Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Τα τσιγκέλια της ιστορίας


ΑΛΤ! Αν προχωρήσεις, θα σε ναυαγήσουμε.
Αν γυρίσεις πίσω, θα σε βομβαρδίσουμε.
Αν ελπίζεις, θα σε τσακίσουμε και θα κρεμάσουμε το δέρμα σου στο τσιγκέλι.
Να μάθεις να πεθαίνεις φρόνιμα!

Συμμετείχε στον 11ο κύκλο των 25λεκτων, που φιλοξενείται στο ΚΕΙΜΕΝΟ της Μαρίας Νικολάου. Με αφορμή μια φωτογραφία της Μαρίας, ξετυλίγονται λεζάντες, μικρά κείμενα και συμπυκνωμένες σκέψεις. Την ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία της και τις αφορμές που μας δίνει, για έμπνευση, συντροφικότητα και δημιουργία.


Ένα μικρό οδοιπορικό στην πρόσφατη ιστορία μας, για να θυμόμαστε τους εγχώριους χασάπηδες και κυρίως τους τόπους που μαρτύρησαν οι ήρωες μας. Η Πρωτομαγιά -εκτός από εκθέσεις λουλουδιών και εκδρομές στο ύπαιθρο- έχει σημαδευτεί απ’ την εκτέλεση των διακοσίων ηρώων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Μια νέα κοπέλα από τη Χίο που ζούσε στο Μετς, η Σεμίραμις, υπέστη καρδιακό επεισόδιο την Πρωτομαγιά του 1944, όταν είδε το αίμα να ρέει από ένα φορτηγό των Γερμανών που μετέφερε στην καρότσα τα πτώματα των εκτελεσμένων από το σκοπευτήριο. Η νέα γυναίκα λιποθύμησε και το πρόβλημα στην καρδιά, την ταλαιπώρησε για όλη την υπόλοιπη, σύντομη ζωή της. Ήταν ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους δεν έγραψε ποτέ η ιστορία, αλλά βάραινε πάντα τη ψυχή της το αίμα 200 αθώων που είδε να κυλά από ένα γερμανικό καμιόνι.

Η εκτέλεση των 200 Ελλήνων πατριωτών είναι μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά των Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι κρατούμενοι  κομμουνιστές, ήταν πολιτικοί εξόριστοι επί δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία, την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη. Παραδόθηκαν απ’ τους Ιταλούς, σαν ανθρώπινο εμπόρευμα, με «δελτίο αποστολής», στους Γερμανούς κατακτητές.


Τους εκτέλεσαν ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού και τριών αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944. Οι εκτελεσθέντες κρατούνταν στο στρατόπεδο-κολαστήριο του Χαϊδαρίου. Νωρίς το πρωί μετά το προσκλητήριο, εκφωνήθηκε ο κατάλογος των μελλοθάνατων που είχε συνταχθεί στα γραφεία των Ες Ες και της Ειδικής Ασφάλειας στην οδό Μέρλιν. Οι 200 μεταφέρθηκαν στο σκοπευτήριο με δέκα φορτηγά και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, έγραφαν σημειώματα και τα πετούσαν στο δρόμο. Παραλήπτες ήταν η μάνα, ο πατέρας, τα αδέλφια, οι αγαπημένοι τους άνθρωποι και οι συναγωνιστές τους. Οι περαστικοί, θα ήταν οι ταχυδρόμοι που θα μετέφεραν τα μαντάτα…... 

//Όταν τελικά, τους έστησαν ανά ομάδες και άρχισαν οι πυροβολισμοί, είχε βγει ο ήλιος. Ήταν μια φωτεινή ζεστή μέρα και ακούγονταν μόνο ο ήχος του πολυβόλου. Λες και είχαν παγώσει όλα. Δίπλα στους Γερμανούς μερικοί Ταγματασφαλίτες-που φυλούσαν για πιθανά χτυπήματα των ανταρτών που είχαν πληροφορηθεί το γεγονός-και δυο υπάλληλοι του δήμου που βοηθούσαν με τα πτώματα. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη που χρησιμοποιούσαν σαν διερμηνέα. Για πολλά βράδια με ξυπνούσε αυτή η σχεδόν μεταφυσική ηρεμία τους. Όλα τελείωσαν λίγο μετά τις 10. Οι Γερμανοί φόρτωσαν τα τελευταία πτώματα και τα μετέφεραν στο Γ’ Νεκροταφείο//
[μαρτυρία Τάκη Βάζου]

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του:
«Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…»
Στην αρραβωνιαστικιά του Χαρά: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου»

Τιμή και σεβασμό εμπνέει η στάση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον οποίον οι Γερμανοί προσέφεραν τη ζωή επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τον χρησιμοποιούσαν ως διερμηνέα. Έπρεπε όμως κάποιος άλλος να πάρει τη θέση του. Απάντησε ότι θα δεχόταν να ζήσει, μόνο εάν δεν πήγαινε κάποιος άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα, αντί για αυτόν. Οι Γερμανοί δεν συγκινήθηκαν: «200 λέει η εντολή, τόσοι θα εκτελεστούν. Ούτε ένας λιγότερος!»
«Τότε θα είμαι κι εγώ μέσα», δεν μπορώ να δεχτώ να πάρει άλλος Έλληνας την θέση μου», ήταν η απάντηση του Ναπολέοντα.

Σχεδόν οι 170 από τους 200 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Η μεταφορά στον τόπο της εκτέλεσης γίνονταν ανά 20 άτομα.Οι αυτόπτες μάρτυρες διηγήθηκαν, ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Ο Σουκατζίδης, αν και ήταν το νούμερο 71, μπήκε στην τελευταία εικοσάδα για να επιτελέσει τον ρόλο του μεταφραστή. Όταν οι πρώτοι 20 στήθηκαν στον τοίχο, ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε εάν είχαν κάτι να πουν. Οι μελλοθάνατοι φώναξαν «Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!»Τα πτώματά τους μετέφεραν στα φορτηγά, οι επόμενοι 20 που επρόκειτο να εκτελεσθούν στο σκοπευτήριο. Το εφιαλτικό δρομολόγιο επαναλαμβάνονταν μέχρι να δολοφονηθούν όλοι. Λίγο μετά τις 10 το πρωί, οι Γερμανοί “ήρωες”, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους, απέναντι σε αθώους πατριώτες, που ως κρατούμενοι από την εποχή του Μεταξά, δεν τους είχαν πολεμήσει ποτέ. 
Φωτογραφία απ’ τον χειμώνα του λιμού (1941-42)

Σημείωση: Από το 1942 μέχρι το 1944, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή 739 άνθρωποι απ’ όλη την Ελλάδα, ανάμεσά τους η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου και ο 14χρονος Ανδρέας Λυκουρίνος. Μόνο τον Μάιο του 1944, εκτελέστηκαν 309. Ο αριθμός είναι κατά προσέγγιση, αφού οι Γερμανοί άρχισαν να καίνε τα αρχεία τους από τον Αύγουστο του ΄44. Οι τελευταίοι συγγενείς των 200 έχουν φτιάξει τον Σύλλογο Εκτελεσθέντων της Ακροναυπλίας. Τα περισσότερα από τα μηνύματα που πέταξαν στο δρόμο οι κρατούμενοι δεν έφτασαν ποτέ στα χέρια τους…
πηγές:


Οι χιτλερικοί έστησαν στον τοίχο την έφηβη Ηρώ -που δεν είχε καν δικαστεί- και τη «γάζωσαν» με 17 σφαίρες- όσα ήταν και τα χρόνια της -για «παραδειγματισμό», όπως είπαν. Η ίδια λίγο πριν οι εκτελεστές της ανοίξουν πυρ, έσκισε το φόρεμά της και φώναξε: «Χτυπάτε! Κτήνη».... 
«Με τους 50, που εκτελέστηκαν πέντε – πέντε στην Καισαριανή, στις 5-9-44, ήταν και το 12χρονο παιδάκι ο Σουλδίνος. Καθώς στάθηκε ανάμεσα στους τέσσαρες άνδρες, ο Γερμανός, που το είχε αναλάβει, κατάλαβε πως ήταν πολύ μικρό στο μπόι και τα βόλια δε θα το παίρνανε. Κατέβασε λοιπόν προς τα κάτω την κάννη του πολυβόλου του. Και τότε, κείνο το ηρωικό παιδάκι, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, για να φθάσει εις το ύψος της κάννης του δημίου του! Για να μη αργήσει στο ραντεβού του με το χάρο…».
Αντώνης Φλούντζης, γιατρός του Στρατοπέδου Χαϊδαρίου, απόσπασμα του βιβλίου του «Χαϊδάρι, κάστρο και βωμός της Εθνικής Αντίστασης», (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986). 


Μαζί με τις ευχές μου για την αυριανή Πρωτομαγιά και μια πρόταση/προτροπή, να επισκεφτείτε το Μουσείο ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, στο χώρο του Σκοπευτηρίου. Εθελοντές-φίλοι του Μουσείου, έστησαν και λειτουργούν έναν υποδειγματικό χώρο τιμής και μνήμης, για τους αγώνες που σήκωσε η Καισαριανή μαζί με τις υπόλοιπες ανατολικές συνοικίες. Πλούσιο εκθεσιακό υλικό και σπάνια ντοκουμέντα (ανάμεσά τους, το δωμάτιο της Ηρούς Κωνσταντοπούλου), φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και τα πολυβόλα που θέριζαν εκείνη την περίοδο ανθρώπινες ζωές. 


Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Δικό σας [# 3]


Ένα συλλογικό “εργόχειρο” σταυροβελονιά, με τίτλους και ουσίες

Πολυαγαπημένοι, Τιτλούχοι, Φίλοι μου…
Με τόσες χρυσοχέρες φίλες μπλόγκερς, μαράζι το είχα να κεντήσω κι εγώ το κατιτίς μου. Έστω και φανταστικά, χρησιμοποιώντας ως καμβάδες τα ιστολόγια φίλων∙ και χρώματα, τους τίτλους που διαλέγουν για τις αναρτήσεις τους.

Ίσως κάποιοι  θυμούνται απ' τα παλιά, το “κέντημα”  μιας ιστορίας, αποκλειστικά από τίτλους αναρτήσεων, δημοσιευμένες σε φιλικά μπλογκς. Εμπλουτίζοντας τις πηγές μου με το νέο αίμα της μπλογκοπαρέας μας, και έχοντας σαν  πολύτιμα υλικά  τους δικούς σας τίτλους και μόνο,  συναρμολογήθηκε μια εικονική συνάντηση μεταξύ μας.

Οι τίτλοι είναι  ατόφιοι, έτσι ακριβώς όπως έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στα ιστολόγια φίλων, τα στοιχεία των οποίων, βρίσκονται στο τέλος της ανάρτησης.
Εννοείται ότι η παρακάτω “κουβέντα” μας, χτίστηκε και εξελίχτηκε με μoναδικό μπούσουλα το υλικό που συγκέντρωσα, χωρίς καμμιά άλλη πρόσμιξη. Η έμπνευση (ξανα)προέκυψε απ’ τους εξαιρετικούς τίτλους σας. Που συνήθως, περνούν απαρατήρητοι.
Κι όμως!... Και οι τίτλοι έχουν ψυχή!... Και δεν μπαίνουν καθόλου τυχαία.
Σας ευχαριστώ  πολύ για το πολύτιμο υλικό σας και …
το μικρόφωνο σε σας:
Θάνος:           “Γεια σας κορίτσια…”
Νάσια:            “Ίντα κάμετε μωρέ κοπέλια;”
Αριστέα:        Σήμερα λέω να…”
Μαρίνα:         “Σήμερα yolaρουμε”
Θάνος:           “Εμείς θα πάμε για καφέ…”
Iris speaking:   Yπό τους ήχους κλασσικής μουσικής…”
Memaria:         “Με θαλασσινή αύρα”
Γλαύκη:         “Εκεί που δεν έχουμε ψάξει…”
Θάνος:           “Εδώ…”
Διονύσης:      Καφενεῖον:  Ἡ Συνάντησις"
Θάνος:           “Α ρε μάστορα!!!...”
Iris speaking:   “Μαζί με τον καφέ…”
Νάσια:            Croissant!”
Iris speaking:   “Φύσηξε παριζιάνικος αέρας…”
Νάσια:            “Χαζομαρίτσες”
Θάνος:           “Άντε γρήγορα…” “Παραγγελία”
Νάσια:            Mια πίτα απ’ όλα!”
Θάνος:           “Πάρε κι εσύ ένα…”
Iris speaking:   Απεταξάμην!”
Memaria:         Ραβανί
Αναστασία:   “Το τιμημένο!”
Θάνος:           “Προσοχή στα γλυκά…”
Iris speaking:   “Και τα’λεγα εγώ!”
Θάνος:           “Θα παραγγείλω καφέ…”
Αρτίστα:        “Ε μα…”
Αχτίδα:          “Ήμαρτον πια…»
Θάνος:           Uno espresso lungo…”
Iris speaking:   “Άλλαξε το!...”
Θάνος:           “Να σου πω…” “Γιατί ήρθαμε εδώ;”
Στεφανία:     “Για το κουτσομπολιό…”
Iris speaking:   “Άλλαξε το!...”
Ρούλα:           “Κοινωνική… κριτική!”
Αναστασία:   “ΟΛΑ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑ ΞΕΡΩ ΟΛΑ!”
Νάσια:            “Άι γειά σας!”
Iris speaking:   “Tο φελέκι μου μέσα!”
Θάνος:           “Έλα!!! Δώσε γκάζι…”
Γλαύκη:         Yes! Δέκα λεπτά σε αγώνα Φόρμουλα 1”
Θάνος:           “Εσείς πείτε τα, εγώ ακούω…”
Iris speaking:   Eίμαι βέρι βέρι χολοσκασμένη…”
Μαρίνα:         “Γιατί η καρδούλα είναι μαύρη;”
Iris speaking:   “Σ’ αυτήν την χώρα που δεν είναι των αγγέλων… τα έχουμε κάνει μούσκεμα!”
Μηθυμναίος:  “Δε βαριέσαι… ποιος νoιάζεται…”
Iris speaking:   “Πουτάνα, όλα!”
Άρης:              “Τι θα λέμε στα παιδιά;”
Memaria:         Χαϊκού, 俳句, Haiku
Στεφανία:     “Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωράμε…”
Θάνος:           “Για το χωριό σου λέω… έλα πάμε”
Γλαύκη:         “Μήπως θα έπρεπε αυτή να είναι η απάντησή μας;”
Μηθυμναίος:  “Σωστά το λες…”



Ρούλα:           Aς ρεμβάσουμε…”
Γλαύκη:         “Αποχαιρετώντας τη θάλασσα με Καββαδία”
Memaria:         Τι ώρα είναι;”
Iris speaking:   “Eπτά
Θάνος:           Eφτά. Σε παίρνει αριστερά μην το ζορίζεις…”
Iris speaking:   “Stay tuned… Συμπόσιο ενόψει!”
Νάσια:           “Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν…”
Γλαύκη:         “Εγώ δεν είμαι ποιητής…”
Iris speaking:   “Υπάρχουν στίχοι που μένουν μέσα μας…”
Γλαύκη:         “Μετουσίωση του πόνου σε δημιουργία”
Iris speaking:   “Μόνο έτσι βγαίνει καμάρι μου…”

Θάνος:           “Να ετοιμαζόμαστε σιγά σιγά…”
Μηθυμναίος: “Φεύγω, όμως κάποιες εικόνες μένουν…”
Giannis Pit:    “Γεια σου Καπετάνιε…”
Memaria:         “Καληνύχτα Τζων Μπόι
Θάνος:           “Καλό καλοκαίρι είπαμε;”
Ρούλα:           “Στα καλύτερα!...”
Ελένη:            “Και του χρόνου!”
Θάνος:           Να είστε καλά…
Διονύσης:      “Μη χαθούμε…”
Θάνος:           “Ναι, ναι μιλάμε…”
Iris speaking:   Αγκαλίτσα;”



Συμμετείχαν με σειρά εμφάνισης:



Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Σπιτάκι με θέα στον παράδεισο

Tύλιξε ένα ματσάκι μαβιές βιολέτες στη ζελατίνα, ετοίμασε το σακουλάκι με τα μοσχολίβανα και τα καρβουνάκια και ξεκίνησε βαρύθυμος για το γνώριμο Γολγοθά του. Περνώντας απ’ το εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης, έκανε το σταυρό του και κοντοστάθηκε ν’ ακούσει τις ψαλμωδίες των γυναικών που στόλιζαν το ξύλινο κουβούκλιο. Ευωδιές από μαγιάτικα τριαντάφυλλα, φρεσκοκομμένες πασχαλιές και πολύχρωμα χριστολούλουδα, ξύπνησαν μνήμες. Προς στιγμή, σαν ν’ αντίκρυσε ανάμεσα στις κοπέλες και το Ρηνιώ του. Σάμπως να τον είδε κι αυτή και του πρόσφερε ένα κλαράκι με λεμονανθούς «Είναι απ’ τον ξύλινο σταυρό Του, κράτα το,  να’χεις την ευλογία Του…»

Αχνοφέγγιζε Μεγαλοπαρασκευή και το μονοπάτι προς το κοιμητήριο, ολοένα γέμιζε διαβάτες. Σαν αργοκίνητη πομπή μυρμηγκιών, που σχηματίζει μια νοητή γραμμή. Επιτάφια στεφάνια, υπαίθριοι πάγκοι με κεριά και φαναράκια, παιδάκια που τα σέρνανε μαυροντυμένες γυναίκες κι ένας μαβής ουρανός από πάνω, πένθιμος και λυπητερός.

«Θ’ αξιωθούμε να φτιάξουμε ένα σπιτάκι στο γιαλό Ρηνιώ μου, να σε χτυπάει το θαλασσινό ανεμάκι, να γίνουν καλά τα πνεμόνια σου και να βάλουν λίγο χρώμα τα μαγουλάκια σου…» Πικρογέλαγε το Ρηνιώ, που ήξερε πως λίγα είναι τα ψωμιά της και μέχρι να μαζευτούν οι οικονομίες  για το σπιτάκι του γιαλού, το χτικιό θα τους προλάβαινε. Κι όπως τρυπήσανε τα πνεμόνια της πριν λίγα χρόνια, τρύπησε και τ’ όνειρό τους και βούλιαξε μεσοπέλαγα της ζωής τους, σαν παλιό σκαρί που το κατάπιαν τα μανιασμένα κύματα.

Κάτι γνωστοί του παρατήρησαν πως, αντί να περάσει την πόρτα του κοιμητηρίου, λοξοδρόμησε τελευταία στιγμή. Κανείς βέβαια δεν ασχολήθηκε μαζί του, ούτε αναρωτήθηκαν γιατί πήρε άξαφνα το δρόμο προς την παραλία, με τις βιολέτες παραμάσχαλα. «Θα του έστριψε καμμιά βίδα πάλι…», έτσι συνήθιζαν να λένε πίσω απ’ την πλάτη του, από τότε που βυθίστηκε στη μοναξιά του κι απομονώθηκε στο μικρό του λυόμενο∙ μια ανήλιαγη τρώγλη ήταν, φτιαγμένη από λαμαρίνες και ελενίτ, μπηγμένη στην απόληξη μιας ρεματιάς. Τους χειμώνες έζεχνε την υγρασία της  και τα καλοκαίρια γινόταν ένα αφιλόξενο ξεροτόπι, που ξέρναγε σκουπίδια και μπόχα απ’ τα σωθικά της.

Έφτασε με δρασκελιές στο γιαλό και χόρεψε σαν εκστασιασμένος δερβίσης πάνω στην άμμο, γελώντας δυνατά και φωνάζοντας ακατάληπτες κουβέντες στον ουρανό, λες κι ήταν κάποιος συνομιλητής του καθισμένος στα σύννεφα. Κοντοστάθηκε στο μικρό ξύλινο σπιτάκι της παραλίας που φιλοξενούσε τα καλοκαίρια τον ναυαγοσώστη και τους χειμώνες άγρια θαλασσοπούλια και μοναχικούς κοκκινολαίμηδες. Έσπρωξε με μια αγκωνιά τη σαρακιασμένη πορτούλα,  σκούπισε τα παπούτσια του σ’ ένα ανύπαρκτο ψαθί πάνω στην άμμο κι ανέβηκε την εσωτερική σκαλίτσα∙ στο στενό ανώγι, στόλισε τις βιολέτες στα ξύλινα δοκάρια, άνοιξε αόρατα παντζούρια να μπει η θαλασσινή αύρα στο “σπίτι”, φώναξε το Ρηνιώ να’ρθει κοντά του, να κάνουν τη βεγγέρα τους απόψε, εδώ, στο ακρόπρωρο του θνητού κόσμου, στο σύνορο της ζωής με την Ειμαρμένη.

«Τ’ ακούς Ρηνιώ μου; Θα γιορτάσουμε επιτέλους την Ανάσταση στο σπιτάκι μας. Θα φέρω το Άγιο Φως να σταυρώσουμε το μεσοστύλι κι εσύ να με περιμένεις με τους λεμονανθούς σου στο κατώφλι… μόνο μη ξεχάσεις το κλειδί Ρηνιώ μου… φύλαγέ μου το κλειδί της καστρόπορτας!…»

Σαν να κοιμόταν για μέρες στο υπαίθριο κουβούκλιο του ξυλόσπιτου. Ο διασώστης που ανέλαβε την αποκαθήλωσή του, θα διηγείται αργότερα για τα λεμονόκλαρα που  ήταν τυλιγμένα στο άψυχο σώμα. «Θε μου σχώρα με, σαν τον ιερό επιτάφιο ήταν!…»



[Συμμετοχή στη φωτο-συγγραφική σκυτάλη, εμπνευσμένη και 
οργανωμένη απ’ την Μαίρη και την Γήινη Ματιά της
Η φωτογραφία-σκυτάλη που παρέλαβα απ’ την Μαριάννα, ήταν η αφορμή για την ιστορία αυτή και με τη σειρά μου παραδίδω στην επόμενη σκυταλοδρόμο μας, στο γοργοπόδαρο Αριστάκι μας, μια αγαπημένη φωτογραφία, ενός πολυαγαπημένου και ταλαντούχου φίλου, ερασιτέχνη - εραστή της φωτογραφίας]



Με το καλό η Ανάσταση! Εγκάρδιες ευχές σ' όλους!