Ο ψυχολόγος μου με είχε
συμβουλεύσει να αγκαλιάσω τους φόβους μου. Να συμφιλιωθώ μαζί τους. «Μόνο έτσι
θα τους ξεπεράσεις», μου είπε. Τον εμπιστευόμουν απόλυτα γι’ αυτό και διόλου δεν
δίστασα να αποδεχτώ την πρόκληση. «Ναι λοιπόν, ας χορέψουμε!», είπα στον χρόνιο
δυνάστη μου. «Θα εμπιστευτώ το κεφάλι μου στο στόμα σου. Ξέρω πως στο βάθος
είσαι ένα άκακο πλάσμα που διψάει για αγάπη. Σού εμπιστεύομαι τα όνειρά μου. Την
ύπαρξή μου την ίδια. Και δεν πειράζει που ώρες ώρες μού έδειχνες τα δόντια σου.
Ίσως έφταιγα κι εγώ η ανόητη με τα ποταπά μου καμώματα. Και τις ανυπόστατες
φοβίες μου πως τάχα θες να με ξεσκίσεις…»
Όλοι οι συγγενείς απ’
τα οικογενειακά κάδρα επευφήμησαν την τόλμη μου. «Κατά βάθος είναι ένα ερπετό-μάλαμα.
Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Πού θα τρέχεις τώρα να βρεις άλλο;»
Όντας σίγουροι πως
είμαι σε καλά χέρια, αποχώρησαν απ’ τη γιορτινή μας φιέστα. Ουδείς μάρτυρας
υπήρξε την ώρα που συνέβη το μοιραίο. Εξ ου και η απορία τους όταν εκλήθησαν απ’
τον ιατροδικαστή να με αναγνωρίσουν. Δηλαδή, ό,τι είχε απομείνει από εμένα.
Στο μονόστηλο που μου
αναλογούσε, ανακοινώθηκε εν συντομία το συμβάν. Σύσσωμοι δημοσιογράφοι, πολύξεροι
συγγενείς, γείτονες και φίλοι φρύαξαν με το κτήνος. Ο ψυχολόγος μου κέρδισε λίγα
λεπτά δημοσιότητας και αρκετούς καινούργιους πελάτες. Το σπίτι καθαρίστηκε επιμελώς.
Όλοι και όλα επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους.
«Συμβαίνουν αυτά στις πολιτισμένες
κοινωνίες, τέκνον μου»… μού ψιθύρισε ο αχθοφόρος…
ëΣυμμετείχε στο 32ο
Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε και έτρεξε στο μπλογκ της η Αριστέα μας.
Εδώ και χρόνια το συμπόσιο αυτό -η συνεύρεση φίλων μπλόγκερς-, σηματοδοτεί το
κλείσιμο μιας χρονιάς. Με αφορμή μια λέξη -φέτος ήταν το «φιλί», μοιραζόμαστε τις
ποιητικές μας απόπειρες, με σεβασμό στους όρους και αμοιβαία άμιλλα και αλληλεπίδραση.
Γνωρίζοντας με πόσο αντίξοες συνθήκες υλοποιήθηκε φέτος το συμπόσιο, νιώθω τεράστια
ευγνωμοσύνη και απέραντη εκτίμηση για τον «άγρυπνο κέρβερο» που το έφερε και
πάλι εις πέρας, άψογα και υποδειγματικά. Πάμε για τα επόμενα συμπόσια. Με
νίκες, προσωπικές και συλλογικές και με το «πνευματικό παιδί» της Αριστέας να
μετράει πολλά-πολλά χρόνια (και ενημερωτικά σημειώματα) Y
Που πηγαινοφέρνουν
παπούτσια και φουστάνια και τακτοποιούν ασταμάτητα τις ντάνες των ρούχων απ’ τα
δοκιμαστήρια…
Στα κορίτσια με τα μαραγκιασμένα
χέρια απ’ τις βαφές και τα λουσίματα, που κουρεύουν, χτενίζουν και ακούν υπομονετικά
τον ‘πόνο’ της κάθε πικραμένης πελάτισσας. Κι ας τα περιμένει σπίτι ένα βουνό
με αληθινά προβλήματα…
Στα κορίτσια που καμπουριάζουν
σ’ ένα σκαμπό, για να περιποιηθούν νύχια και κάλους και γδαρμένες φτέρνες…
Στα κορίτσια των σούπερ
μάρκετ, στα κορίτσια που ρίχνονται με όλο τους το βάρος πάνω στα μαχαίρια των
τυριών, στα κορίτσια των ταμείων που περιμένουν το πολυπόθητο διάλειμμα για να προλάβουν
να πάνε τουαλέτα ή να ρίξουν κάτι στο στόμα τους…
Στα κορίτσια που
ξεροσταλιάζουν μ’ ένα μπουκαλάκι άρωμα έξω απ’ τα καλλυντικάδικα και παρακαλούν
τους περαστικούς για ένα ψέκασμα…
Στα κορίτσια που
βγάζουν τις «δύσκολες μέρες» τους με αναβράζοντα παυσίπονα και χαμόγελα
συγκατάβασης…
Να τα προσέχουμε αυτά
τα κορίτσια.
Ακόμα κι αν χαμογελούν
ολημερίς και αδιαλείπτως, οι φλεβίτσες τους σιγοκαίνε κάτω απ’ το δέρμα. Και οι
ώμοι τους είναι μόνιμα κυρτωμένοι απ’ την κούραση. Είναι συγχρόνως δυναμικά και
εύθραυστα. Είναι αναλώσιμα και θα αντικατασταθούν πάραυτα με την επόμενη
φουρνιά κοριτσιών… που θα διαθέτουν -ακόμα- αψεγάδιαστα πόδια και αλέκιαστα
χαμόγελα.
Να τα προσέχουμε σαν να
είναι δικά μας παιδιά, αυτά τα κορίτσια.
Λαχταρώ:
Ένα μέρος δίχως Χριστούγεννα,
δίχως Πάσχα,
δίχως εθνικές εορτές.
Ένα απάνεμο, περίκλειστο κρατίδιο.
Πότε πότε θα επιτρέπεται η είσοδος
μόνο σε γαλαζωπές ανταύγειες
από παιδικό ουρανό.
Τίποτε άλλο.
Κι όμως δεν
αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του
στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
Δεν έχω πια δικαίωμα να
κλαίγομαι
τώρα που χόρτασα κι εγώ ψωμί κι αγάπη.
Οι στερημένοι δεν είναι πια αδέλφια μου,
οι πεινασμένοι δε μ’ έχουν για δικό τους,
κι ούτε με ξελασπώνει που ταράζομαι
σαν τύχει κι αντικρίσω τη ματιά τους.
Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
— Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό
που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου.
Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
— Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κι η καρδιά σου φωτίζεται σαν
χριστουγεννιάτικο τζάμι.
Ω, μη
θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
Κάπου
ανάμεσα στα εκκωφαντικά χοχοχο και τα μυριάδες λαμπιόνια των μπαλκονιών και των
εμπορικών λεωφόρων, κρύβονται οι λέξεις των ποιητών. Όχι ότι θα σώσει τον άνθρωπο η
ποίηση, μπορεί ωστόσο να προσφέρει ένα ασφαλές και ήρεμο καταφύγιο.
Εύχομαι
ολόψυχα όλες οι ευχές που θ’ ανταλλάξουμε αυτές τις μέρες να συμπεριλαμβάνουν
την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά και τη χαμένη μας αξιοπρέπεια. Αν δεν τα ανακτήσουμε
εγκαίρως όλα αυτά, τότε φοβάμαι ότι το υπέρτατο αγαθό που είναι κοινή ευχή όλων
μας, η υγεία δηλαδή, είναι καταδικασμένη. Κανένα σώμα δεν είναι υγιές όταν η ψυχή
νοσεί. Και καμιά κοινωνία δεν προκόβει όταν οι άνθρωποι έχουν χάσει το χαμόγελό
τους.
Να
περάσετε όμορφα και μόνο κοντά σε ανθρώπους που εκπέμπουν αγάπη 💗
[*] Ο
τίτλος της ανάρτησης προέρχεται απ’ τους στίχους του Φοίβου Δεληβοριά και το υπέροχο
τραγούδι του «Χριστούγεννα»
* Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ΄ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους