνας;
- Όχι, ο Τρόϊκας… Πάω το πιάτο στην κουζίνα κι έρχομαι…
- Κάνε γρήγορα, αρχίζει ο Μπομπ ο Θεοδωράκης. Έχει καινούργιο επεισόδιο σήμερα.
- Ναι… “Τσουχτρομπλεξίματα στον Μπομπολοπόταμο”…
- Κι ύστερα έχει Χελωνονιντζάκια!
- Μεγάλες στιγμές παππού! Να σου δανειστώ το πιεσόμετρο; Τη νιώθω να μου ανεβαίνει…
- Άκου λέει… Κι άμα χρειαστείς ζάντα, εδώ είμαστε!
- Πάω στην κουζίνα… Φρόνιμα μέχρι να γυρίσω. Και σταμάτα ν’ αλλάζεις κανάλια!

(κλικ) .............. 
“Έρχονται νέα μέτρα στα εργασιακά/Νέες αυξήσεις σε τιμολόγια ΔΕΗ & ΔΕΚΟ/Περικοπές σε επικουρικές συντάξεις/Περικοπή φαρμακευτικής δαπάνης/Διατήρηση έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για ακόμα τρία χρόνια/Απελευθέρωση πλειστηριασμών”
- Παπ-πουουουουού!!! Άλλαξε κανάλι!
 (κλικ) ..............
“Η Μπαλατσινού σχολιάζει το φόρεμα της Μπεκατώρου: Ήταν χάλια!”
- Να μου φρεσκάρεις το κουστούμι μου. Θα βγω σε λίγες μέρες.
- Στις αγορές;
- Στις εκλογές.
- Θα ψηφίσεις παππού;
- Αμέ!... Δαγκωτό!
- Ποιον ρε παππού;
- Τον Σήφη.
- Ποιον Σήφη;
- Τον Χελωνονιντζάκη. Σκόνη θα τους κάνει όλους!!!


Το "Πιεσόμετρο" ταξίδεψε και διακρίθηκε στο Διαγωνισμό "Το γέλιο βγήκε απ' τον παράδεισο", που διοργάνωσε η Αριστέα μας, στο μπλογκ της Η ζωή είναι ωραία 
Σας ευχαριστώ απ' την καρδιά μου για την αξέχαστη εμπειρία αυτού του παιχνιδιού και ιδιαίτερα την Αριστέα και την Μαρία Fe για την παραδειγματική φιλοξενία και την αδιάκοπη μέτρηση της... πίεσης και των ψήφων.
Καλή συνέχεια σε όλους!... 

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Ένας πίνακας – δυο ιστορίες



Λίγα λόγια για τον Καλλιτέχνη...

Δεν είναι ζωγράφος. Αντί για καμβά και πινέλα, δουλεύει φακούς, φίλτρα και διαφράγματα. Εκείνο που θαυμάζω περισσότερο στα έργα του, είναι η λεπτομέρεια. Είναι απ’ τους καλλιτέχνες που με δίδαξαν να ζουμάρω και να εκτιμώ, ακόμα και το πιο ευτελές αντικείμενο που χωράει στην οπτική μου. Το ακροκέραμο σε μια παλιά σκεπή, τα απλωμένα ρούχα σε μια ταράτσα, τα ξεφτισμένα κάγκελα μιας παλιάς αυλόπορτας και τις ιριδίζουσες αποχρώσεις που έχει η απόληξη μιας υδρορροής.
Οι “άνθρωποι” του Θάνου, θα μπορούσαν να είναι ήρωες αστυνομικού μυθιστορήματος. Συνήθως δεν είναι ορατοί. Ψυχογραφούνται όμως με μαεστρία, μέσα από λεπτομέρειες. Τα βήματα, τις χειρονομίες και τη στάση του σώματος. Αφήνοντας τη φαντασία ανοιχτή, για να “φωτογραφίσεις” εσύ το είδωλο και τη στιγμή. Στο άλμπουμ με τα έργα του, συναντάς καλλιτέχνες δρόμου, γκράφιτι, καρνάγια, τοίχους, ναυτικά όργανα, φάρους, ψαρόβαρκες και παραδοσιακά καφενεία. Όμορφα συνδυασμένα με στίχους που έχουν ομοιοκατάληκτους προορισμούς.
Εκτός των άλλων, ο Θάνος με ώθησε να παρατηρώ ψηλά. Να βάζω σημάδια και στόχους. “Μια απλωτή δρόμος“ είναι όλα, φτάνει να γνωρίζεις αντισυμβατικές διαδρομές. Τα δρομολόγια που κάνουν τα σύννεφα κι ο ήλιος, στα αέναα ταξίδια τους. Και σ’ αυτήν ειδικά την κατηγορία, οι λήψεις του Θάνου αποτελούν έναν ουράνιο πλοηγό.

Διατηρεί τον προσωπικό του χώρο εδώ. Ένα “τρόλεϋ” που κάνει ακούραστα και δωρεάν, τη διαδρομή “Γη – Παράδεισος”… Ίσως τελικά, οι πιο δυνατές κραυγές υψώνονται από σιωπηλούς ανθρώπους, που “μιλάνε“ μόνο μέσα απ’ την τέχνη τους.

Αντανάκλαση

Οι άνθρωποι “φάροι”
Όσοι διάλεξαν έναν απόκρημνο βράχο να στήσουν τη ζήση τους
Να σκάνε τα κύματα πάνω τους
Και ν’ αναμετριούνται ισοβίως με την αντάρα και τους βοριάδες
Αλλά να μη σταματούν λεπτό, να τιμούν το λόγο της ύπαρξής τους.
Εκπέμπουν φως, στέλνουν σήματα, ορίζουν τον προορισμό και οροθετούν τους υφάλους.
Για να προστατεύουν διαρκώς τα σκαριά που πλέουν στις ακτογραμμές τους.
Στον προσωπικό μου διάπλου στα νερά του διαδικτύου,
αξιώθηκα να περιστοιχίζομαι από φωτοβολίες τέτοιων ανθρώπων.
Με ανάστημα και ήθος. Με μαγκιά και ειλικρίνεια. Με φαντασία και τόλμη.

Ευγνώμων για την καλοτυχία μου!

Παραμορφωτικός καθρέφτης

Είναι αυτοί που φαντασιώνονται ακόμα...
Πως η θάλασσα θα τους υποδέχεται φιλόξενα τα επόμενα καλοκαίρια
Με τα μηχανάκια εξόρυξης να κατατρώνε τα σπλάχνα της
Με το πετρέλαιο να διαπερνά τον διασωληνωμένο πυθμένα της
Με τους πυρσούς ελέγχου καύσης, να ξερνάνε μόνιμα τοξικές φλόγες
Με το βυθό της, έμπλεο χημικών όπλων και εκρηκτικών ουσιών, που κι αν ακόμα υδρολύονται, δεν αδρανοποιούνται ποτέ
Με την ολοκληρωτική καταστροφή του κόλπου του Μεξικό ξεχασμένη
Με τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό του Θριάσιου Πεδίου, απενεχοποιημένον κι αυτόν.

Και πως τα υγρά νεκροταφεία,
είναι αυστηρώς οριοθετημένα νερά
με θαλάσσια συρματοπλέγματα
και δεν μολύνουν τα δικά τους “καθαρά”...
Φαρμακονήσι, Σάμος, Κως, Μυτιλήνη, ως την Λαμπεντούζα...
"Νεκροταφείο - Η Μεσόγειος"
Οι βυθοί δεν έχουν κοραλλιογενείς ατραπούς
μα μωρά σφηνωμένα στην αγκαλιά της μάνας τους

Είναι αυτοί που φαντασιώνονται ακόμα...
Πως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
νομιμοποιούνται να χτίζονται στα συντρίμμια ενός έθνους
και πως τάχα, είναι προορισμένα μόνο
για τους επίδοξους και “άνευ ποιότητας” μετανάστες.
 Άνθρακας ο θησαυρός!...



Είναι η συμμετοχή μου στην ιδέα της Μαριλένας, να εμπνευστούμε και να γράψουμε διαφορετικές ιστορίες, με θέμα έναν πίνακα. Επέλεξα έναν φωτογραφικό πίνακα, που θεωρώ πως –εκτός όλων των άλλων- έχει και συμβολική αξία. Ευχαριστώ θερμά την Μαριλένα για την πρωτότυπη ιδέα της και φυσικά τον Θάνο για το υπέροχο υλικό του!

Στο κάλεσμα της Μαριλένας, συμμετέχουν και τα παρακάτω ιστολόγια:

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Πακέτο ευχών "All inclusive"

Μήτσος Μαινόμενος

"Mήτσο μου ήρθε κούριερ και μούφερε πακέτο

έχει και αφιέρωση σε τούτο το μπιλιέτο!"

"Σούλα να μάθω απαιτώ, ποιος είν’ ο αποστολέας;"

"Τι θα μπορούσε να’τανε;
Το έπαθλο που κέρδισα στο μπλογκ της Αριστέας!"...(*)


Αριστέα μου,
Δεν έχω λόγια για να σου εκφράσω τι νιώθω σήμερα που παρέλαβα το πακέτο σου! Μόνο κάτι στίχους εύκαιρους, για να αποφορτιστώ απ’ τη συγκίνηση.

Δεν υπόσχομαι πως θα την ανάψω αυτή τη λαμπάδα. Είναι ένα έργο τέχνης.
Μαζί με το ξύλινο λαμπαδόκουτο, θα είναι απ' τα αγαπημένα μου προσωπικά αντικείμενα. Τέλειο φινίρισμα, καλοδουλεμένο και με υπέροχα σχήματα και χρώματα. Μυρίζει ακόμα Αριστέα...


Για όσους δεν κατάλαβαν, σήμερα παρέλαβα το δώρο μου απ' την Αριστέα, για τη διάκριση της "Σούλας" στο 3ο Συμπόσιο Ποίησης.
Αν μπορούσα να βάλω σε τάξη τον ενθουσιασμό μου, θα έγραφα περισσότερα. Δεν γίνεται όμως. Μια διαπίστωση μόνο. 
Η Αριστέα μας...

Χώμα πιάνει

... και...

Άνοιξη γίνεται!

Ολόψυχα σ' ευχαριστώ!

(*) Όποιος επιθυμεί να συνεχίσει τη στιχομυθία, είναι ευπρόσδεκτος!

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ιστορίες του καφενέ - "What is baklavas?"

Η αίθουσα ομιλιών του κεντρικού ξενοδοχείου, είναι ήδη γεμάτη. Έχουν πλακώσει πελάτες, συνεργάτες και σύσσωμο το τμήμα πωλήσεων της εταιρείας. Ένας αχταρμάς από ντόπιους γιάπηδες, Γερμανούς μεγαλομάνατζερς και βόρειους παρατρεχάμενους. Μιλάνε σε ακατάληπτα αγγλικά, ο καθένας με την προφορά του. Βαβέλ, ώρα δέκα το πρωί, με θέα την Ακρόπολη και θέμα τη νέα σειρά προϊόντων της εταιρείας. Οθόνες αφής, τεχνολογία cloud, οχταπύρηνοι επεξεργαστές και εικονικές βιβλιοθήκες αποθήκευσης. Τoυς παρατηρώ για λίγο και προσπαθώ να μαντέψω τις διαθέσεις τους. Απογοητεύομαι γρήγορα.Οι μισοί χασμουριούνται κι οι άλλοι μισοί είναι στην καφετέρια. Σχολιάζουν το χθεσινό ματς, σκανάροντας με κλεφτές ματιές τις κοπέλες της υποδοχής. Η παρουσίαση αρχίζει και οι θαμώνες κινούνται δύσθυμα προς τις καρέκλες τους. “Good morning to everybody and thank you for being here today”…

Στη δέκατη περίπου διαφάνεια μας διακόπτει ο ήχος μιας αναγγελίας. Μια ανήσυχη φωνή απ’ τα μεγάφωνα, προειδοποιεί για απειλητικό τηλεφώνημα βόμβας. Ακολουθούν οδηγίες για την εκκένωση της αίθουσας και απομάκρυνση απ’ την περιοχή. Όση ώρα μάζευα το λάπτοπ μου και σιχτίριζα την τύχη μου, άκουγα την εκφωνήτρια να λέει: “Όταν ολοκληρωθεί ο έλεγχος της αστυνομίας και επιβεβαιωθεί ότι μπορείτε να επιστρέψετε με ασφάλεια στο χώρο, θα ειδοποιηθείτε απ’ τη γραμματεία”.

Βγαίνουμε στην πλατεία, κάτω απ’ τον αθηναϊκό ήλιο και το βόμβο της πόλης. Ανάμεσα στο πλήθος των περαστικών, φαντάζουμε σαν ένα γραφικό μπουλούκι από κουστουμαρισμένους κομπάρσους, με γυαλισμένα παπούτσια, αλλά λασπωμένα βλέμματα. Χρυσόψαρα έξω απ’ τα νερά τους. Που δεν αναπνέουν, παρά μόνο σε κλιματισμένες αίθουσες, με παχιές μοκέτες και τεχνητούς φωτισμούς. Έχουμε δυο ώρες –τουλάχιστον- κενές. Άδειες. Το απόλυτο τίποτα. Δίχως οθόνες, δίχως ακουστικά, δίχως νούμερα. Δίχως νόημα. Εμείς κι ο ήλιος.




Η ατζέντα της ημέρας δεν προέβλεπε αυτή την αναπάντεχη βόλτα. Αμαθείς και απαίδευτοι να λειτουργούμε δίχως πρωτόκολλο και χρονικά πλαίσια, βαδίζουμε προς το ιστορικό κέντρο. Κάποιοι το βρήκαν σαν αφορμή να το σκάσουν επιτήδεια και να γυρίσουν στο λαγούμι τους. Οι υπόλοιποι, αναλάβαμε να ξεναγήσουμε τους ξένους καλεσμένους μας στα στενά της Αθήνας. Στην αναπάντεχη περιπλάνησή μας στα σοκάκια της Πλάκας, το κέφι άρχισε να ζωντανεύει στην παρέα. Δεν αργήσαμε να βλέπουμε με καλό μάτι, την αναβολή της παρουσίασης.

Σ’ ένα απόμερο καφενεδάκι, οι ξένοι κοντοστέκονται. Βγάζουν τα κινητά και τραβάνε φωτογραφίες. Με φόντο τον ιερό βράχο, ξεπροβάλλει ένα παλιό παραδοσιακό μαγαζάκι, με πέτρινη πρόσοψη και ξύλινο διάκοσμο. Στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, αραδιασμένα μια σειρά από σιδερένια τραπεζάκια, όλα βαμμένα μπλε, μ’ ένα λευκό σεμεδάκι και μια γλαστρούλα με βασιλικό στο κέντρο τους. Στο παλιό χαγιάτι πάνω απ’ το καφενείο, κυματίζει μια ελληνική σημαία. Κι ακριβώς από κάτω, στον παχύ ίσκιο μιας μουριάς με ασβεστωμένο κορμό και αστραφτερά φύλλα, μια παρέα νεαρών σερβίρονται αχνιστό καφέ σε μπακιρένια μπρίκια, μια κανάτα δροσερό νερό και μεγαλοπρεπείς μερίδες μπακλαβά. Ένας ηλικιωμένος κύριος με κάτασπρη ποδιά τυλιγμένη στη μέση του, ένα κλωνάρι βασιλικό στηριγμένο στ’ αυτί του και μια καρό πετσέτα κρεμασμένη στον ώμο του, τους αραδιάζει με θόρυβο τα πιατέλα με τα γλυκά. Οι μυρωδιές απ’ τα σορόπια φτάνουν ως τα ρουθούνια μας. Στα λαρύγγια των ξένων διαγράφονται μικροί κόμποι που ανεβοκατεβαίνουν ξέφρενα.


Δίχως δεύτερη σκέψη, παρατάνε πάνω στο πλακόστρωτο τις τσάντες με τα λάπτοπ και ενώνουν με άφατο ενθουσιασμό τραπεζάκια και καρέκλες. Σαν μικρά παιδιά που ξαφνικά ανακάλυψαν μια αλάνα και ξαμολιούνται για παιχνίδι. “Με το μαλακό παιδιά!” τους φωνάζει ο συμπαθητικός καφετζής. “Από πού ξεφυτρώσατε όλοι σας ξαφνικά;”. Αναλαμβάνω χρέη δραγουμάνου και του εξηγώ τι έχει προηγηθεί. Με ύφος στομφώδους παρουσιαστή, του λέω: “Είναι μεγαλοστελέχη της εταιρείας μας και θέλω να τους περιποιηθείτε, κύριε… πώς είπαμε σας λένε;”. “Μιχάλη με λένε και περιττή η υπόδειξη παιδί μου. Εδώ, όλοι εξυπηρετούνται με το παραπάνω. Βολευτείτε κι έρχομαι σε λίγο για παραγγελία”.

Κάποιοι εισχωρούμε με περιέργεια στα ενδότερα του μαγαζιού για να χαζέψουμε το διάκοσμο. Πέτρινοι τοίχοι, στολισμένοι με παλιές φωτογραφίες επωνύμων που ήταν θαμώνες του καφενείου, ασπρόμαυρο μωσαϊκό και μαρμάρινα τραπέζια με μαντεμένια πόδια από παλιές ραπτομηχανές. Στα ράφια μιας πατιναρισμένης σερβάντας, γυάλες με γλυκά κουταλιού, χειροποίητες μαρμελάδες και σερμπέτια. Δεν αργήσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι πάνω απ’ τη βιτρίνα με τα γλυκά, σαν τις μέλισσες που μυρίστηκαν νέκταρ. Πάνω στις σχάρες, ήταν αραδιασμένα ταψιά με γαλακτομπούρεκα και μπακλαβάδες. Ο θηριώδης Ολλανδός που στεκόταν δίπλα μου, με ρώτησε τι γλυκό είναι αυτό, με τον αντίχειρά του κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας. “Τhis is baklavas”, του απαντάω.


O κυρ-Μιχάλης ήρθε κοντά, για να μας δώσει τα φώτα του στις απανωτές ερωτήσεις και στα επιφωνήματα θαυμασμού του Ολλανδού.
What is baklavas?” ρωτάει ο Ολλανδός κι εγώ μεταφράζω στον κυρ-Μιχάλη.
Τον μπακλαβά, πες του, πρώτα τον τρως κι ύστερα τον αναλύεις”.
Το επόμενο δίωρο κύλησε σα δροσερό νεράκι. Στη λιακάδα του πρωινού, με θέα την Ακρόπολη και με τις γεύσεις του γλυκού και του καφέ στη χόβολη να μεθάνε τους ουρανίσκους μας, χαλαρώσαμε, λύσαμε τις γραβάτες μας και αφεθήκαμε σε φιλικές κουβέντες. Μοιραστήκαμε τα προσωπικά μας, τις ανησυχίες μας και τους προβληματισμούς μας. Οι ξένοι ενθουσιάστηκαν με την εξυπηρέτηση του κυρ-Μιχάλη, που πηγαινοερχόταν ασταμάτητα για να μας περιποιηθεί. Κάθε τόσο ρώταγε “Όλα καλά παιδιά; Να κεράσω μια λεμονάδα σπιτικιά, να πάνε κάτω τα σορόπια;

Το καφενείο είχε ήδη γεμίσει από τουρίστες και παρέες περαστικών, αλλά εκείνος επέστρεφε σαν πιστό σκυλί. Καθάριζε τα τασάκια, έφερνε κανάτες με δροσερό νερό, μας έκανε χωρατά κι έκλεινε διαρκώς το μάτι στον Ολλανδό.

Να ετοιμάσω ουζάκια παιδιά; Έχω και καλό μεζέ σήμερα. Γαύρο μαρινάτο, λαδοτύρι σαγανάκι και λιαστή ντομάτα”. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο Ολλανδός σηκώθηκε ενθουσιασμένος, αλαλάζοντας “Ouzo!... Yes my friend! I love Ouzo!...”. Ήμουν αχρείαστος πλέον στη μεταξύ τους επικοινωνία. Μιλάγανε ήδη μια κοινή γλώσσα οι δυο τους.

Ο κυρ-Μιχάλης άδειασε τα τραπέζια μας και κατευθύνθηκε στο μαγαζί για να ετοιμάσει την παραγγελία μας. Την ώρα που έφερνε τα πρώτα κατοσταράκια με τα σωληνωτά ποτήρια, χτύπησε το τηλέφωνο. “Απ’ τη ρεσεψιόν σας τηλεφωνώ. Μπορείτε να επιστρέψετε αμέσως. Η έρευνα ολοκληρώθηκε και αποδείχτηκε φάρσα. Λυπούμεθα για την ταλαιπωρία. Δυστυχώς θα πρέπει να ολοκληρώσετε στo επόμενo δίωρο, γιατί η αίθουσα είναι κλεισμένη για την επόμενη εκδήλωση. Εάν επιθυμείτε, λόγω της προχωρημένης ώρας, μπορούμε να σας σερβίρουμε γλυκόξινα φίνγκερ φουντ με ελαφρύ κοκτέϊλ. Θα υπάρξει βέβαια μια μικρή οικονομική επιβάρυνση…”.

Ενημέρωσα τους ξένους για το τηλεφώνημα κι όλοι πέσανε σε μαύρες πλερέζες. Ο Ολλανδός ωρυόταν δίπλα μου “Oh shit…”. Ο κυρ-Μιχάλης ψυχανεμίστηκε τι είχε συμβεί κι άνοιξε σα φτερούγες τα χέρια του για να μας κάνει όλους μια αγκαλιά. “Μη σκάτε ρε παιδιά!... Αμέτε στη δουλειά σας κι άμα αποκάμετε, ελάτε πάλι. Δε κουνάει ο καφενές. Θα σας φυλάξω και τους μεζέδες και θα κεράσω και γιαουρτάκι με γλυκό κυδώνι… Ψες βράδυ το μαστόρεψε η Μαριώ μας”.

Σηκωθήκαμε απ’ τις καρέκλες σα δαρμένα σκυλιά. Ο Ολλανδός μου έκανε νόημα. Μου ζήτησε να πω στον κυρ-Μιχάλη να μας περιμένει και πως τον ευχαριστεί πολύ για τη φιλοξενία και την περιποίηση. Του τα μετέφερα αυτολεξεί κι ετοιμαζόμουν να τον πληρώσω και να τον αποχαιρετίσω.

“Χρωστώ κάτι στον Ολλανδό σου. Μιαν απόκριση γι αυτό που με ρώτησε νωρίτερα”.
“Τι σημαίνει μπακλαβάς, εννοείς;”
“Ναι… πες του πως ο μπακλαβάς είναι σαν τη ζωή. Πρέπει να κρατάει την παράδοση, να έχει καλή γέμιση, να τραγανίζει άμα τον δαγκώνεις και να μοσχομυρίζει αγνά υλικά”…




Οι αυτοτελείς ιστορίες του καφενέ, σερβίρονται χάρη στην Αριστέα που έχει αναλάβει το στήσιμο και το συντονισμό. Συμμετέχουν τα εξής ιστολόγια:

Δημήτρης Ασλάνογλου, που φιλοξενήθηκε από την Αριστέα
Αγριμιώ, http://agrimio.wordpress.com/
Έλενα, http://miakalimera.blogspot.gr/
Xris Kat, http://neraidodimiourgies37.blogspot.gr/
Κική, http://ekfrastite.blogspot.gr/
Sofia Sofaki, http://happiness-bonheur.blogspot.gr
Μαρία Νι, http://mia-matia-ston-ilio.blogspot.gr/
Γεωργία, http://armoniaart.blogspot.gr/
Κάτια, http://katitimou.blogspot.gr/
Lysippe, http://on-the-up-and-up.blogspot.gr/
Γλαύκη, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Κατερίνα Βερίγκα, http://positive-thinking-greece.blogspot.gr
Λεβίνα, http://levina-imagination.blogspot.gr
Δέσποινα, http://www.mamadesekrisi.blogspot.gr/
Katerina Koko, http://followkoko.blogspot.gr
Κλαυδία, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Έλλη, http://funkymonkey-handmadecreations.blogspot.gr/
Κατερίνα Βαλσαμίδη, http://apopsitexnis.blogspot.gr
Μαριλένα, http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Μαρία(me maria), http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Μαρία Έλενα, http://maria-elena-jewellery.blogspot.gr/
Φλώρα, http://texnistories.blogspot.gr/
Πέτρος (Ακυβέρνητος) http://akivernitos.blogspot.gr/
@ριστέα, http://princess-airis.blogspot.gr/

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Καφενείο "Ο Παράδεισος"

Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς - Μια ιστορία αγάπης


Στα ελάχιστα λεπτά που  διήρκεσε η κλήση, οι ρόλοι άλλαξαν αστραπιαία και βουβά. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά.  Ανταλλάξανε ματιές που τα εξηγούσαν όλα. Δακρύσανε ταυτόχρονα.  Ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων στροβιλίστηκε γύρω τους. Χαρά, ανακούφιση, αγωνία και θλίψη. Κι αυτοί καρφωμένοι στο ίδιο σημείο, καθηλωμένοι απ’ τις απανωτές εξελίξεις, σαν δυο μοιραίοι ήρωες μιας τραγωδίας που έμελε να τη βιώσουν μαζί.

Του εξήγησε λαχανιασμένη. Με συνεχείς διακοπές για να μάθει για τη δική του τη φουρτούνα. «Ένα απαίσιο λάθος ήταν... αγάπη μου πόσο πόνεσα σήμερα... ποιος ήταν στο τηλέφωνο;… αχ  και νάξερες πόσο πόνεσα σήμερα... ο πατέρας;... δεν είναι καλά;… Aχ Θεέ μου γιατί δεν μας αφήνεις να πάρουμε μιαν ανάσα;…. Γιατί;…. Θα’ρθω μαζί σου...».Την έπεισε να μείνει σπίτι και να ξεκουραστεί απ’ την ένταση της μέρας. Θα έπαιρνε ένα ταξί και θα έτρεχε κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τον προλάβαινε ζωντανό... να του κλείσει τα μάτια αυτός... να πάρει την ευχή του και να τον ευχαριστήσει για τις θυσίες του... αχ!... μόνο να τον προλάβει!...

Στη διαδρομή προς την κλινική, συνειδητοποίησε τι του είχε πει ο νοσηλευτής στο τηλέφωνο. «Ο πατέρας σας ζήτησε να σας δει... ξέρετε...δεν είναι καλά... είχε μιαν απότομη υποτροπή  πριν λίγη ώρα και παρά τις προσπάθειές  μας, η πορεία του δεν είναι αναστρέψιμη... σας παρακαλώ ελάτε το συντομώτερο... του παρέχουμε ήδη οξυγόνο, αλλά δεν θέλησε να του κάνουμε μορφίνη για να καταπραϋνουμε τους πόνους του... »

Όρμησε στην κλινική κι ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά ως το δεύτερο όροφο. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει με δύναμη τα τοιχώματα του δέρματος, έτοιμη να το ξεσκίσει. Στο δωμάτιο βρήκε τον εφημερεύοντα γιατρό πάνω απ’ το κρεββάτι. Δίπλα του μια νοσοκόμα που τακτοποιούσε τη συσκευή οξυγόνου. Στην απόληξη του κρεββατιού, δυο ισχνά άκρα, ίσα που ξεχώριζαν απ’ την ισιάδα του λευκού σεντονιού.  Με δυσκολία διέκρινες την ανθρώπινη παρουσία από κάτω. «Αααα... κυρ Αρίστο, κοιτάξτε ποιος ήρθε να σας δει!... Ο γιος σας είναι... ο Στέλιος σας... να δείτε που τώρα θα συνέρθετε αμέσως!...», ο γιατρός είπε μεγαλόφωνα στον άρρωστο γέροντα, τονίζοντας με έμφαση κάθε του συλλαβή. Μάζεψε τα σύνεργά του κι έκανε νόημα στον Στέλιο να μιλήσουν παράμερα για λίγο.  «Παλληκάρι ο πατέρας σας!... Ως την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα είχε ανυπόφορους πόνους. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεββατιού κι έλεγε προσευχές. Ούτε μια στιγμή δεν τον άκουσα να λυγίζει και να διαμαρτύρεται. Η ατυχία του ήταν πως είχε μια γερή καρδιά, σφηνωμένη όμως σ’ ένα σακατεμένο σώμα. Κι είχε μιαν απίστευτη εμμονή να ζήσει λίγο παραπάνω. Λες και περίμενε να κλείσει μια εκκρεμότητα κι ύστερα να φύγει...  Δεν θα κρατηθεί για πολύ ακόμα. Μείνετε κοντά του. Σας ζήταγε επίμονα όλο το απόγευμα... Κουράγιο!...»

Πλησίασε το κρεββάτι  και τράβηξε μια καρέκλα στο ύψος του κεφαλιού του. Άγγιξε με συγκίνηση τα αποστεωμένα χέρια του. Μια λεπτή διάφανη κρούστα το  δέρμα που είχε απομείνει.  Κόκκαλα και φλέβες ήταν σχεδόν ακάλυπτα πλέον. Τα έκλεισε στις παλάμες του και προσκύνησε στα τελευταία λόγια του πατέρα του:
-   Στελάκη μου, αγόρι μου... να’χεις την ευχή μου παιδί μου... να τραβήξεις τη στράτα σου από δω και πέρα... παλλικαρίσια και γενναία... μην κλάψεις αγόρι μου, μόνο να ευγνωμονείς που θα ξεκουράζομαι πλάι στη μάνα σου... ερχόταν κάθε βράδυ και κάμαμε παρέα... μαζί το παλέψαμε το θηρίο... όταν με πιάνανε οι μεγάλοι πόνοι, εκείνη με νανούριζε με τραγούδια και κανακέματα... Αααα!... ήρθε και το Μαριώ χτες το βράδυ... το Μαριώ μας Στέλιο μου... το κορίτσι μας... το λοιπόν, ήταν μια κουκλίτσα, πανέμορφη και δροσερή... και μου λέει «Άιντε κυρ Αρίστο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε...  το Στελί μας είναι καλά τώρα... όλα γίνανε όπως τα όριζες στις προσευχές σου... όλα είναι καλά τώρα...».

Αραίωσαν οι ανάσες του, ένα πνιχτό βογγητό βγήκε απ’ το στόμα του, τα μάτια του ήταν νεκρωμένα αλλά στάζανε δάκρυα, μια αλλόκοτη εικόνα που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Γαλήνη και θάνατος και ευλογία... Έσκυψε πάνω του, φίλησε το μέτωπό του, σμίξανε τα δάκρυα τους, ψιθύρισε στ’ αυτί του ένα λυγμό, να τον πάρει μαζί του στην ουρανομήκη πορεία του «Γεια σου πατέρα μου!... ».


Ήταν ήδη ξημέρωμα όταν τον πήραν με το φορείο για το νεκροθάλαμο. Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε το αδύνατο κορμάκι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου τελετών, έπρεπε να πάει σπίτι και να τους φέρει το καλό του κουστούμι, τα παπούτσια του και μια φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάμβαναν εκείνοι, όπως του είπε με διεκπαιρεωτικά  πένθιμη φωνή ο υπάλληλος. Βγήκε έξω με ανακούφιση. Είχε ανάγκη ν’ αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Να ρίξει κλεφτές ματιές ως τα σύννεφα. Να φανταστεί το σημείο που θα είναι τώρα ο κυρ-Αρίστος... Ανηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο κι από κει στην Πλάκα. Βλέποντας από μακριά το σπίτι τους και κυρίως το περβολάκι του πατέρα του, που το φρόντιζε πάντα με καμάρι, ήρθε πάλι αυτή η οδυνηρή διαπίστωση της ματαίωσης. Τρύπωσε μέσα του και του έσταξε το δηλητήριο της. Στα χέρια του κράταγε ακόμα την τσάντα με τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του. Του τα παρέδωσε η πρωινή νοσοκόμα, μαζί μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο συμπαράστασης. «Κουράγιο... ήταν άγιος άνθρωπος ο πατέρας σας... όλοι στεναχωρεθήκαμε που έφυγε... κρατείστε τα πράγματά του... μας είχε αφήσει εντολή να σας τα δώσουμε προσωπικά...». Δεν ήταν πολλά. Τι πράγματα να έχει ένας μελλοθάνατος άλλωστε;  Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στην πλαστική σακούλα, ξεχώρισε πάνω απ’ το μικρό μπόγο με τα εσώρουχα και τις πυτζάμες του, το κομπολόι του, ένα εικόνισμα...  κι έναν πορτοκαλί αναπτήρα... εκείνον  τον πορτοκαλί αναπτήρα που… «ποιος διάβολος τον έριξε εδώ μέσα;», αναρωτήθηκε...  «ή ποιος άγγελος;» συμπλήρωσε μια φωνή τη σκέψη του.

Έμεινε αποσβολωμένος για αρκετή ώρα, με τα πόδια του βιδωμένα στο ίδιο σημείο. Ανέκφραστος και άσπρος. Σαν τους καλλιτέχνες που κάνουν παντομίμα δρόμου. Ένα κενό βλέμμα να αιωρείται σε λευκό φόντο. Το πλακόστρωτο δρομάκι, τα κεραμίδια, οι βουκαμβίλιες και οι περαστικοί διαβάτες, είχαν σκεπαστεί ξαφνικά από μια διάφανη μεμβράνη και παγώσανε σε κείνη τη χρονική στιγμή. Είχε την πεποίθηση πως ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή σε κανένα σημείο του σώματός του. Ίσως να είχε πεθάνει και να μην το είχε αντιληφθεί ακόμα.


«Συγνώμη ρε φίλε... είσαι καλά; Μήπως θες κάτι;… », τον συνέφερε η φωνή ενός καταστηματάρχη απ’ τα πέριξ τουριστικά μαγαζάκια. Τον έβλεπε ακίνητο για αρκετή ώρα και τρόμαξε ο άνθρωπος.
«Όχι, καλά είμαι... ευχαριστώ», του είπε απρόθυμα κι έσυρε με δυσκολία τα πόδια του μακριά απ’ το σημείο εκείνο. Στο βάθος του δρόμου, διέκρινε το καφενείο του Μιχάλη. Είδε τη γνώριμη σιλουέτα του κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα απ’ τη συγκίνηση. Πέρα απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του, ο κυρ Μιχάλης ήταν ο καλός του άγγελος. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάτω απ’ το φανελλένιο πουκάμισό του, έκρυβε δυο κατάλευκα φτερά και ήταν στιγμές που όταν μια δέσμη φωτός τρύπωνε απ’ το τζάμι του καφενείου,  η φιγούρα του Μιχάλη αποκτούσε ένα χρυσό περίγραμμα και γινόταν μια υπερκόσμια ύπαρξη. Αναλογίστηκε ξαφνικά πόσο του είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε φίλος, αδερφός, συμβουλάτορας ...τα πάντα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του, στο καφενεδάκι εκείνο έβρισκε καταφύγιο και συμπαράσταση. Στην ορφάνια απ’ τη μάνα του, στην αρρώστια του πατέρα του, στη φτώχεια του  και στον καθημερινό του αγώνα να βγάλει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Μέχρι να βρει μια σοβαρή δουλειά, να στήσει τη ζωή του σε γερά θεμέλια. Εκεί γνώρισε και την Μαρία... και την Βάσια... Τα μάτια του γουρλώσανε,  σαν να είδε ξαφνικά ένα φάντασμα. Μια σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία, παγώνοντας το αίμα του. Ένας πορτοκαλί αναπτήρας,  μια καρμική συνάντηση, «Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο» ήταν απ’ τα πρώτα λόγια που του είχε πει η Βάσια... «Και το δικό σου αγάπη μου...» της είχε πει τότε... κάποια σκόρπια λόγια που είχε ακούσει στο παρελθόν, τα ίδια σχεδόν που άκουσε πριν λίγες ώρες, παρακαταθήκες ομοιοκατάληκτες, χαρισμένες από πολύτιμους ανθρώπους.



Όρμησε αμίλητος στο καφενεδάκι. Με τέτοια κατάνυξη, σαν να έμπαινε σε εκκλησία. Να θρηνήσει εκεί τον νεκρό του. Αυτό θα ήταν κι η επιθυμία του πατέρα του.  Ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο κυρ-Μιχάλης ήταν άφαντος. Κι ο πάγκος της Μαρίας άδειος. Οι λιγοστοί πελάτες, λιάζονταν στα έξω τραπεζάκια, κάτω απ’ την ψάθινη κρεββατίνα. Βούλιαξε στο  μικρό καναπεδάκι της γωνίας. Στον απέναντι τοίχο, του χαμογελούσαν μέσα απ’ την ξύλινη κορνίζα ενός κάδρου, ο Αυλωνίτης κι ο Φωτόπουλος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος μιας λατέρνας. Το δυνατό φως του ήλιου, έπεφτε σαν προβολέας πάνω στον πάγκο κι έλουζε  τις γυάλες με τα γλυκά του κουταλιού. Στραφταλίζανε σαν  τουρμαλίνες τα νεραντζάκια και  τα βύσινα σχημάτιζαν μια παλέτα από  ιώδεις αποχρώσεις. «Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος», σκέφτηκε.

Με φόντο τα ασπρόμαυρο μωσαικό, το καφενείο έγινε ξαφνικά μια μεγάλη οθόνη. Καρέ-καρέ ξανάζησε τις σκόρπιες στιγμές του.  Κάποιος άγνωστος... ο  από μηχανής Μοντέρ ίσως, έκοψε κι έραψε στη σωστή τους σειρά, τα φιλμ της ζωής του. Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της προβολής...


Κατερίνα Βαλσαμίδη: Η παρεξήγηση
Έλενα Λ: Χάθηκαν όλα;
Εκφράσου: Η συμφιλίωση
Χριστίνα dear-e-diary Πεπρωμένο
Kλαυδία: Η Λύτρωση
Η συνέχεια στην Έλλη μας (Funky Monkey)

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό του αρχικού κειμένου, τον Πέτρο, καθώς και στην Αριστέα, για την πρωτοβουλία της να δημιουργήσει μια συγγραφική ομάδα που δουλεύει διαδοχικά πάνω στην ιστορία, δίνοντας ο καθένας τις δικές του διαστάσεις. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα και νιώθω ευγνώμων που συμμετείχα σ' αυτό την ομάδα. Καλή συνέχεια!...

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Liebster Award #2 (by Elena)

Εν μέσω σκανδάλων και επικηρύξεων, παρέλαβα τις προάλλες ένα «πακέτο» απ’ την Έλενα. Παλιότερα είχαμε παίξει παρέα αυτό το παιχνίδι. Το επαναλαμβάνω κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώην –διαδικτυακής- συγκατοίκου μου, την οποία ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου έκανε.
Το βραβείο έχει τους παρακάτω κανόνες:
1. Να γράψεις έντεκα πράγματα για τον εαυτό σου:
Δεν τον βρήκα στις καλές του. Από μια πρόχειρη συζήτηση που κάναμε, κατέγραψα τα εξής πρωτότυπα. Αυθόρμητος, επίμονος, ευσυγκίνητος, ονειροπόλος, τελειομανής, αισιόδοξος, αγωνιστής, ταξιδιάρης, αντιδραστικός, εχέμυθος και παρατηρητικός.

2. Να απαντήσεις στς 11 ερωτήσεις αυτού που σου το χάρισε και να απευθύνεις και εσύ 11, σ' αυτούς που θα το δώσεις.
Το πακέτο ερωτήσεων της Έλενας είναι το παρακάτω:
1. Σε ποια χώρα θα ήθελες να ζεις; Σ’ αυτή που ζω
2. Ποιος ήρωας απο καρτούν θα ήθελες να ήσουν; Μαρσουπιλαμί
3. Ποιο τραγούδι σε έχει στιγματήσει; Αυτή η νύχτα μένει (Κράου)
4. Ποια ταινία θα μου πρότεινες; La Source des femmes (Μαροκινή - Ελληνικός τίτλος: H πηγή των γυναικών)
5. Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ταξιδιωτικός προορισμός; Πέτρα Ιορδανίας
6. Πόσες φορές έφαγες σήμερα; Μιάμιση
7. Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρει ο Αγιος Βασίλης; Ένα διαρκείας για όλα τα θέατρα
8. Ποια ξένη γλώσσα θα ήθελες να μάθεις και γιατί; Ισπανικά. Γιατί όχι;
9. Εχεις πει ποτέ ψέμα; Με εξωθείς να πω άλλο ένα...
10. Τι προτιμάς βουνό ή θάλασσα και γιατί; Θάλασσα, γιατί μ’ αρέσει το μπλε
11. Κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες ή μακαρονάδα; Με σταμναγκάθι

3. Βράβευσε 11 άτομα.
4. Ενημέρωσέ τους ότι τους βραβεύεις.
Δεν θυμάμαι ποιοι έχουν ήδη παίξει το παιχνίδι, οπότε όποιος προτίθεται ας το συνεχίσει, ολοκληρώνοντας τις παρακάτω προτάσεις. Όσοι πιστοί προσέλθετε…
1.Νιώθω…
2.Φοβάμαι…
3.Ελπίζω…
4.Θυμώνω…
5.Αντέχω…
6.Θυμάμαι…
7.Διαβάζω…
8.Ακούω…
9.Σε δέκα χρόνια…
10.Φασισμός είναι…
11.Υπερασπίζομαι…

Συγνώμη αν αλλάζω το ύφος του παιχνιδιού, αλλά θα ήθελα να κλείσω με την απάντηση ενός διασωθέντος απ’ το έγκλημα στο Φαρμακονήσι. Με την υπόσχεση να μην ξεχάσω όσο ζω, τις εικόνες, τη φρίκη, τα πρόσωπα και τον πόνο τους. Κυρίως τους υπαίτιους:
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι τα ονόματα των ανθρώπων που έχεις χάσει;
ΑΠΟΚΡΙΣΗ: Η μαμά μου ετών 35, η αδερφή μου ετών 13, ο αδερφός μου ετών 11 και ο αδερφός μου ετών 9…





Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Παίζουμε;

Ευχαριστώ την Βίκυ την Ποδηλάτισσα, που μου έκανε την τιμή να μου στείλει το βραβείο.

Σύμφωνα με τους κανόνες λοιπόν, εγώ θα πρέπει:
* Να ευχαριστήσω αυτόν που μου το απένειμε, αφού γίνω μέλος στο μπλογκ του (Βίκυ μου σ’ ευχαριστώ πολύ και έχω ήδη γίνει μέλος σου, εδώ και καιρό).
* Να απαντήσω στις ερωτήσεις.
* Να το απονείμω σε 15 blogs και να ενημερώσω τους ιδιοκτήτες τους.

Παίζουμε;
1) Αγαπημένο φαγητό: Θαλασσινά, τσιπουράκι με γλυκάνισο, παραλία, καρέκλα να βουλιάζει στο γαρμπίλι και όμορφη παρέα

2)Τι δεν μου αρέσει στους ανθρώπους: να συνθηκολογούν

3) Τι μου αρέσει στους ανθρώπους με τους οποίους κάνω παρέα: ότι δεν είναι προβλέψιμοι

4) Με ηρεμεί: να βλέπω ουρανό με φεγγάρι και πεφταστέρια

5) Αγαπώ: … και παραβλέπω

6) Με νευριάζει: Ο γείτονας που αυτοαποκαλείται φιλόζωος, επειδή έχει ένα λυκόσκυλο φυλακισμένο στο διαμέρισμά του

7)Τι δεν αποχωρίζομαι ποτέ (αντικείμενο): ένα ξύλινο σταυρουδάκι που μου χάρισε η μητέρα μου. Χάρισμα απ’ τη μητέρα της. Δεν ξέρω την προϊστορία του, μόνο πως το αγγίζω και τη νιώθω κοντά μου

Το γλυκό βραβειάκι χαρίζω στα blogs: που επιθυμούν να το πάρουν. Δεν είμαι σίγουρη από ποιους έχει ήδη παραληφθεί, οπότε θεωρώ πως όσοι/όσες δεν το έχουν ήδη παίξει, είναι καλοδεχούμενοι να το συνεχίσουν...