Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συλλογικό διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συλλογικό διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Το κόκκινο νυφικό [συλλογικό διήγημα]

//Συνέχεια απ’ το προηγούμενο κεφάλαιο:
«…Στο μεγάλο σφραγισμένο μπαούλο έχω κλεισμένο το νυφικό μου, μητέρα. Σ' έναν μήνα από τώρα θα ντυθώ νύφη στο πλάι του Χέρμπερτ. Ως τότε θα πρέπει να προσέχω πολύ, αφού μέσα στην κοιλιά μου μεγαλώνει το παιδί του. Αυτό το μυστικό δεν πρέπει να το μάθει πριν από τον γάμο, η Βέρα η μητριά μου και αδερφή τού Χέρμπερτ, αν δεν θέλω να βαφτεί το νυφικό κόκκινο»…//

Κεφάλαιο 5: “Η κυρά της λίμνης”
 

-        -  Εσύ είσαι η περιβόητη Άλις λοιπόν?
Η παιδική φωνή διέκοψε τις εκμυστηρεύσεις της στα σκούρα νερά της λίμνης. Γύρισε τρομαγμένη στο νεαρό εισβολέα που την παρατηρούσε ερευνητικά, με τα χέρια του χωμένα βαθιά στις τσέπες. Ένα ξανθομάλλικο αγόρι με μάλλινη τραγιάσκα και μάτια που πετούσαν σπίθες.
-         - Τσαρλς…ο μικρός αδερφούλης σου ντε!...
-         - Α ναι…είσαι ο…
-        -  Ο γιόκας του μπαμπάκα σου, πέσ’το!
-        -  Άλις, η μεγάλη σου αδερφή. Χάρηκα για τη γνωριμία μας Τσαρλς!

Το χέρι της έμεινε μετέωρο μπροστά στο ψυχρό βλέμμα του μικρού, πιο παγωμένο κι απ’ τα νερά της λίμνης.
-         - Ψέματα!...όλοι λένε ψέματα εδώ μέσα!... κι εσύ σαν κι αυτούς είσαι!
-         - Σε παρακαλώ να μιλάς καλύτερα μικρέ! Τι θράσος!... κι ακόμα δε γνωριστήκαμε!
-        -  Μπα; Τσαντίστηκε η κόμισα; Και πώς να σου μιλάω δηλαδή; Ξέρεις τι τραβάω εγώ για σένα;...
-         - Τσαρλς!... Τι γυρεύεις τέτοια ώρα εκεί έξω;… έλα γρήγορα πάνω!...
Η φιγούρα της Βέρας πρόβαλε απειλητική πίσω απ’ τις δαμασκηνές κουρτίνες του παραθυρόφυλλου.

-       -   Τα λέμε αύριο κυρία κόμισα… έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο!...
-        -  Μια στιγμή!... τι έχουμε να πούμε;
-         - Νομίζεις δεν άκουσα τι ψιθύριζες στην κυρά της λίμνης; Όλα τ’ άκουσα… Όλα!
-         - Τι άκουσες δηλαδή;… ποια κυρά της λίμνης;… για όνομα του Θεού Τσαρλς, τι εννοείς;
-         - Τη μάνα σου ντε!...αυτή με το κόκκινο φουστανάκι στην πέτρα της λίμνης…
-         - Και πού την ξέρεις εσύ τη μάνα μου;
-         - Χα!...πού την ξέρω λέει… αυτή η ζωγραφιά στο…
-         - Τσαρλς!... έλα αμέσως στο σπίτι!...

Ο μικρός δρασκέλισε σαν ελάφι το μονοπάτι, με το φακιδιάρικο πρόσωπό του αλλοιωμένο απ’ την αγωνία. «Αν και αυθάδης, έφυγε σα βρεγμένη γάτα», σκέφτηκε η Άλις. Κεραυνοβολημένη απ’ την απροσδόκητη παρουσία του, προσπάθησε να βάλει μια τάξη στις σκέψεις της. Τι άκουσε άραγε ο μικρός;… ποια κυρά της λίμνης;… η ζωγραφιά… ποια ζωγραφιά;… τι έχει να συζητήσει μ’ ένα μικρό αγόρι που δεν τους ενώνει παρά το κοινό σπέρμα του πατέρα τους;… γιατί τον φώναξε τόσο αυταρχικά η Βέρα;… ήταν σχεδόν… έντρομη. 

Η νύχτα είχε αγκαλιάσει για τα καλά το τοπίο κι αν δεν ήταν το μισογεμάτο φεγγάρι ν’ αντανακλά ασημιές ανταύγειες στην επιφάνεια της λίμνης, δύσκολα θα διέκρινε το μονοπάτι της επιστροφής. Ανατρίχιασε όταν πάτησε την πέτρα που προεξείχε σα μικρός βατήρας πάνω απ’ τα νερά. Λες κι ο χρόνος τη λείανε  για να φιλοξενεί τους παρατηρητές της λίμνης. Αυτούς που ερευνούν υγρά ναυάγια κάτω απ’ τις άγουρες πέτρες…

Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα προς το δωμάτιο της, παρατήρησε κάτι που θα το ανακαλούσε μεταγενέστερα. Η προέκταση της σκάλας που παλιά οδηγούσε σ’ ένα χαμηλοτάβανο δώμα, τώρα είχε καλυφτεί με πορσελάνινα διακοσμητικά και μπρούτζινα αγαλματίδια, εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση προς τα πάνω.

Μπαίνοντας στο δωμάτιο ένιωσε ασφυξία•  οι οδυνηρές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων τυλίχτηκαν σαν πλοκάμια πάνω της• ενοχές που δεν βοήθησε τη μητέρα της, κι ας ήταν μόλις δέκα χρονών όταν την αντίκρισε πεσμένη στις εκβολές της λίμνης...πώς βρέθηκε άραγε εκεί έξω μοναχή της;... θυμάται ένα χέρι να την τραβάει βίαια... ήταν όμως τόσο σοκαρισμένη απ’ το θέαμα του άψυχου κορμιού, που ο χρόνος πάγωσε ξαφνικά, διαγράφοντας όλες τις άλλες εικόνες εκείνης της βραδιάς… μάταια βασανιζόταν ν’ ανακαλέσει μνήμες κι αυτό τη βύθιζε ολοένα σε πελάγη τύψεων.

Η Άλις μεγάλωσε προσκολλημένη στην προσωπική της διαπίστωση πως η μητέρα της χάθηκε ανορθόδοξα. Έχοντας στην ουσία εκτοπιστεί απ’ το σπίτι και τη νέα οικογένεια του πατέρα της, η μοναξιά στοίχειωσε τη ζωή της και ολοένα εξελισσόταν σ’ ένα επικίνδυνο τοξικό κοκτέιλ που της δηλητηρίαζε την ψυχή. Θλίψη για την ταχύτητα και την ευκολία που ξεχάστηκε η ευαίσθητη μητέρα της –λες και δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτό το σπίτι- ζήλεια για την υπερφίαλη μητριά της, οργή για την απροσχημάτιστη προσήλωση του πατέρα της στο αρσενικό του απόκτημα και μια  εκρηκτική εφηβεία με υστερικά ξεσπάσματα και ανομολόγητα ερωτήματα. Το μόνο παρήγορο που τιθάσευε το θυμό της, ήταν το έμπρακτο ενδιαφέρον του πατέρα της να τη μορφώσει. Θυμήθηκε μάλιστα, την εμμονική του αγάπη για τη ζωγραφική· τις εκβιαστικές του παροτρύνσεις να ξεκινήσει μαθήματα, στο πλάι ενός φτασμένου νεαρού ζωγράφου που ερχόταν καθημερινά στο σπίτι της γιαγιάς της.

«Θα κάνω πρόβα στο νυφικό»… σκέφτηκε πως αυτό θα τη χαλάρωνε. «Όσο πας και φουσκώνεις Άλις...δε θα χωράς σ’ ένα μήνα…», μονολόγησε στον ολόσωμο καθρέφτη. Κουμπώνοντας τη μικρή πέρλα στο σβέρκο της, παρατήρησε ένα σημάδι στο είδωλο του τοίχου• ένα παραλληλόγραμμο καθαρό πλαίσιο που ξεχώριζε πάνω στη φθαρμένη ταπετσαρία. Θυμήθηκε ξαφνικά το παλιό κάδρο.  Προφανώς το αφαίρεσαν πρόσφατα, αφού η ταπετσαρία ήταν σχεδόν άθικτη σ’ αυτό το σημείο. Ίσως να απομακρύνθηκε εν όψει της άφιξής της... «Ίσως ο μικρός, να εννοούσε αυτόν τον πίνακα».... σκέφτηκε αποσβολωμένη.

-      -    Ήταν η μητέρα μου στον πίνακα, σωστά μις Σάλι;
-         - Ποιον πίνακα κούκλα μου;
-         - Μια γυναικεία φιγούρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης...
-         - Μπααα... δε θυμάμαι κάτι…
-         - Μα πως;… είμαι σίγουρη για την ύπαρξή του… η μητέρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης… κράταγε μάλιστα κι ένα λουλούδι...
-         - Αχ… άρχισε να ξεχνάει η νταντά σου κορίτσι μου… δε θυμάμαι να είχαμε τέτοιο πράμα στο σπίτι… δε πάμε μια βόλτα στον κήπο να σου δείξω τα παρτέρια με τις βιολέτες;

Καθώς περπατούσαν αγκαζέ στις βραγιές και τους ανθώνες, η Άλις διαπίστωσε πως η αγαπημένη της νταντά έγινε ξαφνικά νευρική κι η φωνή της έχασε τη γαλήνια χροιά της. Η ίδια νευρικότητα κυρίευσε και την ίδια, όταν πήρε το μάτι της μια κουρτίνα να παραμερίζεται σε κάποιο παράθυρο του σπιτιού, αλλά να επανέρχεται γρήγορα στη θέση της, μόλις γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος εκείνο.


-         Και βέβαια θυμάμαι το πορτρέτο της μητέρας σου Άλις... άλλωστε, εγώ πλήρωσα τον ζωγράφο που το φιλοτέχνησε.
-        Και γιατί λείπει απ’ το δωμάτιο μου;
-         Μη λες ανοησίες Άλις! Ποτέ δεν ήταν στο δωμάτιο σου αυτός ο πίνακας …
-        Έστω...πού βρίσκεται τώρα;
-         Γιατί ρωτάς;
-         Θέλω ένα ενθύμιο της μητέρας μου, πού είναι το περίεργο;
-        Λυπάμαι Άλις… ο πίνακας καταστράφηκε μαζί με άλλα έργα τέχνης, σε μια παλιότερη φωτιά στο πατάρι… ήθελα κάποτε να στον παραδώσω, αλλά τα γεγονότα βλέπεις...



Μάταια προσπάθησε να εντοπίσει τον Τσαρλς στη διάρκεια της μέρας. Αν δεν έβρισκε ένα χαρτάκι σφηνωμένο στην πόρτα της, θ’ ανησυχούσε σοβαρά για τον ετεροθαλή της αδερφό. Το ξεδίπλωσε με αγωνία. Δεν ήταν παρά μια σκισμένη σελίδα από ένα παιδικό βιβλίο με γρίφους:
"Η αλήθεια είναι ψηλά
και τα μυστικά βαθιά,
ανεβαίνεις-κολυμπάς...


"... στο ναυάγιο της κυράς..." άκουσε τον εαυτό της να παραφράζει την τελευταία στροφή του γρίφου. Εκείνη τη στιγμή, θα έπαιρνε όρκο ότι ο  αποστολέας ήταν ο μικρός αδερφός της. "Όλα θα ξεκαθαρίσουν αύριο... έχουμε να πούμε πολλά μ' αυτό το παιδί"...

Το επόμενο πρωινό, την ενημέρωσαν πως ο μικρός έφυγε εσπευσμένα για το Ντέβον, προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Γρήγορα όμως θα διαπίστωνε πως το κωδικοποιημένο του σημείωμα, ήταν μια κίνηση αδερφικής αλληλεγγύης, ίσως κι ένα απελπισμένο σήμα κινδύνου…


Δώδεκα μπλόγκερς ενώνουν τις πένες τους και συνθέτουν το συλλογικό διήγημα
«Κόκκινο Νυφικό».
Η ιδέα ανήκει στην Μαριλένα Φραγκιαδάκη  και με αφετηρία το πρώτο της κεφάλαιο, ο κάθε μπλόγκερ συμπληρώνει τον προηγούμενο, σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία. Χωρίς να προ-υπάρχει κάποια συνεννόηση για την εξέλιξη της ιστορίας, με μοναδικό  μπούσουλα την έμπνευση του καθενός μας, η ιστορία ξεδιπλώνεται  στα μονοπάτια της φαντασίας μας και οι ήρωες αποκτούν την υπόσταση που τους δίνουμε.
Καλό υπόλοιπο ταξιδιού στα σκοτεινά νερά της λίμνης…

Μαρία Κανελλάκη  
Μαρία Νικολάου: http://tokeimeno.blogspot.gr/


[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Aναμέτρηση με τα κυπαρίσσια

[Αλυσίδα ιστοριών: "Η Σοφίτα"]



Στο προηγούμενο:
Το τηλέφωνό της κουδούνισε μέσα από τη τσάντα της. Το έβγαλε κι είδε στην οθόνη το όνομα του Ιωάννου. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου».



Κλείνοντας το τηλέφωνο, θυμήθηκε αυθόρμητα το παλιό παιχνίδι που έπαιζε με τον παππού της στο χωριό.  Αναβίωσε το παιδικό της καρδιοχτύπι να τα μετρήσει σωστά:
«Ένα κυπαρίσσι κι άλλο ένα / μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»
Στο μούχρωμα της πόλης, ένιωσε τις πολυκατοικίες να μεταμορφώνονται ξαφνικά σε θεόρατα κυπαρίσσια και τις λωρίδες της λεωφόρου να γίνονται βαλτώδεις λίμνες με σκουρόχρωμα νερά που κρύβουν ανείπωτα μυστικά στους βυθούς τους.
«Ο Ιωάννου ήταν; Τι σου είπε;» η ανήσυχη φωνή του Ορέστη διέκοψε τις παραισθήσεις της.
«Νομίζω πως πρέπει ν’ αφήσουμε γι αργότερα το σπίτι της Τούλας. Ο Ιωάννου έχει νέα…»

Το αυτοκίνητο του Ορέστη μούγκρισε σαν θηρίο που oσφραίνεται ξαφνικά ένα θήραμα και επιταχύνει για να το γραπώσει στα νύχια του. Η διαδρομή προς το γραφείο του Ιωάννου, τους βρήκε αμίλητους και βυθισμένους στις σκέψεις τους, εκείνος να πατάει δαιμονισμένα το γκάζι κι εκείνη να τον συνοδεύει με την ίδια κίνηση, πιέζοντας μηχανικά το πόδι της στο κενό. Λες και θα έφταναν πιο γρήγορα έτσι.
Σε λιγότερο από μισή ώρα πάρκαραν στο στενό που ήταν το γραφείο του ιδιωτικού ερευνητή.

Ατέλειωτη της φάνηκε η ανάβαση  μες στον ανελκυστήρα, λες και σκαρφάλωναν πολυώροφα κυπαρίσσια με δαιδαλώδη μονοπάτια και χαώδη φυλλώματα.
«Τέσσερα τα κυπαρίσσια / κι άλλα δύο κάνουν έξι / άραγε πόσα ακόμα / θα μας βρουν μέχρι να φέξει;”

Ο Ιωάννου τους καλοδέχτηκε και φαινόταν ανυπόμονος να τους παρουσιάσει τα ευρήματά του.
Τους έκανε νόημα να καθίσουν στις δύο πολυθρόνες απέναντί του, άνοιξε ένα συρτάρι  κι
άπλωσε μερικά χαρτιά μπροστά του.
 «Οι εξελίξεις είναι ανατρεπτικές και φέρνουν νέα στοιχεία στην υπόθεσή σας κυρία Μιχαήλ. Ο Αγγέλου μοιάζει με άνθρωπο-φάντασμα. Νόμιζα πως είχαμε φτάσει πολύ κοντά του, θεωρώντας πως είναι ο συνονόματος με την εταιρεία ηλεκτρονικών. Ωστόσο μετά από μια σύντομη συνάντησή μας –την οποία με μεγάλη δυσκολία τον έπεισα να γίνει- διαπίστωσα πως πρόκειται απλά για μια σατανική σύμπτωση. Ο τύπος κρύβεται για τους δικούς του λόγους στα τηλέφωνα και δεν έκανε ποτέ παιδιά και οικογένεια. Δεδομένου ότι μεγάλωσε και σπούδασε ηλεκτρονικός στην Αυστραλία πριν έρθει σε ώριμη ηλικία στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση, τον αφαιρεί απ’ τη λίστα των ερευνών μας. Τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου...»

«Ώστε δεν είναι ούτε αυτός...» μονολόγησε απογοητευμένη η Σοφία, ξεχνώντας προς στιγμή πως ο Ιωάννου της επιφύλασσε άλλες αποκαλύψεις.

«Επιτρέψτε μου να συνεχίσω... ερευνώντας παλιά αστυνομικά δελτία καθώς και αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες της αντίστοιχης περιόδου, ανακάλυψα κάτι πολύ ενδιαφέρον. }Ο εικονιζόμενος Γεώργιος Αγγέλου, ο οποίος θεωρείται απ’ τους εγκεφάλους πολυμελούς κυκλώματος λαθρεμπορίου ναρκωτικών, συνελήφθη στο Παλέρμο της Ιταλίας και παραπέμπεται με βαρύτατες κατηγορίες στον τοπικό εισαγγελέα. Αναμένεται η έκδοσή του στην Ελλάδα εφόσον ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες μεταξύ των εκεί διωκτικών αρχών με τις αντίστοιχες Ελληνικές~...

~//~
«Μου θυμίζετε την ημερομηνία γέννησης σας κυρία Μιχαήλ;»
«Τι… τι σημασία έχει κύριε Ιωάννου;»
«Το απόσπασμα που σας διάβασα, δημοσιεύτηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του ’83. Σας λέει κάτι η ημερομηνία;»
«Λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου!...»
«Και κάτι ακόμα. Μετά από αίτημα του δικηγόρου του, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Επέλεξε να δικαστεί και να εκτίσει την πολυετή ποινή του στην Ιταλία. Στη δίκη του καθώς και στη διάρκεια της φυλάκισής του, δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανείς δικός του. Και κάτι τελευταίο. Τα έξοδα του δικηγόρου του, καλύφτηκαν από έναν αξιωματικό του εμπορικού ναυτικού… κάποιον Δημήτρη Αναγνώστου».
«Ο πατέρας της Γιώτας!...»
«Τον γνωρίζετε;»
«Μόνο την κόρη του… ήταν στενή φίλη της οικογένειας».
«Μάλιστα… Φαίνεται πάντως πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μόνος που ενδιαφέρθηκε για τον Αγγέλου. Ψάχνοντας παλαιότερα ναυτολόγια του πλοίου EVIQUEEN μέσω της ολλανδικών συμφερόντων ναυτιλιακής εταρείας,  ανακάλυψα πως ο Αγγέλου εργάστηκε κοντά στον Αναγνώστου ως ασυρματιστής για κάποιο διάστημα. Ο Αναγνώστου μάλιστα, το συγκεκριμένο διάστημα, ήταν καπετάνιος στο πλοίο.

«Μα δεν είχατε βρει στοιχεία του στο ΝΑΤ, όπως μου είχατε πει... σωστά;»
«Σωστά... το πλοίο ήταν ναυτολογημένο με ξένη σημαία και μη συμβεβλημένο με το ελληνικό ταμείο ασφάλισης. Οι περισσότεροι Έλληνες ναυτικοί που θήτευσαν στο πλοίο αυτό, είχαν υποβάλλει στο ΝΑΤ αίτηση αναγνώρισης χρόνου εργασίας, καταθέτοντας  πιστοποιητικά υπηρεσίας. Κι ο Αναγνώστου ήταν ένας απ’ αυτούς, όχι όμως ο Αγγέλου. Δεν βρέθηκε καμιά αίτηση μ’ αυτό το όνομα και φυσικά δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα αρχεία του ταμείου.... Πάντως πρέπει να έκανε ελάχιστα ποντοπόρα ταξίδια, αφού όταν τον συνέλαβαν ανήκε στο πλήρωμα ναυλωμένου σκάφους με ξένη σημαία, που έκανε συγκεκριμένα δρομολόγια από Τύνιδα, προς ευρωπαϊκά λιμάνια.  Προφανώς είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα του λαθρέμπορου».

«Παρακαλώ... μπορώ να δω τη φωτογραφία του;»
Δεν ήταν η φωνή της αυτή, ήταν ένα ξέπνοο ψέλλισμα που βγήκε απ’ το στόμα της, δίχως τη συγκατάθεσή της. Βλέποντας απ’ την ανάποδη το απόκομμα της εφημερίδας που είχε στα χέρια του ο Ιωάννου, ήταν σχεδόν βέβαιη πως αναγνώρισε το πρόσωπο του άντρα. Τον είχε ξαναδεί στη φωτογραφία που είχε ανακαλύψει στο σπίτι της Τούλας. Η μητέρα της, η Τούλα και στη μέση αυτός.
«…μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»
Το μυαλό της στροφάρει ανάποδα, σαν φιλμ που το επαναφέρεις με γρήγορη κίνηση στην αρχή της ταινίας.
Ένας ασήμαντος λεκές από καφέ στο φουστάνι της «Λεκές στην οικογένεια! Αυτό είσαι!… ένας βρωμερός λεκές που μας στιγμάτισε για πάντα! Σε μισώ!... Χάσου από μπροστά μου!» μια θαμμένη παιδική μνήμη, που δεν είχε ανασυρθεί ως τώρα στη συνείδησή της. Ένα βράδυ πετάχτηκε απ’ το παιδικό της κρεββατάκι, τρομαγμένη από υστερικές φωνές και κλαυθμούς. Ήταν η θεία; Ή μήπως η μάνα; Υπήρχε κάποιος άλλος μαζί τους; Ο παππούς πρέπει να έλειπε, γιατί σίγουρα θα έτρεχε κοντά της να την κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του. Να μην ακούει, να μη βλέπει...

Η ξεκλείδωτη σοφίτα η γιαγιά Ρόζα είχε το παρατσούκλι «δεσμοφύλακας» στο χωριό. Ποτέ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Ως και τον θάνατό της είχε φροντίσει να τον προαναγγείλει στον επιστήθιο φίλο τους, τον καπετάν-Δημητρό, αφήνοντας του παραγγελιές για την εγγόνα της. Ή μήπως για κάποιο άλλο πρόσωπο;

Ξεκούρασε το βλέμμα της για λίγο στον Ορέστη, που την παρατηρούσε ανήσυχος μετρώντας τις αντιδράσεις της. Ο αγαπημένος της Ορέστης… τον πρωτοείδε σ’ εκείνη την έκθεση ζωγραφικής στη σχολή Καλών Τεχνών κι αμέσως κατάλαβε πως η μοίρα της ήταν δεμένη μαζί του. Ακόμα θυμάται το αμήχανο χαμόγελό του, μπροστά απ’ τη μεταξοτυπία του Βαν Γκογκ… Τα δυο του μάτια που λαμπύριζαν από έρωτα, με φόντο τα κυπαρίσσια του ζωγράφου. Πόσα να ήταν άραγε σ’ αυτόν τον πίνακα;

«Aγάπη μου το κινητό σου… θα το σηκώσεις;»
Ένιωσε δυο ζευγάρια μάτια να την καρφώνουν γεμάτα απορία. Συνήλθε αμέσως και απάντησε στην κλήση μηχανικά, δίχως να δει τον αριθμό που την καλούσε και ζητώντας συγνώμη απ’ τον Ιωάννου για τη διακοπή που έπρεπε αναγκαστικά να γίνει στην κουβέντα τους.

«Η κυρία Μιχαήλ; Καλησπέρα σας, απ’ το γραφείο τελετών σας καλώ. Τα συλλυπητήρια μου για τη θεία σας… ειλικρινά λυπάμαι… ήθελα να σας ενημερώσω ότι παραλάβαμε τη σωρό της  και αύριο το πρωί θα πρέπει να περάσετε απ’ το γραφείο για να μας φέρετε τα ρούχα της… καταλαβαίνετε ε; Eπίσης θα πρέπει να παραλάβετε απ’ το νοσοκομείο την ιατροδικαστική έκθεση και να φέρετε ένα αντίγραφο…»

«Ιατροδικαστική έκθεση; Τι εννοείτε; Έγινε ιατροδικαστική εξέταση στη θεία μου; Για ποιο λόγο;»
«Α, τίποτα το ιδιαίτερο… τυπικά όλ’ αυτά, μην ανησυχείτε. Κανένα εύρημα. Εκτός από εκδορές και μώλωπες που προήλθαν απ’ την πτώση της  όταν έχασε τις αισθήσεις της... μια βαθιά ουλή στον αριστερό της μηρό από παλιό τραύμα και φυσικά την καισαρική τομή της…»
«Την ποια;;;»
«Όντως ήταν πολύ αντιαισθητικό... παλιά έκαναν τεράστια τομή και χοντρά ράμματα στις γυναίκες... βλέπετε, δεν υπήρχε η πολυτέλεια για πλαστικές εκείνα τα χρόνια…»
«….»
«Κυρία Μιχαήλ;... Μ’ ακούτε;... Σοφία
~//~
Δεν χρειάστηκε ν’ ανταλλάξουν πολλά λόγια. Σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τη στιγμή εκείνη, οι γρίλιες του γραφείου σκοτείνιασαν  ξαφνικά και τρεις άνθρωποι ξεχύθηκαν βιαστικοί απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας.
«Καλύτερα να οδηγήσω εγώ.. εσείς προσπαθείστε να συγκεντρώσετε την ψυχραιμία σας και το υλικό που έχετε στα χέρια σας... νομίζω πως στο σπίτι της μυστηριώδους θείας Τούλας, θα βρούμε τα κομμάτια που μας λείπουν... για να ολοκληρώσουμε επιτέλους την εικόνα...»

Ο Ορέστης κάθισε στο πίσω κάθισμα μαζί της, την αγκάλιασε προστατευτικά κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της. Έσφιξε με νόημα τα χέρια της, κι ήταν σαν να της έλεγε:
«Μη φοβάσαι αγάπη μου! Ό,τι κι αν έρθει θα το περάσουμε μαζί!»
«Μου επιτρέπετε να βάλω χαμηλά το ραδιόφωνο; Έχει την αγαπημένη μου εκπομπή, αναγνώσματα λογοτεχνικών κειμένων... αν δεν σας ενοχλεί, θα ήθελα ν’ ακούσω τη συνέχεια... ξέρετε, με βοηθάει να οργανώνω τη σκέψη μου... και δεν είναι λίγες οι φορές που συμπτωματικά βρίσκω κάποιες απαντήσεις στις υποθέσεις που ερευνώ...»
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου!... ίσως βοηθήσει και τις δικές μας σκέψεις... πού ξέρετε;»
~//~

Ο Ορέστης μισάνοιξε το πίσω παράθυρο και η αύρα απ’ το βραδινό αεράκι, παρέσυρε για λίγο τις βασανιστικές τους σκέψεις. Η απαλή μελωδία απ’ το ράδιο γαλήνεψε την αντάρα που τους κατάτρεχε, τρεις άνθρωποι αμίλητοι, με τις σκέψεις τους σε παράλληλες τροχιές, να τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, διαγράφοντας οργιώδη σενάρια. Λες και κάποια αόρατη δύναμη άνοιξε διαμιάς το κουτί της Πανδώρας, απελευθερώνοντας καλοφυλαγμένα μυστικά και κιτρινισμένες σελίδες απ’ το παρελθόν.
«Τη νύχτα που μετρώ ξανά τα κυπαρίσσια... ένα-ένα ως το τελευταίο... θα με περιμένει άραγε ο παππούς μ’ ένα γλύκισμα;… θα τηρήσει την υπόσχεσή του;» ...σκέφτηκε με παράπονο η Σοφία. Ένιωσε μιαν έντονη ναυτία να την ανακατεύει, σαν  να την κατάπιε ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα κι εκείνη ανήμπορη ν’ αντισταθεί, παρασύρεται ολοένα στην ορμητική του δίνη. Σαν τον υποτιθέμενο θάνατο του πατέρα της...

«...Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Mα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωκα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ως το πουρνό. Μα ’σαν έννοιωσα να χαράζη – ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.
Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου· το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!...»
Φίλες και φίλοι της εκπομπής, ακούσατε ένα απόσπασμα απ’ το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού
}Το αμάρτημα της μητρός μου~
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για αύριο  βράδυ, όπου θα ολοκληρώσουμε την ανάγνωση του συγκλονιστικού διηγήματος. Ευχαριστούμε που ήσασταν στην παρέα μας κι απόψε.
Να έχετε μιαν υπέροχη βραδιά!
~//~

Το αυτοκίνητο του Ιωάννου, ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα. Ο οδηγός πάτησε δυνατά το γκάζι, κλείνοντας με μιαν απότομη κίνηση το ραδιόφωνο...



Η «Σοφίτα» είναι ένα συλλογικό διήγημα και βασίζεται σε μια ιδέα της Μαρίας Νικολάου, που το ξεκίνησε, το συντονίζει και θα το ολοκληρώσει στο ΚΕΙΜΕΝΟ της.
Δεκαέξι μπλόγκερς, δημιουργούμε μια σπονδυλωτή ιστορία, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση και προσχέδιο, αλλά με μοναδικό μπούσουλα την έμπνευση και τη φαντασία μας. Καθεμιά μας παραλαμβάνει την ιστορία-σκυτάλη απ’ την προηγούμενη, τη συνεχίζει και την παραδίδει στην επόμενη.
Εν αρχή ην ο λόγος  της Μαρίας λοιπόν και η αυλαία θα πέσει απ’ την ίδια, μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος των μπλόγκερς.
[Επόμενη στη σειρά, η Χριστίνα μας στο ιστολόγιο της: 
http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr]

Μαρία Νικολάου

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]