Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Μάθε με παιδί μου γράμματα

Γύρισα πάλι στα θρανία. Στην ίδια τάξη που εσύ προετοιμάζεσαι το πρωί για να γίνεις ένα ώριμος ενήλικας, εγώ μαθαίνω τα απογεύματα πώς να γίνω ένας ώριμος γονιός. Μαζευόμαστε που λες λίγοι γονείς, τραβάμε τα θρανία στην άκρη και σχηματίζουμε έναν κύκλο με τις καρέκλες. Ξανά σε μια αίθουσα διδασκαλίας, παρέα με παλιούς συμμαθητές απ’ το σχολείο. Ν’ ακούγονται πάλι τα χτυποκάρδια μας στον αέρα. Και να τρέμουμε μη βρεθούμε αδιάβαστοι. Ο ειδικός σε θέματα εφηβείας, συντονίζει την κουβέντα. Που μονίμως είναι ασυντόνιστη. Δίχως ειρμό. Με άναρθρες κραυγές αγωνίας. Με αντιφατικά μηνύματα κι εκρήξεις θυμού. Με λόγια που πέφτουν στο πάτωμα, κάνουν γκελ και γυρίζουν πάνω μας με δύναμη. Μας πονάνε και μας ματώνουν.

- Ο γιος μου είναι όλη τη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο και παίζει με τον υπολογιστή. Δεν βγαίνει έξω, δεν έχει παρέες, ανησυχώ…

- Ο δικός μου γυρίζει διαρκώς με το ποδήλατο στην πλατεία και μαζεύεται πίσω, αργά το βράδυ. Τι να κάνω για να τον μαντρώσω λίγο στο σπίτι;

Άλαλα τα χείλη του “ειδικού”. Επιστήμονας είναι, όχι μάγειρας για να σκαρώνει συνταγές. Δεν περιμένουμε απαντήσεις. Συνεχίζουμε το ανελέητο σφυροκόπημα με λέξεις-βόμβες.

- Δεν μου μιλάει πια καθόλου…
- Παλιά σας μίλαγε;
- Ουουου… γλώσσα δεν έβαζε!...
- Κι εσείς τον ακούγατε;
- Ε, ναι φυσικά… Όταν είχα χρόνο βέβαια…

Μιλάμε ασταμάτητα και ακατάπαυστα. Ανήσυχο μελίσσι που εκπέμπει έναν εκνευριστικό βόμβο. Η συνεδρία της ημέρας ήταν σχετικά με τη βελτίωση της επικοινωνίας με τους εφήβους. Θέμα που εμείς το είχαμε βάλει στην ατζέντα. Ομόφωνα και επιτακτικά. Βιαστήκαμε να πάμε κατευθείαν στο πτυχίο, χωρίς να έχουμε μαθητεύσει στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει την μεταξύ μας επικοινωνία. Κι ορεγόμαστε βελτιωμένη επικοινωνία με τον έφηβο!... Λες και κατορθώσαμε ν’ ακούσουμε τη σιωπή του. Να αποκωδικοποιήσουμε την κλειστή του πόρτα. Να αποδεχτούμε το φτύσιμό του. Να του κάνουμε χώρο για ν’ ανασάνει και να μας ξεπεράσει. Με ελάχιστη διάθεση αυτοκριτικής, μιλάμε διαρκώς σε τρίτο πρόσωπο: “Χάθηκε η επαφή με την κόρη μου”... “Η πόρτα του γιου μου είναι μονίμως κλειστή”... “Οι παρέες του δεν μου αρέσουν, δεν είναι καλά παιδιά”. Αγωνίζεται ο “ειδικός” να βάλει τάξη. Στην απόλυτη αταξία. Θυμώνουμε στα στριμώγματά του. “Τι εννοείς να συζητήσω μαζί του; Μου χτύπησε την πόρτα στη μούρη… το καταλαβαίνεις; Ποιος είν’ αυτός δηλαδή;” …

Για ν’ αποφορτίσει το κλίμα και να μας βάλει να δουλέψουμε σε ομάδες κι όχι σε αγέλες, μας βάζει μια άσκηση. “Πάρτε μια λευκή κόλα και γράψτε σαν να ήσασταν εσείς οι έφηβοι. Μια φράση μόνο. Τι θα λέγατε στους γονείς σας;” Ζόρικο το θέμα. Η τάξη σιώπησε ξαφνικά. Γυρίσαμε πίσω, καθίσαμε ανά δυάδες στα θρανία και παίζαμε με τα στυλό μας, ανταλλάσσοντας ματιές απορίας. Σαν τότε που γράφαμε τεστ σ’ ένα θέμα που δεν ήταν στα SOS. Κι όμως, πιο SOS δεν θα μπορούσε να μας λάχει.

Το θρανίο που κάθισα, ίσως να ήταν του γιου μου. Ίσως όχι. Δεν θα το μάθω ποτέ. Στην αμηχανία της στιγμής και προσπαθώντας να θυμηθώ τι έλεγα εγώ στους γονείς μου ως έφηβη, η ματιά μου καρφώθηκε στη ζωγραφισμένη επιφάνεια του θρανίου. Μια καρικατούρα ενός παιδιού κι ακριβώς από κάτω, γραμμένη με κατακόκκινα γράμματα, η φράση που έψαχνα:
«Αντί να κοιτάξεις πίσω απ’ τα λόγια μου, εσύ κρέμεσαι απ’ τις λέξεις μου!... Αγάπα με αν τολμάς!...»

Αντέγραψα τη φράση στην κόλα μου, δίχως δεύτερη σκέψη. Ευγνωμονώντας τον έφηβο που μου παραχώρησε δίχως να το ξέρει, την απάντηση στο πιο δύσκολο τεστ της ζωής μου. Σκονάκι σοφού εφήβου προς αδιάβαστο γονέα. Στην ανάγνωση των απαντήσεων, ο “ειδικός” ξεχώρισε τη φράση μου, ως απόλυτα ρεαλιστική. Πού να ήξερε ο φουκαράς!...

Το βράδυ, γύρισα σπίτι κατάκοπη. Σα να είχα διασχίσει ένα βουνό. Η πόρτα του “μικρού” ήταν μισάνοιχτη. Έχωσα το κεφάλι μου στο σκοτάδι, βεβαιώθηκα πως κοιμόταν μακαρίως και πήγα στο προσκεφάλι του. Του χάιδεψα τα μαλλιά και τον φίλησα γλυκά στο μέτωπο. Ίσως να με κατάλαβε. Ίσως και όχι. Βγήκα συγκινημένη απ’ το δωμάτιο του. Εκείνο το βράδυ, κάναμε την πιο φλύαρη συζήτηση των τελευταίων χρόνων. Ίσως να την “άκουσε”. Ίσως και όχι. Σίγουρα όμως την ένιωσε.

Ξανάγραψα τη δική μου φράση αυτή τη φορά. Κι ήταν η πιο έντιμη και ειλικρινής παραδοχή, που του έχω ξεστομίσει ως τώρα.


“Δεν είναι που εσύ δεν βρίσκεις την ωριμότητά σου. Θα τη βρεις με  το χρόνο.

Είναι που εγώ, έχασα την παιδικότητά μου. Οριστικά και  αμετάκλητα”.




Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Η γλώσσα του ουρανού

Nωρίς το μεσημέρι, η ηλικιωμένη κυρία βγήκε απ’ το σπίτι της για να κάνει το καθιερωμένο της δρομολόγιο. Πήρε μια φρατζόλα ψωμί και κατηφόρισε προς την αγορά. Σ’ όλη τη διαδρομή, καλημέριζε ευγενικά τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο. Kοντοστάθηκε στην είσοδο του μικρού μαγέρικου, που είχε ανοίξει πρόσφατα στη γειτονιά. Γνώριζε από μικρά παιδιά τους νεαρούς ιδιοκτήτες και κάθε μέρα πέρναγε για να τους ρωτήσει πώς πάνε οι δουλειές. Δυο νέα παιδιά, που ξεκίνησαν μια μικρή επιχείρηση στην επαρχιακή αυτή πόλη, μαγειρεύοντας και πουλώντας φαγητά σε μερίδες. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, εξ αιτίας και των φοιτητών που ζουν στην πόλη και που οι προσιτές τιμές, αλλά και η ποιότητα των φαγητών, τους κέρδισε με την πρώτη δοκιμή. Ο νεαρός άντρας συζητούσε με την ηλικιωμένη κυρία στην είσοδο του καταστήματος. Το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και ιδιαίτερα εκφραστικό. Με το βλέμμα ανασηκωμένο και τις παλάμες στραμμένες ψηλά, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση ευγνωμοσύνης προς τον ουρανό. "Δόξα τω Θεώ, όλα καλά μέχρι στιγμής!", ήταν σαν να της έλεγε. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε στο σημείο εκείνο ένας μελαμψός νεαρός. Γύρω στα τριάντα, με σκαμμένο πρόσωπο, φανερά καταβεβλημένος και με φαρδιά ρούχα που τόνιζαν ακόμα περισσότερο το αδύνατο κορμί του. Με νοήματα και σπαστά ελληνικά, απευθύνθηκε χαμηλόφωνα στον νεαρό ιδιοκτήτη. Εκείνος του απάντησε κουνώντας τις παλάμες του πέρα-δώθε "Δεν έχει σήμερα φαϊ Αχμέτ, είναι όλες οι μερίδες πουλημένες... έλα αύριο". Ο Αχμέτ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, αφού πρώτα ακούμπησε το δεξί του χέρι στο σημείο της καρδιάς, κάνοντας ταυτόχρονα μιαν ελαφριά υπόκλιση μπροστά στον μαγαζάτορα.

"Ένας φουκαράς Σύριος είναι κυρία Φώφη... περνάει τα μεσημέρια και του δίνω κανένα περίσσεμα... Αλλά σήμερα ήταν άτυχος...". Πριν ο μαγαζάτορας ολοκληρώσει τη φράση του, η κυρά-Φώφη όρμησε σαν αθλητής δρόμου στη βαλβίδα εκκίνησης, παίρνοντας τον Αχμέτ στο κατόπι. Αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση να τον φτάσει. Οι ισχνές δυνάμεις της κι η πίεσή της δεν την βοηθούσαν. Σκέφτηκε να του φωνάξει, αλλά δεν θυμόταν ούτε καν τ’ όνομά του. Στην απελπισία της, φώναζε στους προπορευόμενους περαστικούς να τον προλάβουν και να τον σταματήσουν "Πείτε καλέ του ανθρώπου αυτού να περιμένει... τόνε θέλω!...". Ο δύστυχος Αχμέτ δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι γινόταν πίσω του. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος με σταθερά βήματα, κατευθυνόμενος προς την παραλία. Το μυαλό του προφανώς ήταν συγκεντρωμένο στο άδειο του στομάχι και δεν λειτουργούσε, παρά μόνο για να σκεφτεί τρόπους για να το γεμίσει.

Από μια καφετέρια της προκυμαίας, πετάχτηκαν δυο μπρατσαράδες με ξυρισμένα κεφάλια και παντελόνια παραλλαγής. Ακούσανε τις φωνές της κυρά-Φώφης και πέσανε πάνω στον μελαμψό "στόχο". Πανεύκολη υπόθεση, δεν τους πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τον ακινητοποίησαν διαμιάς, διπλώνοντας τα χέρια του στην πλάτη. "Τι της πήρες της γριάς ρε τσόγλανε? Λέγε ρε μη σε πετάξουμε τσιμεντωμένο στο λιμάνι!...". Η κυρά-Φώφη κατάλαβε από μακριά τι γινόταν κι έτρεχε αλαφιασμένη με τα χέρια της υψωμένα. Στη λαχτάρα της να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σημείο της σύλληψης, ξέχασε κι αρθριτικά και πόνους στο ισχίο κι όλα! Εκείνα τα δευτερόλεπτα, έσπασε το ατομικό της ρεκόρ ταχύτητας. Στα βαθιά της γεράματα...

"Τι σου βούτηξε ο τσόγλανος γιαγιά;", τη ρώτησε με εσάνς από Τσακ Νόρις στο ύφος του, ο πρωτο-παλικαράς. Ο έτερος παλικαράς έδειχνε να διασκεδάζει με το να ζουλάει τους καρπούς του "θύματος" και να φχαριστιέται με τους μορφασμούς πόνου στο πρόσωπό του. Η κυρά-Φώφη χώθηκε αναψοκοκκινισμένη στο πλήθος των περαστικών που παρακολουθούσαν το επεισόδιο. Στήθηκε αντίκρυ στον υποτιθέμενο σωτήρα της. Το κεφάλι της δεν έφτανε πιο πάνω απ’ τον ογκώδη του θώρακα. Ύψωσε τη φρατζόλα της ψηλά, σα να ήταν μαγκούρα που ήθελε να του τη φέρει κατακέφαλα.

"Τίποτα δεν μου πήρε ο Άνθρωπος ρε κακομοιριασμένοι!... Να τον προλάβετε σας φώναζα, όχι να τον τσιμεντώσετε... Να του δώσω κάτι να πάει να φάει!... Αυτό ήθελα... Κι εσείς, αντί να κοπροσκυλιάζετε στις καφετέριες, δεν πάτε να κάνετε κανένα μεροκάματο στα χωράφια; Κι αφήστε τα τσιμεντώματα για τους μπετατζήδες!...".

Άρπαξε τον Αχμέτ απ’ το μπράτσο και φύγανε παρέα. Ξανάβαλε στη σακούλα τη "φρατζόλα-μαγκούρα", άνοιξε και το πορτοφολάκι της, έβγαλε το μοναδικό χαρτονόμισμα που είχε τυλιγμένο στο εσωτερικό του και του τα έδωσε. Επιστρατεύοντας τη γλώσσα του σώματος, του είπε να πάει να φάει. "Να’ρχεσαι στο μαγέρικο παιδάκι μου κάθε μέρα. Κι αν δεν έχει περίσσεμα ο Θανάσης, θα σου φέρνω εγώ απ’ το σπίτι μου". Του τα’λεγε κι ας ήξερε πως δεν την καταλαβαίνει στην εντέλεια. Ο Αχμέτ χτύπαγε διαρκώς την καρδιά του με το δεξί του χέρι κι ύστερα της έδειξε βουρκωμένος τον ουρανό. Με τις ίδιες κινήσεις που πριν λίγο, ο νεαρός μαγαζάτορας περιέγραφε την επιχειρηματική του καλοτυχία.

"Ίσως τελικά, η γλώσσα του ουρανού είναι διεθνής".
Σκεφτόταν στο δρόμο προς το σπίτι της η κυρά-Φώφη.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Σύνθημα: “΄Εχεις ταπεράκι”. Παρασύνθημα: “Θέλω να σε δω!”

Πήρα το μήνυμά σου. Κι εγώ θέλω να σε δω. Να με περιμένεις στην εξώπορτα, με τα χέρια ορθάνοιχτα να με σφίξουν μέσα τους. Ντρέπομαι να στο πω. Κοτζάμ γαϊδάρα, που αυτοπροσδιορίζεται στον κύκλο της ως ανεξάρτητη. Και να περιμένω με κρυφή λαχτάρα το σύνθημά σου. Την αιώνια αφορμή για να τρέξω κοντά σου. Το ταπεράκι σου. Που έχει κάνει αμέτρητες διαδρομές, ούτε το τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι να ήταν. Έχει μεταφέρει τη φροντίδα και το νοιάξιμό σου, με τη μορφή ενός μουσακά ή μιας ντάνας αχνιστών λαχανοντολμάδων. Πάντα στριμωγμένα, για να χωρέσει όση περισσότερη αγάπη γίνεται. Τοποθετημένα με αρχιτεκτονική διάταξη, για να μου θυμίζει τις διδαχές σου περί τάξης.

Φεύγοντας βιαστικά, σου δίνω ένα πεταχτό φιλί. Κρύβει μέσα του, όσα δεν τολμώ να σου πω. Απ’ τις αγκυλώσεις και τους εγωισμούς μου. «Έχω ανάγκη να με νοιάζεσαι. Να μου μαγειρεύεις και να μου θυμίζεις διαρκώς, πόσο τυχερή είμαι που εισπράττω τόση αγάπη». Στην καληνύχτα σου, αποκωδικοποιώ τα λόγια που δεν πρόλαβες να μου πεις. «Να τρως καλά και να προσέχεις. Σε λατρεύω!». Αχ βρε μάνα! Όταν εγώ είχα το χρόνο σύμμαχο, εσύ τον είχες εχθρό. Έτρεχες να προλάβεις τη βάρδια στη δουλειά. Και τώρα που εσύ έχεις το χρόνο φίλο σου, εγώ τρέχω να προλάβω τη δική μου βάρδια στη ζωή. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε.

Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο σε νιώθω να μικραίνεις. Να γίνεσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι που διεκδικεί την προσοχή μου. Ν’ ακούω τα άγχη και τις στεναχώριες σου. Για το ραντεβού στο ΙΚΑ που δεν κατάφερες να κλείσεις, για τα φάρμακα που ακριβύνανε, για την πετσοκομμένη σύνταξη. Κι όσο κυρτώνουν οι ώμοι σου, τόσο θέλω να σ’ αγκαλιάσω και να σου πω «Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου!». Και ποτέ δεν το είπα η δειλή. Μόνο εξυπνάδες σου πουλάω «Δεν υπάρχει ΙΚΑ ρε μάνα!... ΕΟΠΥΥ το λένε τώρα». Κι εσύ ν’απαντάς με αθώα παιδικότητα «Μάλιστα! Όλα τα’χει η Μαριωρή, ο ΕΟΠΥΣ τη μάρανε!...». Κι εγώ να σε διορθώνω με περίσσιο θράσος «Ο φερετζές ρε μάνα… ο φερετζές!».

Κάθε φορά που ανοίγω το ταπεράκι, με τυλίγουν τα αρώματα της αγάπης σου. Μοσχοκάρυδο για τον πόνο, κανέλλα για δυνάμωμα, πιπέρι για προστασία. Κι όσο δοκιμάζω τις γεύσεις σου, δακρύζω στη σκέψη. Για κείνη την ώρα… Που δεν θα με περιμένεις μ’ ένα ταπεράκι στην πόρτα. Που θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα οικτίρω τον εαυτό μου για όσα δεν σου είπα. Τότε, που θα έχω εγώ το χρόνο, μα δεν θα τον έχεις πια εσύ… Θα ξεγλιστράς λίγο-λίγο απ’ τη ζωή και θα κάνεις καλαμπούρια με τον θάνατο.

«Μάνα, σου έφερα καινούργια νυχτικιά. Μπαμπακερή, να σε ζεσταίνει το χειμώνα…»
«Όλα τα 'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει!...»
«Τώρα βρήκες να το πεις σωστά;»
«Και τότες μπόραγα, μα έψαχνα αφορμή να μείνεις λίγο παραπάνω… ν’ ακούω τα πειράγματά σου…»
«Πεθύμησα τα ταπεράκια σου ρε μάνα!»
«Σαν λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τις μαγεριές σου!...»
Θα με αποστομώσεις. Λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου, κουρασμένη.

Στο ξεκίνημα της… “μετά τάπερ” ζωής μου.


Το συγκεκριμένο ταπεράκι, ταξίδεψε ως το TEXNIS STORIES και συμμετείχε στο 6ο παιχνίδι του 2ου κύκλου "Παίζοντας με τις λέξεις". Διακρίθηκε και βραβεύτηκε, μα κυρίως "γέμισε" ξανά με συγκίνηση και κοινές μνήμες, απ' όλους τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της Φλώρας. Σας ευχαριστώ ολόθερμα όλους για τα συγκινητικά σας σχόλια και την προσωπική σας κατάθεση για τα αντίστοιχα ... ταπεράκια που σημάδεψαν τη ζωή σας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Φλώρα και τη φιλόξενη γωνιά της.





Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Καφενείο "Ο Παράδεισος"

Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς - Μια ιστορία αγάπης


Στα ελάχιστα λεπτά που  διήρκεσε η κλήση, οι ρόλοι άλλαξαν αστραπιαία και βουβά. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά.  Ανταλλάξανε ματιές που τα εξηγούσαν όλα. Δακρύσανε ταυτόχρονα.  Ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων στροβιλίστηκε γύρω τους. Χαρά, ανακούφιση, αγωνία και θλίψη. Κι αυτοί καρφωμένοι στο ίδιο σημείο, καθηλωμένοι απ’ τις απανωτές εξελίξεις, σαν δυο μοιραίοι ήρωες μιας τραγωδίας που έμελε να τη βιώσουν μαζί.

Του εξήγησε λαχανιασμένη. Με συνεχείς διακοπές για να μάθει για τη δική του τη φουρτούνα. «Ένα απαίσιο λάθος ήταν... αγάπη μου πόσο πόνεσα σήμερα... ποιος ήταν στο τηλέφωνο;… αχ  και νάξερες πόσο πόνεσα σήμερα... ο πατέρας;... δεν είναι καλά;… Aχ Θεέ μου γιατί δεν μας αφήνεις να πάρουμε μιαν ανάσα;…. Γιατί;…. Θα’ρθω μαζί σου...».Την έπεισε να μείνει σπίτι και να ξεκουραστεί απ’ την ένταση της μέρας. Θα έπαιρνε ένα ταξί και θα έτρεχε κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τον προλάβαινε ζωντανό... να του κλείσει τα μάτια αυτός... να πάρει την ευχή του και να τον ευχαριστήσει για τις θυσίες του... αχ!... μόνο να τον προλάβει!...

Στη διαδρομή προς την κλινική, συνειδητοποίησε τι του είχε πει ο νοσηλευτής στο τηλέφωνο. «Ο πατέρας σας ζήτησε να σας δει... ξέρετε...δεν είναι καλά... είχε μιαν απότομη υποτροπή  πριν λίγη ώρα και παρά τις προσπάθειές  μας, η πορεία του δεν είναι αναστρέψιμη... σας παρακαλώ ελάτε το συντομώτερο... του παρέχουμε ήδη οξυγόνο, αλλά δεν θέλησε να του κάνουμε μορφίνη για να καταπραϋνουμε τους πόνους του... »

Όρμησε στην κλινική κι ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά ως το δεύτερο όροφο. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει με δύναμη τα τοιχώματα του δέρματος, έτοιμη να το ξεσκίσει. Στο δωμάτιο βρήκε τον εφημερεύοντα γιατρό πάνω απ’ το κρεββάτι. Δίπλα του μια νοσοκόμα που τακτοποιούσε τη συσκευή οξυγόνου. Στην απόληξη του κρεββατιού, δυο ισχνά άκρα, ίσα που ξεχώριζαν απ’ την ισιάδα του λευκού σεντονιού.  Με δυσκολία διέκρινες την ανθρώπινη παρουσία από κάτω. «Αααα... κυρ Αρίστο, κοιτάξτε ποιος ήρθε να σας δει!... Ο γιος σας είναι... ο Στέλιος σας... να δείτε που τώρα θα συνέρθετε αμέσως!...», ο γιατρός είπε μεγαλόφωνα στον άρρωστο γέροντα, τονίζοντας με έμφαση κάθε του συλλαβή. Μάζεψε τα σύνεργά του κι έκανε νόημα στον Στέλιο να μιλήσουν παράμερα για λίγο.  «Παλληκάρι ο πατέρας σας!... Ως την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα είχε ανυπόφορους πόνους. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεββατιού κι έλεγε προσευχές. Ούτε μια στιγμή δεν τον άκουσα να λυγίζει και να διαμαρτύρεται. Η ατυχία του ήταν πως είχε μια γερή καρδιά, σφηνωμένη όμως σ’ ένα σακατεμένο σώμα. Κι είχε μιαν απίστευτη εμμονή να ζήσει λίγο παραπάνω. Λες και περίμενε να κλείσει μια εκκρεμότητα κι ύστερα να φύγει...  Δεν θα κρατηθεί για πολύ ακόμα. Μείνετε κοντά του. Σας ζήταγε επίμονα όλο το απόγευμα... Κουράγιο!...»

Πλησίασε το κρεββάτι  και τράβηξε μια καρέκλα στο ύψος του κεφαλιού του. Άγγιξε με συγκίνηση τα αποστεωμένα χέρια του. Μια λεπτή διάφανη κρούστα το  δέρμα που είχε απομείνει.  Κόκκαλα και φλέβες ήταν σχεδόν ακάλυπτα πλέον. Τα έκλεισε στις παλάμες του και προσκύνησε στα τελευταία λόγια του πατέρα του:
-   Στελάκη μου, αγόρι μου... να’χεις την ευχή μου παιδί μου... να τραβήξεις τη στράτα σου από δω και πέρα... παλλικαρίσια και γενναία... μην κλάψεις αγόρι μου, μόνο να ευγνωμονείς που θα ξεκουράζομαι πλάι στη μάνα σου... ερχόταν κάθε βράδυ και κάμαμε παρέα... μαζί το παλέψαμε το θηρίο... όταν με πιάνανε οι μεγάλοι πόνοι, εκείνη με νανούριζε με τραγούδια και κανακέματα... Αααα!... ήρθε και το Μαριώ χτες το βράδυ... το Μαριώ μας Στέλιο μου... το κορίτσι μας... το λοιπόν, ήταν μια κουκλίτσα, πανέμορφη και δροσερή... και μου λέει «Άιντε κυρ Αρίστο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε...  το Στελί μας είναι καλά τώρα... όλα γίνανε όπως τα όριζες στις προσευχές σου... όλα είναι καλά τώρα...».

Αραίωσαν οι ανάσες του, ένα πνιχτό βογγητό βγήκε απ’ το στόμα του, τα μάτια του ήταν νεκρωμένα αλλά στάζανε δάκρυα, μια αλλόκοτη εικόνα που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Γαλήνη και θάνατος και ευλογία... Έσκυψε πάνω του, φίλησε το μέτωπό του, σμίξανε τα δάκρυα τους, ψιθύρισε στ’ αυτί του ένα λυγμό, να τον πάρει μαζί του στην ουρανομήκη πορεία του «Γεια σου πατέρα μου!... ».


Ήταν ήδη ξημέρωμα όταν τον πήραν με το φορείο για το νεκροθάλαμο. Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε το αδύνατο κορμάκι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου τελετών, έπρεπε να πάει σπίτι και να τους φέρει το καλό του κουστούμι, τα παπούτσια του και μια φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάμβαναν εκείνοι, όπως του είπε με διεκπαιρεωτικά  πένθιμη φωνή ο υπάλληλος. Βγήκε έξω με ανακούφιση. Είχε ανάγκη ν’ αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Να ρίξει κλεφτές ματιές ως τα σύννεφα. Να φανταστεί το σημείο που θα είναι τώρα ο κυρ-Αρίστος... Ανηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο κι από κει στην Πλάκα. Βλέποντας από μακριά το σπίτι τους και κυρίως το περβολάκι του πατέρα του, που το φρόντιζε πάντα με καμάρι, ήρθε πάλι αυτή η οδυνηρή διαπίστωση της ματαίωσης. Τρύπωσε μέσα του και του έσταξε το δηλητήριο της. Στα χέρια του κράταγε ακόμα την τσάντα με τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του. Του τα παρέδωσε η πρωινή νοσοκόμα, μαζί μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο συμπαράστασης. «Κουράγιο... ήταν άγιος άνθρωπος ο πατέρας σας... όλοι στεναχωρεθήκαμε που έφυγε... κρατείστε τα πράγματά του... μας είχε αφήσει εντολή να σας τα δώσουμε προσωπικά...». Δεν ήταν πολλά. Τι πράγματα να έχει ένας μελλοθάνατος άλλωστε;  Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στην πλαστική σακούλα, ξεχώρισε πάνω απ’ το μικρό μπόγο με τα εσώρουχα και τις πυτζάμες του, το κομπολόι του, ένα εικόνισμα...  κι έναν πορτοκαλί αναπτήρα... εκείνον  τον πορτοκαλί αναπτήρα που… «ποιος διάβολος τον έριξε εδώ μέσα;», αναρωτήθηκε...  «ή ποιος άγγελος;» συμπλήρωσε μια φωνή τη σκέψη του.

Έμεινε αποσβολωμένος για αρκετή ώρα, με τα πόδια του βιδωμένα στο ίδιο σημείο. Ανέκφραστος και άσπρος. Σαν τους καλλιτέχνες που κάνουν παντομίμα δρόμου. Ένα κενό βλέμμα να αιωρείται σε λευκό φόντο. Το πλακόστρωτο δρομάκι, τα κεραμίδια, οι βουκαμβίλιες και οι περαστικοί διαβάτες, είχαν σκεπαστεί ξαφνικά από μια διάφανη μεμβράνη και παγώσανε σε κείνη τη χρονική στιγμή. Είχε την πεποίθηση πως ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή σε κανένα σημείο του σώματός του. Ίσως να είχε πεθάνει και να μην το είχε αντιληφθεί ακόμα.


«Συγνώμη ρε φίλε... είσαι καλά; Μήπως θες κάτι;… », τον συνέφερε η φωνή ενός καταστηματάρχη απ’ τα πέριξ τουριστικά μαγαζάκια. Τον έβλεπε ακίνητο για αρκετή ώρα και τρόμαξε ο άνθρωπος.
«Όχι, καλά είμαι... ευχαριστώ», του είπε απρόθυμα κι έσυρε με δυσκολία τα πόδια του μακριά απ’ το σημείο εκείνο. Στο βάθος του δρόμου, διέκρινε το καφενείο του Μιχάλη. Είδε τη γνώριμη σιλουέτα του κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα απ’ τη συγκίνηση. Πέρα απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του, ο κυρ Μιχάλης ήταν ο καλός του άγγελος. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάτω απ’ το φανελλένιο πουκάμισό του, έκρυβε δυο κατάλευκα φτερά και ήταν στιγμές που όταν μια δέσμη φωτός τρύπωνε απ’ το τζάμι του καφενείου,  η φιγούρα του Μιχάλη αποκτούσε ένα χρυσό περίγραμμα και γινόταν μια υπερκόσμια ύπαρξη. Αναλογίστηκε ξαφνικά πόσο του είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε φίλος, αδερφός, συμβουλάτορας ...τα πάντα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του, στο καφενεδάκι εκείνο έβρισκε καταφύγιο και συμπαράσταση. Στην ορφάνια απ’ τη μάνα του, στην αρρώστια του πατέρα του, στη φτώχεια του  και στον καθημερινό του αγώνα να βγάλει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Μέχρι να βρει μια σοβαρή δουλειά, να στήσει τη ζωή του σε γερά θεμέλια. Εκεί γνώρισε και την Μαρία... και την Βάσια... Τα μάτια του γουρλώσανε,  σαν να είδε ξαφνικά ένα φάντασμα. Μια σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία, παγώνοντας το αίμα του. Ένας πορτοκαλί αναπτήρας,  μια καρμική συνάντηση, «Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο» ήταν απ’ τα πρώτα λόγια που του είχε πει η Βάσια... «Και το δικό σου αγάπη μου...» της είχε πει τότε... κάποια σκόρπια λόγια που είχε ακούσει στο παρελθόν, τα ίδια σχεδόν που άκουσε πριν λίγες ώρες, παρακαταθήκες ομοιοκατάληκτες, χαρισμένες από πολύτιμους ανθρώπους.



Όρμησε αμίλητος στο καφενεδάκι. Με τέτοια κατάνυξη, σαν να έμπαινε σε εκκλησία. Να θρηνήσει εκεί τον νεκρό του. Αυτό θα ήταν κι η επιθυμία του πατέρα του.  Ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο κυρ-Μιχάλης ήταν άφαντος. Κι ο πάγκος της Μαρίας άδειος. Οι λιγοστοί πελάτες, λιάζονταν στα έξω τραπεζάκια, κάτω απ’ την ψάθινη κρεββατίνα. Βούλιαξε στο  μικρό καναπεδάκι της γωνίας. Στον απέναντι τοίχο, του χαμογελούσαν μέσα απ’ την ξύλινη κορνίζα ενός κάδρου, ο Αυλωνίτης κι ο Φωτόπουλος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος μιας λατέρνας. Το δυνατό φως του ήλιου, έπεφτε σαν προβολέας πάνω στον πάγκο κι έλουζε  τις γυάλες με τα γλυκά του κουταλιού. Στραφταλίζανε σαν  τουρμαλίνες τα νεραντζάκια και  τα βύσινα σχημάτιζαν μια παλέτα από  ιώδεις αποχρώσεις. «Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος», σκέφτηκε.

Με φόντο τα ασπρόμαυρο μωσαικό, το καφενείο έγινε ξαφνικά μια μεγάλη οθόνη. Καρέ-καρέ ξανάζησε τις σκόρπιες στιγμές του.  Κάποιος άγνωστος... ο  από μηχανής Μοντέρ ίσως, έκοψε κι έραψε στη σωστή τους σειρά, τα φιλμ της ζωής του. Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της προβολής...


Κατερίνα Βαλσαμίδη: Η παρεξήγηση
Έλενα Λ: Χάθηκαν όλα;
Εκφράσου: Η συμφιλίωση
Χριστίνα dear-e-diary Πεπρωμένο
Kλαυδία: Η Λύτρωση
Η συνέχεια στην Έλλη μας (Funky Monkey)

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό του αρχικού κειμένου, τον Πέτρο, καθώς και στην Αριστέα, για την πρωτοβουλία της να δημιουργήσει μια συγγραφική ομάδα που δουλεύει διαδοχικά πάνω στην ιστορία, δίνοντας ο καθένας τις δικές του διαστάσεις. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα και νιώθω ευγνώμων που συμμετείχα σ' αυτό την ομάδα. Καλή συνέχεια!...