Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ισορροπίες micro-οικονομίας στη λαϊκή

Ιστορία [ Πρωτοχρονιάτικης] μέρας - ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ [*]



- Πόσο λέει τα κάστανα; Τέσσερα και πενήντα; Χριστός και Παναγία!
- Τι τα θες τα κάστανα χριστιανή μου;
- Τ’ αποθύμησα βρε Μπάμπη μου!
- Ας πάρουμε τα χρειαζούμενα και βλέπουμε… Κανένα σαλατικό δεν θα βάλουμε στο τραπέζι;
- Να, εκεί έχει τα τρία μαρούλια ένα ευρώ.  Πάμε να τα δούμε από κοντά;
- Λυπημένα μου φαίνονται όσο τα πλησιάζουμε... Ρε Φωφώ δεν παίρνουμε κανένα χορταράκι να βράσουμε λέω γω;
- Σιγά μη φάνε τα εγγόνια σου ζοχούς! Τρελλάθηκες μωρέ Μπάμπη;
- Ας είναι… μαρούλια το λοιπόν.
- Και λίγα κρεμμυδάκια  με άνηθο, ε Μπάμπη μου;
- Το κοτόπουλο με τι θα το σιάξεις;
- Με πατατούλες, τι άλλο; Νάξου να πάρουμε, που δεν μαυρίζουν.
- Είναι λίγο τσιμπημένες οι Ναξιώτικες. Να πάρουμε Νευροκοπίου που τις έχει και προσφορά;
- Άντε καλά… να μείνει και κάνα ψιλό να τους δώσουμε ένα χαρτζηλικάκι. Η μικρή θέλει καινούργια παπούτσια.
- Θυμάσαι άλλες χρονιές τι δώρα τους κάναμε βρε Φωφώ;
- Αν θυμάμαι λέει!... Τι γέλια είχαμε στο τραπέζι κάθε παραμονή! Τι χαρές Παναγία μου! Θυμάσαι τον Σπυράκο με το τρενάκι πώς έκανε;
- Αμ η Φωτεινούλα με κείνη την κούκλα που κατουριόταν και την άλλαζε; Ξετρελλάθηκε το κοριτσάκι μας με την κούκλα την κατρουλού!... Να πάρουμε και κάνα φρουτάκι;
- Μήλα που είναι η εποχή τους να πάρουμε. Πάμφθηνα τα έχουν.
- Η κόρη μας έχει μαραζώσει στη δουλειά… είναι χλωμή ή είναι ιδέα μου;
- Χρυσή την έχω κάνει να πίνει πορτοκαλάδες… θα πάθει τίποτα στο τέλος και να δω τι θα κάνουμε… τόσες  ώρες που δουλεύει! Δυο-τρία κιλά πορτοκάλια βάλτε μας… για στύψιμο σας παρακαλώ!
- Να πάρουμε και λίγες  σταφίδες, είναι δυναμωτικές. Πόσο πάνε ρε μάστορα οι σταφίδες; 
- Ένα τέταρτο βάλτε μας… θα τις δώσουμε στα παιδιά, εμείς δεν έχουμε ανάγκη πια, ε Μπάμπη μου;
-  Έτσι που σταφιδιάσαμε, τι ανάγκη να έχουμε ρε γυναίκα; Καλά στερνά τώρα!
-  Σουστ!... φάε τη γλώσσα σου χριστιανέ μου!
- Τι μου το θύμησες; Κοίτα κάτι γλώσσες  που έχει ο ψαράς! Αν μπορέσουμε τον άλλο μήνα, να πάρουμε δυο-τρεις να τις σιάξουμε στο τηγάνι.
- Αν μας έρθει κουτσουρεμένη πάλι, ούτε σαφρίδια δεν μπορούμε να πάρουμε Μπάμπη μου!
- Και να σκεφτείς πως δούλευα τριάντα χρόνια στο εργοστάσιο με τις κονσέρβες. Τόσα ψάρια πέρασαν απ’ τα χέρια μου και τώρα δεν μπορώ να φάω ούτε λέπι!
- Άσε τις συγκινήσεις  μη μου πάθεις τίποτα και δεν είμαστε για έξοδα τώρα! Πάμε λίγο και στα ρούχα να χαζέψουμε;
- Και δεν πάμε; … Ωραία πασούμια έφερε ο Πόντιος. Να σου πάρω ένα καινούργιο ζευγάρι; Φτηνά τα έχει… έχουν και γουνίτσα μέσα, να κρατάν ζεστά τα ποδάρια σου.
- Μια χαρά είναι αυτά που έχω. Κάλτσες να πάρουμε που σου έχουν τρυπήσει όλες.
- Γερές είναι ακόμα, θα τις μαντάρεις λίγο και θα τον βγάλω κι αυτόν το χειμώνα, αν θέλει ο Θεός. Πάμε σιγά-σιγά; Κουράστηκα να σέρνω το καρότσι…
- Και λίγα λεμόνια να πάρουμε… για το κοτόπουλο.
- Να ξαναπεράσουμε κι απ’ τα κάστανα. Μπορεί να χαμήλωσε την τιμή, πού ξέρεις;
- Δεν πειράζει Μπάμπη μου, άστα για τον άλλο μήνα. Μαζί με τις γλώσσες…
- Άμε να δώσεις κι αυτά τα ψιλά στον Πακιστανό… έρεψε ο φουκαράς ! Κάθε βδομάδα και πιο λιανός είναι!
- Δώσ’ μου και  λίγες σταφίδες  βρε Μπάμπη, να τις φάει να στυλωθεί με τόσο κρύο που κάνει… Παγωμένο ήταν το χεράκι του… Άντε, πάμε γέρο μου… πέρασε η ώρα.
~//~

-  Ωωωωχ, η μέση μου με τσάκισε πάλι… κρύο δεν έχει εδώ μέσα;
- Το παράθυρο… αχ μωρέ Φωφώ, ανοιχτό το άφησες; Θα μπουντιάσουμε πάλι!
- Αποκλείεται! Θυμάμαι που τράβηξα το μάνταλο πριν φύγουμε. Άσε τις τσάντες κι άμε να το κλείσεις γρήγορα!
- Παναγία Παρθένα!
- Τι έγινε χριστιανέ μου; Φάντασμα είδες; … Μπάμπη;… Μπάμπη τι έπαθες;
- Κα… κάποιος μπήκε στο σπίτι Φωφώ!
- Τι τσάντες είναι αυτές Χριστέ μου; Τι μας βρήκε μέρα που είναι;
- Πήραμε εμείς λωτούς και μπανάνες; Κι αυτά τα χάρτινα χωνιά τι είναι;… Κύριε Μεγαλοδύναμε!... Ψάρια!... Γλώσσες και τσιπούρες!... Και μπρόκολα και σπανάκια!... Και κάστανα! Και σοκολάτες… και παντόφλες και κάλτσες… και παιδικά παπούτσια… και μια φόρμα γυμναστικής… 
- Το νούμερο του Σπυράκου μας!... Ανάθεμά με αν καταλαβαίνω τι έγινε!
- Τι είν’ αυτά εκεί κάτω απ’ την κουρτίνα;
- Για κάτσε να δω. Δυο… σταφίδες παραπεταμένες… 
~//~

Είχε ήδη μεσημεριάσει. Στους κρύους δρόμους  ακούγονταν ολοένα και λιγότερα παιδικά τρεχαλητά, ανακατεμένα με  φωνές και μεταλλικούς ήχους απ’ τα τριγωνάκια. Σαν μια γιορτινή ορχήστρα δίχως μαέστρο, που οι μελωδίες της έσβηναν σιγά-σιγά στο βόμβο της πόλης. Ο τελευταίος πάγκος της λαϊκής είχε ήδη αποσυναρμολογηθεί και φορτωθεί στην καρότσα του παραγωγού. Δυο τρεις ηλικιωμένοι μάζευαν απ’ τα κράσπεδα των πεζοδρομίων τα φρούτα και τα λαχανικά που είχαν ξεμείνει ανάμεσα στα σκουπίδια. Ο καπνός απ’ το μπουρί μιας  σόμπας, υψωνόταν με γκρίζα βολ-πλανέ απ’ την καμινάδα μιας παλιάς μονοκατοικίας. Πάνω απ’ το μαντεμένιο καπάκι της, δυο ζευγάρια ροζιασμένα χέρια ήταν απλωμένα με κατάνυξη και γλυκάδα. Τ’ ακροδάχτυλά τους πλεγμένα τρυφερά, κι ύστερα να ξεμακραίνουν για λίγο και να γυρίζουν τα κάστανα που ροδοψήνονταν στην πυρωμένη λαμαρίνα. Το βράδυ βρήκε όλη την οικογένεια γύρω απ’ την ξυλόσομπα, με τον παππού να λέει ιστορίες στα εγγόνια του και την γιαγιά να πετάγεται διαρκώς στη μικρή τους κρεββατοκάμαρα και να σταυροκοπιέται δακρυσμένη στα εικονίσματα.

“Μην ακούτε που λένε οι μεγάλοι πως δεν υπάρχει Άϊ -Βασίλης παιδιά μου. Μα αν προσπαθείτε να τον δείτε με τα μάτια σας, ποτέ δεν θα τα καταφέρετε. Μόνο με τα μάτια της καρδιάς σας να παρατηρείτε και θα νιώσετε πως υπάρχει διαρκώς πλάϊ σας, σας προστατεύει και σας προσφέρει τα δώρα του τα ευλογημένα.  Και μην πιστεύετε πως έρχεται πάνω σε έλκηθρα απ’ τις βόρειες χώρες. Μπορεί φέτος να μας ήρθε μ’ ένα καϊκι απ’ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, ή κρυμμένος στη καρότσα ενός φορτηγού. Μπορεί να είναι χλωμός, μελαμψός ή κιτρινιάρης. Να μην φοράει κόκκινη στολή, αλλά μπαλωμένα ρούχα και τρύπια παπούτσια. Μπορεί να σας απλώσει το παγωμένο του χέρι για ελεημοσύνη, μα θα είναι μόνο για να νιώσετε το άγγιγμά του και να πάρετε την ευλογία του”.







Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Απ’ τον Ντάισελμπλουμ με αγάπη


- Τι σου’λεγε ο Ντάισελμπλουμ τόση ώρα στην πόρτα; Ξεροστάλιασα να περιμένω!
- Για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς. Και σταμάτα να λες έτσι τη μαμά!
- Μα φτυστή ο Γερούν είναι, πώς να την πω;
- Με τ’ όνομά της.
- Αυτή γιατί με λέει Παπαρήγα;
- Ρε Αλέκα, σοβαρέψου επιτέλους. Διαρκώς στείρα αντιπολίτευση. Λοιπόν, παραμονή θα κάνουμε μαζί της ε; Θα΄ναι κι ο θείος Αμβρόσιος με τα ξαδέρφια και η κουμπάρα της η Πατ.
- Η Παναγιώτα απ’ την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων έγινε Πατ; Κι ύστερα σ’ ενοχλεί που λέω τη μάνα σου Ντάισελμπλουμ!
- Αχ να χαρείς, μπορούμε να περάσουμε μια ειρηνική βραδιά δίχως να βγουν πάλι τα μαχαίρια; Χάρη στο ζητάω. Να μας πάει καλά η καινούργια χρονιά ρε Αλέκα!
- Έλεγα να πάμε ένα ταξιδάκι τα δυο μας... για μια… ανακεφαλαιοποίηση.
- Αδύνατον! Η μαμά έχει κάνει τόσες ετοιμασίες. Μπορούμε να πάμε μετά τις γιορτές όμως. Τι λες για Πήλιο;
- Έχεις πάρει έγκριση ή θα το φέρουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;
- Έλεος Αλέκα! Κάντο για μένα. Η μαμά έχει αδύνατη κράση… θυμάσαι τι είπε ο γιατρός;
- Πως πάμε για…γκρέξιτ. Από τότε πέρασαν επτά πρωτοχρονιές, ο Επίτροπος κάλεσε την κλάση της κι αυτή ακόμα στον προθάλαμο είναι.
- Χτύπα ξύλο χριστιανή μου!
- Βρε δε πα να χτυπάς όλους τους κέδρους και τις παλισάνδρες; Αυτή είναι γάτα εφτάψυχη!
- Αλέκα; Θες το κακό της μαμάς;
- Μήπως Αράχωβα καλύτερα; Άκουσα πως το Πήλιο είναι αποκλεισμένο.
- Δεν την αγαπάς καθόλου λοιπόν!
- Απόδειξη πως φέτος θα φάω πάλι τη γαλοπούλα της… στη μάπα.
- Θα πάμε Καλάβρυτα!
- Την αγαπάω ρε Σωτήρη…
- Τη γαλοπούλα;
- Την Γερούν! Κι εγώ σαν μάνα την έχω, γι αυτό τσακωνόμαστε διαρκώς. Και ξέρω πως μ’ αγαπάει κι αυτή. Κι ας μας γίνεται στενός κορσές.
- Mη σου πω και Καϊμακτσαλάν!


- Γρήγορα ρε Αλέκα, θα μας βρει στη Μεσογείων η νέα χρονιά!
- Τα παράπονά σου στην τροχαία Σωτήρη! Ουδεμία ευθύνη φέρω για την κίνηση. Τι θες δηλαδή; Να βάλω τον έλικα να πετάξουμε;
- Ναι; Έλα μαμά… έχουμε κολλήσει στο φανάρι… το ξέρω πως αργήσαμε… μη φωνάζεις ρε μαμά…ξεκινήστε να τρώτε κι ερχόμαστε… άντε, σε κλείνω…
- Ωρύεται η Γερούν;
- Αλέκα! Επιτέλους κόφτο μέρα που είναι!
- Νύχτα είναι. Για την ακρίβεια κοντεύουν μεσάνυχτα.
- Αχ, θα την πιάσει η καρδιά της αν δεν είμαστε πριν τις δώδεκα…
- Γιατί; Θα μεταμορφωθεί η άμαξα σε κολοκύθα; Ηρέμησε ρε Σωτήρη, φτάσαμε σχεδόν. Το τηλέφωνο…
- Ναι; Έλα ρε μαμά… Ναι το ξέρω πως πρέπει να πιει το χάπι του ο θείος… ας το πάρει κι ερχόμαστε κι εμείς…


- Επιτέλους!... Ωχ, τι φώτα είναι αυτά;
- Χειροκρότημα στον κυβερνήτη του Εντερπράϊζ! Διαστημόπλοιο το έκανε το μπαλκόνι! Πόσες μπομπίνες φωτάκια έβαλε η άτιμη;
- Αλέκα, αυτό είναι… ασθενοφόρο!

- Πού την πάμε;
- Ευαγγελισμό.
- Ρε μάνα…
- Μην της μιλάτε κύριε, δεν σας ακούει.
- Εννοείτε πως...
- Η διάγνωση θα γίνει στο νοσοκομείο. Προς το παρόν, αναπνέει απ’ το μηχάνημα.

- Μάλλον άλλαξε χρονιά... δες τα πυροτεχνήματα έξω...
- Το τηλέφωνο... σήκωσέ το ρε Σωτήρη.
- Ο θείος είναι... βρήκε λέει το δώρο μας κάτω απ’ το δέντρο...ένα φάκελλο από ταξιδιωτικό γραφείο... ταξίδι για δύο στο Πήλιο... έχει λέει κι αφιέρωση... 

«Για τα Παπαρηγάκια μου με πολλή αγάπη!»




Η ιστορία συμμετείχε στον 5ο κύκλο “Παίζοντας με τις λέξεις” που οργάνωσε και φιλοξένησε η Μαρία στο μπλογκ της: http://mytripssonblog.blogspot.gr/

Ένα εγκάρδιο ευχαριστώ στην Μαρία για τη ζεστή της φιλοξενία

& σ’ όλους τους φίλους & φίλες που συμμετείχαν, διάβασαν και αξιολόγησαν τις συμμετοχές. 

Για την ιστορία, το παιχνίδι αυτό ξεκίνησε πάνω σε μια ιδέα της αγαπημένης μας Φλώρας.



Ολόψυχα εύχομαι τα φετινά Χριστούγεννα να μας αφήσουν πρωτοφανές πλεόνασμα πληρότητας, γαλήνης και αγάπης!

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Κυλιόμενο ωράριο

Ταμείο νούμερο 3
Παραμονή Χριστουγέννων στις μυθικές πλαγιές του σούπερ-μάρκετ
Προσφορά στα κρασιά Κιθαιρώνα
Στα δύο, το ένα δώρο
Το ταμείο νούμερο 3
που πέρυσι ήταν ταμείο εξπρές
και του χρόνου θα είναι στα τυριά...

Πενήντα δύο ευρώ… θέλετε κουπόνια;
“Ευχαριστώ πολύ και καλά Χριστούγεννα να περάσετε!”
Στις δύο ευχές, η μία πέφτει κάτω
Δεν ανταποδίδεται
μένει κολλημένη σαν τσίχλα στο πάτωμα

Στο σπίτι του ταμείου νούμερο 3
θα κοιμηθούν μέχρι να γυρίσει
αποκαμωμένη απ’ τους αμπελώνες του Κιθαιρώνα

Το ανέλπιστο δώρο της για τη χρονιά που εκπνέει
τα χαμόγελα και οι ευχές ενός ζευγαριού
μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά αυτή
κι αυτός να φορτώνει γάλατα και κρέμες στις ανακυκλώσιμες
κι όπως έφευγαν οι τρεις τους…

Λες και πέρασαν μπροστά της για μια στιγμή
ο Ιωσήφ με την Παναγία και το μικρό Χριστό
πάνω στο γαϊδουράκι
κι άφησαν την ευχή να πέσει απ’ τα χείλη τους
να βρει το στόχο της και να καρπίσει.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Ο Άϊ-Βασίλης (μου) κατέφτασε



H Mαριλένα με το ιστολόγιο https://marilenaspotofart.wordpress.com/,σε συνεργασία με το υποκατάστημα του Άϊ-Βασίλη στην Αθήνα, οργάνωσαν και φέτος με απόλυτη επιτυχία τη δράση: “Μυστική ανταλλαγή δώρων”. Το δικό μου ταίρι αποκαλύφτηκε απόψε το βράδυ, μετά από μια εξαιρετικά κοπιαστική μέρα. Βρήκα το δώρο μου να με περιμένει στο γραμματοκιβώτιο  και ήταν η  πιο ανέλπιστα ευτυχισμένη στιγμή της μέρας μου.



Η Μαρία με το ιστολόγιο http://mathetogamo.blogspot.gr/ - (Μάθε το γάμο και τη βάφτιση) μου έστειλε ένα πακέτο αγάπης που με συγκίνησε πολύ. Από πού να πρωταρχίσω; Τα ζεστά της λόγια στην κάρτα, ένα καδράκι-γούρι για τη νέα χρονιά και ένα κρεμαστό διακοσμητικό φτιαγμένο από θαλασσόξυλο και δαντέλα.



 Λίγο μετά τη φωτογράφισή τους, πήραν για πάντα τη θέση τους στις γωνιές του σπιτιού και της καρδιάς μου. Για να θυμίζουν αυτή την απρόσμενη γνωριμία μου με το Μαράκι, την αγάπη και τη φροντίδα που αποπνέουν οι κατασκευές της και κυρίως τη διαπίστωση πως η μαγεία των γιορτών δεν είναι αυτοδημιούργητη. Μόνοι μας τη φτιάχνουμε και δεν θέλει παρά λίγη παρότρυνση, μια δόση φαντασίας, διάθεση για ανταλλαγή και όρεξη για παιχνίδι. 

Μαριλένα μας,  σ’ ευχαριστούμε για την ιδέα και την οργάνωση αυτού 
του παιχνιδιού! Προσωπικά, το φχαριστήθηκα πολύ. 
Μαρία μου, χίλια ευχαριστώ για το μαγικό σου φάκελλο, για τις υπέροχες 
δημιουργίες  σου και τις συγκινητικές ευχές σου!

Να είστε καλά και τις καλύτερες ευχές μου για τις γιορτές που έρχονται!


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Καισάρεια - Ωραία Ρούμελη

[Μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία]



Ο Στάθης ντύθηκε την ξεθωριασμένη –τέως κατακόκκινη- στολή του, στερέωσε τη συνθετική γενειάδα στα μυωπικά γυαλιά του, έβαλε τις γαλότσες που είχε για τη βροχή, καθώς και το μαύρο ζωνάρι με την τετράγωνη αγκράφα, που φέτος το στερέωσε μια τρύπα πιο μέσα. Τα αραιωμένα μαλλιά του –η μόνη κληρονομιά απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα του που έμεινε φαλακρός απ’ τα τριάντα του- καλύφτηκαν  απ’ τον αγιοβασιλιάτικο σκούφο, με μια σειρά κόκκινα αστεράκια στην πρόσοψη, που κάποτε αναβόσβηναν και φεγγοβολούσαν. Με τον καιρό έχασαν τη λάμψη τους, όπως και η στολή του, που απ’ τα πλύνε-βάλε είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα. Η γενειάδα είχε γαριάσει κι αυτή  και η μυρωδιά της κάμφορας απ’ το πατάρι που τη φύλαγε, του έφερνε ανακατωσούρα και ζάλη.

Ευτυχώς το στομάχι του ήταν άδειο και ήταν απ’ τις σπάνιες φορές που ένιωθε ανακούφιση γι αυτό. Καθρεφτίστηκε για λίγο στο τζάμι της στενής μπαλκονόπορτας και κύρτωσε τους ώμους του απογοητευμένος. «Αν υπάρχει στ’ αλήθεια Άϊ-Βασίλης, θα μου κάνει μήνυση για προσβολή προσωπικότητας». Σβήνοντας το φως της μικρής γκαρσονιέρας, η ματιά του πέρασε αστραπιαία απ’ το μοναδικό κάδρο που στόλιζε τον άδειο τοίχο. “Πτυχίο Οικονομικών Επιστημών, απονέμεται στον Ευστάθιο…”. Κλικ. Σκοτάδι. Κλείδωσε το πτυχίο του και κατέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας.

Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων, οι περαστικοί χάζευαν το περίεργο θέαμα. Ένας αλλόκοτος Άϊ-Βασίλης, σκεβρωμένος κι αδύνατος σαν κλαράκι, με μυωπικά γυαλιά και μπουκλωτή γενειάδα που ανεμοδερνόταν στη φορά του αέρα, καβάλα σ’ ένα παλιό δίχρονο με το κουτί αποθήκευσης στερεωμένο στην πίσω σχάρα: Ψητοπωλείον “Η ωραία Ρούμελη”. Χρυσό το έκανε το αφεντικό να μη μασκαρευτεί πάλι φέτος. «Δεν βολεύει ρε μάστορα να τρέχω μ’ αυτά τα ρούχα για παραδόσεις». Ανένδοτος ο Ρουμελιώτης. Το είχε για ρεκλάμα να στέλνει τα κοκορέτσια και τα κοντοσούβλια, με τους ντελιβεράδες του ντυμένους Αϊ-Βασίληδες. Δεν τον έπαιρνε κιόλας να πάει κόντρα στον εργοδότη του, αφού απ’ αυτόν εξασφάλιζε το φαγητό του, μαζί μ’ ένα συμβολικό μεροκάματο και τη διαρκή προσδοκία για ένα καλό φιλοδώρημα. Αυτός ήταν κι ο λόγος άλλωστε που δούλευε απόψε. Όχι πως είχε εναλλακτική, τα γιορτινά τραπέζια δεν τον αφορούσαν και την πρόσκληση των πρώην συναδέρφων του για χριστουγεννιάτικο τσιμπούσι, την απέφυγε ευγενικά.

Μετά την απόλυσή του απ’ την εταιρεία που εργαζόταν, ποτέ δεν συμμετείχε στις μαζώξεις τους, από επίγνωση της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στα ρεφενέ τραπέζια τους, αλλά και από μια έμφυτη συστολή απέναντι στο Ρενάκι. Μια ψηλή λυγερόκορμη κοπέλα, μελαχρινή και ζουμερή σαν καρυδόπιτα, που όταν την πρωτοείδε στο γραφείο, έγινε κατακόκκινος σαν την αγιοβασιλιάτικη στολή του. Τότε που ήταν ολοκαίνουργια και εκτυφλωτικά πορφυρή. Ένιωσε σαν να φορούσε το γιορτινό σκούφο του και χίλια ηλεκτροφόρα λαμπάκια στο κεφάλι του αναβόσβηναν ρυθμικά και μια φωτεινή επιγραφή με υαλοσωλήνα κυλούσε στο μέτωπό του «Θέλω απελπισμένα να σ’ αγαπήσω». Οι λέξεις έκαναν συνεχόμενες περιστροφές στο κρανίο, σαν τραινάκι που κυλάει πάνω στις ράγες του, κι αν η νέα συνάδερφος που τον παρατηρούσε επίμονα είχε τη στοιχειώδη εμβρίθεια, θα καταλάβαινε αμέσως το κεραυνοβόλημά του. Το τραινάκι, ο σκούφος, η στολή του ψητοπωλείου και τα λόγια που ποτέ δεν τόλμησε να της πει, έμειναν καλά φυλαγμένα στο πατάρι της γκαρσονιέρας. Παρέα με το πτυχίο και τις προσδοκίες του, που παραδόθηκαν αμαχητί στην κρεατομηχανή της ανεργίας.


 Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, φόρτωσε στο μηχανάκι του την επόμενη παραγγελία, που προφανώς θα ήταν για μεγάλη παρέα. Πήρε τη διεύθυνση και την απόδειξη είσπραξης και ξεκίνησε για την παράδοση. Το κρύο ήταν διαπεραστικό, είχε αρχίσει το ψιλόβροχο και στη γλίτσα των δρόμων φέγγιζαν οι πολύχρωμες απολήξεις απ’ τα φωτάκια των μπαλκονιών και τα υπαίθρια στολίδια του δήμου. Εντόπισε την πολυκατοικία, ξεφόρτωσε τα πακέτα και χτύπησε το κουδούνι. Η υποψία του όταν άκουσε τη φωνή απ’ το θυροτηλέφωνο, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά. Το άγνωστο όνομα στο κουδούνι, τον παρηγόρησε για ελάχιστα λεπτά, όσο κράτησε η διαδρομή με τον ανελκυστήρα ως τον πέμπτο όροφο. Μόλις όμως άνοιξε η διακοσμημένη μ’ έναν τεράστιο φιόγκο πόρτα του  διαμερίσματος και αποκάλυψε την παρέα που ήταν πίσω της, αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν βρισκόταν πιλότος σ’ ένα αεροπλάνο που καταρρίφτηκε και πρέπει να πατήσει το κουμπί εκτόξευσης για να σωθεί.

Το Ρενάκι ήταν πίσω απ’ το πάσο και σέρβιρε κρασί στο ποτήρι της, κατακόκκινο σαν το χρώμα που πήραν τα μάγουλά της μόλις τον είδε. Κάποιοι δεν τον αναγνώρισαν, ήταν μισοζαλισμένοι απ’ το αλκοόλ, αλλά  ο Κώστας που άνοιξε την πόρτα με το πορτοφόλι ανά χείρας για να παραλάβει τα πακέτα, κοκάλωσε.
-         Ρε συ Στάθη… εσύ δεν είσαι;  Χρόνια πολλά ρε φίλε!
-         Με γνώρισες ρε θηρίο; Εμ βέβαια, τέτοια ομορφιά δύσκολα κρύβεται. Έφερα την παραγγελία σας.
-         Πέρνα μέσα ρε Στάθη! Ρένα, έλα να βοηθήσεις με τα πακέτα!... Την θυμάσαι την Ρένα ε;
-         Δε γίνεται ρε παλιόφιλε. Έχω πολλή δουλειά απόψε. Ντελιβεράς δουλεύω, όπως πιθανόν να κατάλαβες…
-         Κι ύστερα; Θέλω να πω, τι θα κάνεις μετά τη δουλειά; Εμείς το πάμε για ξενύχτι όπως βλέπεις. Έλα ρε συ να πιούμε ένα κρασάκι και να τα πούμε.
-         Δε γίνεται σου λέω… Πρέπει να πάω σπίτι να βγάλω αυτό το ξέρασμα… Ήδη με τρώει το κεφάλι μου με τόσο νάιλον πάνω μου.
-         Πάντα ακατάδεκτος! Κι ήθελα να σου πω κι εγώ τα νέα μου. Ξέρεις, πήρα προαγωγή στην εταιρεία.
-         Μπράβο ρε Κωστή! Αλήθεια χαίρομαι για σένα, το άξιζες.
-         Άνοιξε μια θέση στο τμήμα μου. Εννοείται πως θα είσαι ο πρώτος υποψήφιος, αν σ’ ενδιαφέρει βέβαια η θέση. Θα ήθελες να τα πούμε λίγο και να κανονίσουμε ένα ραντεβού μετά τις γιορτές;

Πριν απαντήσει μ’ ένα μεγαλειώδες “Ναι!”, κοίταξε κλεφτά την Ρένα που στεκόταν ευθυτενής απέναντί του και του φάνηκε πως κρεμόταν απ’ τα χείλια του. Ίσως να ήταν κι απ’ τις παρενέργειες της πείνας και της ζάλης, η προτροπή που είδε στα μάτια της. Και το ανεπαίσθητο γνέψιμο με το κεφάλι της. Και τα μάτια της που ήταν λίγο πιο υγρά απόψε.

Στη μικρή γκαρσονιέρα που όρμησε βιαστικός για να πετάξει τη στολή και να ετοιμαστεί για τη συνέχεια της βραδιάς, άφησε  σ’ ένα πιατέλο τα γλυκά που τους μοίρασε ο Ρουμελιώτης. Μήπως και κάνει το πέρασμά του κάποιος ντελιβεράς Άϊ-Βασίλης, απ’ την… ωραία Καισάρεια.