Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Σβήσε το σπίρτο να κοιμηθούμε


Παραμονή των Χριστουγέννων
η κάμερα εντόπισε
κοριτσάκι ακάλεστο και εμφανώς ασυνόδευτο
να περιφέρεται στη γειτονιά μας
τη φωταγωγημένη και απαστράπτουσα

***

οι κινήσεις της  θεωρήθηκαν ύποπτες
καθώς πυροδοτούσε εύφλεκτα ξυλάκια
πλησίον των παρκαρισμένων οχημάτων
ότε εκλήθη η αντιτρομοκρατική υπηρεσία

***

οι παραμυθώδεις ισχυρισμοί της στους ένστολους
ότι είναι πλανόδια πωλήτρια σπίρτων
ούσα ορφανή και πρόσφυγας εμπόλεμης χώρας
μάς συγκίνησε σφόδρα πλην όμως…

***

δεν ήταν συμβατή με το πνεύμα της γιορτής
η ευτελής εικόνα της μικρής
κι έτσι επιστρέψαμε στα διαμερίσματά μας
παραχωρώντας μεγαλόκαρδα την άδειά μας
να κουρνιάσει κάτω απ’ τη λεμονιά
του λαμπροστολισμένου πεζοδρομίου μας

***

μια κυρία έβγαλε το σκυλάκι της το πρωί
να κάνει την ανάγκη του στο ξινόδεντρο
τουρτούριζε το δύστυχο το ζωντανό
μα το είχε καλά προφυλαγμένο
σε γούνινο ζακετάκι

***

“πώς βρέθηκε άραγε ξυλιασμένο το κοριτσάκι;
με τα σπίρτα του νοτισμένα στο χεράκι;”
πέσαμε απ’ τα σύννεφα οι Χριστιανοί
με το φόβο μήπως η κοριτσίστικη ψυχή
στοιχειώσει το γεύμα των Χριστουγέννων…


Το διαδικτυακό μας συμπόσιο/ρεβεγιόν, είναι πια γεγονός. Στα γνώριμα μέρη της Αριστέας μας, γιορτάσαμε το επετειακό 22ο συμπόσιο ποίησης με λαμπερές συμμετοχές, πολύτιμους φίλους και ζεστή παρέα. Θερμά ευχαριστώ τους φίλους και την οικοδέσποινα, για την εμπειρία και το ταξίδι. 
Οι ευχές μας ενώνονται για όλα τα παιδιά που βιώνουν τον παραλογισμό του πολέμου και περιφέρονται στην “πολιτισμένη” μας ήπειρο. Οι προσευχές μας είναι να βρουν τη νέα χρονιά, το αυτονόητο. Μια πατρίδα, ένα σπίτι, μια οικογένεια, ένα ζεστό κρεβάτι και όνειρα για τη ζωή τους. 


Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Ένα βιβλίο σηκώνει άγκυρα



Λίγο πριν κάνει σκάντζα βάρδια η παλιά με τη νέα χρονιά, ξεκινάει το ταξίδι του ένα καινούργιο βιβλίο. Οι “Βίοι αγρίων και αδέσποτων αγίων” αναχωρούν για το μπάρκο τους στα εκδοτικά νερά, ευελπιστώντας σε καλές θάλασσες και φιλόξενα λιμάνια. Δεν υπόσχονται εξτραβαγκάντζες και λουξ παροχές, αλλά μόνο μακροβούτια στα πολύ βαθιά νερά της μικρής μας περιοχής∙ του μικρόκοσμού μας δηλαδή, έτσι όπως τον ορίζει ο καθένας μας. Απ’ το φινιστρίνι του θα δούμε τη γειτονιά, το σχολείο, την εκκλησία, την πλατεία που παίζουν τα παιδιά και τις οθόνες που παίζονται τα πιο σκληρά παιχνίδια. Στο τέλος του ταξιδιού θα επιστρέψουμε στην “καμπίνα” μας∙ στο διαμέρισμά μας, στο στενό μας δωμάτιο, στον ανηλεή καθρέφτη μας. Μαζί θα δούμε αυτά που δεν θέλουμε να βλέπουμε, γιατί η ομαδική έκθεση στα δύσμορφα που μας περιβάλλουν, είναι πιο βολική και λιγότερο οδυνηρή.

Από καρδίας, ευχαριστώ τον εκδότη Γιώργο Δαμιανό και τις εκδόσεις 24γράμματα Κι όλους τους φίλους που εμπιστεύονται και συντροφεύουν τις διαδικτυακές και εκδοτικές μου συγγραφικές απόπειρες. Την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μου σ’ όλους σας! Το ύστατο ευχαριστώ (αν και δεν του αρέσει να το ακούει) στον Θάνο Τσάκαλο που παραχώρησε απλόχερα αρχεία απ’ το φωτογραφικό του υλικό, για να ντύσουμε τα εξώφυλλα. Η πλοήγηση στο μαγικό βυθό με τις, απροσδιορίστου αριθμού, φωτογραφίες του (όλες εξαίρετες), ήταν γοητευτική. Η επιλογή, όμως, ήταν ζόρικη…


Απ’ το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ένα κοινό τάμα στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, θα γίνει η αφορμή για να γνωριστούν. Η ιστορία τους εξελίσσεται χρονολογικά, με βάση το ορθόδοξο συναξάρι και τους βίους των επισήμων, αλλά και των αχαρτογράφητων αγίων. Η Μπέτυ κι ο Νέστορας θα ζήσουν συμπυκνωμένα σε μια χρονιά, όλα όσα είχαν αφήσει παρακαταθήκη στο παρελθόν για τους εαυτούς τους∙ τους στεναγμούς του έρωτα και τα αδιέξοδα της αγάπης. Ξεκινούν με λαχτάρα το στήσιμο της κοινής τους ζωής, για να διαπιστώσουν σύντομα όμως, πως είναι αλυσοδεμένοι στις υποχρεώσεις και στις φροντίδες των οικείων τους. Μια σειρά από πιεστικά διλήμματα κλονίζουν τις ισορροπίες στη σχέση τους, μέχρι τη μέρα που ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής, μια μονογονεϊκή οικογένεια κι o διευθυντής του τοπικού γυμνασίου, θα φέρουν απρόβλεπτους οιωνούς∙ τώρα θα κληθούν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους και ν’ αναλάβουν νέους ρόλους στη ζωή τους. Παλιές αμαρτίες και άγνωστες δυνάμεις που κρύβονται στον καθένα, θα βγουν στην επιφάνεια και θα καθορίσουν το μέλλον τους.

Με φόντο μια λινή πετσέτα που τυλίγει ευλαβικά το πρόσφορο και το ιερό δίπτυχο∙ χαρτάκια με ψυχές και ονόματα προσφιλών, συγχώρια και ικεσίες για υγεία και ψυχική δύναμη και μυρωδιές από μοσχολίβανο, αγιοκέρι και λεβάντες. Λίγα ψίχουλα απ’ το αντίδωρο μιας κυριακάτικης λειτουργίας, ξεχασμένα στην τσέπη ενός παλτού. Στο “Άξιον Εστί” μιας ιεροτελεστίας, θα αναμετρηθούν το σκοτάδι με τη ζωή κι ο πέτρινος φόβος με τις αφράτες ζύμες που υγραίνονται απ’ τα μητρικά δάκρυα.

Ας ήτανε όλες οι έγνοιες μας από ζυμάρι παιδί μου, να τις έβανα πάνω στην πλασταριά μου και με το ξυλόβεργο να τις καλόστρωνα,
 ίσαμε να γίνουν ένα δαντελένιο φύλλο... Ωραία δε θα ᾽ταν;’’

Πληροφορίες για το βιβλίο και τρόπους αγοράς του, μπορείτε να βρείτε εδώ

Ολόθερμες ευχές σ’ όλους, Χρόνια Πολλά, με την αγάπη να σηματοδοτεί τις διαδρομές μας!




Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Bάλε κι άλλο πνεύμα στο τραπέζι…

Ας μείνει μεταξύ μας. Στήνουμε ένα εικονι[στι]κό, γιορτινό τραπέζι, με τους φίλους μπλόγκερς της γειτονιάς και μοιραζόμαστε τις νοστιμιές και τις γεύσεις που “μαγειρεύει” ο καθένας στα λημέρια του. Στιγμιότυπα απ’ τη χρονιά που φεύγει, αγαπημένες ατάκες, στιγμές χαράς αλλά και προβληματισμού, ό,τι διαθέτει ο καθένας τέλος πάντων∙ όλα, ρεφενέ στη σύναξη αυτή, που μπορεί να είναι φανταστική, αλλά νομίζω πως όλοι μας ξέρουμε καλά να γεφυρώνουμε τις φυσικές αποστάσεις και να ανταλλάσσουμε κβαντικές αγκαλιές.
Συνεχίζοντας το περσινό έθιμο της ανασκόπησης της μπλογκοχρονιάς που φεύγει, η σκέψη μου για το φετινό “μενού” και τον τίτλο της ανάρτησης,  ταυτίστηκε πλήρως με το  22ο συμπόσιο ποίησης που οργανώνει το αστέρι της παρέας, η Αριστέα μας.
Πνεύμα Χριστουγέννων” λοιπόν, το κυρίως πιάτο μας, με άφθονη αγάπη, μεζέδες συντροφικότητας και δυναμωτικές ευχές για τη νέα χρονιά που καταφτάνει. Να είμαστε όλοι καλά και να συνεχίζουμε να συνυπάρχουμε ομοτράπεζοι και συμποσιούχοι. Καλή μας όρεξη!
Κατά την προετοιμασία του συμποσίου…

Καθείς και η σπεσιαλιτέ του…

Ο σιωπηλός [οσιο]μάρτυς Μήτσος ο Καυσοκαλυβίτης

Η ζούπερ-γιαγιά Ρούλα που μας τρολάρει κανονικά…

Η δασκάλα του Ζεν και του Ευ ζην…

Έκτακτη είδηση, απ’ την αίθουσα σύνταξης. Γιαγιά και εγγονή θα έρθουν με άδεια χέρια στο τραπέζι, λόγω τεχνικού κωλύματος.

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ο παρακάτω διάλογος διημείφθη μεταξύ των συγκατοίκων:
-          - Κι ήταν το καμάρι του Κάβαλιερ Κινγκ Τσαρλς Σπάνιελ… 
-          - Τώρα είναι η ντροπή του Σοφλάν!
-          - Γιαγιά εξηγούμαι. Εγώ, δεν έρχομαι στο συμπόσιο, αν δεν την επαναφέρω στις εργοστασιακές της   ρυθμίσεις!  
-          - Φορμάτ να της κάνεις. Σαλούτο Αννετάκι…
Χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση του John Pit, η σχέση γιαγιάς και εγγονής αποκαταστάθηκε και το πρόβλημα της Πέρλας αντιμετωπίστηκε στη σωστή του διάσταση.

Αποσπάσματα απ’ το ΤΕΚΛΑ

Ο καπετάν-Μπρίκης με τη γνωστή πλοιοκτήτρια Μεμαρία  θα καταφτάσουν στην προβλήτα του συμποσίου, πάνω στο χάρτινο καραβάκι τους…

Στη Χώρα της μπροστινής και στο Κρατίδιο της πισινής βεράντας, η Πίππη που δεν την λένε Πίππη, καταρρέει μαζί με το αγιόκλημα που έχει πάθει κατάθλιψη, την φιλάσθενη εκατόφυλλη και τον αυτόχειρα δεντρολίβανο, τον νιο τον λεβεντόκλαδο και φρεσκοκαρπισμένο. Ξέρει άραγε η σμιχτοφρύδα αρμπαρόριζα τον ένοχο του διπλού φονικού -της πλουμιστής λεβάντας και της ροδοπορτοκαλί τριανταφυλλιάς; Κι αν ξέρει, θα μυρίσει; Κι αν μυρίσει, θα έχει κι αυτή το ίδιο τραγικό τέλος; Θα την βρουν με τα φύλλα της διάτρητα απ’ το χαλασμένο δόντι της σατανικής Βρισηίδας;
[Πλάκα-πλάκα, δεν γράφεις κανένα παραμύθι Πίππη μου;]

Στο τελείωμα της μέρας, θα ρίξουμε κλεφτές ματιές στο φεγγάρι. Από κάποιο ηφαιστειακό κρατήρα, θα εκτοξεύονται πολύχρωμα μπαλόνια και φιλντισένια κουμπιά. Η συνήθως ύποπτη γι’ αυτές τις φεγγαρο-εκρήξεις, δεν είναι άλλη απ’ την Αλεξάνδρα μας. Μονίμως καταζητούμενη απ’ την ΔΕΥ [Δίωξη Ευαισθητοποιημένων Υπάρξεων].

Με την ευχή να γκρεμίσουμε και φέτος τους μύθους των γιορτών…

…και ν’ αναγνωρίζουμε στους κοντινούς μας ανθρώπους, αυτούς που δημιουργούν και μοιράζουν ολοχρονίς, τα δώρα, την έγνοια και την αγάπη τους. Ζουν ανάμεσά μας και είμαστε τυχεροί που τους έχουμε στο ίδιο “τραπέζι”.

Υ.Γ. Tη μουσική επιμελήθηκε η Γλαύκη, της γνωστής οικογενείας των Chandos Báez


Οι γειτονιές αλλάζουνε, μα η φιλία μένει.
Κι αυτό είναι το πιο ανεκτίμητο δώρο στο πέρασμα του χρόνου.
Καλές γιορτές και, όσο γίνεται, με περισσότερα χαμόγελα στη ζωή μας!
[οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν αποκλειστικά στους δημιουργούς τους]

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Άριος Πάγος (*)


Οκέι, εγώ είμαι κάθετη. Τέτοια φαινόμενα να πατάσσονται στη ρίζα τους. Τη ρίζα, μπάι δε γουέι, πότε θα την περάσουμε ένα χεράκι, μιας και το έφερε η κουβέντα; Μην την αφήσουμε τελευταία στιγμή και τρέχω με τ’ αλουμινόχαρτο στο ρεβεγιόν, ε; Έτσι που λες. Πού πας μαντάμ με φέικ πτυχίο; Οκέι, σόρυ. Την αναβάθμισα. Απολυτήριο εννοούσα. Το ακούω στην πρωινή εκπομπή του σκάι και φρικάρω. Δούλευε είκοσι χρόνια καθαρίστρια και δεν είχε βγάλει το δημοτικό, η γελοία! Θεέ μου, σε τι χώρα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Πόση αμορφωσιά ν’ αντέξει η κοινωνία μας; Πιο σιγά κούκλα μου με το σκαρπέλο, νύχι είναι, δεν ανοίγεις ντομάτες, έλεος δηλαδή! Ένιγουεϊ, τι λέγαμε;

Φωνάζω που λες την προκομένη τη δικιά μου και της λέω, και καλά στο άσχετο: «Ταμάρα χρυσό μου, τι δέσμη ήσουν στο σχολείο;»  «Ταμάρα ντεν πήγκε σκολείο κυρία, έχουμε πόλεμο στο πατρίντα» μου λέει. Ράγισε η κερατίνη στα νύχια μου, για τέτοιο σοκ σου μιλάω. Οκέι, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, τα πήρα κρανίο με την Ουκρανή.  Τι χτένισμα προτείνεις για ρεβεγιόν, μπάι δε γουέι; Κάτι μίνιμαλ, γιατί θα παίξω με βινύλ και γκλίτερ φέτος, μην το παραφορτώσω, ε;

Τι έλεγα; Α ναι, για την Ταμάρα. Την σούταρα κανονικά και ψάχνω για απόφοιτη λυκείου, του-λά-χι-στον. Να μιλάει και τη γλώσσα που μου έβγαλε τον αδόξαστο, μέχρι να μάθει τα βασικά. «Ταμάρα  χρυσό μου, αυτό το λέμε στα ελληνικά: “λάτε μακιάτo”, αυτό “εσπρέσσο λούνγκο” κι αυτό “κρεπ σουζέτ”, οκέι;» Τίποτα. Ανεπίδεκτη η Τατάρα! Ας πάει από κει που ήρθε, να καθαρίζει ρέγκες στην ιχθυόσκαλα της Σεβαστούπολης. Εμείς μένουμε Ευρώπη. Άι σιχτίρ πια!

Πού είχαμε μείνει; Α ναι, για την επίορκη καθαρίστρια. Που τόλμησε να σφουγγαρίζει σκάλες και σοβατεπιά, δίχως απολυτήριο δη-μο-τι-κού! Το διανοείσαι; Καλά είχανε κάνει σ’ όλες δαύτες και τις είχανε απολύσει οι δικοί μας. Θέλουνε και θέσεις στο δημόσιο, οι αστοιχείωτες. Κάτι τέτοιες ρίξανε στα βράχια την οικονομία μας. Πιο σιγά εσύ με τη φρέζα, δεν ξεχερσώνεις χωράφι κοπέλα μου, ήμαρτον δηλαδή! Τι μαρτύρια τραβάω Θεέ μου! Κανονικά δηλαδή, πρέπει να ζητήσω αποζημίωση απ’ αυτήν την γιαλαντζί απόφοιτο, για την αποκατάσταση της κερατίνης στα νύχια μου. Μωρέ, μέχρι Άρειο Πάγο θα φτάσω, άμα χρειαστεί... Μήπως να τα βάψω ένα γκρι του πάγου για τις γιορτές;

(*) εκ της Αρίας [ενίοτε και αγρίας] φυλής

Όταν έστελνα τη συμμετοχή μου στην Μαρία, είχα σαν ευχή και υστερόγραφο, μέχρι το τέλος το παιχνιδιού, να έχει γυρίσει στο σπίτι της η γυναίκα αυτή. Ευτυχώς, αυτή τη φορά, υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις και έντιμοι δικαστές που λειτούργησαν με ευθυκρισία, και όχι με αίσθημα εκδίκησης και εθελοτυφλίας. Ο υγιής ιστός της κοινωνίας μας διαθέτει ακόμα αντανακλαστικά και καλή μνήμη, όσο κι αν κάποιοι ισχυρίζονται (ή επιδιώκουν) το αντίθετο.

Όπως, πολύ εύστοχα, γράφει στο κείμενό της η Μαρία «Μόνο ο Γιάννης Αγιάννης τιμωρείται στην κοινωνία που η απατεωνιά θεωρείται υγιής επιχειρηματικότητα και η απελπισία για ένα ξεροκόμματο, απατεωνιά και μάλιστα καταδικάζεται χωρίς ελαφρυντικά», η πρόσφατη ιστορία μας έχει πολλά παραδείγματα, με κορυφαίο, την πλαστογράφηση πτυχίου από το University College Cork, του επικεφαλής του Eurogroup και Υπουργού Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντάισελμπλουμ. Αλλά αυτός “καθάρισε”, όπως και πολλοί άλλοι. Και μας κούναγε το δάχτυλο επικριτικά. Ο “μπουκλάκιας”!... Με τις υποκλίσεις και τα γλειψίματα του μιντιακού κατεστημένου της χώρας, βεβαίως-βεβαίως…

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαρία για το παιχνίδι που φιλοξενεί με υποδειγματική συνέπεια και πολλή δουλειά στο Χάρτινο Καραβάκι της. Ευγνώμων για τη διάκριση και τα σχόλια των φίλων που παρέα συνταξιδέψαμε και σ’ αυτό το παιχνίδι. Καλό μήνα να έχουμε, με γιορτινή διάθεση για “λαμπάκια” και συνειδήσεις αναμμένες, για στολισμένες μέρες, με αλληλεγγύη και αγάπη στον πλησίον μας!


Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES μας έκανε για χρόνια να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στη Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου

Φωτογραφίες απ’ το διαδίκτυο

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Χρονοτάξιδο



Τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα και τακτοποίησε τα σιδερωμένα στα συρτάρια τους. 
«Τα σώβρακα να τα σιδερώνεις, για να πεθαίνουν τα μικρόβια» άκουγε τη φωνή της συνείδησης απ’ το υπερπέραν. Ύστερα ετοίμασε το αυριανό φαγητό, αφού τεμάχισε με χειρουργική ακρίβεια το κρεμμύδι, έτσι ώστε αυτό να περάσει απαρατήρητο απ’ το ιεροεξεταστικό βλέμμα των παιδιών. Κάτι αξόδευτα κλάματα που είχαν μαζευτεί από καιρό στους κερατοειδείς, κατρακύλησαν στην κατσαρόλα και τσιγαρίστηκαν με τα δάκρυα απ’ το βατικιώτικο∙ «Από ξηροφθαλμία πάντως, δεν κινδυνεύεις, μικρή μου!» ξανακούστηκε η φωνή, απ’ τη χοάνη του απορροφητήρα αυτή τη φορά. Αργά το βράδυ, και αφού τα καλοσιδερωμένα σώβρακα φορέθηκαν και κοιμήθηκαν μακαρίως, μάζεψε τα κουράγια της, το τραπέζι, τα άπλυτα πιάτα, τα βρόμικα ρούχα και τα πεταμένα παιχνίδια στο σαλόνι. Στο γιορτινό χαρτόνι πάνω στο ψυγείο, τα παιδιά είχαν διαγράψει με κόκκινο μαρκαδόρο, άλλο ένα κουτάκι. «Τριάντα μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα». Έβγαλε το αγιοβασιλιάτικο μαγνητάκι, ξεκρέμασε το χαρτόνι κι άρχισε να τρίβει το κοκκινάδι που είχε ξεστρατίσει, πασαλείβοντας την επιφάνεια του ψυγείου. «Χο-χο-χο… ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει» της χαμογέλασε σαρδόνια η αγιοσύνη του. «Πού να τα βάζεις νυχτιάτικα με ανεξίτηλους αγίους;» σκέφτηκε και αποχώρησε παραδομένη και κατάκοπη. Αύριο πάλι…

Λίγο πριν βυθιστεί σ’ έναν ληθαργικό ύπνο, ανέσυρε το μαύρο τεφτέρι της για να κάνει το ταμείο της ημέρας. Σήμερα, έσβησε μια προσβολή απ’ τον μεγάλο. Σήμερα, μια απαξιωτική συμπεριφορά απ’ την κόρη. Σήμερα, μιαν άγρια σπρωξιά απ’ τον Θωμά. Σήμερα, μια αδικία απ’ τον προϊστάμενο. Σήμερα, έβγαλε ένα εισιτήριο με την αμαξοστοιχία. Χτες, είχε ετοιμάσει μια βαλιτσούλα με τα απαραίτητα∙ όλα κουβαριασμένα και ασιδέρωτα, των εσωρούχων συμπεριλαμβανομένων. Αύριο, θα έχει μετανιώσει που δεν τους άφησε πίσω, ένα μαγειρεμένο φαγάκι. Μεθαύριο, θα μάθει πως την ψάχνουν εναγωνίως όλοι τους, για να πραγματώσει τα “σήμερα” που τα άφησε σύξυλα κι εξαφανίστηκε.

Το τεφτέρι γέμισε πια. Απ’ την εύθρυπτη κιμωλία, δεν απόμειναν παρά ελάχιστοι, λευκοί κόκκοι. Ίδια απόχρωση με τις φύτρες που στολίζουν το στεφάνι των μαλλιών της. Τα έπιασε ένα σφιχτό κότσο, όπως τότε που μοσχομυρίζανε ξιδόνερο κι αρισμαρί, και ξάπλωσε νωχελικά στο παράθυρο του κουπέ. Το τρένο ξεκινάει το παλινδρομικό του ταξίδι πάνω στις ξύλινες τραβέρσες κι απ’ το παράθυρο χαζεύει τη διαδρομή προς το “χτες”. Θα μετρήσει αντίστροφα τις μέρες, τα χρόνια, τα όνειρα, θα κάνει σταθμό στο αρυτίδωτο πρόσωπο και στις νεανικές επιθυμίες που, κάποτε, είχαν υποκύψει στα τραύματά τους. Κι αυτή, όλο και θα μικραίνει∙ θα γίνει το κορίτσι με τα στιλπνά μαλλιά που μετράει αντίστροφα τις μέρες ως τα Χριστούγεννα. Ανυποψίαστη για τα βακτήρια που αναπτύσσονται στις ραφές των εσωρούχων και παντελώς αδιάφορη για κρεμμύδια, τρίφτες και τσιγαρίσματα σε κατσαρόλες.

Με την επίγνωση πως το αύριο θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το σήμερα, παραδόθηκε κι απόψε στο όνειρο της φυγής, κρυμμένη στο σιδερένιο τρενάκι που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ το σαλόνι.

Φέτος, θα ζητήσει απ’ τον αϊ-Βασίλη μια καινούργια κιμωλία…



Ήταν η συμμετοχή μου στη Φωτο-συγγραφική σκυτάλη ΙΙ
που διοργανώνει η Μarypertax στη Γήινη Ματιά για δεύτερη φορά.
Η φωτογραφία-σκυτάλη, μού παραδόθηκε απ’ το Αριστάκι μας
(Η ζωή είναι ωραία) και προέρχεται απ’ τον ιστότοπο:
Παραδίδω με τη σειρά μου τη σκυτάλη μου στη Μαρίνα 
μαζί με μια αγαπημένη φωτογραφία της πολυαγαπημένης μας
και με όλες μου τις ευχές για όμορφες εμπνεύσεις και καλούς
προορισμούς∙ στο παιχνίδι αλλά και στη ζωή της εν γένει.



[Μαρίνα μου, νομίζω πως είναι απ’ τα αγαπημένα σου θέματα…]

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Εκλήθη προς μετάταξη


“Σύντομον σχολικόν ενθύμιον απ’ την τάδε τάξη
του τάδε δημοτικού, την τάδε χρονιά”
Ο κύριος Φάνης εν μέσω αμνοεριφίων
ανένταχτος αιθεροβάμων και ευφάνταστος καινοτόμος
μας ήρθε στην τάξη  πρωτοκάραβος και απλόκαρδος
με τη βίτσα του τη βεργολυγερή που όλοι μας την τρέμαμε
από κάτι “καλοδασκάλους” κατά το πρωτόκολλο…
αυτός την ξεμασκάλισε την έκανε διχάλα
σαν υδροφάντης την στροβίλιζε στον αέρα
κι έψαχνε να βρει τη νερομάνα φλέβα
“έτσι θ’ ακουρμάζεστε κι εσείς κάτω από κάθε λέξη
ν’ αναζητάτε τις ρίζες και τις πηγές της
να τις φυτεύετε για να καλοκαρπίσουν
γιατί δίχως λέξεις δεν υπάρχει σκέψη
και δίχως σκέψη πεθαίνουν οι ιδέες”…

Τον έφαγε το λησμονοβότανο τον κύριο Φάνη
τον δάσκαλο τον αηδονόλαλο της τάδε τάξης
που έφερε τις λέξεις του μια μέρα να τις ριζοβολήσει
κι όταν τον πήραν είδηση πως φύτευε τους σπόρους του
για ισότητες και δικαιοσύνες και πολεμόχαρους αιμοπότες
αίφνης εκλήθη προς μετάταξη λόγω ψυχικής διαταραχής
κι έτσι επιστρέψαμε κι εμείς τ’ αθώα πρόβατα
στην κανονικότητα του χερσοχώραφού μας
γίναμε μεγάλοι κι ευπρεπείς και άπραχτοι
και ευλαβείς κολλυβογραμματιζούμενοι
μεροδούληδες και μονοφαγάδες
ως ορίζει του ισχυρού ο νόμος.

Ευπειθώς υποφέρω,
Ένας μαθητής σου απ’ τα παλιά
που έφτασε τα χρόνια και τα λόγια σου

Συμμετείχε στο 21ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας μας που οργάνωσε και έτρεξε 
στο στέκι της Η ζωή είναι ωραία
Εξαιρετικές συμμετοχές και σ’ αυτό το συμπόσιο, νέες παρουσίες, ξεχωριστές διαδρομές και εκδοχές πάνω στον καμβά των λέξεων που μας έδωσε η Αριστέα. 
Εγκάρδια “ευχαριστώ” στους φίλους γι’ αυτό το  υπέροχο συναπάντημά μας και φυσικά 
στην -άψογα οργανωμένη- Αριστέα μας! 

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λεωφόρος των Ψυχών


Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια  που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.

«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.

Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.

Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»

Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου εικονίσματα».

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους.

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της…



Συμμετείχε στο 16ο "Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε  η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ είναι στην αρχική της μορφή.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Τα κρυφά σχολειά


// Σου περνούσε αυτό που ήθελε με έναν τρόπο που, ήθελες-δεν ήθελες, θα τον καταλάβαινες. Τώρα πάω στο σχολείο εκτός φυλακών και την Κυριακή είχα σκοπό να πήγαινα να τον έβλεπα σε μια εκκλησία που ψέλνει. Ήθελα κάποια πράγματα να του πω, ότι σ’ αυτό το σχολείο που πάω τώρα, λείπει ο Ζουγανέλης, λείπει. Σ’ αυτό το σχολείο του Κορυδαλλού ένιωθα ότι αποφυλακιζόμουν, πήγαινα με χαρά, περίμενα από τις 8 παρά τέταρτο ν’ ανοίξει ο υπάλληλος την πόρτα. Το Σαββατοκύριακο που δεν είχαμε σχολείο στεναχωριόμουν...//

Γιώργος Ζουγανέλης: Διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας των Φυλακών Κορυδαλλού. Πάντα πρόθυμος για την καινοτομία, μ’ αυτό το καθησυχαστικό χαμόγελο και το ήρεμο βαθύ βλέμμα, δίδαξε πώς γίνεται το όνειρο πραγματικότητα.
Ήταν ο φωτισμένος δάσκαλος που έστησε και υπηρέτησε το «Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας» των Φυλακών Κορυδαλλού. Με όραμα να προσφέρει το «δώρο της μόρφωσης» στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του σχολείου των φυλακών και με την πεποίθηση πως η εκπαίδευση έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει τους ανθρώπους, έβαλε σκοπό της ζωής του να προσφέρει τις γνώσεις του στους κρατουμένους, παρέχοντάς τους την δυνατότητα ν’ αποκτήσουν απολυτήριο γυμνασίου. Αμέσως μόλις ανέλαβε τη διεύθυνση του σχολείου, ξήλωσε τις κάμερες που βρίσκονταν στο χώρο στέγασης κι εγκατέστησε έναν φύλακα στην είσοδο του, προσφέροντας στους κρατουμένους μια «χαραμάδα ελευθερίας».

Οι μαθητές τον αποκαλούσαν «δάσκαλο», του μιλούσαν στον ενικό, τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, ήταν ένας πόλος έλξης που μαγνήτιζε τους ανθρώπους να βρεθούν μαζί του, να συνεργαστούν και όλοι μαζί να «χτίσουν» μέσα στις φυλακές έναν κόσμο ελεύθερο, δίκαιο, γεμάτο φως και ελπίδα. Τα όπλα του ήταν τα γράμματα και οι τέχνες. Έτσι άνοιγε τον δρόμο για το αύριο των κρατουμένων έξω απ’ τη φυλακή, με εφόδιο την παιδεία, τη γενική μόρφωση και τον πολιτισμό. Λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο, χορός, φωτογραφία, κινηματογράφος, μουσική, σχολικά μαθήματα, ξένες γλώσσες, ελληνικά για τους αλλοδαπούς κρατούμενους, δεν υπήρχε άνθρωπος να προσφέρει γνώση και έργο εθελοντικά στο ΣΔΕ κι ο Γιώργος να μην το εντάξει στο πρόγραμμα του σχολείου για τους μαθητές του.

Κατά τραγική ειρωνεία, έφυγε αιφνίδια την ημέρα που γιορτάζουν οι προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών∙ ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, στις 30/01/2016, σε ηλικία 55 χρονών, η σπάνια καρδιά του λύγισε. Αν το έργο του τύχαινε της προβολής και του σεβασμού που του αναλογούσε, θα ξέραμε περισσότερα γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τίμησε στο έπακρον το ρόλο του και λειτούργησε ένα σχολείο, που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα απ’ τα “ελεύθερα σχολεία”, αντιθέτως αυτά θα έπρεπε να ζηλέψουν και να αντιγράψουν τη μεθοδολογία του.

Λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι αυτής της σχολικής χρονιάς, ας ψάξουμε λίγο στα διάσπαρτα “κρυφά σχολειά” που υπάρχουν τριγύρω μας. Εκεί που κάποια παιδιά θα πάνε ασυνόδευτα στον αγιασμό, ή ακόμα και υπό τους βρυχηθμούς κάποιων ένθερμων γονέων και κηδεμόνων, που αλυχτούν περί  «θωράκισης των σχολείων από τα παιδιά των προσφύγων».  Ας φροντίσουν όλοι αυτοί οι “καλοί γονείς”, να θωρακίσουν τα δικά τους παιδιά απέναντι στον φιλοτομαρισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Το σύγχρονο αναγνωστάρι του ανθρώπου, έχει πρώτη λέξη την Αλληλεγγύη κι εκεί επάνω χτίζεται η κοινωνία του αύριο, αυτή είναι η πιο ουσιαστική παιδεία για όλους, εκεί γεννιέται το όνειρο και μόνο εκεί ανθίζει το χαμόγελο.

Καλή μας φώτιση!


Απ’ το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, ένα σχολείο που Έλληνες καθηγητές, διδάσκουν σε μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο την ελληνική γλώσσα, την ελληνική κουλτούρα και την ελληνική παιδεία. Ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, στο οποίο  κατά καιρούς πηγαίνουν και Έλληνες αναλφάβητοι.


Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Πέντε


Πριν πέντε χρόνια το Απάγκιο σήκωσε πανιά για να ξεκινήσει το διαδικτυακό του ταξίδι, που δεν ήταν παρά μια απόπειρα απόδρασης απ’ την ασφυκτική καθημερινότητα. Στα χρόνια αυτά, αξιώθηκε να γνωρίσει πολλούς και εκλεκτούς φίλους, να δέσει τους κάβους του σε φιλόξενα λιμανάκια και να ζήσει δυνατές συγκινήσεις. Να γεμίσει τα αμπάρια του με δώρα πολύτιμα∙ ευχές και κεράσματα, σμιξίματα και τραπεζώματα, στιγμές νοτισμένες απ’ το άρωμα της παρέας, που μένουν ανεξίτηλες στο χρόνο. Ένα τεράστιο "ευχαριστώ" για την παρουσία σας -ακόμα και εν μέσω της μακρόχρονης απουσίας μου- για τις ευχές και τα μηνύματά σας, για τη νοερή συντροφιά σας που είναι βάλσαμο και στήριγμα στις απρόσμενες φουρτούνες της ζωής. Κάτι κουβέντες που έχουμε ανταλλάξει κατά καιρούς, σαν τα τσαλακωμένα χαρτάκια που διακινούσαμε συνωμοτικά κάτω απ’ τα σχολικά θρανία μας, ήταν η πυξίδα και  η τροχιοδεικτική πορεία προς ένα απάνεμο αραξοβόλι, μέχρι να περάσει η αντάρα.

Αυτό το κακοχείμωνο καλοκαίρι, άφησε πίσω του προσωπικές αλλά και εθνικές απώλειες.  Με τα μάτια ακόμα πρησμένα απ’ τα κάθε λογής “αποκαΐδια”, η διάθεση είναι στα τάρταρα και τα ευχολόγια μοιάζουν άτοπα, όταν κάνεις τη σούμα με τα θύματα της απίστευτης θεομαχίας∙ άνθρωποι να παλεύουν με τον άνεμο, τη φωτιά και το νερό! Έχοντας βιώσει εκείνες τις ασφυκτικές μέρες των πυρκαγιών στο θάλαμο ενός νοσοκομείου συντροφεύοντας αγαπημένο μου πρόσωπο, ο πόνος βάραινε περισσότερο. Να σβήνεις τη φωτιά με άλλη φωτιά, να ζυγιάζεις την προσωπική σου επερχόμενη απώλεια στην πλάστιγγα με τους ατέλειωτους κίτρινους σάκους που έδειχνε η τηλεόραση, ήταν βασανιστικό. Τα “πώς” και τα “γιατί”, θα υπεραναλυθούν και  πιθανότατα θα συρταρωθούν, όπως τα άψυχα σώματα που γέμιζαν εκείνες τις μέρες τα συρτάρια των νεκροθαλάμων. 

Πολύ φοβάμαι ότι η προσοχή μας έχει πάλι αποσπαστεί εκεί που οι σειρήνες της “δημοσιογραφίας” το απαιτούν (“παραλίγο να καεί και το σπίτι του Σάκη”, σου λέει…), μέχρι να σβήσει σαν ισχνό κυματάκι στα ρηχά της μνήμης μας. Κι αν δεν αντιληφθούμε επιτέλους πως η μόνη περιουσία μας είναι η φύση, πως αν δεν γκρεμίσουμε φράχτες και συρματοπλέγματα για ν’ ανασάνει απ’ τον τσιμεντένιο κλοιό και δεν αφήσουμε κατά μέρος τις επεκτατικές μας τακτικές, θα εγκλωβιστούμε ξανά στις δύσβατες ατραπούς μιας αφιλόξενης πολιτείας. Είμαστε στην πιο όμορφη γωνιά του πλανήτη, στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς, όπως μας λένε οι ξένοι ατζέντηδες∙ και δεν διαθέτουμε ακόμα τα στοιχειώδη. Προσπελάσιμους δρόμους για τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Ελεύθερα πεζοδρόμια (αν έχετε κάνει διαδρομές με παιδικά καροτσάκια στην πόλη, καταλαβαινόμαστε). Ας μην συζητήσουμε για τους χτισμένους λόφους της Αττικής, τις νεοσύστατες πολιτείες στο δάσος της Πάρνηθας, τα μπαζωμένα ποτάμια και τις δύσοσμες περιοχές στο Θριάσιο που παλεύουν να επιβιώσουν ανάμεσα σε φουγάρα, αντλίες και δεξαμενές με πετρέλαιο. Πόση πολιτική προστασία να μας φυλάει, αν η προσωπική μας ευαισθησία φτάνει ως το χαλάκι της εξώπορτάς μας; 

Κρατάω στις αποσκευές μου τις κρητικές μας συναντήσεις με φίλους και συγγενείς, τα λόγια και τις ευχές τους, τα τσουγκρίσματα και τις ρακοκατανύξεις κάτω απ’ τη ματωμένη σελήνη, τις παυσίπονες μαντινάδες, τα χτυπήματα στην πλάτη και τα σφιχταγκαλιάσματα πριν την επιστροφή μας στο κλεινόν άστυ∙ όλα αυτά που άπλωσαν μια γλυκερή κρούστα πάνω απ’ τη συσσωρευμένη πικρίλα και τις στρώσεις της λύπης. 

Το κατευόδιο μας στο λιμάνι «Να κλέβεις του χάρου παιδί μου!» ήταν η ύστατη παραγγελιά που πήρα μαζί μου. Επιτρέψτε μου να σας την κοινωνήσω με όλη μου την αγάπη!