Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ένα χωνάκι καλοκαίρι παρακαλώ!


ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΑΛΥΣΙΔΑ-ΕΛΒΙΕΛΑ. Χωρίς άλλες μάρκες, χωρίς ζώνες ασφαλείας, χωρίς πυρετώδεις προετοιμασίες για την επόμενη σχολική χρονιά, χωρίς ενοχές τα καλοκαίρια μας∙ κι ας μην είχαν φανταχτερά φουσκωτά  και πολύχρωμα παιχνίδια θαλάσσης. Ήταν πολύχρωμο το καλοκαίρι μας από μόνο του.

Τη λήξη της σχολικής χρονιάς, σηματοδοτούσαν τα μπουγελώματα στο προαύλιο του σχολείου και στα πέριξ στενά. Τότε που δεν ανησυχούσαν οι γονείς μας για τα μουσκεμένα μας ρούχα και τα γδαρμένα μας γόνατα. Ούτε αγωνιούσαν για την απραξία του καλοκαιριού. Με το ενδεικτικό ν’  ανεμίζει σα λάβαρο στα χέρια μας σ’ όλη  τη διαδρομή ως το σπίτι και με τη λαχτάρα να το δείξουμε με καμάρι στους γονείς, να δούμε την επιβράβευση στο βλέμμα τους, που συνήθως εκφραζόταν με το πρώτο κέρασμα στο συνοικιακό γαλακτοπωλείο, ή σε κάποιον πλανόδιο παγωτατζή.

Ένα παγωτό χωνάκι σηματοδοτούσε την απαρχή του καλοκαιριού. Τη γεύση της ξεγνοιασιάς, το ατέλειωτο παιχνίδι στις γειτονιές μέχρι να σουρουπώσει∙ τις πρώτες μας βουτιές στη θάλασσα, τα υποβρύχια με γεύση μαστίχα σ’ ένα ταρατσάκι, ανάμεσα σε ανθισμένους τενεκέδες με γαρδένιες και γιασεμιά κι ατέλειωτες κουβέντες στ’ ασβεστωμένα πεζοδρόμια και γέλια κάτω απ’ το φεγγάρι.  Το πούλμαν του τουριστικού γραφείου που οργάνωνε «Θαλάσσια μπάνια στο Αυλάκι, καθημερινά δρομολόγια, πρωί και απόγευμα», τις συντροφιές στη γαλαρία, το στρογγυλό παγούρι από φελιζόλ ανάμεσα στα πόδια μας, το ξεθωριασμένο σακβουαγιάζ με μια αλλαξιά ρούχα και τη φλοράλ πετσέτα που έγραφε στην ούγια της “Πειραϊκή-Πατραϊκή”. Ξεθώριασε η ζωή μας, αλλά αυτή η πετσέτα αποδείχτηκε ανθεκτική στο χρόνο.


«Είμαι πολύ αγχωμένη», μου εμπιστεύτηκε μια φίλη για τα παιδιά της. «Τι θα κάνουν ολόκληρο καλοκαίρι χωρίς σχολείο; Θα τεμπελιάσουν κι άντε να τα μαντρώσεις μετά!» Γιατί, παιδί - μη μαντρωμένο, είναι εκ προοιμίου αποτυχημένο. Κι ας έχουν κυρτώσει ήδη οι ώμοι του απ’ το βάρος των εξετάσεων κι από ένα βαθμοθηρικό  σύστημα, που μόνο σε άλογα κούρσας θα ταίριαζε. Η πρωτιά είναι ο στόχος. Και η ζωή είναι αρένα, ο πιο δυνατός επιβιώνει. Κι αντί να μετράνε τέτοια εποχή, συντροφιές και  πόσα παγωτά έχουν φάει, στρυμώχνονται στο μοναχικό καλούπι ζωής που τους έχουμε ήδη φιλοτεχνήσει. Στενάχωρο κι ανήλιαγο. Γιατί κι ο ήλιος, απαγορεύεται πλέον. Στους πόσους βαθμούς προστασίας θα τα κάψουμε άραγε


Τις καλοκαιρινές ευχές μου, τις συνοδεύω με το παρακάτω κείμενο του Τεύκρου Μιχαηλίδη (*), μαθηματικού, μεταφραστή και συγγραφέα. Αξίζει να το διαβάσουμε όλοι.

“Συγνώμη”
Ούτε “καλή επιτυχία”, ούτε “καλά αποτελέσματα”, ούτε “συγχαρητήρια”, ούτε “μπράβο”, ούτε “δεν πειράζει, σημασία έχει η προσπάθεια”, ούτε “πάντα υπάρχει δεύτερη ευκαιρία”, ούτε τίποτα τέτοιο δήθεν επιβραβευτικό ή παρηγορητικό. Αλλά ένα ειλικρινές και ταπεινό συγνώμη.

Συγνώμη γιατί δεν καταφέραμε να αλλάξουμε αυτό το αίσχος των εξετάσεων, συγνώμη γιατί βάλαμε ακόμα μια γενιά σε αυτή τη διαδικασία, συγνώμη γιατί μετά από 12 χρόνια στην εκπαίδευση τους δώσαμε λίγα, πολύ λίγα, και τους πήραμε πολλά, και τους στερήσαμε ακόμα πιο πολλά. Γιατί η είσοδος ή μη στο πανεπιστήμιο σημαίνει λίγα, πολύ λίγα.

Και πιο πολύ συγγνώμη γιατί μπαίνουν σε μια κοινωνία -ως ενήλικες πια- που έχει σκοπό να τσακίσει τα όνειρά τους, να τα διώξει, να τους βάλει εμπόδια, δυσκολίες και στερήσεις σε ότι επιθυμούν. Είτε είναι οι “πρώτοι των πρώτων” είτε οι “τελευταίοι των τελευταίων”. Για όλα αυτά και πολλά ακόμα “γιατί”, παιδιά, το πιο ειλικρινές από εμάς είναι ένα απλό “συγνώμη”. 

Από συνέντευξή του στο Νόστιμον Ήμαρ:

(*) Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ των μαθηματικών του Πανεπιστημίου Pierre et Marie Curie. Έχει μεταφράσει από τα γαλλικά και τα αγγλικά είκοσι βιβλία σχετικά με τα μαθηματικά και την ιστορία των θετικών επιστημών. Έχει γράψει εκπαιδευτικά βιβλία μαθηματικών και πληροφορικής. Το 2006 η Γαλλική κυβέρνηση του απένειμε τον τίτλο Chevalier dans l’ Ordre des Palmes Académiques. Είναι ιδρυτικό μέλος της επιστημονικής ομάδας Θαλής + Φίλοι που ενδιαφέρεται για το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα στα μαθηματικά και τον πολιτισμό. Εργάζεται ως καθηγητής μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει επίσης τη συλλογή δοκιμίων Μαθηματικά επίκαιρα. Συνειρμοί διαβάζοντας την εφημερίδα (2004), και τα μυθιστορήματα Πυθαγόρεια εγκλήματα (2006), Αχμές, ο γιος του φεγγαριού (2009). Έλαβε μέρος με διηγήματά του στο δεύτερο και τρίτο τόμο των Ελληνικών εγκλημάτων (2008 και 2009).

Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης, είναι απ’ το διαδίκτυο

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Απ’ την Τρόικα με αγάπη


Ο ταχυδρόμος χτύπησε τρεις φορές. Την τέταρτη όπως  μου είπε, θα τον συνοδεύει η φιλαρμονική ορχήστρα του δήμου και άγημα με επίλεκτα στελέχη των ΕΛ.ΤΑ. Επίσης με ρώτησε αν περιμένω κι άλλα πακέτα∙ για την ακρίβεια μου είπε Θα συνεχιστεί για πολύ αυτό το βιολί μαντάμ;

Το πρώτο πακέτο στήριξης, κατέφτασε προ ημερών και ήταν το δώρο του φίλου μας Γιάννη, για τη συμμετοχή μου στο διαγωνισμό σεναρίου. Ένα εξαιρετικό λεύκωμα του Ανδρέα Ταρνανά, με φωτογραφίες και αναφορές στον μεγάλο Ιταλό ποιητή, πεζογράφο, σεναριογράφο και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Απολαυστικό ανάγνωσμα!


Ακολούθησε δεύτερο πακέτο, το οποίο με αιφνιδίασε γιατί δεν το περίμενα, αντιθέτως περίμενα το τρίτο πακέτο που θα δείτε παρακάτω. Η Ρούλα μας απ’ την Κρήτη, έστειλε το πεσκέσι της και τις καλοκαιρινές ευχές της. Το βιβλίο του Κώστα Καρακάση «Πορτραίτα σε θρυμματισμένο καθρέφτη». Το τηλεφώνημά μου την βρήκε στα θερινά της “ανάκτορα”, στο θρυλικό μπαλκονάκι με θέα τον …Ατλαντικό (που έλεγε και μια λαίδη). “Για διακοπές” μου είπε, αλλά μεταξύ μας τώρα, δεν την κόβω να περάσει το καλοκαίρι στην  ξαπλώστρα. Θ’ αναστενάξουν οι καμβάδες κι οι ντεμισέδες… Άσε που την έχω ικανή να ράψει τίποτα καλύμματα για τις ξαπλώστρες της παραλίας. Για μια ανανέωση, ξέρετε… Κάτι τέτοια βλέπει η Ντέλια Βελκουλέσκου και θα μας πάει το όριο συνταξιοδότησης στα ενενήντα.



Το τρίτο πακέτο κατέφτασε μετά από δύο μέρες και η παραλαβή του έγινε με τιμές αρχηγού κράτους. Σύσσωμοι οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου, με υποδέχτηκαν με την οικειότητα που δημιουργείται στους ανθρώπους, μετά από τακτικές συναντήσεις. «Μ’ όλο το θάρρος, μπορείτε να κάτσετε πέντε λεπτά στο πόστο μου, να πεταχτώ να πάρω ένα φρέντο;», με ρώτησε η συμπαθέστατη υπάλληλος. «Καλέ ναι!... με την ησυχία σας, τα έμαθα τα κατατόπια εδώ…», της απάντησα. Μέχρι να επιστρέψει, εντόπισα και το τρίτο πακέτο που μου έστειλε η Μία, το οποίο ξεχώριζε από μακριά, απ’ τον όγκο, το κατακόκκινο χαρτί περιτυλίγματος και τα καλλιγραφικά της γράμματα.

Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Τσαντούλα σένια, κολιεδάκια, σκουλαρίκια, βραχιολάκι, στεφάνι με πάνινα λουλούδια, καλλυντικά, ξύλινα καδράκια vintage, καραμέλες, σοκολάτες, ένα ρολό χαρτί περιτυλίγματος και πλαστικά “μαξιλαράκια” συσκευασίας. Ένα απλό και λιτό δηλαδή δώρο, που ο καθένας μας συνηθίζει να στέλνει, δώθε-κείθε… 
«Πού έχεις μπλέξει ρε μάνα;» με ρώτησε καχύποπτα ο γιος μου, καθώς φωτογράφιζα τη λεία μου. Κι άντε να του εξηγήσω τώρα, πως μια Σμαραγδένια, μία Μία κι ένας Giannis Pit, είναι οι πρωτεργάτες αυτής της φιλικής συνωμοσίας. Οι πυρήνες της καρδιάς, ένα πράμα…


Γιάννη, Ρούλα και Μία, σας ευχαριστώ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου!...

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

"Το τελευταίο παράσημο" [15ο παιχνίδι λέξεων]



Αγαμέμνων Αγριδιώτης
Αντιστράτηγος ΕΑ
4ος όροφος


Στο ευρύχωρο ρετιρέ των εκατό και βάλε τετραγωνικών, διάγει το μοναχικό του βίο ο κύριος Αγαμέμνων∙ Μένιος για τους ελάχιστους φίλους του, που κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα, είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω θανατερής ανίας, κατά τις απογευματινές συνευρέσεις τους στο γειτονικό καφενείο «Το Νέον». Οι τέως νέοι, και νυν επιζήσαντες-θαμώνες του ΝΕΟΝ, έχουν μπουχτίσει τον κυρ-Μένιο, τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του για τις μάχες του ένδοξου στρατού και τα κηρύγματα περί εθνικοφροσύνης, αναμασημένα απ’ τα άρθρα της εφημερίδας που διαβάζει.
«Οι ξένοι αγαπητοί μου, είναι ο ύπουλος εχθρός που προωθείται στη χώρα!».
«Κάτσε ρε Μένιο να προωθήσουμε ένα καφεδάκι στον καταπιόνα μας κι ύστερα πιάνουμε την πολιτική…»

Έχει συνηθίσει τα πειράγματά τους και γλυκαίνει τα φαρμάκια του, στον πολλά-βαρύ που του σερβίρει ο Λέανδρος. Ο νεαρός ιδιοκτήτης του καφενείου, είναι Βορειοηπειρώτης και κατά τη θεωρία του κυρ-Μένιου, “αποτελεί έναν εν δυνάμει εκδοροσφαγέα της πατρίδος”. Το γεγονός ότι το ένδοξο όνομά του, γειτονεύει με το όνομα ενός αλβανόφωνου καφετζή στα κουδούνια της πολυκατοικίας, τον θλίβει βαθύτατα.

«Λέανδρος-Αννίτα»
«Τι’ ναι πάλι τούτο; Ντουέτο τσίρκου;»
Αναφώνησε θορυβημένος στον διαχειριστή, την αποφράδα ημέρα που αντίκρυσε το κακογραμμένο χαρτάκι στο καντράν.
«Οι καινούργιοι νοικάρηδες του ισογείου είναι κυρ-Μένιο!... Αμάν η μίρλα σας!»

Απ’ το ευάερο μπαλκόνι με τις κατάφυτες ζαρντινιέρες και τις άνετες σαιζ-λονγκ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρυφοκοιτάζει επί ώρα, το σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που ξεφόρτωνε την πραμάτεια του νεοφερμένου ζεύγους. Ένα παλιό στρώμα, τάβλες, τεντζερέδες και ξεχειλισμένες βαλίτσες με ρούχα∙ ξοπίσω, μια τουρλωτή κοιλιά και η γλυκύτατη κάτοχός της. Γιατί στρατηγός-ξεστρατηγός, είχε ξεροσταλιάσει απ’ την πολύχρονη χηρεία κι όταν αντίκρυζε τέτοιες υπάρξεις, ο μικρός στρατηγός απ’ τη σκελέα του, εξανίστατο σφοδρώς.

Λίγες μέρες μετά, ένα μωρουδιακό κλάμα ξεχύθηκε σα λάβα ηφαιστείου απ’ τον κρατήρα του φωταγωγού, εκβαλλόμενο στο ασπρομάλλικο κεφάλι του κυρ-Μένιου. Λίγο η ζήλεια που του έξυσε την παλιά πληγή της ακαρπίας του, λίγο τα θαλασσιά ζιπουνάκια που θροΐζανε ευωδιαστά, καθώς διέσχιζε το μικρό μπαλκονάκι του ζευγαριού, τον έριξαν στην άβυσσο της απέραντης μοναξιάς. Καθημερινά, κρυφάκουγε εμμονικά απ’ το φωταγωγό τα βρεφικά κλάματα, τα μητρικά νανουρίσματα και τις χαρούμενες φωνές του καφετζή. Είχε μάθει τις συνήθειες του μωρού, κάθε πότε βύζαινε, πότε κοιλοπονούσε και πότε πρωτόβγαλε  δοντάκια. Για κάθε νεογιλό, μετρούσε  κι ένα δικό του ξεδόντιασμα.

«Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα;»
«Η Αννίτα είμαι, απ’ το ισόγειο. Του Λέανδρου… Ανοίχτε μου σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!»

Στο δρόμο, στρίγγλιζε μια σειρήνα ασθενοφόρου κι αν δεν κοιμόταν τόσο βαριά, θα ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο παρατηρητήριο-μπαλκόνι του, ρουφώντας με βουλιμική περιέργεια το θέαμα.  Ο μεταλλικός ήχος του φορείου που κυλάει στη ράγα της καμπίνας, συνόδευε την τσιριχτή φωνή:

«Λιποθύμησε κύριε Αγαμνέμονα, τον πάμε στο νοσοκομείο!…»
«Αγαμέμνονα με λένε κυρία μου!»
«Σας παρακαλώ, κρατείστε για λίγο το μωρό…πρέπει να πάω μαζί του, δεν έχουμε άλλον δικό μας εδώ…εσείς είστε καλός άνθρωπος… ο Λέανδρος σας θαυμάζει… είστε και αξιωσωματικός του στρατού!…»

Στον καθρέφτη του χολ, αντίκρισε συγκινημένος τον εαυτό του.
Ένας “αξιωσωματικός” του ελληνικού στρατού, καθαιρεμένος απ’ το μικρό αγόρι που κοιμόταν στον ώμο του. Δίχως στολή και παράσημα, ολόγυμνος και πάναγνος, να φυλάει τις Θερμοπύλες του Λέανδρου και της Αννίτας.





Συμμετείχε στο 15ο (πότε φτάσαμε στα 15 Παναγία μου;) παιχνίδι των λέξεων, που φιλοξενεί με συνέπεια και φροντίδα η Μαρία στο χώρο της mytripsonblog. To παιχνίδι διανύει αισίως την άγρια εφηβεία του και πετάει μπόι, δυναμώνει και εμπλουτίζεται με νέο αίμα και δυνατές συμμετοχές. Είχε ξεκινήσει πριν χρόνια από μια ιδέα της Φλώρας μας στο μπλογκ της: texnistories απ’ όπου το παρέλαβε η Μαρία και το συνεχίζει ακάθεκτη.

Ευχαριστώ θερμά τους φίλους που συμμετείχαν και σ’ αυτό το συγγραφικό ταξίδι και φυσικά την Μαρία μας, που τραβάει όλο το ζόρι για την προετοιμασία και την υλοποίηση. Εις το επανιδείν λοιπόν και καλό καλοκαίρι εύχομαι!

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Υλιστική διαλεκτική σε τόνους λεοπάρ [20ο Συμπόσιο Ποίησης]


Μη με λέτε Ασημίνα
τρε-μπανάλ και αντιστάρ
ζε-μα-μπελ “Μαντάμ Σιμόν”
«Ποια Σιμόν; η Μποβουάρ;»
Δεν την ξέρω τη μαντάμ
εγώ είμαι η  Λεοπάρ

(ρεφρέν)
Ούσα στη μπουρζουαζία
διαθέτω ευαισθησία
πάντ’ αφήνω μπουρμπουάρ
σε πτωχούς και σε κλοσάρ (ώπα)

Είμαι ενσωματωμένη
καναπέ και λινζερί
ασορτί και το τυρμπάν
«το φακιόλι εννοείς;»
Όχι πες, δεν είμαι σταρ;
«Σαν τη Τσίτα του Ταρζάν»
Δεν την ξέρω τη μαντάμ
εγώ είμαι φου-ζαμάν

(ρεφρέν νο2)
Και στα υποδήματά μου
ο κοσμάκης στα παλιά μου
κι αν δεν έχουνε να φαν’
τους κερνάω κρουασάν (ώπα-ώπα)

«Μια σταλιά ψυχή δεν έχεις;
δίπλα ρίχνουνε ναπάλμ
σφάζουνε μικρά παιδιά»
Εγώ είμαι μια μαντάμ!
Μπυθουλαίοι και μπας-κλας
κι όλη αυτή η ντεκαντάνς
μου ταράζουνε  το ζεν
κι είμαι ευαίσθητη ναι-μεν
αλλά ο μόνος μου χαβάς
να περνάω ΕΓΩ τρε-μπιέν!



Συμμετείχε στο 20ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας μας.

Για την ιστορία: Η μαντάμ Σιμόν έπληττε θανάσιμα εκείνο το βράδυ. «Να ανακατευτείτε με λαϊκούς ανθρώπους, για να νιώσετε ένα ψυχολογικό ξύπνημα» της είπε ο ψυχαναλυτής της στο τηλέφωνο, ακούγοντας το μονόλογο-ντελίριο της μαντάμ και τις ατελέσφορες εσωτερικές της αναζητήσεις. Μετά από πολύωρες περιπλανήσεις στο διαδίκτυο, βρέθηκε στα λημέρια της Αριστέας μας.

«Η ζωή είναι ωραία» διαβάζει κι ένα χαμόγελο διαγράφεται στα σαρκώδη χείλη της. «Αυτό είναι. Θα καταπιαστώ με την ποίηση!», σκέφτεται. Κάπως έτσι ξετυλίγεται το πηγαίο ταλέντο της στην αυτοαναφορικότητα και τον αχαλίνωτο αυτοθαυμασμό της.

Κάθε ομοιότητα με αντίστοιχες «ανήσυχες» υπάρξεις, δεν είναι τυχαία.
Η λεοπαρδαλή, είναι ένα σαρκοφάγο θηλαστικό, της οικογένειας των “homo je m' en fous ”. Ζει και κινείται στις ζούγκλες των πόλεων, την χαρακτηρίζει η κοινωνική οκνηρία και [εκ]τρέφεται από εύπορους ζωέμπορες.