Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Μπουγαδόνερα

 


Τότε τους λέγανε άπλυτους, μαλλιάδες, αλήτες και απειλή της σταθερότητας. Η δημοσιογραφική μεραρχία της εποχής εκείνης διέθετε τα αλάνθαστα όπλα: Διαστρέβλωση της αλήθειας , συκοφάντηση των εξεγερμένων φοιτητών και εργατών και αγιοποίηση των εισβολέων. Αργότερα βέβαια, τα ίδια μέσα έγραφαν διθυραμβικά επετειακά άρθρα  για τους ανένταχτους  φοιτητές  που θυσιάστηκαν για να πέσει η χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως να κατέθεταν και στεφάνι στη μνήμη τους. Η δική τους “μνήμη” πάντως, συρρικνώθηκε κατά πολύ και προσαρμόστηκε στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.



Αναρωτιέμαι αν γινόταν σήμερα μια τέτοια εξέγερση, αν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι ξεχύνονταν στους δρόμους διεκδικώντας “ψωμί-παιδεία-υγεία-ελευθερία”, πώς θα τους αντιμετώπιζαν άραγε οι τηλεοράσεις, τα κανάλια, οι φυλλάδες και οι παρατρεχάμενοι δημοσιογραφίσκοι, πανελίστες, τηλεκριτικοί, φουρθιώτηδες και πρωινατζούδες κι όλος ο συρφετός της ε(ξ)νημέρωσης;    

Πριν 48 χρόνια, η κορυφαία αντιδικτατορική εξέγερση είχε προβληθεί, από μέρος του τύπου, ως «Φοιτητική αναρχία» και οι ηρωικοί φοιτητές ως “Διαδηλωταί με πυροβόλα όπλα”. Φοβάμαι ότι, σήμερα, θα τους λοιδορούσαν ξανά με πηχυαίους τίτλους στα δελτία: “Αντιεξουσιαστές, μπαχαλάκηδες, ταξικοί εχθροί, απειλή για τη δημοκρατία”. Απ’ τις ρούγες και τα τηλεπαράθυρα θα ωρυόντουσαν πολιτευτάδες και νοικοκυραίοι για την αναγκαιότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της καταστολής τέτοιων φαινομένων. Ακόμα και με τη βία, αν χρειαστεί. Κι οι τηλεθεατές θα κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι πριν γυρίσουν το κανάλι σε κάποιο ριάλιτι. Τι μας νοιάζει κιόλας; Το δικό μας το παιδί θα ξυλοκοπηθεί;



Φοβάμαι ότι από τότε που ο σπουδαίος μας ποιητής  έγραψε αυτούς τους στίχους, δεν άλλαξαν και πολλά. Οι φωλιές μας, χρόνια τώρα, παραμένουν καταλερωμένες. Οι λέξεις μας μεταλαγμένες και τα νοήματα ξεπλυμένα στα μπουγαδόνερα της ενημέρωσης.

 

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβμαι τος νθρώπους πο μ καταλερωμένη τ φωλι
πασχίζουν τώρα ν
βρον λεκέδες στ δική σου.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο σο κλείναν τν πόρτα
μ
ν τυχν κα τος δώσεις κουπόνια κα τώρα
το
ς βλέπεις στ Πολυτεχνεο ν καταθέτουν γαρίφαλα κα ν δακρύζουν.

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο γέμιζαν τς ταβέρνες
κα
τ σπάζαν στ μπουζούκια κάθε βράδυ κα τώρα τ ξανασπάζουν
ταν τος πιάνει τ μεράκι τς Φαραντούρη κα χουν κα «πόψεις».

Φοβ
μαι τος νθρώπους πο λλαζαν πεζοδρόμιο ταν σ συναντοσαν
κα
τώρα σ λοιδορον γιατ, λέει, δν βαδίζεις σιο δρόμο.
Φοβ
μαι, φοβμαι πολλος νθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα
κόμη περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «ΦΟΒΑΜΑΙ» γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

(Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ' το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους)



Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Δημιουργική απασχόληση (ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ #20)


Ζητείται κυρία ώριμης ηλικίας, απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών, με σοβαρές συστάσεις και αξιόλογη προϋπηρεσία σε εύπορες οικογένειες, για τετράωρη απογευματινή απασχόληση. Επιθυμητή η γνώση δύο τουλάχιστον (ευρωπαϊκών) ξένων γλωσσών, για να προετοιμάσει 4χρονο κοριτσάκι και να το απασχολεί δημιουργικά. Θα συνεκτιμηθεί η προθυμία για παράλληλη παροχή υπηρεσιών, όπως σιδέρωμα, βόλτα του κατοικίδιου σκύλου (ράτσας: Τσιουάουα, διασταύρωση με Πεκινουά), καθώς και η ετοιμασία του οικογενειακού δείπνου. Κάτι πρόχειρο και σύντομο. Εν ανάγκη, και με μπρουσκέτες ολικής με καπνιστό σολομό και χώμα ελιάς, βολευόμαστε.

Προσφέρεται ιδανικό περιβάλλον εργασίας, σε πολυτελή μεζονέτα των βορείων προαστίων, χτισμένη στους καμένους πρόποδες του τέως Πεντελικού όρους, διαθέτουσα θερμαινόμενη πισίνα, χτιστό μπάρμπεκιου και εκκλησάκι κήπου, όλα από Πεντελικό μάρμαρο.

Η υποψήφια θα πρέπει να διαθέτει απλότητα, καλή εμφάνιση και ευγενική συμπεριφορά. Θα προτιμηθεί η κάτοχος βασικών γνώσεων ψυχολογίας, ώστε να παρέχονται συμβουλές συναισθηματικής ενδυνάμωσης στη μητέρα. Η συμβολή της στην εξολόθρευση παντός είδους μικροβίων στο σπίτι, είναι επίσης ευκταία. Απειλητικές εστίες, όπως τα θυσανωτά γένια του συζύγου (ράτσας: ημίαιμο, διασταύρωση Εκαλιώτισας με κοπρίτη εκ λιμένος Πειραιώς), τα οποία αρνείται πεισματικά να ξυρίσει, προκαλούν συχνές ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.

Σημειωτέον ότι, ήδη, τον αποκαλούν στους κύκλους μας «σύντροφο Καρλ», γεγονός που, αρχικά, εξελήφθη ως τίτλος τιμής, θεωρώντας πως αναφέρονται στον αγαπημένο μου σχεδιαστή Καρλ Λάγκερφελντ (ράτσας: καθαρόαιμο κουτάβι, γερμανικής οικογένειας βιομηχάνων). Εις μάτην! Σε πρόσφατη εμφάνισή του στο κοκτέιλ-πάρτι οικογενειακού μας φίλου, εν πλήρη αγνοία μου και παρακούοντας τις νουθεσίες μου για ευπρεπές dressing code, αιφνιδίασε τους πάντες. Εν μέσω υψηλών καλεσμένων, ξεκούμπωσε το μεταξωτό του μπλέιζερ, το στριφογύρισε προκλητικά στον αέρα και αποκάλυψε το t-shirt που είχε κρυμμένο από μέσα. «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ», έγραφε. Αντικρύζοντας και τη στάμπα του αξύριστου κατσαπλιά, διαπίστωσα μετά βδελυγμίας, σε ποιον Καρλ αναφέρονται οι φίλοι μας τόσο καιρό.

Ευτυχώς, και χάρη στο ευφάνταστο χιούμορ  γνωστού μόδιστρου που ήταν παρών στο πάρτι, αποφύγαμε το λιντσάρισμα, αφού το απεχθές μπλουζάκι διαφημίστηκε ως κομμάτι της νέας του κολεξιόν, “Luben Fashion”. Η οποία παρεμπιπτόντως, κάνει θραύση. Κι εγώ είμαι πανευτυχής για τη νομιμοποίηση του Καρλ, στον κύκλο μας. Και για τα συζυγικά γένια, εν γένει.

Τούτων δοθέντων, η υποφαινόμενη χρήζει ψυχολογικής στήριξης και αμέριστης βοήθειας με την ηλικίας τεσσάρων ετών κόρη της (ράτσας: αναντάμ-παπαντάμ Ελληνίδα, με αριστοκρατικές καταβολές). Το ενδεχόμενο δε, να μεταφερθεί εντός του προαστίου μας, πολυάριθμος ομάδα αλλοδαπών παιδιών (απροσδιορίστου ράτσας και, αναμφιβόλως, φορείς μικροβίων), δύναται να δυσχεράνει το έργο της εικαστικής ζύμωσης της μικρής και της εντρύφησής της στις καλές τέχνες. Εξού και θα ζητηθεί απ’ την υποψήφια, να είναι κάτοχος διπλώματος πολεμικών τεχνών (θα προτιμηθεί η κατάμαυρη ζώνη), ώστε να κατατροπώνει τα στίφη των μουσουλμάνων εφήβων που  θα συρρέουν, οσονούπω, εντός των τειχών μας. Εν κατακλείδι, εκτός από μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής, θα ήταν σκόπιμο να υλοποιούνται και έκτακτα σεμινάρια αυτοάμυνας.

Αμοιβή αναλόγως προσόντων.

Συζητήσιμη και η ανταλλαγή συζύγου με καθαρόαιμο λαμπραντόρ εισαγωγής, με χαρτιά και πιστοποιητικό γνησιότητας (δεκτό και εκθεσιακό κομμάτι).


H παρούσα αγγελία για “δημιουργική απασχόληση” δημοσιεύτηκε στο 
20ο Παίζοντας με τις λέξεις" που φιλοξενεί η Μαρία, στο Χάρτινο Καραβάκι της. 
Αν και δεν βρέθηκε εθελόντρια “Καλοτεχνίτισα”, εντούτοις, το δράμα της απεγνωσμένης μητέρας απ’ τα ηρωικά κορφοβούνια της Πεντέλης, άγγιξε τους φίλους που συμμετείχαν στο παιχνίδι και, όλοι μαζί, της στέλνουν τους αγωνιστικούς χαιρετισμούς τους. 
Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου όλο το παρεάκι μας, για την εκλεκτή συνεύρεση  στο στέκι της Μαρίας και, φυσικά, την οικοδέσποινά μας, που -ανάμεσα στις τόσες φροντίδες και έγνοιες της- μάς παραχωρεί το πεδίο για να κρατηθούμε συντροφιά και να γράφουμε ιστορίες… (για αγρίους, κυρίως).



Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Ευ θνήσκειν [Παίζοντας με τις λέξεις #19]


−Να᾽ρθεις να με ζητήσεις απ’ τον μπαμπά. Τι θα λένε στη γειτονιά που μ’ έχεις ακόμα αστεφάνωτη; Να βάλεις το καλό σου κουστούμι και να᾽ρθεις, Αργύρη μου… να παντρευτούμε με το καλό  και να φύγουμε αμέσως για το ταξίδι μας στη Βενετία… αύριο πρωί να᾽ρθεις σπίτι μου…

«Δεν έχει επιστροφή κύριε Αργύρη. Μονάχα αυτή η προσμονή που έχει επινοήσει, την κρατάει στη ζωή. Ό,τι σας φωτίσει ο Θεός από δω και πέρα. Υπομονή και φροντίστε να παίρνει την αγωγή της για να μην υποτροπιάσει».

−Το γαμπριάτικο κουστούμι; Έλα Παναγία μου! Χάζεψες κι εσύ, ρε πατέρα, τώρα; Στην αποθήκη θα ᾽ναι, τράβα βρες το. Ευκαιρία να κάνεις κι ένα ξεκαθάρισμα εκεί μέσα, κι ό,τι βρεις, χάρισμά σου. Ρε, τι πάθαμε με τα γερόντια!... Να ᾽χω τόσα βάσανα, κι αυτοί στην κοσμάρα τους!...
~ // ~

−Άργησες Αργύρη.
−Το χάπι σου Ευανθία… Δώδεκα πήγε…. Πιες το να πάμε στην εκκλησία.
−Τι όμορφος γαμπρός που είσαι! Αχ, κι αυτή η μοδίστρα δεν φάνηκε ακόμα να φέρει το νυφικό. Να ᾽ρθεις πάλι αύριο Αργύρη μου.  Δεν προλαβαίνουμε να στεφανωθούμε απόψε. Έχω να ετοιμάσω και τις βαλίτσες για το ταξίδι… Τι καιρό κάνει άραγε εκεί πέρα;
−Ξεκουράσου Ευανθίτσα μου. Θα φροντίσω εγώ τις βαλίτσες. Να, κοίτα, σου έφερα και φωτογραφίες απ’ τη Βενετία. Μ’ αυτό το βαπορέτο θα διασχίσουμε το μεγάλο κανάλι…
−Αύριο Αργύρη μου. Να φορέσεις το γαμπριάτικό σου και να ᾽ρθεις να με ζητήσεις. Ο μπαμπάς περιμένει…

Συγύρισε σχολαστικά το κομοδίνο της, όσο εκείνη παραδιδόταν σ’ έναν βαθύ ύπνο. Πάνω στα διαφημιστικά φυλλάδια με τις ρομαντικές εξορμήσεις στα βενετσιάνικα κανάλια, τακτοποίησε τα υγρά χαρτομάντηλα και το παλιό κουρδιστό ρολόι. Απ’ την προβλήτα μιας λαγκούνας πετάχτηκαν στάλες νερού, πάνω στην καρτέλα με τα χάπια. Το ποτήρι της λικνιζόταν με χάρη μπροστά στο παλάτι των Δόγηδων. Ο ψηλόλιγνος γονδολιέρης με το λευκό ψαθάκι, χαμογελούσε στο γυάλινο πυθμένα της κανάτας. Το πιεσόμετρο σκαρφάλωσε στη Γέφυρα των Στεναγμών, κι ο Αργύρης νόμισε προς στιγμή, πως διασχίζει μαζί με τους φυλακισμένους, το ύστατο μονοπάτι της ζωής∙ απ’ το δουκικό ανάκτορο, στην κόλαση των βασανιστηρίων και την εκτέλεση, εκεί που τους έστελνε η ανελέητη εξουσία των ιεροεξεταστών.

Πριν φύγει από κοντά της, ακούμπησε το ξύλινο εικόνισμα της Παναγίας πάνω στις αλαβάστρινες καμάρες του Αγίου Μάρκου∙ η άφεση των αμαρτιών θα ερχόταν με τα ορμητικά νερά της παλίρροιας, που ολοένα ένιωθε να πλησιάζουν απειλητικά.
Τακτοποίησε το κουστούμι του στην κρεμάστρα. Αύριο πάλι…
~ // ~
Κάθε πρωί ο Αργύρης φορούσε το γαμπριάτικο κουστούμι του, έσερνε τα βήματά του ως το κρεββάτι της και ζητούσε το χέρι της. Τα μοναχικά του βράδια τα ζέσταιναν οι μνήμες και οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες του γάμου τους. Το ταξίδι που δεν πήγαν ποτέ, ναυάγησε στην επιφάνεια του κομοδίνου της.

Και κάθε μέρα η Ευανθία ξαναγεννιόταν απ’ τις στάχτες της. Λες και περίμενε υπομονετικά τους δύο Μαυριτανούς να χτυπήσουν την καμπάνα του Αγίου Μάρκου για να φύγει παρέα με τον σύντροφό της∙ καβάλα στο φτερωτό λιοντάρι, πέρασαν ένα βράδυ την αψιδωτή έξοδο προς τ’ αστέρια. 
* * * * * * * *
Σημείωση: η φωτογραφία είναι απ’ τη γαλλική ταινία “Amour” παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Μίχαελ Χάνεκε με τους Ζαν Λουί ΤρεντινιάνΕμανουέλ Ριβά και Ιζαμπέλ Υπέρ.

Το ανεκπλήρωτο ταξίδι στην Βενετία, έγινε μέσα απ’ το 19ο παιχνίδι λέξεων που οργανώνει και φιλοξενεί η Μαρία, στο Χάρτινο Καραβάκι της.
Αφιερωμένο σ’ όλους τους απόμαχους της ζωής που έμειναν μαζί, 
ως το τέλος του “ταξιδιού” τους.
Ευχαριστώ θερμά, όλους όσους δίνουν το παρόν στο παιχνίδι μας και την Μαρία που το στηρίζει με συνέπεια και πολλή δουλειά. 
* * * * * * * *
Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES ήταν το σύνθημα για να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα, επί χρόνια.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στην Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ψυχές από πολυπροπυλένιο


[18ο παίζοντας με τις λέξεις]


-Ερημιά έξω.
-Κάνει παγωνιά ή ιδέα μου είναι;
-Είναι που μας άφησε ολοτσίτσιδες… αφεντικό να σου πετύχει!
-Κορίτσια, έχω μια ιδέα. Διαλέγουμε ζεστά ρούχα απ’ τις κρεμάστρες και το σκάμε για μια τσάρκα στον πεζόδρομο. Το δικαιούμαστε μετά από τόση κούραση. Τι λέτε;
-Άσε μας κουκλίτσα μου! Να μας δει κανένα μάτι και να μας καρφώσει στον μεγάλο. Φαντάζεσαι τι θα γίνει; Στον όροφο με τα ορθοπεδικά μας βλέπω… με κολάρα και νάρθηκες!
-Για έναν καφέ θα πάμε και θα επιστρέψουμε στη γυάλινη βάση μας, πώς κάνετε έτσι; Άκουσα πως απόψε θα το σκάσουν και τ’ αγόρια απ’ το απέναντι μαγαζί με τ’ αθλητικά. Στοίχημα πως θα είναι κι αυτός ο Mάρβιν.
-Ο δίμετρος θεούλης με τα πολυεστερικά κανιά; Τι κούκλος Θε μου!
-Ναι, εσένα θα κοιτάξει ο Μάρβιν! Την τσουρομαδημένη Σάσα, άρτι αφιχθείσα απ’ τα Χαυτεία και την πηγή της φανέλας. “Εδώ τα καλά κασκορσέ, πάρε κόσμε!”
-Tι κακιά! Μπούστο θα καταντήσεις μια μέρα, στο λέω! Άντε και γάμπα στο τμήμα με τα καλσόν!
-Καλά, κι ο Μάρβιν τι ήταν νομίζετε; Συρμάτινο μπούστο σε ραφτάδικο ήταν η μάνα του. Μην τρελαίνεστε!...
-Σκάστε επιτέλους! Γελοίες καταντήσατε! Αύριο μας πάνε για σπάσιμο. Το έχετε συνειδητοποιήσει;
-Κάτι άκουσα το πρωί… ο μεγάλος παράγγειλε μια παρτίδα απ’ αυτές τις καινούργιες που ανοιγοκλείνουν τα μάτια στους πελάτες.
-Όχι μόνο τα μάτια… κι άλλα ανοιγοκλείνουν.
-Σκάρτεψε το είδος μας, κούκλες. Όλα στο βωμό του σεξ, πλέον.
-Ας κάνουμε κάτι ρε κορίτσια!
-Μάταιο. Δεν υπάρχει σωτηρία. Γεράσαμε ως κούκλες. Θα μας ξεμοντάρουν και θα γίνουμε ένα μάτσο κεφάλια, μπράτσα και γάμπες.
-Δίκιο έχει η Μπάρμπι. Γι’ αυτό μας έγδυσε απόψε. Πήρε και τα μαλλιά μας ο μακελάρης, για να τα φορέσει στις καινούργιες. Θα μας πετσοκόψει και θα τυλίξει τα κομμάτια μας σ’ ένα σεντόνι. Γύρευε σε ποιον κάδο σκουπιδιών θα βρεθούμε κατατεμαχισμένες.
-Αχάριστοι οι άνθρωποι κούκλες μου! Φάγαμε τα καλύτερα μας χρόνια στις βιτρίνες, κάναμε ρεκλάμα τα κορμιά μας για να πλουτίζει αυτός, μελάνιασαν τα πέλματά μας στην ορθοστασία, γεμίσανε αμυχές τα κορμιά μας κι ορίστε η ανταμοιβή μας!
-Πάμε τη βόλτα που λέγαμε; Τουλάχιστον, ας χαρούμε την τελευταία μας βραδιά.
-Ο Μάρβιν είν’ αυτός απέναντι;
-Αχ ναι, μου γνέφει νομίζω…
-Ναι, ρε συ! Κουνάει το ρυθμιζόμενο λακαριστό του χέρι… Κοίτα, παίρνει φόρα μπροστά στη μεταλλική του μπάλα… Θε μου, σημαδεύει προς το μέρος μας!
-Και δεν έχω ένα ρούχο να ρίξω πάνω μου. Τι ντροπή!...
-Άσε τις ντροπές και τρέξε κοντά του. Κλοέ, ένα παλτό απ’ την κρεμάστρα. Κι ένα σκούφο απ’ το ράφι, γρήγορα!...
-Φύγε Σάσα! Θα σκεφτεί πως σ’ έκλεψαν διαρρήκτες. Το νου σου στα τζάμια!...
-Κι εσείς τι θ’ απογίνετε;
-Κάποιος θα βρεθεί και για μας. Πού ξέρεις;
* * * * *
Στο λαογραφικό μουσείο ενός μικρού ορεινού χωριού, οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται με το ζευγάρι κούκλες που φορούν παραδοσιακές στολές του τόπου. Είναι τόσο ζωντανές, που κάποιοι ορκίζονται πως είδαν τα τσίνορά τους ν’ ανοιγοκλείνουν…

Οι κούκλες από πολυπροπυλένιο ταξίδεψαν στο 18ο παιχνίδι λέξεων που οργανώνει και φιλοξενεί η Μαρία, στο Χάρτινο Καραβάκι της.
Πήραν ψυχή μέσα απ’ το ταξίδι αυτό και χάρηκαν την υπέροχη συντροφιά των φίλων-συνταξιδιωτών. Ευχαριστώ θερμά, όλους όσους δίνουν το παρόν στο παιχνίδι μας και την Μαρία που το στηρίζει με συνέπεια και πολλή δουλειά.

Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES ήταν το σύνθημα για να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα, επί χρόνια.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στη Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου

Η φωτογραφία της ανάρτησης από εδώ

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Άριος Πάγος (*)


Οκέι, εγώ είμαι κάθετη. Τέτοια φαινόμενα να πατάσσονται στη ρίζα τους. Τη ρίζα, μπάι δε γουέι, πότε θα την περάσουμε ένα χεράκι, μιας και το έφερε η κουβέντα; Μην την αφήσουμε τελευταία στιγμή και τρέχω με τ’ αλουμινόχαρτο στο ρεβεγιόν, ε; Έτσι που λες. Πού πας μαντάμ με φέικ πτυχίο; Οκέι, σόρυ. Την αναβάθμισα. Απολυτήριο εννοούσα. Το ακούω στην πρωινή εκπομπή του σκάι και φρικάρω. Δούλευε είκοσι χρόνια καθαρίστρια και δεν είχε βγάλει το δημοτικό, η γελοία! Θεέ μου, σε τι χώρα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας; Πόση αμορφωσιά ν’ αντέξει η κοινωνία μας; Πιο σιγά κούκλα μου με το σκαρπέλο, νύχι είναι, δεν ανοίγεις ντομάτες, έλεος δηλαδή! Ένιγουεϊ, τι λέγαμε;

Φωνάζω που λες την προκομένη τη δικιά μου και της λέω, και καλά στο άσχετο: «Ταμάρα χρυσό μου, τι δέσμη ήσουν στο σχολείο;»  «Ταμάρα ντεν πήγκε σκολείο κυρία, έχουμε πόλεμο στο πατρίντα» μου λέει. Ράγισε η κερατίνη στα νύχια μου, για τέτοιο σοκ σου μιλάω. Οκέι, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, τα πήρα κρανίο με την Ουκρανή.  Τι χτένισμα προτείνεις για ρεβεγιόν, μπάι δε γουέι; Κάτι μίνιμαλ, γιατί θα παίξω με βινύλ και γκλίτερ φέτος, μην το παραφορτώσω, ε;

Τι έλεγα; Α ναι, για την Ταμάρα. Την σούταρα κανονικά και ψάχνω για απόφοιτη λυκείου, του-λά-χι-στον. Να μιλάει και τη γλώσσα που μου έβγαλε τον αδόξαστο, μέχρι να μάθει τα βασικά. «Ταμάρα  χρυσό μου, αυτό το λέμε στα ελληνικά: “λάτε μακιάτo”, αυτό “εσπρέσσο λούνγκο” κι αυτό “κρεπ σουζέτ”, οκέι;» Τίποτα. Ανεπίδεκτη η Τατάρα! Ας πάει από κει που ήρθε, να καθαρίζει ρέγκες στην ιχθυόσκαλα της Σεβαστούπολης. Εμείς μένουμε Ευρώπη. Άι σιχτίρ πια!

Πού είχαμε μείνει; Α ναι, για την επίορκη καθαρίστρια. Που τόλμησε να σφουγγαρίζει σκάλες και σοβατεπιά, δίχως απολυτήριο δη-μο-τι-κού! Το διανοείσαι; Καλά είχανε κάνει σ’ όλες δαύτες και τις είχανε απολύσει οι δικοί μας. Θέλουνε και θέσεις στο δημόσιο, οι αστοιχείωτες. Κάτι τέτοιες ρίξανε στα βράχια την οικονομία μας. Πιο σιγά εσύ με τη φρέζα, δεν ξεχερσώνεις χωράφι κοπέλα μου, ήμαρτον δηλαδή! Τι μαρτύρια τραβάω Θεέ μου! Κανονικά δηλαδή, πρέπει να ζητήσω αποζημίωση απ’ αυτήν την γιαλαντζί απόφοιτο, για την αποκατάσταση της κερατίνης στα νύχια μου. Μωρέ, μέχρι Άρειο Πάγο θα φτάσω, άμα χρειαστεί... Μήπως να τα βάψω ένα γκρι του πάγου για τις γιορτές;

(*) εκ της Αρίας [ενίοτε και αγρίας] φυλής

Όταν έστελνα τη συμμετοχή μου στην Μαρία, είχα σαν ευχή και υστερόγραφο, μέχρι το τέλος το παιχνιδιού, να έχει γυρίσει στο σπίτι της η γυναίκα αυτή. Ευτυχώς, αυτή τη φορά, υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις και έντιμοι δικαστές που λειτούργησαν με ευθυκρισία, και όχι με αίσθημα εκδίκησης και εθελοτυφλίας. Ο υγιής ιστός της κοινωνίας μας διαθέτει ακόμα αντανακλαστικά και καλή μνήμη, όσο κι αν κάποιοι ισχυρίζονται (ή επιδιώκουν) το αντίθετο.

Όπως, πολύ εύστοχα, γράφει στο κείμενό της η Μαρία «Μόνο ο Γιάννης Αγιάννης τιμωρείται στην κοινωνία που η απατεωνιά θεωρείται υγιής επιχειρηματικότητα και η απελπισία για ένα ξεροκόμματο, απατεωνιά και μάλιστα καταδικάζεται χωρίς ελαφρυντικά», η πρόσφατη ιστορία μας έχει πολλά παραδείγματα, με κορυφαίο, την πλαστογράφηση πτυχίου από το University College Cork, του επικεφαλής του Eurogroup και Υπουργού Οικονομικών της Ολλανδίας Γερούν Ντάισελμπλουμ. Αλλά αυτός “καθάρισε”, όπως και πολλοί άλλοι. Και μας κούναγε το δάχτυλο επικριτικά. Ο “μπουκλάκιας”!... Με τις υποκλίσεις και τα γλειψίματα του μιντιακού κατεστημένου της χώρας, βεβαίως-βεβαίως…

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαρία για το παιχνίδι που φιλοξενεί με υποδειγματική συνέπεια και πολλή δουλειά στο Χάρτινο Καραβάκι της. Ευγνώμων για τη διάκριση και τα σχόλια των φίλων που παρέα συνταξιδέψαμε και σ’ αυτό το παιχνίδι. Καλό μήνα να έχουμε, με γιορτινή διάθεση για “λαμπάκια” και συνειδήσεις αναμμένες, για στολισμένες μέρες, με αλληλεγγύη και αγάπη στον πλησίον μας!


Λίγα λόγια για το "Παίζοντας με τις λέξεις"
Η καταπληκτική ιδέα της Φλώρας του TEXNIS STORIES μας έκανε για χρόνια να γράφουμε και να διαβάζουμε ιστορίες και ποιήματα.
Κάθε μήνα, η Φλώρα πιστή στο ραντεβού με λέξεις που ανανεώνονταν, μας καλούσε να δημιουργήσουμε. Και το κάναμε.
Με αφορμή το παιχνίδι, γράφτηκαν εξαιρετικές ιστορίες και υπέροχα ποιήματα, ξεκαρδιστικά ευθυμογραφήματα, αγαπημένα παραμύθια, αλλά και πόσα άλλα!
Προσωπικά, οφείλω ένα μεγάλο “Ευχαριστώ” στη Φλώρα για το παιχνίδι που εμπνεύστηκε, για τη σκληρή δουλειά που έκανε όλα αυτά τα χρόνια και για μια πολύτιμη συλλογή απ’ τα χειροποίητα κοσμήματά της που στολίζουν τις μνήμες, τα συρτάρια και την καρδιά μου

Φωτογραφίες απ’ το διαδίκτυο

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λεωφόρος των Ψυχών


Στην ανατολή της νέας μέρας, ο ήλιος χρυσίζει τις φλούδινες επιφάνειες του ετοιμόρροπου κτιρίου και τρυπώνει απ’ τα αλλοπρόσαλλα μπαλώματα των τοίχων. Ένα γκαζάκι ανάβει για να ζεστάνει το γάλα των παιδιών. Δυο αγόρια κοιμούνται στρυμωγμένα σε μια ντιβανοκασέλα, κουκουλωμένα στο μάλλινο χράμι που κουβάλησαν απ’ την πατρίδα τους. Ο άντρας είχε φύγει αξημέρωτα παρέα μ’ ένα τσούρμο συμπατριώτες, με την ικεσία της γυναίκας του να γυρίσει το βράδυ σπίτι και να είναι καλά. «Να προσέχεις τα παιδιά» της είπε, καθώς εκείνη του έβαζε σε μια πλαστική σακούλα ένα σάντουιτς κι ένα χυμό. Μια φευγαλέα ματιά στα αγόρια που κοιμόντουσαν γαληνεμένα κι ένας αναστεναγμός να τον συνοδεύει βασανιστικά στο καθημερινό του δρομολόγιο. Τόσα σπίτια  που έχει μερεμετίσει σ’ αυτή την ξένη πόλη, ας γινόταν ν’ αποκτήσουν κάποτε και τη δική τους γωνιά∙ να έχουν τα παιδιά το δωμάτιό τους και η γυναίκα του ένα καθαρό κουζινάκι να μαγειρεύει τα φαγητά της πατρίδας τους.

«Άστο να το φάνε τα παιδιά, εγώ θα κάνω το κουμάντο μου με τους άλλους».
«Μη νοιάζεσαι, έχει και για τα παιδιά. Να τρως καλά μην αρρωστήσεις!»

Η βραδινή ομίχλη έγλειφε ακόμα τη ράχη της πόλης, όταν ο Μοχάμεντ άφηνε το διαμερισματάκι τους. Για να καταφέρουν να το νοικιάσουν νόμιμα και να μην βρεθούν πάλι στο δρόμο, είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν επιτήδειο δανειστή το χρυσό ρολόι του πατέρα του, το μοναδικό κειμήλιο που κατάφεραν να περισώσουν απ’ το ταξίδι θανάτου που έκαναν μ’ ένα σαπιοκάραβο απ’ τα παράλια της Τουρκίας. Ο λιγδιάρης μαυραγορίτης που έβαζε στο χέρι τα τιμαλφή των προσφύγων μόλις πατούσαν τα πόδια τους στο λιμάνι, το πρωί ήταν ένας καθωσπρέπει επιχειρηματίας που διατηρεί κεντρικό ενεχυροδανειστήριο και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε αδίστακτο θηρίο που κατατρώει τ’ απομεινάρια αξιοπρέπειας από ανθρώπους ναυαγισμένους. Ό,τι γλύτωσαν απ’ τους διακινητές και τα τσακάλια που λυμαίνονται τους πρόσφυγες στις συνοριακές ζώνες, το ξόδεψαν για ν’ αναστήσουν το παμπάλαιο διαμερισματάκι, στα προσφυγικά της Αθήνας∙ εκεί που απάγκιασαν πριν χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κι εκεί που βρήκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι μαχητές του ΕΛΑΣ. Οι παλιές πληγές στους εξωτερικούς τοίχους απ’ τα πολυβόλα των συμμάχων στον εμφύλιο, θυμίζουν στην ξεκληρισμένη οικογένεια το βομβαρδισμένο σπίτι που άφησαν απελπισμένοι πίσω τους.

Τ’ αγόρια ξεκινούν για το σχολείο, σφιχτοκρατημένα στις παλάμες της μάνας τους. Δεν εγκαταλείπει τα κάγκελα του προαυλίου, αν δεν σιγουρευτεί πως μπήκαν στην αίθουσα για μάθημα. Επιστρέφει βιαστική στο σπίτι, να τους ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό. Καθώς πλένει τα παιδικά φλιτζάνια στο νεροχύτη, μια καλοντυμένη γυναίκα τής χτυπάει το παραθυράκι της κουζίνας. Η Ραζάν φοβισμένη, της κάνει νόημα να φύγει, αλλά γρήγορα διαπιστώνει πως η ηλικιωμένη κυρία επιμένει και δείχνει να έχει φιλικές προθέσεις.

Στρυμώχτηκαν στο μικρό τραπέζι. Η Ραζάν ένιωσε μια ζεστή αύρα να τυλίγει το παγωμένο κουζινάκι. Με σπαστά λόγια και με νοήματα που μόνο τα τυραγνισμένα σώματα ξέρουν να μιλούν, αφέθηκαν μ’ εμπιστοσύνη η μια στην άλλη. Πάνω στον λουλουδάτο μουσαμά του τραπεζιού, η Ραζάν παραμέρισε τα παιδικά βιβλία κι ακούμπησε ένα δίσκο με καφέδες και λουκούμια. Οι μοσχοβολιές του χαρμανιού ανακατεύτηκαν με τα δροσερά φύλλα του βασιλικού, φρεσκοκομμένα απ’ το γλαστράκι στο περβάζι του νεροχύτη.

«Ο πόλεμος κι η προσφυγιά μάς ενώνουν, με τον ίδιο πόνο βρέθηκαν εδώ οι παππούδες μου απ’ την Καππαδοκία. Εδώ μέσα έστησαν απ’ την αρχή τη ζωή τους και ρίχτηκαν στον αγώνα για δημιουργία. Σ’ αυτή την αυλίτσα άπλωνε τις μπουγάδες της η γιαγιά μου, σε τούτο δω το περβάζι είχε τους βασιλικούς της…»

Η ηλικιωμένη κυρία άγγιξε συγκινημένη τη σχισμάδα του τοίχου πάνω απ’ το παιδικό ντιβάνι.
«Εδώ είχαν το εικονοστάσι τους».
«Τα βράδια βλέπω τις σκιές τους, γαληνεύω που είναι πάνω απ’ τα παιδιά και φυλάνε τα όνειρά τους».

Ένας κιτρινισμένος φάκελος ανοίχτηκε με κατάνυξη.
Φωτογραφίες παλιές απ’ την πατρίδα τους, χαμόγελα σε μια αυλή κάτω από μια χαρουπιά, τα χαρτιά τους και τα διαβατήρια, οι πρώτες ζωγραφιές των παιδιών, τα ιερά τους κτερίσματα που μύριζαν ακόμα το μοσχολίβανο απ’ το παλιό εικονοστάσι, ανακατεμένο με την αρμύρα της θάλασσας που παραλίγο να τους κλείσει για πάντα στα ευρύπορα λαγόνια της.

«Αυτό σας ανήκει. Μη ρωτάς πού το βρήκα. Ξεχρεώνω αμαρτίες του γιου μου. Εδώ να το κρύψεις, πλάι στα δικά σου εικονίσματα».

Οι θάλασσες δεν έχουν οδοδείκτες, αν είχαν όμως, θα τη λέγανε «Λεωφόρο των Ψυχών». Στο θαλάσσιο μονοπάτι που απλώνεται ως το τρικάταρτο του Θεού, λημεριάζουν ακέφαλες μέδουσες, καταραμένες γοργόνες, ξωθιές και μανιασμένα τελώνια, αλυσοδεμένοι γαλεριάνοι και στοιχειωμένοι αράπηδες∙ κι είναι και κάτι καλοκυράδες, απ’ τις σχοινένιες σκάλες του παραδείσου, να μοιράζουν τ’ αθάνατο νερό στους αδικημένους.

Η Ραζάν αναρωτιόταν το βράδυ στον άντρα της, αν αυτή η καμπούρα στην πλάτη της καλής κυρίας, ήταν απ’ τα κυρτωμένα της κόκαλα ή από φτερά, κρυμμένα στο πανωφόρι της…



Συμμετείχε στο 16ο "Παίζοντας με τις λέξεις", που οργάνωσε και φιλοξένησε  η Μαρία μας στο mytripsonblog. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους φίλους για την υπέροχη συγγραφική εμπειρία που μοιραστήκαμε και φυσικά στην Μαρία μας που παραχωρεί χρόνο, χώρο και αγάπη για το παιχνίδι των λέξεων. Αυτή τη φορά, έκρυβε πολλές εκπλήξεις και νέο αίμα στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ Μαράκι!
Σημείωση: Στο παιχνίδι των λέξεων, η ιστορία συρρικνώθηκε για τις ανάγκες του μέτρου, εδώ είναι στην αρχική της μορφή.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2018

"Το τελευταίο παράσημο" [15ο παιχνίδι λέξεων]



Αγαμέμνων Αγριδιώτης
Αντιστράτηγος ΕΑ
4ος όροφος


Στο ευρύχωρο ρετιρέ των εκατό και βάλε τετραγωνικών, διάγει το μοναχικό του βίο ο κύριος Αγαμέμνων∙ Μένιος για τους ελάχιστους φίλους του, που κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα, είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω θανατερής ανίας, κατά τις απογευματινές συνευρέσεις τους στο γειτονικό καφενείο «Το Νέον». Οι τέως νέοι, και νυν επιζήσαντες-θαμώνες του ΝΕΟΝ, έχουν μπουχτίσει τον κυρ-Μένιο, τις χιλιοειπωμένες ιστορίες του για τις μάχες του ένδοξου στρατού και τα κηρύγματα περί εθνικοφροσύνης, αναμασημένα απ’ τα άρθρα της εφημερίδας που διαβάζει.
«Οι ξένοι αγαπητοί μου, είναι ο ύπουλος εχθρός που προωθείται στη χώρα!».
«Κάτσε ρε Μένιο να προωθήσουμε ένα καφεδάκι στον καταπιόνα μας κι ύστερα πιάνουμε την πολιτική…»

Έχει συνηθίσει τα πειράγματά τους και γλυκαίνει τα φαρμάκια του, στον πολλά-βαρύ που του σερβίρει ο Λέανδρος. Ο νεαρός ιδιοκτήτης του καφενείου, είναι Βορειοηπειρώτης και κατά τη θεωρία του κυρ-Μένιου, “αποτελεί έναν εν δυνάμει εκδοροσφαγέα της πατρίδος”. Το γεγονός ότι το ένδοξο όνομά του, γειτονεύει με το όνομα ενός αλβανόφωνου καφετζή στα κουδούνια της πολυκατοικίας, τον θλίβει βαθύτατα.

«Λέανδρος-Αννίτα»
«Τι’ ναι πάλι τούτο; Ντουέτο τσίρκου;»
Αναφώνησε θορυβημένος στον διαχειριστή, την αποφράδα ημέρα που αντίκρυσε το κακογραμμένο χαρτάκι στο καντράν.
«Οι καινούργιοι νοικάρηδες του ισογείου είναι κυρ-Μένιο!... Αμάν η μίρλα σας!»

Απ’ το ευάερο μπαλκόνι με τις κατάφυτες ζαρντινιέρες και τις άνετες σαιζ-λονγκ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρυφοκοιτάζει επί ώρα, το σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που ξεφόρτωνε την πραμάτεια του νεοφερμένου ζεύγους. Ένα παλιό στρώμα, τάβλες, τεντζερέδες και ξεχειλισμένες βαλίτσες με ρούχα∙ ξοπίσω, μια τουρλωτή κοιλιά και η γλυκύτατη κάτοχός της. Γιατί στρατηγός-ξεστρατηγός, είχε ξεροσταλιάσει απ’ την πολύχρονη χηρεία κι όταν αντίκρυζε τέτοιες υπάρξεις, ο μικρός στρατηγός απ’ τη σκελέα του, εξανίστατο σφοδρώς.

Λίγες μέρες μετά, ένα μωρουδιακό κλάμα ξεχύθηκε σα λάβα ηφαιστείου απ’ τον κρατήρα του φωταγωγού, εκβαλλόμενο στο ασπρομάλλικο κεφάλι του κυρ-Μένιου. Λίγο η ζήλεια που του έξυσε την παλιά πληγή της ακαρπίας του, λίγο τα θαλασσιά ζιπουνάκια που θροΐζανε ευωδιαστά, καθώς διέσχιζε το μικρό μπαλκονάκι του ζευγαριού, τον έριξαν στην άβυσσο της απέραντης μοναξιάς. Καθημερινά, κρυφάκουγε εμμονικά απ’ το φωταγωγό τα βρεφικά κλάματα, τα μητρικά νανουρίσματα και τις χαρούμενες φωνές του καφετζή. Είχε μάθει τις συνήθειες του μωρού, κάθε πότε βύζαινε, πότε κοιλοπονούσε και πότε πρωτόβγαλε  δοντάκια. Για κάθε νεογιλό, μετρούσε  κι ένα δικό του ξεδόντιασμα.

«Ποιος διάολος είναι νυχτιάτικα;»
«Η Αννίτα είμαι, απ’ το ισόγειο. Του Λέανδρου… Ανοίχτε μου σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!»

Στο δρόμο, στρίγγλιζε μια σειρήνα ασθενοφόρου κι αν δεν κοιμόταν τόσο βαριά, θα ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο παρατηρητήριο-μπαλκόνι του, ρουφώντας με βουλιμική περιέργεια το θέαμα.  Ο μεταλλικός ήχος του φορείου που κυλάει στη ράγα της καμπίνας, συνόδευε την τσιριχτή φωνή:

«Λιποθύμησε κύριε Αγαμνέμονα, τον πάμε στο νοσοκομείο!…»
«Αγαμέμνονα με λένε κυρία μου!»
«Σας παρακαλώ, κρατείστε για λίγο το μωρό…πρέπει να πάω μαζί του, δεν έχουμε άλλον δικό μας εδώ…εσείς είστε καλός άνθρωπος… ο Λέανδρος σας θαυμάζει… είστε και αξιωσωματικός του στρατού!…»

Στον καθρέφτη του χολ, αντίκρισε συγκινημένος τον εαυτό του.
Ένας “αξιωσωματικός” του ελληνικού στρατού, καθαιρεμένος απ’ το μικρό αγόρι που κοιμόταν στον ώμο του. Δίχως στολή και παράσημα, ολόγυμνος και πάναγνος, να φυλάει τις Θερμοπύλες του Λέανδρου και της Αννίτας.





Συμμετείχε στο 15ο (πότε φτάσαμε στα 15 Παναγία μου;) παιχνίδι των λέξεων, που φιλοξενεί με συνέπεια και φροντίδα η Μαρία στο χώρο της mytripsonblog. To παιχνίδι διανύει αισίως την άγρια εφηβεία του και πετάει μπόι, δυναμώνει και εμπλουτίζεται με νέο αίμα και δυνατές συμμετοχές. Είχε ξεκινήσει πριν χρόνια από μια ιδέα της Φλώρας μας στο μπλογκ της: texnistories απ’ όπου το παρέλαβε η Μαρία και το συνεχίζει ακάθεκτη.

Ευχαριστώ θερμά τους φίλους που συμμετείχαν και σ’ αυτό το συγγραφικό ταξίδι και φυσικά την Μαρία μας, που τραβάει όλο το ζόρι για την προετοιμασία και την υλοποίηση. Εις το επανιδείν λοιπόν και καλό καλοκαίρι εύχομαι!

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Τάμπλετ κοπής


[Συμμετοχή στο 14ο Παιχνίδι με τις Λέξεις]


Αγαπητή τεχνική υποστήριξη,
Προ μηνός, είχα την ατυχία να μου δωρίσει συνεργάτης μου ένα τάμπλετ με απεριόριστες δυνατότητες εφαρμογών, όπως μου είπε. Ενθουσιάστηκα! Το απόγευμα επιχείρησα να φορτίσω και να το βάλω σε λειτουργία, ακολουθώντας τις εσώκλειστες οδηγίες. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, η οθόνη είχε το χρώμα και την ακινησία του νεκρού. Απευθύνθηκα σ’ ένα κατάστημα γνωστής αλυσίδας ηλεκτρονικών, όπου με ενημέρωσαν ότι ήταν ελλαττωματικό. Για την ακρίβεια μου είπαν: «Χαχαχα…πού το βρήκατε αυτό το καβουρντιστήρι

Συντετριμμένος, το ξαναέβαλα στη συσκευασία και σκέφτηκα να το δωρίσω στον κουμπάρο μου, που εκείνη τη μέρα γιόρταζε. Τον επισκέφτηκα λοιπόν και με θριαμβευτικό ύφος του επανέλαβα το παραμύθι που μου είχε πει ο συνεργάτης μου. Διέκρινα στο ανυποψίαστο βλέμμα του, την ίδια ευγνωμοσύνη που είχα κι εγώ το πρωί. Έφυγα ικανοποιημένος, με την ελπίδα να μην χαλάσει η πολύχρονη φιλία μας εξ αιτίας αυτού του μηχανήματος.

Η χαρά μου δεν κράτησε πολύ. Μετά από δυο μέρες, είχα επέτειο  γάμου. Η γυναίκα μου γύρισε αργά το βράδυ σπίτι και μου πρόσφερε περιχαρής το δώρο της. Ένα μικρό πακέτο, το περιτύλιγμα του οποίου, μου ήταν ήδη γνώριμο και σίγουρος για το περιεχόμενο, το ξετύλιξα. Όπως μου είπε, επρόκειτο για ένα υπερσύγχρονης τεχνολογίας μηχάνημα, πανάκριβο βέβαια, αλλά για χάρη μου θυσίασε τις αιματηρές οικονομίες της που μάζευε νόμισμα-νόμισμα τα τελευταία χρόνια. Κι όλα τα υπόλοιπα που είχα αραδιάσει στον κουμπάρο μου πριν δυο μέρες. Οι υποψίες μου για τη σχέση της συζύγου μου με τον κουμπάρο μας, επιβεβαιώθηκαν οικτρά. Και ξαναβρέθηκα με το άχρηστο μηχάνημα στην κατοχή μου.

Στην απόγνωσή μου να απαλλαχτώ από δαύτο, το έδωσα στον οχτάχρονο γιο μου, να παίζει με τους φίλους του. Το απόγευμα που γύρισε απ’ το σχολείο, το εκσφενδόνισε στο κεφάλι μου, φωνάζοντας έξαλλος: «Να το τρίψεις στην κασίδα σου αυτό το κονσερβοκούτι!». Για δυο μέρες, παρέμεινα κλινήρης με εγκεφαλικές κακώσεις. Και με το ύπουλο μηχάνημα να με περιμένει σπίτι.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να το ξεφορτωθώ, το έστειλα στη μάνα μου στην Αετομηλίτσα, εξηγώντας της στο τηλέφωνο, πως δεν είναι τηλεκοντρόλ, αλλά να συμβουλευτεί το δάσκαλο του χωριού και να καταχωρίσει συνταγές με πίτες. Μετά από μέρες, παρέλαβα με κούριερ ένα δέμα κι ένα σημείωμα. Αναγνώρισα αμέσως τα γράμματα.
«Γιόκα μ’,
Του κάναμ’ φάκτουρι ρεσέτ και δεν φορτίζ’ τ’ αναθεματισμένου.
Στείλτου πίσου παλκάρι μου, γιατί τόση ζέστα που βγάν’, μόνο για μπρίκι καν’. Na παρ’ς γουίντοουζ να μιλάμ’ και στου σκάιπ.
Σου στέλν’ με του ΚΤΕΛ και μια μηλόπιτα».

Η Φιλιππινέζα που καθάριζε το σπίτι εκείνη τη μέρα, με είδε να κρατάω απελπισμένος το τάμπλετ και γέλασε. «Κύριος ντεν ξέρει αγοράζει καλός κομπιούτερ. Σου ντείξω εγκώ ντικό μου να μάθεις. Πατρίντα μου, πετάμε όξω από παράθυρος αυτά!». Και το πέταξε. Και πέτυχε έναν χριστιανό που διέσχιζε αμέριμνος το πεζοδρόμιο. Και τον έστειλε στον Ευαγγελισμό με εγκεφαλική διάσειση. Και μένα στο αυτόφωρο για πρόκληση σωματικών βλαβών. Και παράνομη απασχόληση αλλοδαπού. Και την Φιλιππινέζα, για παράνομη διαμονή στη χώρα.  Και ο παραστάτης δικηγόρος, μου επέστρεψε θριαμβευτικά το τάμπλετ, μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης. «Έξι μήνες εξαγοράσιμους φάγατε, αλλά ευτυχώς δέχτηκαν να σας επιστραφεί το μηχάνημα!»

Αν λάβετε παρόμοια παράπονα πελατών, να ξέρετε πως η επιφάνεια του μηχανήματος, είναι ιδανική για κοπή λαχανικών. Σε κρεμμύδια ειδικά, ενδέχεται να λειτουργήσει και η συσκευή. Βατικιώτικα κατά προτίμηση…

Το συγκεκριμένο τάμπλετ κοπής, στάθηκε πολύ τυχερό τελικά. Αντί να πεταχτεί στον κάδο ανακύκλωσης, έκανε το γύρο του οικογενειακού και φιλικού κύκλου του άτυχου κατόχου του, για να καταλήξει σε πολύ φιλόξενα χέρια. 
Είχε την τιμή μάλιστα να συμμετέχει στο 14ο παιχνίδι λέξεων που οργανώνει η Μαρία, στον υπέροχο χώρο της mytripsonblog.

Η “Οδύσσεια του τάμπλετ”, δεν ήταν παρά μια μικρή υπενθύμιση πως οι χαριτωμένες συσκευές με τα πολύχρωμα κουμπάκια και τις υπεράχρηστες εφαρμογές, ενδεχομένως να έχουν και “ανεπιθύμητες ενέργειες”. Καλό είναι να ακολουθούμε τη δοσολογία που ορίζουν η ζωή μας και οι πραγματικές μας ανάγκες.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Μαρία και στους φίλους που συμμετείχαν και σ’ αυτό το  δημιουργικό ταξίδι στις λέξεις!...


(για όσους δεν το έχουν δει, ένα  ευφυέστατο βίντεο για τη {κατά}χρηση του τάμπλετ στην οικογένεια)