Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

"Μίτινγκ" με την ξινή

H “ξινή” κατέφτασε μπουρινιασμένη στο γραφείο. Ούτε σκέψη για μια "Καλημέρα". Σπανίως τη λέει και πάντα με σφιγμένο στόμα. Διέσχισε το διάδρομο με στρατιωτικό βηματισμό και χώθηκε στο λαγούμι της. Ξεφόρτωσε με θόρυβο τα τσαμασίρια της. Λάπτοπ, τροφοδοτικό, καφέ κι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο. Την παρακολουθούσα με προσοχή σκοπευτή που στοχεύει τον αντίπαλο. Δύσκολη μέρα ξεκίναγε κι είχα τη βεβαιότητα πως μου την είχε στημένη. Θα με φώναζε στο γραφείο της για μίτινγκ. Θα με πυροβολούσε με τις γουρλοματάρες της ορθάνοιχτες, πάνω απ’ τα χαμηλωμένα γυαλιά της. "Τα νούμερα του μήνα είναι απογοητευτικά… Δεν υπάρχουν δικαιολογίες… Έπρεπε να το είχες προβλέψει… Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε δώσω στυγνά…" και άλλα πικρόχολα, πριν μου ρίξει τη χαριστική βολή.

Με φώναξε. Μπήκα στο γραφείο της, οπλισμένη σαν αστακός. Είχα ξενυχτήσει κατεβάζοντας αναφορές, νούμερα, πίνακες, μετρήσεις και πολύπλοκα γραφήματα με απεικονίσεις, ποσοστά και προϋπολογισμούς. Είχα προβλέψεις όλες τις πιθανές της ερωτήσεις και είχα προετοιμάσει αντίστοιχα τις απαντήσεις μου. Είχα προπονηθεί για στενό μαρκάρισμα και επιθετικό παιχνίδι. Όχι για να της πάω κόντρα. Για ν’ αποδείξω το αυτονόητο. Και να μην της επιτρέψω να μου κλέψει ούτε ένα δράμι απ’ την αξία μου.

Κοιταχτήκαμε με ύφος μονομάχων, λίγο πριν αρχίσουν το πιστολίδι. "Κάτσε!" μου είπε επιτακτικά. Κάθισα και την πυροβόλησα με μια μεγαλοπρεπή "Καλημέρα", νομίζοντας πως θα την αφοπλίσω και θα έρθει σε δύσκολη θέση. Πως θα αισθανθεί άσχημα για όλες τις καλημέρες που μου χρωστάει. "Έχεις το τηλέφωνο εκείνου του Μαστολόγου που μου έλεγες τις προάλλες; Πρέπει να πάω άμεσα. Και κοίτα… είναι και μια μαγνητική που πρέπει να κάνω. Κι όλο το αναβάλλω. Φοβάμαι πως δεν θα βγω ζωντανή από κείνο το μηχάνημα. Μαλακίες τώρα, ξέρεις… Με πιάσανε οι φοβίες μου πάλι…".

Την ώρα που την σάρωνε το μηχάνημα κι εγώ την παρατηρούσα πίσω απ’ το χοντρό τζάμι, προσπαθούσα να θυμηθώ τις ώρες που μεσολάβησαν απ’ το μίτινγκ στο γραφείο, ως το απόγευμα που ήρθαμε παρέα στο διαγνωστικό. Η ξινή με αιφνιδίασε πανηγυρικά για άλλη μια φορά. Νομίζω πως μου πέσανε τα χαρτιά απ’ τα χέρια, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, δαγκώθηκα, βούτηξα σε πελάγη ενοχών κι όταν έφυγε ο κόμπος απ’ το λαιμό μου, της ψιθύρισα με σπασμένη φωνή: "Άντε σήκω!... Πάμε παρέα. Αυτό το θέαμα, δεν το χάνω με τίποτα…". Η ξινή με κοίταξε απορημένη. "Ποιο θέαμα;". "Να σε βάζουν στο φούρνο κι εγώ να σου χαμογελάω από μακριά! Δεν ξέρεις πόσο την περίμενα αυτή τη στιγμή!...". "Είσαι ηλίθια!..." μου είπε φρενιασμένη. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά μου. Έκλαψε, τσαλακώθηκε, ξεφόρτωσε. Έβριζε χυδαία, με χτύπαγε στην πλάτη, άκουγα την καρδιά της να μουγκρίζει και να συσπάται. Λύγισα κι εγώ μαζί της, γίναμε ένα κουβάρι από δυο εύπλαστα σώματα που λίγο πριν, μοιάζανε ατσάλινα απ’ τον εγωισμό και την έπαρση.

"Θα είσαι απ’ έξω;", μου είπε λίγο πριν την φωνάξει ο χειριστής του μηχανήματος.

"Το καλό που σου θέλω, να βγεις καλά από κει μέσα! Δυο βράδια ετοίμαζα την παρουσίασή μου, δεν θα πάει χαράμι τόσος κόπος για μια κωλοεξέταση"...

"Κάτι πρηξίματα στις μασχάλες… μπορεί και να μην είναι ανησυχητικό, αλλά…"

Φώναξαν τ’ όνομά της. Μου άφησε την τσάντα και το παλτό της και μπήκε σκυφτή στη μεγάλη αίθουσα. Σε λίγα λεπτά άκουγα τα μαρσαρίσματα του τομογράφου να διαπερνάνε το κορμί της.

Α ρε ξινή!...
Χρειάστηκαν δυο μασχάλες πρησμένες, να μας προσγειώσουν ανώμαλα απ’ τη στρατόσφαιρα του γραφείου.
Άντε να μας δω τώρα, που πατήσαμε γήινο έδαφος.
Εσύ, ξαπλωμένη στο θολωτό κρεβάτι του τομογράφου.
Κι εγώ να σε περιμένω απ’ έξω και να φυλάω σα πιστό σκυλί, τα τιμαλφή σου.
Την αγωνία, το φόβο και τη μοναξιά σου.

Και να μην έχω βρει ακόμα το γαμημένο το κουράγιο να σου πω ένα "Ευχαριστώ". Που με διάλεξες για συνεπιβάτη σου στην κάψουλα προσγείωσης.

Κι ένα "Συγνώμη" που δεν σε φώναξα ποτέ με τ’ όνομά σου.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Καλό Παράδεισο ρε Σάκη...

Ρεζερβέ απόψε στο καφωδείο του Παραδείσου.
Ο Σάκης μας.
Πρεμιέρα με τους παλιόφιλους.
Με την Μαρία, τον Νικόλα, τον Μανώλη και τον Άσιμο.  
Μετά από  μια διαδρομή που την χαρακτήριζε πάντα η παρέα. Όχι η μαρκίζα.
Θα μπορούσε να στεγάσει την έκταση της φωνής του σε κάποιο μουσικό μέγαρο.
Ή να εξαργυρώσει την πορεία του στα κινήματα της αριστεράς και το πολιτικό τραγούδι, με διθυραμβικά αυτο-λιβανίσματα και εμπορική καριέρα. Όπως τόσοι…


"Δεν κάνω κριτική στους ανθρώπους, δεν λέω ότι «αυτός κάνει λάθος» και διάφορα τέτοια, γιατί δεν μπορείς να κρίνεις κάποιον από μακριά. Όλοι κάνουν συμβιβασμούς, αλλά το πόσους και τι συμβιβασμούς κάνεις, είναι αυτό που σε ορίζει τελικά. Να κάνεις αυτό που θέλεις, να προσπαθείς να γίνεις ευτυχισμένος από αυτά που κάνεις κι όχι να περιμένεις να σε κάνουν ευτυχισμένο αυτά που αποκτάς. Δεν είναι η γκλαμουριά και τα φώτα αυτά που μένουν. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να παιδεύουμε τους εαυτούς μας".
Είχε πει σε μια συνέντευξη. Το τήρησε.


Απανεμιά και Εσπερίδες στην οδό Θόλου. 60-70 άτομα κάθε βράδυ. Μυσταγωγία.
Σούσουρο, σε μια κατακόμβη με Άσιμο και Ζουγανέλη.
Αχ Μαρία στα Εξάρχεια, με Παπακωνσταντίνου, Ζουγανέλη, Σιδέρη, Βόσσου, Βαβούρα και Λάκη Παπαδόπουλο.
Κύτταρο στην οδό Ηπείρου και Ροντέο στην Πλατεία Βικτωρίας. Με Αφροδίτη Μάνου και Γιάννη Γιοκαρίνη.
Στο ζενίθ της Μεταπολίτευσης, τραγουδάει το θρυλικό «Ντικ» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, στην «Καντάτα για τη Μακρόνησο».
Συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο, συμμετέχοντας σε δύο μελοποιημένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, στο άλμπουμ «Ο Γέρος της Αλεξάνδρειας».
Απίστευτα εκφραστικός στη «Μπαλάντα του Έμπορα», του Bertolt Brecht, σε μεταφρασμένους τίτλους απ’ τον Μάριο Πλωρίτη.
Συμμετέχει με φωνητικά στο «Ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω» στο άλμπουμ «Τσιμεντένια τραίνα» που υπογράφουν οι Τερμίτες.
Σε μελοποιημένη ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου και μουσική Μιχάλη Γρηγορίου, ερμηνεύει με την Αφροδίτη Μάνου τα «Ανεπίδοτα Γράμματα».
Συμμετέχει στους «Αχαρνής» του Δ. Σαββόπουλου, στο έργο «Λουκιανού Διάλογοι» ερμηνεύει με τον Νικόλα Παπάζογλου τους "Κήρυκες" και στο άλμπουμ «Νάμαστε πάλι εδώ Αντρέα» των Αντρέα Μικρούτσικου και Μανώλη Ρασούλη ερμηνεύει το «Λυχνάρι του Αλαντίν».
Στον δίσκο του Μιλτιάδη Πασχαλίδη, τραγουδάει με τον Γιάννη Ζουγανέλη τα «Ρεμάλια».


Κάποια απ’ αυτά που μπορώ να θυμηθώ. Η μνήμη υπολειτουργεί τέτοιες ώρες.
Η καρδιά έχει βάλει πατίνια και δυο ρουλεμάν και τρέχει με χίλια.
Στις στιγμές που ρίγησα ακούγοντας τη φωνή σου. Στα σολαρίσματά σου.
Στο «Caruso» του Lucio.  
Στον «Ντικ» του Ρίτσου.
Στη «Μπαλάντα του Έρωτα» του Μπρεχτ.
Στο «Παλιό μου παλτό» του Λάκη.

Σα να σε βλέπω. Την ώρα που θα αυτοσαρκάζεσαι και θα κάνεις καλαμπούρια με τους φίλους σου, ο Ύψιστος θα σου φωνάξει:
«Λάβε θέση για να πάρεις πάλι την πρωτιά…»




Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Λαϊκή Ελλάδας γεια σου!



Σ’ έναν πάγκο της λαϊκής αγοράς, ακούω τον νεαρό παραγωγό να τραγουδάει με στεντόρεια φωνή και να αυτοσχεδιάζει ανάλογα με την αγοραστική κίνηση της μέρας: «Και με πιάνουν τα κλάματα/ που δεν φεύγουν τα πράματα…». Οι περαστικοί σκάνε χαμόγελα και πλησιάζουν τον πάγκο με τα ζαρζαβατικά. Σε κάθε αγορά, δώρο κι ένα ματσάκι σέσκουλο ή λάπαθο. Προσφορά του καταστήματος. «Θα με βοηθήσεις να τα φορτώσω στο καρότσι;» τον ρωτάει μια ηλικιωμένη κυρία. «Για σας, θα τα πήγαινα ως την Κίνα!», απαντάει με μαλαγανιά ο νεαρός, ενώ της τακτοποιεί τα ψώνια. Ξαναρχίζει το ρεσιτάλ τραγουδιού, τακτοποιεί τις ντάνες με τα σπανάκια και τα σταμναγκάθια και ταυτόχρονα δίνει ρέστα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αν δεν φοβόμουν πως θα με πάρει στο ψιλό, θα του έδινα συγχαρητήρια για την πιστή εφαρμογή των βασικών τακτικών μάρκετινγκ που εφαρμόζει στην επιχείρησή του. Κι ας μην το έχει σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο. Αυτοδίδακτος και σε απόλυτη επαφή με τη βασική αξία της αγοράς. Το μάρκετινγκ ξεκινάει, όταν έχει ήδη ψωνίσει ο πελάτης. Κι όχι πριν.

Αδιαμφισβήτητα, οι κορυφαίες ατάκες εμπνέονται και ερμηνεύονται απ’ τους πάγκους με τα ψάρια. Είναι μια μικρή παράταξη από μικρά καλοστημένα «ψαράδικα». Διακοσμημένα με ιδιαίτερο στυλ και φινέτσα. Στο λευκό του πάγου, ευθυγραμμισμένες τσιπούρες και χριστόψαρα, ανάμεσα σε γιρλάντες με χρωματιστές πιπεριές και μαρουλόφυλλα. Παραδίπλα, γλαστράκια με μαντζουράνες και βασιλικούς, ευγενική χορηγία του ανθοπώλη. Το εμπόρευμα πρέπει να ξεπουληθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εδώ το μυαλό δουλεύει με χίλια. Αυτοσχεδιασμοί, διαγωνισμός καλύτερης ατάκας και τιμές που ολοένα γίνονται και πιο δελεαστικές. «Πρωινός ο γαύρος μου μαντάμ!... Να… δείτε! Με το μαγιό είναι ακόμα!...». «Βγάλ’τον φωτογραφία να τον στείλεις στα καλλιστεία ρε Μήτσο!...». Κι ο Μήτσος θα στραβοκοιτάξει τον ανταγωνιστή του, αλλά στο μεσημεριανό πρόχειρο τσιμπούσι που στήνουν πίσω απ’ τις ψαροκασέλες, θα τσουγκρίσουν τα πλαστικά ποτήρια και θα μοιραστούν το κολατσιό τους.

Κάποιοι έχουν μαζί και τα παιδιά τους, που εντρυφούν στα μυστικά της δουλειάς. Τις γυναίκες τους, ή και ολόκληρη την οικογένεια. Η επιχείρηση άλλωστε είναι οικογενειακή υπόθεση, αφού πολλοί απ’ αυτούς είναι παραγωγοί και πουλάνε απευθείας τα προϊόντα τους. Η κυρία Νίκη πουλάει φρέσκο μέλι, πλάϊ στο γιο της. Έμπειρος μελισσοκόμος, όπως μου εξηγεί με καμάρι. Ο νεαρός με την ευγενική φυσιογνωμία, αναλύει με προθυμία τα μυστικά του καλού μελιού και τα παράγωγα προϊόντα που φτιάχνουν. Σαπούνια, κρέμες και κεριά.

Στον πάγκο με τα λεμόνια, υπάρχουν τρεις γενιές παραγωγών και πωλητών. Ο παππούς, ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος κύριος, που αν έχεις χρόνο και όρεξη, σου διηγείται την ευεργετική αξία των λεμονιών σε σοβαρές ασθένειες. Πιο πίσω ο γιος του που εκτελεί χρέη τελάλη και παραδίπλα ο εγγονός που ξεσηκώνει τις ατάκες του μπαμπά του και αναμεταδίδει με την παιδική του φωνούλα τις τελευταίες λέξεις «… όλο ζουμί τα λεμόνια μας!». Κι ο παππούς να τον καμαρώνει και να του λέει στοργικά «Φόρα πουλάκι μου το μπουφάν σου. Κάνει κρύο»...

Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, τα ζαρζαβατικά δίνουν τη θέση τους στους πάγκους με τις κουρτίνες και τα βαμβακερά ρούχα. Ο νεαρός μελαμψός άντρας, με παροτρύνει να αγοράσω φόρμες και εσώρουχα, τονίζοντας με έμφαση και σε σπαστά ελληνικά «Ντεν είναι κινέζικα κυρία… όλα ελληνικά!». Αντίφαση και ρεαλισμός στο μεγαλείο τους!

Τους χαζεύω να στήνουν και να ξεστήνουν στο τέλος της μέρας τον μικρόκοσμό τους, να ξεκαλουπώνουν τις σιδεριές, να φορτώνουν τις τέντες και να σκοτώνουν το τελευταίο εμπόρευμα. Κάθε φορά, κλέβω λίγο απ’ το ζύγι τους. Μικροποσότητες αντοχής και αισιοδοξίας. Σε πείσμα του καιρού και των καιρών και κάτω απ’ τις συνεχείς ριπές των δελτίων ειδήσεων, διακινούν χαμόγελα, συνωμοτούν με κωδικοποιημένα μηνύματα και στήνουν επίσημα γεύματα στις μικρές γειτονιές τους. Πλαστικές καρέκλες, καφασοτράπεζα, ρεφενέ κρασί ή τσίπουρο και μεζεδάκια σε αλουμινόχαρτα. Κάτω απ’ τη σκιά μιας τέντας τα καλοκαίρια ή τυλιγμένοι σε χοντρά μπουφάν τους χειμώνες. Μ’ ένα ραδιοφωνάκι να παίζει στο φουλ το κλασσικό άσμα. Ζαγοραίος…”Έντε λα μαγκέτε Βοτανίκ…” Εδώ, δεν χωράει κατάθλιψη και γκρίνια. Βουλιάζεις μόνο στην υπέρβαση. Και σούρχεται να τους αποχαιρετίσεις μ’ ένα φιλί. Σα να’ναι δικοί σου άνθρωποι.

Ο Γιάννης με τους ξηρούς καρπούς και τις καραμέλες, ο μπάρμπα Γιώργος με το καβουράκι του που πουλάει κληματόφυλλα και χύμα κρασί, η Αντωνία με τα μπαχάρια, τα αλίπαστα και τους χοχλιούς κι ο «Κρητικός» με τα στιβάνια και το μαυρομάντηλο, που στρώνει στον ασκιανό μιας μουριάς τις γραβιέρες και τα ανθότυρα και κερνάει υποχρεωτικά ρακές και ρακόμελα.

"Δεν θέλω να πιω τέτοια ώρα ρε μπάρμπα. Κόψε λίγη γραβιέρα γιατί είμαι και βιαστική"…
"Άχνα! Δε γροικώ πράμα. Καλλιά τόχω να φύγεις. Παέ πέρα… αδέ τραταριστείς, δεν πουσουνίζεις πράμα!..."

Μπορεί να φταίει η ρακή, μπορεί και όχι. Κάθε φορά φεύγω τρεκλίζοντας απ’ τ’ αρώματα, τα χρώματα και το ακομπλεξάριστο αλισβερίσι με αυθεντικούς ανθρώπους. Χαιρετώντας τον Κρητίκαρο που γεμίζει ήδη τα πλαστικά ποτηράκια των επόμενων πελατών, παρατηρώ το υφαντό κιλίμι που έχει βάλει για ντεκόρ στο κινητό του μαγαζάκι:
"Να είσαι Κρητικός, είναι μεγάλο χρέος κι ευθύνη" γράφει.

Βλέποντας τις ορδές των πελατών να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, αναρωτιέμαι μήπως ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά την ευθύνη μας ως καταναλωτές. Και το χρέος μας να υποστηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις τον Έλληνα παραγωγό και το συνοικιακό μαγαζί, τιμωρώντας παραδειγματικά μεσάζοντες, πολυεθνικές και κυκλώματα. Η αντίσταση άλλωστε, ξεκινάει παραδοσιακά στους δρόμους. Όχι στα ράφια και στις βιτρίνες. Βενσερέμος!...




Για όσους θέλουν να ρίξουν μια ματιά στις δραστηριότητες και στους αναλυτικούς χάρτες των λαϊκών αγορών, εδώ είναι ο επίσημος ιστότοπος:
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΠΩΛΗΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

http://www.laikesagores.gr/

Πηγές φωτογραφιών: http://clipartradio.gr/?p=2858

https://elniplex.wordpress.com/

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Η πριγκίπισσα Ρούλα


Αν δεν φας το παραμύθι σου, θα έρθει ο δράκος να σε κάνει τας-κεμπάπ!
Κι αν το φάω;”  ρώτησα μια μέρα.
Θα έρθει ο πρίγκιπας καβάλα στ’ άσπρο του άλογο, να σε πάρει για  πριγκίπισσα στο παλάτι του!”
“Οκέϊ κατάλαβα! Φλόμωσέ με στο παραμύθι!...”

Για λόγους ασφαλείας, στο λύκειο διάλεξα δέσμη “Σταχτοπούτας” και ήμουν συνεπής στο ραντεβού μου με τον πρίγκιπα. Ήρθε καβάλα σε παπί, ένα βράδυ που είχαμε παραγγείλει πίτσες.  Ένας ξανθός, γαλανομάτης άγγελος  μου παρέδωσε τις πίτσες κι εγώ την καρδιά μου.
“Πώς σας λένε;” με ρώτησε την ώρα που έφευγε.
“Γρηγορία” του είπα. “Για λόγους συντομίας Ρούλα. Εσάς;”
“Τάκης απ’ το Παναγιώτης” μου απάντησε λάγνα.

Για λόγους συντομίας, πετσοκόψαμε ονόματα, όνειρα και αισθήσεις. Ερωτευτήκαμε,  παντρευτήκαμε και γίναμε γονείς, με το χρονόμετρο στο χέρι. Ο επόπτης-μπαμπάς έμεινε ευχαριστημένος απ’ τις επιδόσεις μας κι η μαμά δεν σταμάτησε στιγμή να με συμβουλεύει πώς να γίνω καλή μαγείρισσα, υποδειγματική νοικοκυρά, στοργική μάνα και παραχωρητική σύζυγος. Για λόγους συντομίας, παρέλειψε το κεφάλαιο “Γυναίκα”. Κάτι ροζ όνειρα που είχα εκείνη την εποχή, τσαλακώθηκαν  και κιτρίνισαν στο βάθος ενός συρταριού. Για λόγους ευρυθμίας.

 Άλλαξα ρόλο από κόρη σε μάνα με επισκληρίδιο αναλγησία, νομίζοντας πως θα γλυτώσω τις οδύνες της μητρότητας. Κανείς δεν μου είχε πει πως το παραμύθι τελείωνε, εκεί ακριβώς που άρχιζε η ζωή.  Στο μεταξύ, ο Πρίγκιπας-Τάκης έπιασε δεύτερη δουλειά και τα βράδια γύρναγε σπίτι κατάκοπος. Έτρωγε, γκρίνιαζε και κοιμόταν. Για λόγους πειθαρχίας, δεν παραπονέθηκα ποτέ για τίποτα. Το σιδερωμένο ρούχο, το γυαλισμένο παρκέ και το ζεστό φαί, ήταν οι στόχοι της νιότης μου. Το μικρό κορίτσι που κρυβόταν μέσα μου, μεγάλωσε παρέα με την κόρη μου. Τα βράδια έπαιζα κρυφά με τις κούκλες της.  Και τα πρωινά που έλειπε στο σχολείο, στόλιζα τα μαλλιά μου με τα κοκαλάκια της. Ίσως να είναι απ’ τα λίγα  κορίτσια που δεν δοκίμασαν ποτέ τις γόβες της μαμάς τους. Απ’ την αλάνθαστη παιδική της διαίσθηση, μου παραχώρησε κι αυτό το παιχνίδι της. Για λόγους ευαισθησίας.

Με λέγανε Γρηγορία νομίζω. Είμαι απροσδιορίστου ηλικίας, αφού έχασα το μέτρημα στην πορεία του παραμυθιού. Κάποιοι με φωνάζουν “Μικρομάνα”, κι άλλοι “Μεγαλοκοπέλα”. Ο μπαμπάς συνεχίζει να με φωνάζει “Κορίτσι του”. Κι η μαμά μοιράζεται μαζί μου τα μυστικά της, λες κι  είμαστε  φίλες. Ο πρίγκιπάς μου έχει παραδώσει το φωτοστέφανο της νιότης του, στην εκατόμβη της σχέσης μας. “Γερνάω” μου είπε προχτές. “Γερνάμε μαζί” του είπα. “Ζήσαμε ένα βολικό παραμύθι. Ίσως να ήταν ασφαλέστερο από μιαν άβολη αλήθεια”…

Η κόρη μου κουλουριάζεται δίπλα μου κάποια βράδια και κοιμάται γαλήνια στην αγκαλιά μου.
Της διηγούμαι ιστορίες με αλήθειες και δράκους.
Τη συμβουλεύω να αποφεύγει δια ροπάλου τα παραμύθια, γιατί έχουν πάρει στο λαιμό τους πολλά κορίτσια.
Και κάποια Σταχτοπούτα που υπήρχε μια φορά κι έναν καιρό, βρίσκεται ήδη σε προχωρημένη σήψη.


Βραβείο συμμετοχής στο 5ο παιχνίδι (2ου κύκλου)
"ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ"


Η Ρούλα και η ιστορία της βραβεύτηκαν στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας.
Οι υποχρεωτικές -πέντε- λέξεις του παιχνιδιού, είναι με κόκκινο χρώμα στο κείμενο.
Ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους και όλες που με τίμησαν με τη συντροφιά και την ανάγνωσή τους.

Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Frankenstein tale(s), Η συνέχεια...



Ψυχή. Ξημερώνει κι εκείνος πρέπει να ξεφορτωθεί το άψυχο σώμα χωρίς να τον αντιληφθούν. Κάτω από το κεφάλι του νεκρού οι κηλίδες αίματος έχουν ποτίσει το χώμα κι οι υγρές τούφες των μαλλιών του ξεπροβάλλουν σαν βδέλλες έτοιμες να ρουφήξουν το πηχτό αίμα. Σέρνει το πτώμα από τα πόδια. Μπροστά του ο τοίχος στάζει ακόμα λίγες σταγόνες από το κόκκινο υγρό. Σταματά και συνειδητοποιεί ότι τον παρακολουθεί μια γάτα που ξεπρόβαλε από το σκοτεινό στενό. Οι παλάμες του έχουν ιδρώσει. Αφήνει απότομα τα νεκρά μέλη να χυθούν άχαρα στο χώμα.

Πιέζει το στόμα του στο εσωτερικό του αριστερού του αγκώνα και σφίγγει τα δόντια, σχεδόν πονάει, αλλά στέκεται αδύνατον να κρατήσει το κρασί που έπιναν μαζί μέχρι πριν λίγες ώρες και αναπόφευκτα αδειάζει το περιεχόμενό του στομαχιού του, ένα δύσοσμο μίγμα από κρασί, σάλια και φιστίκια, στη δεξιά σόλα του παπουτσιού.

Το κεφάλι του βαρύ. Ζαλίζεται. Χάνει την ισορροπία του προσπαθώντας να αποφύγει τον εμετό του. Σκουπίζει τα βρώμικα γένια και απομακρύνει τον ιδρώτα από το μέτωπο και τον σβέρκο. Οι ανάσες του, κοφτές και συνεχόμενες προδίδουν την μακάβρια πράξη του. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η γάτα συνεχίζει και τον παρακολουθεί επίμονα. Με μάτια ορθάνοιχτα, καταπράσινα. Είναι βέβαιος ότι εκείνη αποφεύγει να τα ανοιγοκλείσει μην τυχόν και της ξεφύγει. Κι η γάτα κοιτάζει πότε το ακίνητο σώμα και πότε αυτόν με το ίδιο πάντα βλέμμα που υπνωτίζει. 

Αν μπορούσε θα έφτυνε και την γλώσσα του για να ξεφορτωθεί την αηδιαστική πικράδα που πλημμυρίζει τον ουρανίσκο του. (Μαριλένα)

*****

Στο κεφάλι του βαράνε σφυριά. Κάτι που δεν κολλάει πολύ με την κατάσταση που ζει, τον ταράζει. «Μα, τι στο καλό;» Ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει γύρω του τους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Ο θόρυβος έρχεται απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Συνειδητοποιεί πως κοιμόταν. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει απ τα σωθικά του. Τι περίεργο όνειρο, αναρωτιέται.

Θυμάται τι μέρα είναι και αρχίζει να ετοιμάζεται με γρήγορους ρυθμούς αλλά με προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια. Είναι η μέρα που θα δει την κόρη του. Έχει να την δει δύο εβδομάδες, έτσι αποφάσισε το δικαστήριο. Αυτός ο χωρισμός του κόστισε την ίδια του τη ζωή. Από τότε είναι ένας ζωντανός-νεκρός που περιμένει να περάσουν οι μέρες για να την δει και αυτό με επίβλεψη!  Είπαν πως ήταν επικίνδυνος για την οικογένεια του, πως τους έκανε κακό αλλά εκείνος δεν θυμάται τίποτα από αυτά που τον κατηγορούν.
Το μόνο που ξέρει είναι πως την αγαπά πολύ και θα έκανε τα πάντα για εκείνη. Βάζει το καλό του, καθαρό κοστούμι ενώ τρελές σκέψεις περνούν απ το μυαλό του. «Όχι» μονολογεί, «έτσι θα την χάσω για πάντα». Φορά τα γυαλισμένα του παπούτσια και χτενίζει με μανία τα μαλλιά του. Πολύ σχολαστικά κοιτάζεται στον καθρέπτη πριν φύγει. Όλα πρέπει να είναι τέλεια, σκέφτεται. Τίποτα δεν πρέπει να φανερώσει τον πόνο του.

Φτιάχνει ένα γρήγορο σάντουιτς και βγαίνει από το σπίτι. Συνήθως δεν τρώει τίποτα το πρωί και θυμάται πως είχε βουρτσίσει τα δόντια του αλλά έχει μια άσχημη πικρίλα στο στόμα του που επιμένει….(Κατερίνα)

*****
Το σάντουιτς κάνει το στομάχι του να ανακατεύεται, ενώ η πικρίλα δε φεύγει με τίποτα.
Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο και κοντοστέκεται νιώθοντας περίεργα. Σαν να τον κοιτούν.
Γυρνάει αργά και αντικρίζει τα καταπράσινα μάτια μιας γάτας. Καρφώνονται σαν μαχαίρια στο μυαλό του, σκαλίζοντάς το με άγριες διαθέσεις.
Όλα  γύρω του μπερδεύονται και ζαλίζεται. Παίρνει βαθιές ανάσες και μπαίνει στο αυτοκίνητο, με τη σκέψη στην κόρη του. Στην μονάκριβή του, που δεν τον αφήνουν να πλησιάσει χωρίς επίβλεψη.

Φτάνει στο σπίτι που έμενε μέχρι πριν λίγο καιρό και χτυπάει το κουδούνι.
Του ανοίγει μια άγνωστη γυναίκα. Συγκρατεί τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, τη χολή του, μέχρι που τα μάτια του καρφώνονται στα δικά της και η ανάσα του κόβεται.
Πράσινα, σαν της γάτας, σκέφτεται. Γιατί αυτό έχει τόση σημασία;
Εκείνη προσπαθεί να είναι ευγενική, αλλά είναι ψυχρή. Του εξηγεί τον ρόλο της και πηγαίνει να φέρει το παιδί.
Κοιτάζει γύρω του και παρατηρεί με πόνο, πως όλες οι φωτογραφίες που απεικόνιζαν τους τρεις τους λείπουν. Το «τέλος» καρφώνει τα δόντια του στην ψυχή του.

Αρχίζει να τρέμει για άλλη μια φορά, αλλά η φωνούλα της Ελένης που τρέχει ήδη στην αγκαλιά του, τον τραβάει την τελευταία στιγμή από την άβυσσο.
Τη σηκώνει ψηλά και χώνει το πρόσωπο στο λαιμό της να μυρίσει την λατρεμένη μυρωδιά.
Μια άλλη μυρωδιά μεταλλική προσπαθεί φευγαλέα να εισχωρήσει στα ρουθούνια του, αλλά τη διώχνει. Μια μυρωδιά εφιάλτη.
Χαϊδεύει  τρυφερά το πρόσωπο και τα μαλλιά του παιδιού και τότε βλέπει τους λεκέδες γύρω από τα νύχια του. (Μαρία)
*****

Έντονο ρίγος τον διαπερνά και οι χτύποι της καρδιάς του δυναμώνουν. Προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη το μυαλό του και η εικόνα της κόρης του τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Δεν πρέπει να χάσω τον εαυτό μου, σκέφτεται, όχι τώρα.
Τον ρωτά που ήταν όλο το βράδυ που του τηλεφωνούσε. Σαστίζει. Είχε βγει μια βόλτα μέχρι το κοντινό δάσος της περιοχής του, να αδειάσει το μυαλό του από τις κακές σκέψεις. Συνάντησε έναν γνωστό του και το μόνο που θυμάται, πως ήπιαν πολύ. Από εκεί και πέρα το απόλυτο σκοτάδι μέχρι που ξύπνησε από τον εφιάλτη. Τα χάπια που του έδωσε ο γιατρός τελικά δεν τον βοηθούν, διαπίστωσε. Ψέλλισε μια δικαιολογία, την φίλησε κι έφυγε βιαστικά χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Όχι γιατί φοβόταν μήπως καταλάβουν την αναστάτωσή του αλλά γιατί ένιωθε ακόμα το έντονο βλέμμα εκείνης της γυναίκας να τον διαπερνά.

Οδήγησε βιαστικά προς το δάσος και ταυτόχρονα καθάριζε τα χέρια του. Ίσως το σημείο εκείνο που καθόταν χθες να του θύμιζε τι συνέβη. Το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί μέχρι που άκουσε τις σειρήνες. Περιπολικά και ασθενοφόρο βούϊζαν ασταμάτητα. Ένας αστυνομικός έκανε νόημα σε όλα τα αυτοκίνητα πως δε μπορούν να περάσουν από το δρομάκι που οδηγεί προς το δάσος. Κατέβασε το παράθυρο και ρώτησε έναν ηλικιωμένο περαστικό αν γνώριζε κάτι. " Τι να σου πω άνθρωπέ μου. Φόνος είπαν. Αμερική γίναμε πια. Γύρνα πίσω, θα διακόψουν λένε την κυκλοφορία για αρκετή ώρα."

Κάνοντας απότομα όπισθεν, ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το πορτ μπαγκαζ..

Προμηνύεται δύσκολη μέρα.. Και οι δυνάμεις του έχουν ήδη αρχίσει να τον εγκαταλείπουν...  (Κατερίνα Β.)


*****

«Θα πρέπει να χάσατε τις αισθήσεις σας την ώρα που οδηγούσατε.
Ευτυχώς, ήσασταν ακινητοποιημένος κι έτσι αποφύγατε τα χειρότερα
».
«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ξέπνοα την ασπροντυμένη γυναίκα που του έπαιρνε το σφυγμό.
Δεν τον άκουσε. Στ’ αυτιά της είχε τα ακουστικά του πιεσόμετρου.
Θα πρέπει να ήταν ανησυχητική η πίεση, γιατί κάρφωσε απότομα τη ματιά της πάνω του. Δυο καταπράσινα σμαράγδια, ένιωσε να τον συνθλίβουν. Κάπου είχε ξαναδεί αυτά τα μάτια. Ήταν αδύνατον όμως να ανακαλέσει τη μνήμη του.

- Άγιο είχατε! Ξέρετε… περάσατε ένα λιποθυμικό επεισόδιο. Αν δεν σας έφερνε εγκαίρως ο φίλος σας στο πρώτο ιατρείο που βρέθηκε μπροστά του, ίσως και να μην ζούσατε. Θα’πρεπε να είχατε υποψιαστεί ότι κάτι τρέχει με την καρδιά σας, απ’ τη δυσχρωμία στα δάχτυλά σας. Δείτε… Είναι σχεδόν μπλε το περίγραμμά τους… Σας έχω γράψει μια σειρά εξετάσεων. Δυστυχώς , πέρα απ’ τις πρώτες βοήθειες, δεν μπορώ να προσφέρω περισσότερα. Θα πρέπει να πάτε κατευθείαν νοσοκομείο!»

- Συγνώμη… είπατε πως μ’ έφερε ένας φίλος... Μα εγώ ήμουν μόνος. Είμαι σχεδόν βέβαιος...

- Έχετε προφανώς κενά μνήμης απ’ το ισχυρό σοκ που περάσατε. Σας έφερε ένας ηλικιωμένος, με μακριά γένια και αρκετά... απεριποίητος. Ήταν πολύ ταραγμένος και σας έσερνε σχεδόν απ’ τα πόδια.

- Μα ... δεν είναι νεκρός;

- Όχι για όνομα του Θεού! Πώς σας ήρθε αυτό;

- Άκουσα κάτι σειρήνες στην περιοχή... Νόμιζα ότι του συνέβη κάτι...

- Λέτε για το ατύχημα που έγινε το πρωί; Μα όχι, πώς το συνδυάσατε; Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή. Μάλλον πρόκειται για αυτοκτονία… (Μαρία)
*****


Η  δημιουργική ιδέα του παιχνιδιού ανήκει στη Μαριλένα, όπως και το παρακάτω κείμενο που εξηγεί τους κανόνες.

«Ήρθε η ώρα για το παιχνίδι μας, λοιπόν! Frankenstein tale(s), που σημαίνει γράφουμε μια κοινή ιστορία που πηγαίνει από blog σε blog, η οποία είναι συρραφή πολλών μικρών ιστοριών. Όπως το ”αγαπημένο” τέρας του Βίκτορ Φρανκενστάιν που υπήρξε συρραφή από πολλά και διαφορετικά μέλη πτωμάτων! Μέχρι να καταλήξει στο τέλος της, κανείς μας δεν θα ξέρει ποιο θα είναι αυτό! Έλαβαν συμμετοχή 14 bloggers και με την σειρά που άφησαν σχόλιο στη σχετική ανάρτηση/πρόσκληση, θα εξελίσσεται η ιστορία μας μέχρι το τέλος της. Ο καθένας έχει στη διάθεσή του έως 3 μέρες να αναρτά την συνέχεια της ιστορίας όταν φτάνει η σειρά του, με όριο έως 250 λέξεις».


Τα blogs που συμμετέχουν είναι τα εξής:
Μαριλένα από http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Κατερίνα από http://apopsitexnis.blogspot.gr/
Μαρία από http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Κατερίνα από http://positive-thinking-greece.blogspot.gr/
Μαρία από http://toapagio.blogspot.gr/
Πέτρα από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Έλλη από http://funkymonkey-handmadecreations.blogspot.gr/
Αριστέα από http://princess-airis.blogspot.gr/
Κάτια από http://katitimou.blogspot.gr/
Πηνελόπη από http://pineliapin.blogspot.gr/
Φλώρα από http://texnistories.blogspot.gr/
Άννα από http://www.kloanna.blogspot.gr/

Μιράντα από http://m-belladonna.blogspot.gr/
Κική από http://ekfrastite.blogspot.gr/


Την ιστορία θα συνεχίσει η Πέτρα
 από το http://pistos-petra.blogspot.gr/



Καλή συνέχεια!