Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ευάλωτα παράθυρα


Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά
από θηρίο της ερήμου ζώο,
την έκανε οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερή και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι από γάτα…
Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει…
(Αργύρης Χιόνης – Ασήμαντα περιστατικά) 

* * * * *

Στα παιδικά βλέμματα που καιροφυλαχτούν πίσω απ’ τα παράθυρα. Αν έχουμε το κουράγιο, ας βγούμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε αυτά τα “έγκλειστα” παιδιά. Και να τους ζητήσουμε και μια τεράστια συγγνώμη. Αντί να καταναλώνουμε την εθνική μας συγκίνηση στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα δάκρυα του κ. Τσιόδρα, ας δούμε πώς θα κάνουμε ζάφτι τα βουρκωμένα παιδικά μάτια που ψάχνουν με αγωνία μια χαραμάδα με φως. Στην αλληγορία του Σπηλαίου ο Πλάτωνας περιγράφει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που ζούμε σήμερα. Οι σκιές στον τοίχο και οι αντίλαλοι απ’ τους δεσμοφύλακες, είναι η ψηφιακή αποτύπωση της “πραγματικότητας” έτσι όπως αυτή καθορίζεται απ’ τους τηλεοπτικούς μέντορες. Είναι άλλο να «Μένουμε Σπίτι» κι άλλο να καταντήσουμε σε κατοικίδια όντα που φοβούνται τις σκιές τους.


Φωτογραφία: Gregory Halpern

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο κύριος Λάζαρος




Στο διπλανό μπαλκόνι, ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έπιασε σήμερα το λακριντί μ’ ένα κοτσύφι. Μπορεί να είναι και σπουργίτι, δεν είμαι σίγουρη, πάντως είναι ένα μικρόσωμο φαιό πτηνό, που μας επισκέπτεται καθημερινά για να τσιμπολογήσει τα ψίχουλα που του αφήνει στο γείσο ο κύριος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Μένοντας αναγκαστικά σπίτι και έχοντας, πλέον, άφθονο χρόνο για σκότωμα, σκέφτηκα πως θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να κρυφακούσω το παραλήρημα του γείτονα. «Γύρευε τι ζημιά έπαθε ο Χριστιανός που μιλάει με τα πουλιά», σκεφτόμουν με σαρδόνια διάθεση, καθώς τέντωνα τ’ αυτιά μου για να μην χάσω λέξη απ’ το μονόλογό του.



«Άιντε καλό μου, τσίμπα τα σποράκια των λουλουδιών και σύρε ως το παιδί μου στη δίπλα γειτονιά, να τα φυτέψεις στα γλαστράκια του». Αν δεν λογάριαζα το κενό που έχασκε μπροστά μου, θα έγερνα ευχαρίστως πάνω στην κουπαστή, για να δω τις αντιδράσεις του πτηνού. Η αλήθεια είναι ότι, μετά από κάθε φράση του κυρίου -που εξακολουθώ να μην θυμάμαι τ’ όνομά του-, ακουγόταν ένα λεπτεπίλεπτο τιτίβισμα. Ακολουθούσε ξανά η αντρική φωνή, τρυφερή και γλυκόηχη· κι αμέσως μετά, το κορφολόγημα του πτηνού στον πλατύφυλλο βασιλικό. Ανθρώπινοι φθόγγοι και γουργουρητά ευχαρίστησης, εναλλάσσονταν για κάμποση ώρα. «Αρχίζουν οι παρενέργειες της κλεισούρας», σκέφτηκα μειδιώντας στον εαυτό μου. Ακούω φωνές. Και τιτιβίσματα. Και ποιος ξέρει τι άλλο…


Αίφνης ακούστηκε ο κρυστάλλινος ήχος ενός ποτηριού που τσουγγρίζει ένα άλλο. Πράγμα πολύ περίεργο, αφού ο μεσήλικας άντρας ήταν μόνος. Κυριευμένη από μια αχαλίνωτη περιέργεια και αφού έριξα μια κατασκοπευτική ματιά τριγύρω για να βεβαιωθώ πως δεν με έβλεπε κάποιος γείτονας, έσκυψα στην κουπαστή και κρυφοκοίταξα στο διπλανό μπαλκόνι. Του κυρίου που ξεχνούσα τ’ όνομά του. Ήταν σκυμμένος πάνω σ' ένα μαρμάρινο τραπέζι, εμφανώς απορροφημένος απ’ αυτό που έβλεπε, με το κεφάλι στηριγμένο στις παλάμες του. «Καλή Ανάσταση μπαμπά. Στην υγειά μας!» Η φωνή προερχόταν απ’ τα γλιστερά σπλάχνα ενός υπολογιστή. Έμεινε ακίνητος για κάμποσα δευτερόλεπτα αντικρίζοντας την οθόνη. Ένα ποτήρι κρασί κι ένα ψηφιακό τσούγκρισμα με το παιδί του. Λίγα μέτρα μακριά απ’ το σπίτι του κι όμως τόσο απόμακρα, μια ανάσα πριν την Ανάσταση του Χριστού που φέτος μοιάζει σαν μια ατέρμονη αναρρίχηση στο Γολγοθά. Με το ένα του χέρι ακούμπησε ευλαβικά την οθόνη, σαν να άγγιζε ιερό εικόνισμα. Με το άλλο, σκούπισε τα μάτια του.


Το μικρόσωμο πτηνό, που μου διαφεύγει το όνομά του, τσιμπολογούσε τα τελευταία ψίχουλα στην άκρη του τραπεζιού. Σε κάθε τσιμπιά, ανασήκωνε το κεφαλάκι του και παρατηρούσε τον αμίλητο άντρα. Την άκρως σουρεαλιστική σκηνή, συμπλήρωσε το ωστικό κύμα μιας τηλεόρασης. Ο νίπτων σχολαστικά τας χείρας του αστέρας του θεάματος, δολοπλοκούσε πίσω απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες κάποιου διαμερίσματος. «Και κυρίως εσείς, γιαγιάδες και παππούδες, ακούστε με προσεχτικά, όχι ασπασμούς, όχι κοινωνικότητες δεξιά αριστερά…»


Τραβήχτηκα πίσω, πλημμυρισμένη με ενοχές για την αδιακρισία μου. Και για την κλοπή πνευματικών στιγμών στην οποία ανερυθρίαστα επιδόθηκα. Πάνω απ’ την ερημωμένη πόλη, αντηχεί διαρκώς το μονόσυρτο τηλεοπτικό μοιρολόι: «Στο πρώτο σύμπτωμα βήχα ή πυρετού, μένουμε σπίτι και παίρνουμε τηλέφωνο αμέσως τον γιατρό μας…» Κι ήταν η σπαραχτική απαγγελία του γείτονα -που ξαφνικά θυμήθηκα τ’ όνομά του- που έφερε το Άγιο Φως, αυτό που στήνει σκάλες ως τον ουρανό και γιατρεύει την πληγή που χαίνει.


«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!» (*)


Ο μικρόσωμος ακροατής των στίχων, τίναξε τα φτεράκια του και πέταξε ως το γείσο του μπαλκονιού. Κοίταξε φευγαλέα πίσω του κι ύστερα χάθηκε βιαστικός στα φλογισμένα μονοπάτια του ουρανού. Είχε να μεταφυτέψει τα φιντανάκια του κυρίου Λαζάρου.


(* Νίκος Καρούζος-Η χρησιμότητα της απειλής)


Το κείμενο συμμετέχει στη Φωτο-Συγγραφική σκυτάλη #5, που οργανώνει και συντονίζει η MaryPertax στο ιστολόγιό της ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ. Η φωτογραφία που παραδίδω στην επόμενη συμμετέχουσα (Fish eye) ανήκει στον ταλαντούχο φίλο Θάνο Τσάκαλο και είναι απ’ τις αγαπημένες μου. Και η αντίστοιχη λέξη είναι: "Ψίθυρος"

Εγκάρδιες ευχές για τις μέρες που διανύουμε. Καλή Ανάσταση σ’ όλους, να μείνετε γεροί και να χαρείτε τις μικρές διαδρομές εντός των σπιτιών, που μπορεί και να κρύβουν πρωτόγνωρες εμπειρίες και προσωπικές ανατροπές.
(Περι)Μένουμε σπίτι και δεν διασπείρουμε τον ιό του φόβου!




Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

“Ιντερφερόνες” (*)


To κείμενο φιλοξενείται στον ιστότοπο: BookSitting

Είναι η ώρα που τα τηλεοπτικά βομβαρδιστικά ρίχνουν διαρκώς τις ριπές τους με τα χέρια που πλένονται σχολαστικά και τον κάτοχό τους να ρίχνει αυστηρές ματιές απ’ τον καθρέφτη του μπάνιου του. Ενόσω νουθετεί τους ηλικιωμένους να μένουν μέσα, ένα ανεπαίσθητο σπρώξιμο με ωθεί προς το παράθυρο. Το μπαλκόνι με τους φρεσκοφυτεμένους βασιλικούς και τις ανθισμένες φρέζες είναι το προσωπικό μου καταφύγιο, αυτές τις μέρες του εγκλεισμού. Η έννοια του χρόνου έχει χάσει πλέον την αξία της, κι αντί να τρέχω εναγωνίως ξοπίσω του, έχουμε συνθηκολογήσει και επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας. Στη γλώσσα των τεχνοκρατών θα το ορίζαμε ως “βιώσιμο διακανονισμό”. Στην ορολογία των ημερών, ως ένα έντιμο αλισβερίσι.        
«Σου δίνω τις στιγμές μου»
«Θα τις φροντίζω σαν να μην υπάρχει αύριο»

Το σούρουπο σκεπάζει με το πορφυρό του σεντόνι την πόλη. Ζέστανε ο καιρός, η μέρα όσο πάει και μεγαλώνει και στην απέναντι πλατεία, τέτοια ώρα, θα ακουγόντουσαν τα ξεφωνητά των παιδιών, οι φωνές των μανάδων και ο βόμβος απ’ τις κουβέντες των ηλικιωμένων που είχαν σαν σημείο συνάντησης τα τριγύρω παγκάκια. Ένα ερωτευμένο ζευγαράκι έδινε, κάθε βράδυ, το ραντεβού του στο πιο απόμερο σημείο, κι όταν αραίωνε η πλατεία απ’ την πιτσιρικαρία, αγκαλιαζόντουσαν τρυφερά και αντάλλασσαν φιλιά και αναστεναγμούς.
Μέρες τώρα, η πλατεία είναι ερημωμένη. Οι παιδικές κούνιες αιωρούνται στο κενό απ’ το φύσημα του αέρα και τα παγκάκια που φιλοξενούσαν τις παρέες των ηλικιωμένων, είναι καλυμμένα με ξερά φύλλα και κίτρινη σκόνη. Το ζευγαράκι έχει καιρό να φανεί· δεν υπάρχει, άλλωστε, κωδικός άδειας κυκλοφορίας για “παροχή αγάπης”. Άσε που τα φιλιά και οι εναγκαλισμοί είναι αυστηρώς ενοχοποιημένα. 
Ο χρόνος θα κυλήσει και θα βρεθεί το γιατρικό για τη σύγχρονη “πανούκλα. Θα ξαναγεμίσουν ασφυκτικά οι δρόμοι και τα εμπορικά. Η πόλη θα επανέλθει ξανά στις εργοστασιακές της ρυθμίσεις. Κίνηση, ψώνια, αγκομαχητά και αδιέξοδα. Κι όσο θα κάνουμε ταμείο με τα απόνερα της κρίσης και τις προσωπικές μας ματαιώσεις, ας ρίχνουμε πεταχτές ματιές απ’ το παράθυρο. Μήπως και ξαναφανεί το ερωτευμένο ζευγαράκι στο παγκάκι μιας πλατείας. Να ξαναπιάσουν τη ζωή τους από εκεί που την παράτησαν. Έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού. Δίχως ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα και χρυσαφένιες ακρογιαλιές, αλλά σε μια άγρια εποχή που ο φόβος τούς βάζει τελεσίγραφα.

“Ποιος σκάει ο κόσμος κι αν χαλάει
αυτή η βρωμοάνοιξη σαν σβούρα με γυρνάει
κι η καρδιά μου σαν σαράβαλο σε κατηφόρα πάει…
…Ποιος κλαίει μέσα μου και μου λέει
ξύπνα δεν είναι όνειρο το χιόνι που μας καίει
η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει”
Από κάποιο ραδιόφωνο στη γειτονιά εισβάλει στη διαπασών ένας υπαινιγμός άνοιξης.
Δια άσματος Αγγελάκα, γιατί αυτό το καταχείμωνο, μόνο με αντίσταση και ανταλλαγές ουσΙΩΝ θα το βγάλουμε.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *


(*) H ιντερφερόνη είναι μια ομάδα από πρωτεΐνες που παράγονται και αποδεσμεύονται από τα κύτταρα των περισσότερων σπονδυλωτών, αντιδρώντας στην παρουσία παθογόνων μικροοργανισμώνιών, μικροβίων ή παρασίτων - καθώς και στην παρουσία κυτταρικών όγκων. Επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων ώστε να δραστηριοποιούνται οι προστατευτικές άμυνες του ανοσοποιητικού συστήματος και να εξαλείφουν τα παθογόνα ή τα καρκινικά κύτταρα.