Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Τα παγκάκια έχουν τη δική τους ιστορία

O Στέφαν Τσβάιχ (*) γράφει γιατί ανακουφίστηκε όταν έμαθε πως πέθανε η μητέρα του:
«Και δεν κοκκινίζω να το πω -τόσο διάφθειρε η εποχή που ζούμε την καρδιά μας- δεν αναρρίγησα, ούτε έκλαψα όταν μου ήρθε η είδηση του θανάτου της φτωχής γριάς μητέρας μου, που την είχαμε αφήσει στη Βιέννη. Αντίθετα, ένιωσα ένα είδος ανακούφισης, που ήξερα πως από τώρα και μπρος βρισκόταν προφυλαγμένη από όλες τις οδύνες και όλους τους κινδύνους. Ηλικίας 84 χρόνων, και σχεδόν κουφή, κρατούσε ένα διαμέρισμα στο πατρογονικό μας σπίτι, και έτσι, ακόμα και σύμφωνα με τους καινούριους “νόμους των Αρίων”, δεν μπορούσαν για την ώρα να την βγάλουν έξω, και ελπίζαμε πως σε λίγο καιρό θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να περάσει με κάποιον τρόπο στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν στη Βιέννη, της έφεραν ένα σοβαρό κτύπημα:  ήταν 84 χρόνων, είχε αδύνατα πόδια, και γι’ αυτό, όταν έκανε τον καθημερινό της περίπατο συνήθιζε, αφού περπατούσε με κόπο πέντε – δέκα λεπτά, να ξεκουράζεται σ’ ένα πάγκο του Ριγκ, ή του πάρκου. Οκτώ μόλις μέρες αφότου έγινε ο Χίτλερ κύριος της πόλης απαγόρευαν βίαια στους εβραίους να κάθονται σε πάγκο – κι αυτό ήταν ένα από εκείνα τα μέτρα που είχανε επινοηθεί με φανερά σαδιστικό σκοπό για να βασανίσουν με δολιότητα τον κόσμο».
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ “Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ – Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου” (εκδόσεις Printa)

«Koυράστηκα...» η ξέπνοη φράση του κυρ-Στέφανου, μετά τη βίαιη έξωσή του απ’ το αυτοσχέδιο καταφύγιό του, ένα παγκάκι στην οδό Μαρασλή, στη μάντρα του Ευαγγελισμού. Σωτήριον έτος 2013, φθινόπωρο, λίγο πριν ο μέγας άρχων της πόλης παραμορφώσει (“αναπλάσει” στο πιο σικ του...) την πλατεία Κλαυθμώνος, ξηλώνοντας τα παγκάκια και ντύνοντας με μοχέρ πουλόβερ τους κορμούς των δέντρων. Στο πρόσωπο του αξιοπρεπέστατου κυρ-Στέφανου, που υπήρξε υποδειγματικός στην ευταξία και την καθαριότητα του πάγκου και του περιβάλλοντος χώρου που τον φιλοξένησε, εξαντλήθηκε η υποκρισία, η δολιότητα και ο σαδισμός των φυλάρχων. Εισαγγελική εντολή (ας είχαν τόσο γρήγορα αντανακλαστικά και στους επαγγελματίες νταβατζήδες της δημόσιας γης), αστυνομικές και δημοτικές αρχές σε αγαστή συνεργασία, προκειμένου να ξηλώσουν τον ανεπιθύμητο γέροντα, το παγκάκι, τα μπιμπελό και τις κουβέρτες του, τα λιγοστά του υπάρχοντα μαζί και την αξιοπρέπεια, την καρδιά του και την υπάρξη του ολόκληρη. Λες και η ταξιανθία του Κολωνακίου υπονομευόταν απ’ τα πλαστικά λουλούδια που είχε στολίσει το υποτιθέμενο μπαλκονάκι του...

Το ξήλωμα του κυρ-Στέφανου, δεν ήταν παρά ένα ακόμα ηχηρό μήνυμα προς τους επίδοξους καταληψίες πάγκων:
«Μην τρέφετε αυταπάτες για διαθέσιμα παγκάκια σ’ όσους είναι κατώτεροι ταξικά!»
Ή όπως ακούστηκε πρόσφατα στη ΔΕΘ:
«Η κοινωνική ισότητα είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση».
Ή ακόμα πιο ποιητικά, απ’ τον μετρ της διανόησης και του έλλογου [παρα]λόγου του. Το λες και «Βούλωσέ το φίλτατε!»...

Φίλτατε, μη λες ότι είσαι άστεγος.
Στη χώρα αυτή
κανείς δεν είναι άστεγος
Κάτω από το γαλανό μας ουρανό
στη σκιά της Ακρόπολης
στον ψίθυρο της Ιστορίας,
είτε μένουμε σε βίλα,
είτε μένετε σε παγκάκι
όλους μας σκέπει η Αθηνά η Παλλάδα
κι η Παναγιά η γλυκυτάτη μητέρα μας.

«Εσωτερικός διάλογος με έναν άστεγο»
Απ’ την ποιητική συλλογή του Άδωνη Γεωργιάδη:  “Κλειούς παραφερνάλια”

Ηθικόν δίδαγμα: Η Παναγιά να μας κόβει παγκάκια και να τους δίνει βίλες...

(*) O Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη στις 28 Νοεμβρίου 1881. Ως το 1935 -αν εξαιρέσουμε το πολυάριθμα ταξίδια του στο εξωτερικό- ζει στην Αυστρία (Βιέννη και Σάλτσμπουργκ). Μεταφράζει Βερλαίν, Μπωντλαίρ και Βεράρεν, δημοσιεύει ποίηση ("Ασημένιες χορδές", "Τα πρώτα στεφάνια"), νουβέλες ("Φόβος", "Αμόκ", "Σύγχυση των αισθήσεων" κ.ά.), θεατρικά ("Βολπόνε"), δοκίμια, καθώς και τα περισσότερα έργα μια μεγάλης σειράς βιογραφικών μελετών και λογοτεχνικών πορτρέτων για μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος ("Τρεις δάσκαλοι: Μπαλζάκ-Ντίκενς-Ντοστογιέφσκι", "Ρομαίν Ρολάν", "Μαρία Αντουανέτα", "Μαρία Στιούαρτ", "Θρίαμβος και τραγωδία του Εράσμου του Ρότερνταμ" κ.ά.). Το 1933, με την ανάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές στη γειτονική Γερμανία, τα βιβλία του Τσβάιχ γίνονται στόχος της ναζιστικής προπαγάνδας. Το 1935 εγκαταλείπει οριστικά την Αυστρία, εγκαθίσταται στο Λονδίνο και το 1940 αποκτά τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1941 φεύγει για τις ΗΠΑ και από κει για τη Βραζιλία. Πικραμένος από τα πολιτικά γεγονότα και από το τέλος της εποχής που περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του έργο "Ο χθεσινός κόσμος", αυτοκτονεί μαζί με τη γυναίκα του στις 23 Φεβρουαρίου 1942 στην Πετρόπολη, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]


* όπως με ενημέρωσε καλός φίλος, η ποιητική συλλογή του ΑΔόνειδος "Κλειούς παραφερνάλια", είναι τρολιά. Πολύ πετυχημένη πάντως, αφού θα μπορούσε άνετα να είχε γραφεί απ' τον ίδιο.

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Προανάγνωση στο Γεντί-Κουλέ

Στη φυλακή, μας είχαν καταδικάσει σε θάνατο. Στο πρώτο στρατοδικείο που πέρασα, είχα καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο, κάτι ισόβιες, κάτι τέτοιο και ήμασταν στο κελί των μελλοθανάτων και περιμέναμε να μας εκτελέσουν στο Εφταπύργιο του Γεντι-κουλέ. Τα κελιά εκείνα, μέσα στον τοίχο, κατασκότεινα. Εμείς οι τρεις μέναμε στο τέταρτο κελί, που απέναντι στο διάδρομο, είχε ένα μικρό φεγγίτη τόσο δα, με κάγκελα. Του κελιού η πόρτα είναι σιδερένια και έχει απλώς τον χαφιέ που λέμε, ένα μικρό παραθυράκι, μισοφέγγαρο, που τη μέρα είναι ανοιχτό. Σε κάποια φάση της μέρας, κάποιες αχτίδες του ήλιου χτυπούσαν στον φεγγίτη και περνούσαν τον χαφιέ της πόρτας και σκάγανε στον τοίχο του κελιού. Οι δικοί μας, μας φέρνανε τρόφιμα τότε. Συνήθως ήταν τυλιγμένα σε εφημερίδες τότε, ή σε χαρτιά από περιοδικά, κι όταν έσκαγε εκεί ο ήλιος, επειδή το Κόμμα έλεγε τότε ότι σε όποιες συνθήκες κι αν βρίσκεται ένας κομμουνιστής, πρέπει να διαβάζει.  Ο Ζαχαριάδης έλεγε: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε όλο το ψωμί σου, διάβαζε πολύ». Γονατίζαμε λοιπόν, ήμασταν δύο αγράμματοι, ο άλλος ήξερε γράμματα, και κολλάγαμε το χαρτί εκεί που χτυπούσε ο ήλιος και βλέπαμε και προσπαθούσαμε να διαβάσουμε. Ο άλλος δεν ήξερε να τονίζει. «Οι παπίες», έλεγε – «οι πάπιες», του έλεγα εγώ. Έτσι μαθαίναμε τις λέξεις να τις βλέπουμε τυπωμένες στο χαρτί. Πήραμε αναστολή από την εκτέλεση και συναντηθήκαμε με τους άλλους στο θάλαμο. Υπήρχαν εκεί τα παιδιά της ΕΠΟΝ, τα οποία ήτανε κυρίως φοιτητές, μεταξύ αυτών ο μακαρίτης ο μεγάλος μας ποιητής ο Μανόλης Αναγνωστάκης, όπου αυτοί ανέλαβαν να με μάθουν να διαβάζω. Την πρώτη φορά που απομυθοποίησα στο γραμμένο χαρτί μια πρόταση, ήμουν ευτυχής. Μετά, αγάπησα τόσο πολύ το διάβασμα, με γοήτευε τόσο πολύ αυτό το γραμμένο χαρτί, ώστε όπου έβλεπα βιβλίο, το διάβαζα.
 ‘’Πώς μάθατε ανάγνωση και γραφή;’’



Αφιερωμένο σ’ όλους τους νεανικούς ώμους που σηκώνουν και πάλι στο αρασέ, το βάρος μιας νέας σχολικής χρονιάς.
Απ’ την άγρια εποχή που διηγείται ο Μίσσιος στα βιβλία του, ο κόσμος προόδευσε, τα κελιά εκσυγχρονίστηκαν και τα σχολεία επίσης.
Τίποτα όμως, εκτός απ’ την τεχνολογία και το πέρασμα στην εποχή της υπερκατανάλωσης, δεν άλλαξε επί τους ουσίας.
Εμείς γκρινιάζουμε για τις ατέλειωτες ώρες που σπαταλάτε στα κινητά και στα τάμπλετ, σας τη λέμε κιόλας που δεν βγαίνετε έξω για παιχνίδι, αναμασώντας τις ένδοξες εποχές που υπήρχαν γειτονιές και αλάνες. Λες κι έμεινε άχτιστη γωνιά, αμπάζωτο ρέμα και άκαφτο δασάκι για να παίξετε...

Κι εσείς με τη σειρά σας, θα γκρινιάζετε στα μελλοντικά παιδιά σας, γιατί θα είναι βυθισμένα μονίμως σε μια τρισδιάστατη μάσκα, θα ζουν σε εικονικό περιβάλλον και τα παιχνίδια τους θα συντροφεύουν μόνο  μοντέλα και γραφικά.
«Εμείς στην ηλικία σας, επικοινωνούσαμε ο ένας με τον άλλο, στέλναμε sms και emotions, παίζαμε ομαδικά παιχνίδια στο ίντερνετ, ανεβάζαμε φωτογραφίες, συναντιόμασταν στα σόσιαλ μίντια... το φέις άραγε, το θυμάται κανείς σας σήμερα; εδώ θα παίρνετε ύφος σαν κι αυτό που έχουμε εμείς τώρα, όταν υπερασπιζόμαστε το παλιό μας σχολικό λεύκωμα και τις κιτρινισμένες φωτογραφίες απ’ την πενταήμερη εκδρομή- δουλεύαμε το μυαλό και κυρίως τα χέρια μας... οι αντίχειρές μας κινιόντουσαν με ασύλληπτες ταχύτητες... ενώ εσείς τι κάνετε;… όλη τη μέρα απαθείς,  στην εικονική κοσμάρα σας!...»

Κι όσο θα περνάμε από τεχνολογία σε τεχνολογία, τα λόγια του Ζαχαριάδη θα γίνονται και πιο επίκαιρα θα το δεις, πως κάθε γενιά κάτω από έναν φεγγίτη θα πορεύεται κι όλο θα βρίσκονται μικρές αχτίδες να τρυπώνουν στα κελιά, για να σου μάθουν σωστό τονισμό. Των λέξεων, των φράσεων, του ανθρώπου και της ιστορίας του.

Στα σχολικά βιβλία μιας άλλης εποχής, χαράζαμε με κόκκινο μελάνι, τα δικά μας θυμητάρια για τους ήρωες της νιότης μας.
Κουμής και Κανελλοπούλου, άγρια δολοφονημένοι έναν παλιό Νοέμβρη, στη διάρκεια πορείας για τους ήρωες του Πολυτεχνείου. Οι ένοχοι; Aτιμώρητοι.
Μιχάλης Καλτεζάς: πέντε χρόνια αργότερα, τις ίδιες μέρες του Νοέμβρη, δολοφονείται πισώπλατα ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής που συμμετείχε στην ειρηνική πορεία. Ο ένοχος; Πρωτόδικη καταδίκη δυόμιση χρόνια και αθώωση σε δεύτερο βαθμό. Οι συνένοχοι; Ατιμώρητοι.

Κι όσο προόδευε ο κόσμος μας παιδί μου, ήρθαν τα δικά σου θυμητάρια, με τους νεώτερους ήρωες, γιατί μπορεί ν’ αλλάξαμε διάκοσμο παιδί μου, μα το τέρας δεν αλλάζει συνήθειες και δε χορταίνει ποτέ...

Αλέξης Γρηγορόπουλος, ο συμμαθητής, ο φίλος, το αγόρι που ήταν στην ίδια ηλικία με τα παιδιά μας ξαναζούσαμε την επανάλειψη του εφιάλτη, την ίδια ιστορία απ’ την αρχή, πιο ανατριχιαστική και πιο προκλητική αυτή τη φορά.

Πάλι πισώπλατη εκτέλεση, πάλι μια δήθεν “ατίθαση” σφαίρα που εξοστρακίστηκε απ’ το όπλο ενός αστυφύλακα, πάλι η ίδια λάσπη απ’ τους μεγαλοδικηγόρους υπεράσπισης “αποκλίνουσα συμπεριφορά του θύματος, με χωρισμένους γονείς, φόραγε και σκουλαρίκι κι άλλα γλυκανάλατα...”, πάλι παραιτήσεις υπουργών που δεν έγιναν δεκτές απ’ την πολιτική ηγεσία (τι πρωτότυπο!), πάλι ποινές στα μαλακά και πάντα ένα ερώτημα να αιωρείται: πώς πληρώθηκαν αλήθεια οι πιο ακριβοί μεγαλοδικηγόροι που ανέλαβαν την υπεράσπιση και των δύο υποθέσεων; Και οι δύο θύτες, προέρχονταν από ταπεινές και φτωχικές οικογένειες, κάτι που χρησιμοποιήθηκε ως υπερασπιστικό όπλο στις δίκες τους.


«…για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές, θέλω να ξέρουν ότι... 
σιγά μη κλάψω  να ‘ρθούνε να με βρουν, τους περιμένω και σιγά μη φοβηθώ!»
Τραγούδαγε ο Παύλος, το γελαστό παιδί, ο χαρισματικός άνθρωπος, ο έντιμος αγωνιστής που δεν φοβήθηκε να ριχτεί στην αγέλη των θηρίων. Η συνέχεια του Λαμπράκη, του Παναγούλη, του Σωτήρη Πέτρουλα, του Διομήδη Κομνηνού, του Αυγουστίνου Δημητρίου και όλων των ηρώων για τους οποίους δεν θ’ ακούσεις –πιθανόν- τίποτα και ποτέ. Το πλυντήριο της ιστορίας, συνδέεται χρόνια τώρα, με το χωνευτήρι των ηρώων. Για να μη λες πως δεν υπάρχουν πρότυπα στη γενιά σου και για να μη βαυκαλιζόμαστε κι εμείς οι μεγάλοι, πως δεν υπάρχουν πια νέα παιδιά που αρθρώνουν λόγο και αγωνίζονται για δικαιώματα, για ισότητα και για δικαιοσύνη.

Καλή σχολική χρονιά να έχεις και μακάρι να βρεθούν κοντά σου φωτισμένοι δάσκαλοι που θα σε μάθουν σωστή ανάγνωση!

φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο