Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Σπύρος Μουστακλής: ένας άγνωστος ήρωας (1926-28 Απριλίου 1986)

Ο Σπύρος Μουστακλής ήταν αξιωματικός του στρατού με σημαντική αντιδικτατορική δράση. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1926 και σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.'Ελαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού.
Συνεργάστηκε με τους αξιωματικούς του Ναυτικού ως ταγματάρχης και ήταν από τους λίγους αξιωματικούς του Στρατού που πήραν μέρος. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους.Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία αφού καταλάμβαναν, θα τον τοποθετούσαν ως διοικητή και θα σχημάτιζαν εκεί «εθνική κυβέρνηση». Το Κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε πριν από την εκδήλωσή του, με αποτέλεσμα μεταξύ των αξιωματικών να συλληφθεί και ο ίδιος (22 Μαΐου 1973).Κρατήθηκε στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για σαράντα επτά ημέρες όπου βασανίστηκε άγρια. Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων ένα βίαιο χτύπημα στην καρωτίδα προκάλεσε εγκεφαλικό, με αποτέλεσμα να διακομιστεί στο ΚΑΤ. Εκεί παρέμεινε δύο χρόνια. Το εγκεφαλικό του προκάλεσε ολική παραλυσία. Η τραγική κατάληξη του Μουστακλή, αλλά και η ηρωική του στάση παραμένουν ακόμη σύμβολα αντιδικτατορικής δράσης. Πέθανε στις 27 Απριλίου 1986 και κηδεύτηκε στο Μεσολόγγι με τιμές ήρωα.

Χριστίνα Μουστακλή: Περιμένω ακόμη μια συγγνώμη

«Του ζήτησαν να μαρτυρήσει / Δε μίλησε / Του τσάκισαν τα δόντια / Του τσάκισαν τα δάχτυλα / Του τσάκισαν τα πλευρά / Σιωπούσε / Του ‘καψαν το στήθος / Του’ καψαν τα πόδια / Του ‘καψαν την κοιλιά / Δε μαρτυρούσε / Του θραύσαν τις μασέλες / Του μάτωσαν τα νεφρά / Του συνθλίψαν τους όρχεις / Αυτός σιωπούσε / Κοίταζε μόνο / Αιώνες μακριά / Με τα μάτια / Του Ιησού»

Οι στίχοι είναι γραμμένοι από κάποιον άγνωστο, για το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή και την περιπέτειά του για δεκατρία ολόκληρα χρόνια και έχουν δημοσιευθεί στην «Ελευθεροτυπία». Καθώς τους διαβάζω στη Χριστίνα Μουστακλή, τη χήρα του Σπύρου Μουστακλή που βρίσκεται απέναντί ​​μου, τα μάτια της βουρκώνουν και ο πόνος για άλλη μία φορά αυλακώνει το όμορφο και ήρεμο πρόσωπό της.


Τρία μερόνυχτα βασάνιζαν τον Μουστακλή
Μια γυναίκα που ζει ακόμη και σήμερα τα ανελέητα βασανιστήρια που δέχτηκε το κορμί του ήρωα με τα ολοκάθαρα, γαλάζια μάτια.
«Τον γνώρισα στην Κομοτηνή, στο οδοντιατρείο του θείου μου Κωνσταντίνου Καρουζάκη, το 1957. Είχε έρθει ως ασθενής. Ήταν τότε λοχαγός. Μας συνέδεσε μια βαθιά φιλία. Βρεθήκαμε ξανά στην Αθήνα το 1960 ούσα πρωτοετής στο πανεπιστήμιο και συνδεθήκαμε στενότερα. Το 1967, στις 18 Ιουλίου παντρευτήκαμε. Ο Σπύρος ήταν ένας άνθρωπος ολοζώντανος, γεμάτος θέληση για ζωή. Δυνατός και υπερδραστήριος. Αξιαγάπητος…»



Η Χριστίνα Μουστακλή όταν μιλά για τον άνθρωπο Μουστακλή έχει να θυμάται πολλά, αλλά λέει: «Το να λέμε εμείς, οι απόλυτα δικοί του άνθρωποι για τον χαρακτήρα εκείνων που αγαπάμε δεν είναι αρκετό. Δείτε λοιπόν τι γράφει ο Ν.Γ. Φιλάρετος, πρώην δήμαρχος της Ερμούπολης που γνώρισε τον Σπύρο τη δεκαετία του ’50: “Η προσωπικότητα του Σπύρου Μουστακλή, κατά τη γνώμη μου, ήταν από τις σπάνιες. Τον χαρακτήριζαν η τιμιότητα, η ευθύτητα, η φιλανθρωπία, η υποστήριξη των αδυνάτων, το θάρρος, το πείσμα. Πίστευε θρησκευτικά στη δημοκρατία και το έδειχνε έμπρακτα, παρ ‘όλο που εκείνα τα δύσκολα χρόνια, ως αξιωματικός, φάνταζε με μοναδική ιδιαιτερότητα κάνοντας παρέα με εμάς, τους αριστερούς εκείνης της εποχής, απομονωμένους και πάντοτε καυτηρίαζε ανοιχτά τις διώξεις μας“».

Η Ζωή Του Βιβλίο
Η. Χριστίνα Μουστακλή έχει μαζέψει δηλώσεις φίλων και συναγωνιστών του για το πρόσωπο και τη δράση του άντρα Της. «Θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τη ζωή και το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή.Γιατί όσα έχουν γραφτεί για εκείνον, όσα έχουν ειπωθεί και όσα τον χαρακτήριζαν θέλουν πολλές σελίδες αφήγησης ».



- Δικαιώθηκαν ο αγώνας και η θυσία του Σπύρου Μουστακλή;
Σκύβει το κεφάλι και τα μάτια βουρκώνουν και πάλι. «Εμείς κάναμε το χρέος μας» μου λέει. «Έτσι έπρεπε να κάνουμε. Η δικτατορία και ό, τι ζήσαμε ήταν ολοκαύτωμα. Όσοι λένε ότι “μια χούντα μας χρειάζεται” δεν έχουν ζήσει την κτηνωδία των ανθρώπων που έφεραν τη δικτατορία στην Ελλάδα. Οι οποίοι αμετανόητοι και σκληροί ως απάνθρωποι, ούτε τότε, ούτε τώρα, ύστερα από 43 ολόκληρα χρόνια ζήτησαν ποτέ τους μια συγγνώμη. Όταν το 1973 ο Σπύρος Μουστακλής βρέθηκε στα χέρια των γιατρών του 401 “ένα κομμάτι συκώτι”, όπως τον χαρακτήρισε η κυρία Πολίτη που τον παρέλαβε, κανείς δεν τίμησε τον όρκο του στον Ιπποκράτη. Έκαναν ό,τι ήθελαν σε έναν άνθρωπο που είχε χάσει τα πάντα. Δεν ειδοποίησαν ποτέ κανέναν συγγενή του για την κατάστασή του και σαράντα επτά ολόκληρες μέρες έκρυβαν έναν ζωντανό νεκρό, συνωμοτώντας με τους δικτάτορες και καλύπτοντας του δήμιους των ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ούτε και εκείνοι ζήτησαν μια συγγνώμη όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ προσπάθησα να περισώσω ό, τι είχε απομείνει από τον άνδρα μου και να σταθώ δίπλα στην κόρη μας, τη Ναταλί, που ήταν τότε μόλις δεκαέξι μηνών. Προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια να υπερασπιστώ τον αγώνα και τη θυσία του και δεν σας κρύβω ότι ο ίδιος πόνος που βίωνα τότε, ίδιος και απαράλλαχτος σφίγγει την καρδιά μου. Η κόρη μου έλεγε: “Μαμά, γιατί δεν χαμογελάς όπως η θεία; “Ηταν μικρό παιδί και βίωνε αυτή την τραγική κατάσταση. Καθώς μεγάλωσε ένιωθε περήφανη για τον πατέρα της, αλλά δεν έπαυε να έχει ζήσει μέσα στη θλίψη τα παιδικά της χρόνια ».

- Τους έχετε συγχωρέσει ποτέ αυτούς που σας έκαναν ένα τέτοιο κακό;
Εκείνοι δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη. Ίσως να μην ήθελαν να τους συγχωρεθεί τίποτε, γιατί ήταν πιστοί σε αυτό που έκαναν. Το θεωρούσαν καθήκον τους. Ήταν υπερασπιστές της δικτατορίας. Όταν πρωτοείδα τον Σπύρο μετά τα βασανιστήρια, στο 401, βρέθηκε με το όνομα Μιχαηλίδης, μου είπαν ότι είχε βρεθεί έπειτα από τροχαίο κοντά στον Ιππόδρομο. Φυσικά δεν τους πίστεψα. Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Όμως έμεινα πιστή στα πιστεύω μου και υπερασπίστηκα όσο μπορούσα τον άνδρα μου. Πάλεψα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του συζύγου μου, αλλά και των άλλων ανθρώπων. Με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μου δεν σας κρύβω ότι προβληματίζομαι, πικραίνομαι, πονάω. Ο πόνος μου συνεχίζεται...



- Αξίζει να κοιτάμε το παρελθόν κυρία Μουστακλή;
Λένε πως για να ατενίσουμε το μέλλον πρέπει να στηριχθούμε στους ώμους των προγόνων μας. Αρα πρέπει να δούμε τις πράξεις τους. Υπάρχουν οι γραπτοί και οι άγραφοι νόμοι. Θα μπορούσαν αν ήθελαν να βρουν κάποιο τρόπο να ζητήσουν συγγνώμη.

Όσο ζούσε ο Σπύρος Μουστακλής ήταν για όλους αυτούς τους αίτιους και τους υπαίτιους ένα «καρφί». Περίμεναν τον θάνατό του; Άλλωστε ο Σπύρος μιλούσε με τη σιωπή του, έτσι δεν είναι;
Ο Σπύρος με κινήσεις και κάποιες ασυντόνιστες λέξεις μπορούσε να περιγράψει τι είχε υποστεί. Μάλιστα, ο χαράκτης Τάσσος φιλοτέχνησε το πορτρέτο του με στολή και οπλισμό στρατιώτη με φωτοστέφανο χωρίς να τον έχει δει ποτέ, μόνο και μόνο απ' όσα διάβαζε και άκουγε. Ο Σπύρος Μουστακλής πρέπει να σας πω ότι πίστευε και αγαπούσε πολύ τους νέους και ήλπιζε σε αυτούς, περίμενε πολλά από αυτούς. Ήταν ένας δημοκράτης αξιωματικός που πάσχιζε για την ελευθερία, για τον άνθρωπο. Κατά την περίοδο της δικτατορίας υπήρξαν και άλλοι που ταλαιπωρήθηκαν, που υπέστησαν βασανιστήρια. Ο αείμνηστος Λεντάκης, ο Μίκης Θεοδωράκης που με τα τραγούδια του κρατά νωπές τις μνήμες από τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και άλλοι συνάδελφοι του Σπύρου, όπως ο Μήνης, ο Παπάς, ο Βαρδάνης. Ο Σπύρος ήταν το τραγικότερο θύμα αυτής της θηριωδίας. Αυτό που συνέβη στον Σπύρο ήταν προμελετημένο. Έγινε τόσο γρήγορα και είχαν τελειώσει μαζί του σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Έξι και επτά άνθρωποι χτυπούσαν λυσσαλέα το κορμί του μπροστά στα μάτια των διοικητών Χατζηζήση και Σπανού.

- Ελπίσατε ποτέ σε ένα θαύμα;
Θα μπορούσαμε να είχαμε αποτελέσματα αν τον βρίσκαμε νωρίτερα, από τις πρώτες ώρες που συνέβη το περιστατικό. Όμως μετά από τρεις και τέσσερις μήνες που προσπαθήσαμε δεν μπορέσαμε να κάνουμε κάτι.Πήγαμε παντού, αλλά η απάντηση ήταν ίδια: «Η βλάβη ήταν πολύ μεγάλη». «Η λύπη είναι εκείνου που του λείπει», όπως έλεγε και ο παππούς μου, και είχε απόλυτο δίκιο. Τα μνημόσυνα δεν φέρνουν πίσω τους αγαπημένους μας και ούτε αποκαθιστούν την ψυχική οδύνη μας. Εμείς δεν περιμένουμε τίποτε από κανέναν. Πολλοί μου λένε ότι όλο πίσω βλέπω. Αλλά εγώ έχω σταματήσει σε εκείνη την εποχή και δεν βλέπω κάποια χαραμάδα από φως για να προχωρήσω μπροστά.

Ήταν ένας δημοκρατικός αξιωματικός
Ο Μιχάλης Βαρδάνης, αντιστράτηγος ε.α. που βασανίστηκε επίσης από το ΕΑΤ-ΕΣΑ γράφει για τον Σπύρο Μουστακλή:«Τον πρωτοσυνάντησα στην Κύπρο, Ιούνιο του 1965, σε στρατόπεδο της Αμμοχώστου, ταγματάρχης διοικητής τάγματος και εγώ υπίλαρχος. Είχε προηγηθεί η φήμη του ως κεντρώου, δημοκρατικού αξιωματικού με πολεμικές περγαμηνές στον ΕΔΕΣ, στον εμφύλιο, στην Κορέα. Για την τρίτη περίπτωση (Κορέα) αισθανόταν άβολα, το δικαιολογούσε όμως. Ότι συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα, γιατί είχε συγκροτηθεί επί ημερών κυβέρνησης Πλαστήρα και το παραλλήλιζε με το αντίστοιχο του 1919 στην Ουκρανία που απαρτίστηκε από βενιζελικούς αξιωματικούς. Ήμασταν εθελοντές στην Κύπρο από το 1964, αλλά ο Ιούνιος του ’65 μύριζε κινδύνους ανωμαλίας. Ο παλιός αντάρτης οσφραινόταν περισσότερο τον κίνδυνο που ερχόταν. Τον είδα ανήσυχο με τις αθρόες αφίξεις αξιωματικών γνωστών για τις ακροδεξιές τοποθετήσεις τους και προσκείμενων στις τότε βασιλικές ίντριγκες. Δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να παρακολουθούν τους δημοκρατικούς αξιωματικούς και να ετοιμάζουν λίστες υπογραφών».


Παττακός για Μουστακλή: "Καλά του κάναμε"

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Αναπαραστάσεις

Photo: http://tatphotography.blogspot.gr/
Μπήκαν στο φούρνο ευδιάθετοι. Ο μπαμπάς, ένας ισχνός άντρας με ωχρό πρόσωπο, χαραγμένο από ρυτίδες. Η γυναίκα του, μικροκαμωμένη κι εύθραυστη. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά ένα κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά και μελένια μάτια. Η φουρνάρισσα ακούμπησε το ταψί με το ψητό πάνω στον πάγκο. “Πέντε ευρώ τα ψηστικά”. Ο άντρας πλήρωσε κι ευχήθηκε Χρόνια Πολλά. Η μικρή γλίστρησε απ’ το μητρικό χέρι και στήθηκε μαγνητισμένη στο τζάμι του ψυγείου με τις τούρτες και τα παγωτά. Η μητέρα της την τράβηξε απαλά απ’ τον ώμο. Ο άντρας χρησιμοποίησε τα φύλλα μιας εφημερίδας για να πιάσει το καυτό ταψί και χαιρέτησε ευγενικά την φουρνάρισσα.
Στη διαδρομή προς το σπίτι, κάνανε σύντομες στάσεις για να ξεκουράσει τα χέρια του. Πεζούλι, καφάο του ΟΤΕ, κάγκελα μιας πυλωτής κι ο χαμηλός φράχτης μιας πολυκατοικίας. Κατά μήκος της λεωφόρου, τους προσπερνούσαν αυτοκίνητα με βιαστικούς οδηγούς, που είχαν ως πιθανό προορισμό ένα συγγενικό σπίτι κι ένα γιορτινό τραπέζι. Παιδάκια δεμένα στα πίσω καθίσματα και ενήλικες με αμφίθυμες εκφράσεις. Μετά από πεζοπορία μισής ώρας, χώθηκαν σ’ ένα στενό και μπήκανε στην είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Η μικρή χοροπήδαγε ανυπόμονη, κολλώντας τη μύτη της στο ταψί “Μμμμ… ωραία μυρίζει! Ε μαμά;”

Στη μικροσκοπική τους κουζίνα είχαν στρώσει από νωρίς το τραπέζι. Ήταν εμφανής η απέλπιδα προσπάθεια να ντύσουν γιορτινά ένα θλιβερό διάδρομο, με θέα έναν φωταγωγό που ξέρναγε τη μαυρίλα του πίσω απ’ τον καγκελόφραχτο φεγγίτη. Ένας μαρμάρινος νεροχύτης κι ένα πτυσσόμενο τραπέζι κολλημένο στον τοίχο, για να χωρούν να κινούνται σαν τους κάβουρες. Τρία σερβίτσια, χαρτοπετσέτες με πασχαλινές παραστάσεις, κόκκινα αυγά χωμένα σε μια γύψινη απομίμηση λαγού και μια ψωμιέρα. Κι ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο με παπαρούνες και ηλίανθους. Αναπαράσταση Άνοιξης.

Η γυναίκα σέρβιρε τα πιάτα, με έκδηλη την αγωνία να μοιραστούν ισόποσα οι μερίδες απ’ το συρρικνωμένο κομμάτι αρνιού. Κάθισαν στο τραπέζι, προσευχήθηκαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. “Χριστός Ανέστη!...Περαστικά σου Αναστάση μου!... Να’μαστε καλά και του χρόνου Παναγία μου!”. Ο Αναστάσης χαμογέλασε με δυσκολία, αλλά στα μάτια του ήταν αποτυπωμένη η ματαιότητα. “Θα με προδώσει η ριμάδα η αρρώστια… Το νιώθω…”, ήθελε να της πει. Κρατήθηκε. Είδε τη μικρή που είχε καρφώσει σαν ταβανόπροκες τα μάτια της πάνω του και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά “Αληθώς Ανέστη!”. Έφαγαν αργά και σιωπηλά, με βλέμματα που διασταυρώνονταν συνωμοτικά, σα μύστες σε ιερή τελετή. “Τι θ’ απογίνετε;”, την ρώτησαν με απόγνωση τα μάτια του. “Μη χάνεις την πίστη σου. Θα είμαι στο πλάι σου, μαζί θα το παλέψουμε”, του απάντησαν τα δικά της. “Θα την ακυρώσω κι αυτή τη χημειοθεραπεία, πού να τα βρούμε ως την Τρίτη τόσα χρήματα;” Αντί για απάντηση, κοίταξε με νόημα τη βέρα στο δάχτυλό της. Κι ύστερα τη δική του. “Νόστιμο το ψητό μας Αναστάση μου!” του είπε μεγαλόφωνα. Πίσω απ’ τις λέξεις της, άκουσε την καρδιά της να του φωνάζει “Σ’ αγαπώ ψυχή μου!”… Αναπαράσταση Μυστικού Δείπνου.

Λίγο μετά, τον έπιασε έντονος πόνος στο στήθος. Τον στήριξε στο μπράτσο της και τον έσυρε ως το κρεβάτι. Τον έβαλε προσεκτικά κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έριξε ένα αναβράζον δισκίο στο ποτήρι κι όση ώρα αυτό διαλυόταν, του έτριβε τα άκρα με οινόπνευμα. Λες κι ήθελε να πάρει λίγο απ’ τον πόνο του, να του αλαφρώσει το μαρτύριο. Δεν έβγαινε φωνή απ’ το στόμα του, μόνο δάγκωνε τα χείλια του κι έσφιγγε τα μάτια του. Μια δρασκελιά δρόμος ήταν η κουζίνα κι η αγωνία του ήταν να μην τους πάρει είδηση η μικρή.

Απ' τον φεγγίτη, είχε τρυπώσει μια δέσμη ήλιου και τύλιγε σα φωτοστέφανο το παιδικό κεφάλι. Στο τραπέζι, πλάι στα μισοτελειωμένα πιάτα, η μικρή μουτζούρωνε την εφημερίδα που βρήκε κάτω απ’ το ταψί. Δίπλα απ' τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Πάνω από ένα δις το πρωτογενές πλεόνασμα!”, ζωγράφισε ένα τερατώδες ομοίωμα ανθρώπου, με τεράστια χέρια σα φτερά αρπαχτικού και κοντά πόδια. Και στη φωτογραφία του πρωθυπουργού, τράβηξε αυθόρμητα μια μολυβιά και του μεγάλωσε τη μύτη. Το χαρτί σκίστηκε απ’ τη δύναμη που έβαλε στο μολύβι της.
Μπορεί κι απ’ την υγρασία που άφησαν δυο δάκρυα πάνω στο χαρτί. Αναπαράσταση Σταύρωσης.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα


Αν είχε ριζικό να γεννηθεί από 
άλλη μήτρα και σε διαφορετική πατρίδα, τούτη την εποχή θα φόραγε τζιν με αθλητικά και θα πήγαινε σχολείο. Θα είχε όνειρα για τη ζωή της και θα έκλαιγε μόνο για ανεκπλήρωτους έρωτες. Ακόμα κι αν δεν είχε πάρει το σώμα γυναίκας, θα ήταν σίγουρα μια πεταλούδα. Απ’ αυτές που ζουν λίγες μόνο ώρες πριν γίνουν χρυσόσκονη και σκορπιστούν στον αέρα. 

Θα είχε πολύχρωμα φτερά με μεταξένιες πτυχώσεις και θα ρούφαγε όση ζωή της αναλογούσε με πάθος έφηβης. Θα διάλεγε να βγει απ’ το κουκούλι της σ’ ένα δάσος με κέδρους, μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές ενός καλοκαιριού. Θα έκανε θεαματικά βολ–πλανέ ανάμεσα στις φυλλωσιές και θα ερωτευόταν ένα λεπιδόπτερο απ’ τις τροπικές ζώνες. Θα ζευγάρωνε μαζί του κι ας ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να πετάξει ως τον τόπο ωοτοκίας της. Απλώς θα χτύπαγε δυνατά τα φτερά της, μέχρι να εξαντληθεί και να σβήσει στην ηδονή του ζευγαρώματος. Θα έφευγε, απαλοτρέμοντας πάνω στα χαμόκλαδα.

Πιθανόν να τη λέγανε Χρυσαλίδα. Στο κομοδίνο της θα υπήρχε μια βελούδινη κορνίζα με την οικογενειακή της φωτογραφία. Μία μαμά κι ένας μπαμπάς. Δεν θα πάλευε να τους δώσει υπόσταση, κάθε φορά που έβλεπε νυχτοπεταλούδες στο δωμάτιο ενός ορφανοτροφείου. Θα υπήρχαν μέσα της μνήμες που θα ένωναν σαν ασημένιες κλωστές, αυτή και το παρελθόν της. Τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, δεν θα τα γδέρνανε οι σκουριασμένες απολήξεις ενός σιδερένιου κρεβατιού. Σ’ ένα λευκό δωμάτιο, με ορίζοντα ως τον απέναντι τοίχο και με στρατιές κρεβατιών κατά μήκος του διαδρόμου. Θα καμάρωνε που ψήλωνε τόσο γρήγορα και δεν θα το ένιωθε κατάρα και απειλή.

Αν τη λέγανε Χρυσαλίδα κι όχι Σιμόνα, δεν θα είχε πουληθεί σαν ανθρώπινο εμπόρευμα σε κάποιον ιδιοκτήτη επαρχιακού μπαρ. Σ’ ένα υγρό καταγώγιο ενός λιμανιού. Τα μαλλιά της θα είχαν το φυσικό τους χρώμα. Τις αποχρώσεις που παίρνει το κεχριμπάρι όταν θερμαίνεται. Δεν θα είχε υποχρεωθεί να τα βάψει ξανθά για να φαίνεται μεγαλύτερη και να μην κινεί τις υποψίες της τοπικής αστυνομίας. Θα είχε δικαίωμα να ερωτευτεί κάποιο μελαχρινό αγόρι που θα περπατούσε ανέμελα στο δρόμο.

Κάποια Σιμόνα που την φωνάζανε Χρυσαλίδα, ήρθε κρυμμένη σ’ ένα φορτηγό, μαζί με άλλα κομμάτια απ’ την Ρουμανία. Στριμωγμένη σαν σπυρί ροδιού, στο βρώμικο κέλυφος της καρότσας. Για να μην ενοχλεί στο ταξίδι, την υποχρέωσαν να καταπιεί υπνωτικά χάπια. "Είναι λίγο ζόρικη η μικρή, αλλά θα στρώσει!...", ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται απ’ το σημείο που έγινε το αλισβερίσι. Σ’ όλη τη διαδρομή ξέρναγε και κοιμόταν αποκαμωμένη.

Ο παραλήπτης, ένας δύσμορφος γέρος με κυρτωμένους ώμους και λιγδωμένα μαλλιά, ξεφόρτωσε το φρέσκο εμπόρευμα σε μια παγωμένη κωμόπολη του βορά. Ένας δρόμος ζωής προκαθορισμένος και καταδικασμένος στο έρεβος. Εγκλεισμός σε ξενοδοχείο, ξύλο για να μαλακώσει, προαγωγοί, πιάτσες, κουστουμάτοι παιδεραστές, έρωτας χωρίς λάστιχο, που αποφέρει περισσότερα, μεταπώληση, διαρκείς μετακινήσεις, ένας μαιευτήρας για τυχόν ανεπιθύμητες γκαστριές, ένας μπάτσος για να συγκαλύπτει και να παίρνει το μερτικό του και μια λερή κοινωνία που αγωνιά μόνο για τα καθαρόαιμα παιδιά της. Λες και η παιδικότητα είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα.

Στο δωμάτιο-φυλακή, έκανε τους λογαριασμούς της κι έκλεισε το ταμείο της ζωής της. Μόλις σουρούπωσε, βγήκε στο παράθυρο του πέμπτου ορόφου, στηρίχτηκε στους σάπιους μεντεσέδες κι ερωτεύτηκε ένα μελαχρινό αγόρι που διέσχιζε τη λεωφόρο. Του φώναξε απελπισμένη στη γλώσσα της "Θες να μ’ αγαπήσεις;". Την κοίταξε έκπληκτος και πλησίασε κάτω απ’ το παράθυρό της. Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της κι όση ώρα αιωρούταν στο κενό, τα χτύπαγε δυνατά. Αν το αγόρι δεν είχε αποτραβηχτεί φοβισμένο, θα έπεφτε στην αγκαλιά του. Μπορεί και να την είχε αγαπήσει.


(Η ιστορία της Σιμόνας, είχε πάρει μέρος στο TEXNIS STORIES, στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας,τον Ιανουάριο του 2013. Η ιστορία είναι στη βάση της αληθινή και ολοένα γίνεται και πιο επίκαιρη. Την έβγαλα απ' το συρτάρι και τη μοιράζομαι μαζί σας -ελαφρώς τροποποιημένη- με την προτροπή να μην ξεχνάμε πως στον πολιτισμένο μας διάκοσμο, ανθεί το εμπόριο παιδιών και η παιδική εργασία. Γυρίζοντας το βλέμμα μας στο αίσχος, γινόμαστε δυνάμει συμμέτοχοι στο σύγχρονο αυτό δουλεμπόριο. Σας ευχαριστώ!)

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Καλή Ανάσταση Συνάνθρωπε!


.........................

"Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.

Ανάστασ’ είναι σήμερα. 
Παιδιά, γυναίκες, γέροι,
κόκκινο αβγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι.

Όσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.

Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη! Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι.

Στον ουρανό σου κρούσταλλο, με ποιόνε να ’σαι, Θε μου;
Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραίνει; Πε μου!"

(Κώστας Βάρναλης, απόσπασμα απ' το ποίημα "Γυναίκα")


Η φετινή Ανάσταση δεν σηκώνει ευχές. Μόνο προτροπές.
Να την κάνουμε πράξη!
Καλή φώτιση σε όλους!

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Πακέτο ευχών "All inclusive"

Μήτσος Μαινόμενος

"Mήτσο μου ήρθε κούριερ και μούφερε πακέτο

έχει και αφιέρωση σε τούτο το μπιλιέτο!"

"Σούλα να μάθω απαιτώ, ποιος είν’ ο αποστολέας;"

"Τι θα μπορούσε να’τανε;
Το έπαθλο που κέρδισα στο μπλογκ της Αριστέας!"...(*)


Αριστέα μου,
Δεν έχω λόγια για να σου εκφράσω τι νιώθω σήμερα που παρέλαβα το πακέτο σου! Μόνο κάτι στίχους εύκαιρους, για να αποφορτιστώ απ’ τη συγκίνηση.

Δεν υπόσχομαι πως θα την ανάψω αυτή τη λαμπάδα. Είναι ένα έργο τέχνης.
Μαζί με το ξύλινο λαμπαδόκουτο, θα είναι απ' τα αγαπημένα μου προσωπικά αντικείμενα. Τέλειο φινίρισμα, καλοδουλεμένο και με υπέροχα σχήματα και χρώματα. Μυρίζει ακόμα Αριστέα...


Για όσους δεν κατάλαβαν, σήμερα παρέλαβα το δώρο μου απ' την Αριστέα, για τη διάκριση της "Σούλας" στο 3ο Συμπόσιο Ποίησης.
Αν μπορούσα να βάλω σε τάξη τον ενθουσιασμό μου, θα έγραφα περισσότερα. Δεν γίνεται όμως. Μια διαπίστωση μόνο. 
Η Αριστέα μας...

Χώμα πιάνει

... και...

Άνοιξη γίνεται!

Ολόψυχα σ' ευχαριστώ!

(*) Όποιος επιθυμεί να συνεχίσει τη στιχομυθία, είναι ευπρόσδεκτος!

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Σούλα Mαινόμενη



(πρόλογος)
Ο Μάρτης φέρνει τρόικα κι ο Απρίλης καρδιοχτύπι
φουσκοδεντριές η άνοιξη κι ο Μάης χαρμολύπη
κι ο Μήτσος για πλεόνασμα μου είπε αποβραδίς
“Πρωτογενές;” τον ρώτησα,
μα δεν αναφερότανε στου Σαμαρά τις δις.

(επεισόδιο)
Το μόνο σου πλεόνασμα υπάρχει στα ψωμάκια
αγκομαχούν τα φερμουάρ και τρίζουν τα κουμπάκια!
Βαστάτε Τούρκοι τ΄ άρματα κι η Σούλα ξεσπαθώνει:
Σε ένα μήνα θα με δεις, με medium παντελόνι”!

(xορικό)
Άμα θα βγει πρωτογενές κι αυξήσεις θα δοθούνε
και στην οκτάβα του Άδωνη, αηδόνια θ’ ακουστούνε
κι άμα φανούν κεφάλαια και γίνουν επενδύσεις
και οι φτωχοί ανασάνουνε
τότε μονάχα Σούλα μου εσύ θ’ αδυνατίσεις!

(Σούλας ωδή)
Κατάρα στα κοκκινιστά, στις μπεσαμέλ, στις σάλτσες
Ω!... μα τον Δία θα κοπούν για πάντα οι μπουγάτσες!
Πιλάτες και κοιλιακούς, ποδήλατο και ζούμπα
νερόβραστα απ’ αύριο,
και μη τολμήσεις να μου πεις: “Έλα για μια τουλούμπα”!

(στάσιμον)
Αρχίζει η αναγέννηση κι η Σούλα θα ανθίσει
αδύνατη κι ευθυτενής να γίνει θα μοχθήσει
κι ο Μήτσος κατατρόμαξε γιατί θα πέσει πείνα
“Τσουκάλι δεν θα βάζουμε;
Έτσ’ είναι Μήτσο μου αυτά, εγώ στο γυμναστήριο κι εσύ σε μια καντίνα”!

(έξοδος)
Σούλα το παρανόησες, δεν είναι εδώ το Σούλι
δεν θέλω να θυσιαστείς για να γενείς μανούλι.
Αν είναι να πεινάσουμε και να μου τρέχουν σάλια...
Να μείνω με πλεόνασμα;
Ο Μήτσος καλοσκέφτηκε κι απάντησε νηφάλια:
Καλύτερα μιας ώρας ψωμάκια κι αγκαλιές, παρά να ζούμε χώρια - νερόβραστοι εραστές”!

 
Η Σούλα συμμετείχε και βραβεύτηκε στο 3ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε η αγαπημένη μας Αριστέα στο μπλογκ της "Η ζωή είναι ωραία". Δίνοντάς μας το σύνθημα με δύο υπέροχες λέξεις, Άνοιξη και Αναγέννηση, μας προέτρεψε να τρέξουμε με τη φαντασία μας στα προσωπικά μας μονοπάτια και να δημιουργήσουμε στίχους. Συμμετείχαν 24 ποιήματα (όσα και τα γράμματα στο αλφαβητάρι μας). Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την αγάπη σας και τα υπέροχα σχόλιά σας! Αριστέα... ΣΛ !

Σημείωση: Το ποίημα είναι αφιερωμένο ολόψυχα σ' όλες τις "Σούλες" που αγαπούν τον εαυτό τους και γυρίζουν προκλητικά την πλάτη στα στερεότυπα της τέλειας γυναίκας. Που δεν θα ξεκινήσουν αυτό το μήνα -ειδικά- εντατική γυμναστική, δεν θα προμηθευτούν ανόητα κατασκευάσματα που υπόσχονται θεαματικό αδυνάτισμα σ' ένα μήνα και δεν θα ζοριστούν να χωρέσουν στο "μέγεθος" που κάποιοι άλλοι όρισαν ως κοινά αποδεκτό. 



Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ιστορίες του καφενέ - "What is baklavas?"

Η αίθουσα ομιλιών του κεντρικού ξενοδοχείου, είναι ήδη γεμάτη. Έχουν πλακώσει πελάτες, συνεργάτες και σύσσωμο το τμήμα πωλήσεων της εταιρείας. Ένας αχταρμάς από ντόπιους γιάπηδες, Γερμανούς μεγαλομάνατζερς και βόρειους παρατρεχάμενους. Μιλάνε σε ακατάληπτα αγγλικά, ο καθένας με την προφορά του. Βαβέλ, ώρα δέκα το πρωί, με θέα την Ακρόπολη και θέμα τη νέα σειρά προϊόντων της εταιρείας. Οθόνες αφής, τεχνολογία cloud, οχταπύρηνοι επεξεργαστές και εικονικές βιβλιοθήκες αποθήκευσης. Τoυς παρατηρώ για λίγο και προσπαθώ να μαντέψω τις διαθέσεις τους. Απογοητεύομαι γρήγορα.Οι μισοί χασμουριούνται κι οι άλλοι μισοί είναι στην καφετέρια. Σχολιάζουν το χθεσινό ματς, σκανάροντας με κλεφτές ματιές τις κοπέλες της υποδοχής. Η παρουσίαση αρχίζει και οι θαμώνες κινούνται δύσθυμα προς τις καρέκλες τους. “Good morning to everybody and thank you for being here today”…

Στη δέκατη περίπου διαφάνεια μας διακόπτει ο ήχος μιας αναγγελίας. Μια ανήσυχη φωνή απ’ τα μεγάφωνα, προειδοποιεί για απειλητικό τηλεφώνημα βόμβας. Ακολουθούν οδηγίες για την εκκένωση της αίθουσας και απομάκρυνση απ’ την περιοχή. Όση ώρα μάζευα το λάπτοπ μου και σιχτίριζα την τύχη μου, άκουγα την εκφωνήτρια να λέει: “Όταν ολοκληρωθεί ο έλεγχος της αστυνομίας και επιβεβαιωθεί ότι μπορείτε να επιστρέψετε με ασφάλεια στο χώρο, θα ειδοποιηθείτε απ’ τη γραμματεία”.

Βγαίνουμε στην πλατεία, κάτω απ’ τον αθηναϊκό ήλιο και το βόμβο της πόλης. Ανάμεσα στο πλήθος των περαστικών, φαντάζουμε σαν ένα γραφικό μπουλούκι από κουστουμαρισμένους κομπάρσους, με γυαλισμένα παπούτσια, αλλά λασπωμένα βλέμματα. Χρυσόψαρα έξω απ’ τα νερά τους. Που δεν αναπνέουν, παρά μόνο σε κλιματισμένες αίθουσες, με παχιές μοκέτες και τεχνητούς φωτισμούς. Έχουμε δυο ώρες –τουλάχιστον- κενές. Άδειες. Το απόλυτο τίποτα. Δίχως οθόνες, δίχως ακουστικά, δίχως νούμερα. Δίχως νόημα. Εμείς κι ο ήλιος.




Η ατζέντα της ημέρας δεν προέβλεπε αυτή την αναπάντεχη βόλτα. Αμαθείς και απαίδευτοι να λειτουργούμε δίχως πρωτόκολλο και χρονικά πλαίσια, βαδίζουμε προς το ιστορικό κέντρο. Κάποιοι το βρήκαν σαν αφορμή να το σκάσουν επιτήδεια και να γυρίσουν στο λαγούμι τους. Οι υπόλοιποι, αναλάβαμε να ξεναγήσουμε τους ξένους καλεσμένους μας στα στενά της Αθήνας. Στην αναπάντεχη περιπλάνησή μας στα σοκάκια της Πλάκας, το κέφι άρχισε να ζωντανεύει στην παρέα. Δεν αργήσαμε να βλέπουμε με καλό μάτι, την αναβολή της παρουσίασης.

Σ’ ένα απόμερο καφενεδάκι, οι ξένοι κοντοστέκονται. Βγάζουν τα κινητά και τραβάνε φωτογραφίες. Με φόντο τον ιερό βράχο, ξεπροβάλλει ένα παλιό παραδοσιακό μαγαζάκι, με πέτρινη πρόσοψη και ξύλινο διάκοσμο. Στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, αραδιασμένα μια σειρά από σιδερένια τραπεζάκια, όλα βαμμένα μπλε, μ’ ένα λευκό σεμεδάκι και μια γλαστρούλα με βασιλικό στο κέντρο τους. Στο παλιό χαγιάτι πάνω απ’ το καφενείο, κυματίζει μια ελληνική σημαία. Κι ακριβώς από κάτω, στον παχύ ίσκιο μιας μουριάς με ασβεστωμένο κορμό και αστραφτερά φύλλα, μια παρέα νεαρών σερβίρονται αχνιστό καφέ σε μπακιρένια μπρίκια, μια κανάτα δροσερό νερό και μεγαλοπρεπείς μερίδες μπακλαβά. Ένας ηλικιωμένος κύριος με κάτασπρη ποδιά τυλιγμένη στη μέση του, ένα κλωνάρι βασιλικό στηριγμένο στ’ αυτί του και μια καρό πετσέτα κρεμασμένη στον ώμο του, τους αραδιάζει με θόρυβο τα πιατέλα με τα γλυκά. Οι μυρωδιές απ’ τα σορόπια φτάνουν ως τα ρουθούνια μας. Στα λαρύγγια των ξένων διαγράφονται μικροί κόμποι που ανεβοκατεβαίνουν ξέφρενα.


Δίχως δεύτερη σκέψη, παρατάνε πάνω στο πλακόστρωτο τις τσάντες με τα λάπτοπ και ενώνουν με άφατο ενθουσιασμό τραπεζάκια και καρέκλες. Σαν μικρά παιδιά που ξαφνικά ανακάλυψαν μια αλάνα και ξαμολιούνται για παιχνίδι. “Με το μαλακό παιδιά!” τους φωνάζει ο συμπαθητικός καφετζής. “Από πού ξεφυτρώσατε όλοι σας ξαφνικά;”. Αναλαμβάνω χρέη δραγουμάνου και του εξηγώ τι έχει προηγηθεί. Με ύφος στομφώδους παρουσιαστή, του λέω: “Είναι μεγαλοστελέχη της εταιρείας μας και θέλω να τους περιποιηθείτε, κύριε… πώς είπαμε σας λένε;”. “Μιχάλη με λένε και περιττή η υπόδειξη παιδί μου. Εδώ, όλοι εξυπηρετούνται με το παραπάνω. Βολευτείτε κι έρχομαι σε λίγο για παραγγελία”.

Κάποιοι εισχωρούμε με περιέργεια στα ενδότερα του μαγαζιού για να χαζέψουμε το διάκοσμο. Πέτρινοι τοίχοι, στολισμένοι με παλιές φωτογραφίες επωνύμων που ήταν θαμώνες του καφενείου, ασπρόμαυρο μωσαϊκό και μαρμάρινα τραπέζια με μαντεμένια πόδια από παλιές ραπτομηχανές. Στα ράφια μιας πατιναρισμένης σερβάντας, γυάλες με γλυκά κουταλιού, χειροποίητες μαρμελάδες και σερμπέτια. Δεν αργήσαμε να συγκεντρωθούμε όλοι πάνω απ’ τη βιτρίνα με τα γλυκά, σαν τις μέλισσες που μυρίστηκαν νέκταρ. Πάνω στις σχάρες, ήταν αραδιασμένα ταψιά με γαλακτομπούρεκα και μπακλαβάδες. Ο θηριώδης Ολλανδός που στεκόταν δίπλα μου, με ρώτησε τι γλυκό είναι αυτό, με τον αντίχειρά του κολλημένο στο τζάμι της βιτρίνας. “Τhis is baklavas”, του απαντάω.


O κυρ-Μιχάλης ήρθε κοντά, για να μας δώσει τα φώτα του στις απανωτές ερωτήσεις και στα επιφωνήματα θαυμασμού του Ολλανδού.
What is baklavas?” ρωτάει ο Ολλανδός κι εγώ μεταφράζω στον κυρ-Μιχάλη.
Τον μπακλαβά, πες του, πρώτα τον τρως κι ύστερα τον αναλύεις”.
Το επόμενο δίωρο κύλησε σα δροσερό νεράκι. Στη λιακάδα του πρωινού, με θέα την Ακρόπολη και με τις γεύσεις του γλυκού και του καφέ στη χόβολη να μεθάνε τους ουρανίσκους μας, χαλαρώσαμε, λύσαμε τις γραβάτες μας και αφεθήκαμε σε φιλικές κουβέντες. Μοιραστήκαμε τα προσωπικά μας, τις ανησυχίες μας και τους προβληματισμούς μας. Οι ξένοι ενθουσιάστηκαν με την εξυπηρέτηση του κυρ-Μιχάλη, που πηγαινοερχόταν ασταμάτητα για να μας περιποιηθεί. Κάθε τόσο ρώταγε “Όλα καλά παιδιά; Να κεράσω μια λεμονάδα σπιτικιά, να πάνε κάτω τα σορόπια;

Το καφενείο είχε ήδη γεμίσει από τουρίστες και παρέες περαστικών, αλλά εκείνος επέστρεφε σαν πιστό σκυλί. Καθάριζε τα τασάκια, έφερνε κανάτες με δροσερό νερό, μας έκανε χωρατά κι έκλεινε διαρκώς το μάτι στον Ολλανδό.

Να ετοιμάσω ουζάκια παιδιά; Έχω και καλό μεζέ σήμερα. Γαύρο μαρινάτο, λαδοτύρι σαγανάκι και λιαστή ντομάτα”. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του κι ο Ολλανδός σηκώθηκε ενθουσιασμένος, αλαλάζοντας “Ouzo!... Yes my friend! I love Ouzo!...”. Ήμουν αχρείαστος πλέον στη μεταξύ τους επικοινωνία. Μιλάγανε ήδη μια κοινή γλώσσα οι δυο τους.

Ο κυρ-Μιχάλης άδειασε τα τραπέζια μας και κατευθύνθηκε στο μαγαζί για να ετοιμάσει την παραγγελία μας. Την ώρα που έφερνε τα πρώτα κατοσταράκια με τα σωληνωτά ποτήρια, χτύπησε το τηλέφωνο. “Απ’ τη ρεσεψιόν σας τηλεφωνώ. Μπορείτε να επιστρέψετε αμέσως. Η έρευνα ολοκληρώθηκε και αποδείχτηκε φάρσα. Λυπούμεθα για την ταλαιπωρία. Δυστυχώς θα πρέπει να ολοκληρώσετε στo επόμενo δίωρο, γιατί η αίθουσα είναι κλεισμένη για την επόμενη εκδήλωση. Εάν επιθυμείτε, λόγω της προχωρημένης ώρας, μπορούμε να σας σερβίρουμε γλυκόξινα φίνγκερ φουντ με ελαφρύ κοκτέϊλ. Θα υπάρξει βέβαια μια μικρή οικονομική επιβάρυνση…”.

Ενημέρωσα τους ξένους για το τηλεφώνημα κι όλοι πέσανε σε μαύρες πλερέζες. Ο Ολλανδός ωρυόταν δίπλα μου “Oh shit…”. Ο κυρ-Μιχάλης ψυχανεμίστηκε τι είχε συμβεί κι άνοιξε σα φτερούγες τα χέρια του για να μας κάνει όλους μια αγκαλιά. “Μη σκάτε ρε παιδιά!... Αμέτε στη δουλειά σας κι άμα αποκάμετε, ελάτε πάλι. Δε κουνάει ο καφενές. Θα σας φυλάξω και τους μεζέδες και θα κεράσω και γιαουρτάκι με γλυκό κυδώνι… Ψες βράδυ το μαστόρεψε η Μαριώ μας”.

Σηκωθήκαμε απ’ τις καρέκλες σα δαρμένα σκυλιά. Ο Ολλανδός μου έκανε νόημα. Μου ζήτησε να πω στον κυρ-Μιχάλη να μας περιμένει και πως τον ευχαριστεί πολύ για τη φιλοξενία και την περιποίηση. Του τα μετέφερα αυτολεξεί κι ετοιμαζόμουν να τον πληρώσω και να τον αποχαιρετίσω.

“Χρωστώ κάτι στον Ολλανδό σου. Μιαν απόκριση γι αυτό που με ρώτησε νωρίτερα”.
“Τι σημαίνει μπακλαβάς, εννοείς;”
“Ναι… πες του πως ο μπακλαβάς είναι σαν τη ζωή. Πρέπει να κρατάει την παράδοση, να έχει καλή γέμιση, να τραγανίζει άμα τον δαγκώνεις και να μοσχομυρίζει αγνά υλικά”…




Οι αυτοτελείς ιστορίες του καφενέ, σερβίρονται χάρη στην Αριστέα που έχει αναλάβει το στήσιμο και το συντονισμό. Συμμετέχουν τα εξής ιστολόγια:

Δημήτρης Ασλάνογλου, που φιλοξενήθηκε από την Αριστέα
Αγριμιώ, http://agrimio.wordpress.com/
Έλενα, http://miakalimera.blogspot.gr/
Xris Kat, http://neraidodimiourgies37.blogspot.gr/
Κική, http://ekfrastite.blogspot.gr/
Sofia Sofaki, http://happiness-bonheur.blogspot.gr
Μαρία Νι, http://mia-matia-ston-ilio.blogspot.gr/
Γεωργία, http://armoniaart.blogspot.gr/
Κάτια, http://katitimou.blogspot.gr/
Lysippe, http://on-the-up-and-up.blogspot.gr/
Γλαύκη, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Κατερίνα Βερίγκα, http://positive-thinking-greece.blogspot.gr
Λεβίνα, http://levina-imagination.blogspot.gr
Δέσποινα, http://www.mamadesekrisi.blogspot.gr/
Katerina Koko, http://followkoko.blogspot.gr
Κλαυδία, θα φιλοξενηθεί από http://pistos-petra.blogspot.gr/
Έλλη, http://funkymonkey-handmadecreations.blogspot.gr/
Κατερίνα Βαλσαμίδη, http://apopsitexnis.blogspot.gr
Μαριλένα, http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Μαρία(me maria), http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Μαρία Έλενα, http://maria-elena-jewellery.blogspot.gr/
Φλώρα, http://texnistories.blogspot.gr/
Πέτρος (Ακυβέρνητος) http://akivernitos.blogspot.gr/
@ριστέα, http://princess-airis.blogspot.gr/

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

2 + 2 = 5

Η μικρού μήκους ταινία του ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτη, Babak Anvari, διερευνά την επιθυμία των ανθρώπων να αμφισβητήσουν την εξουσία. Σε ποιο βαθμό δέχονται να σκύψουν το κεφάλι και να υπακούσουν στις εντολές της;
Η ταινία «Δύο και Δύο» (“Two and Two”) προτάθηκε ως καλύτερη ταινία μικρού μήκους 2012 στα βραβεία BAFTA 2012.



Πηγή: http://www.ksm.gr/2-2-5/

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Tα μαθητικά τα χρόνια δεν τ’ αλλάζω με τίποτα

Στο λεύκωμα του λυκείου, είχα ζωγραφίσει με μολύβι τη μορφή του. Στη σελίδα  «Ο αγαπημένος μου ήρωας»,είχα γράψει με κόκκινο μαρκαδόρο το όνομά του. Κι από κάτω, είχα κολλήσει ένα μικρό γαρύφαλλο. Μαράθηκε στο πέρασμα του χρόνου, μα έχει απομείνει ένα ίχνος της αψάδας του. Να μου θυμίζει τους καυγάδες, τα πειράγματα και τις ατέλειωτες συζητήσεις με τους συμμαθητές μου. Ήταν η εποχή που ανακαλύπταμε ποιητές, γραφιάδες, στιχάκια, συνθήματα και επαναστάτες που σημάδεψαν την ιστορία στο πέρασμά τους. Οι τσάντες μας ήταν χακί στρατιωτικές και πάνω τους ζωγραφίζαμε το σήμα της ειρήνης και φράσεις του Οστρόφσκι, του Ρίτσου και του Λουντέμη. Ονειρευόμασταν να «δέσουμε το ατσάλι» και δίναμε υποσχέσεις πως θ’ αλλάξουμε τον κόσμο. Θα τον κάναμε δίκαιο και ανθρώπινο.

"Κάνουμε αύριο κοπάνα;", έπεσε η πρόταση απ’ την Λένα. "Να γλυτώσουμε και το διαγώνισμα στη Χημεία". "Κι αν στραβώσει και το μάθουν οι δικοί μας;"... "Ωραία επανάσταση θα κάνουμε!", μου πέταξε στα μούτρα η κολλητή μου. Δεν ήθελα και πολλά για να συναινέσω στην πρότασή της. Με την Χημεία μας χώριζε ανέκαθεν ένα αβυσσαλέο μίσος. Ποτέ δεν κατάφερα να τη συμπαθήσω, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου. Ίσως δεν βρέθηκε κι ο καθηγητής που θα με έκανε να την κατανοήσω, για να μπορέσω να την αγαπήσω στη συνέχεια. Οργανωθήκαμε λοιπόν, φτιάξαμε τον χάρτη απόδρασης και συμφωνήσαμε να κατέβουμε στο Μοναστηράκι. Αμερικάνικη αγορά (το ότι περιφέραμε το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», το κάναμε γαργάρα εκείνες τις ώρες), καφεδάκι στο Θησείο, βόλτα στα παλιατζίδικα και επιστροφή με το τρένο για να είμαστε στην ώρα μας στο σπίτι. Με το φόβο και τις ενοχές να αιωρούνται σ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας μας, επιστρέψαμε νωρίς το μεσημέρι με τον ηλεκτρικό. Αποχαιρετιστήκαμε έξω απ’ το σταθμό και κατευθυνθήκαμε προς τα σπίτια μας. Περνώντας απ’ την κεντρική πλατεία της περιοχής, έπεσα πάνω στον πατέρα μου. Θυμάμαι ότι κόπηκε η ανάσα μου. Στο μέτωπό μου ένιωσα ν’ αναβοσβήνει μια φωτεινή επιγραφή "Έκανα κοπάνα σήμερα!"... Το κατάλαβε. Ήμουν βέβαιη. "Να κεράσω ένα σάντουιτς;", μου είπε. "Μπα, δεν πεινάω…", του είπα άκεφα. Με αποχαιρέτησε χαμογελαστός για να γυρίσει στη δουλειά του. Γυρνώντας την πλάτη μου για να φύγω και να  ξεφωνίσω από ανακούφιση, τον άκουσα να μου λέει: "Την Κυριακή λέω να κατέβουμε μια βόλτα στο Μοναστηράκι. Σου έχω υποσχεθεί ένα κασετόφωνο και κάτι κασέτες…". Θα πρέπει να έμεινα ακίνητη στη μέση του δρόμου για αρκετά λεπτά, με τους παλμούς μου να ακούγονται σαν συγχορδία κρουστών και τυμπάνων.

Αργότερα έμαθα πως το περιβόητο σχέδιο κοπάνας με την Λένα, είχε διαρρεύσει από μια φλύαρη γειτόνισσα που μας είχε δει να περιφερόμαστε στο κέντρο. Ίσως αν το παίζαμε στα δελτία ειδήσεων, το μυστικό μας να ήταν πιο ασφαλές. Ειδοποίησε αμέσως την μητέρα μου στη δουλειά της, κι αυτή με τη σειρά της τον πατέρα μου. Θα πρέπει να είχε στήσει καραούλι στο σταθμό από νωρίς. Μας είδε που κατεβήκαμε με την φίλη μου και καραδοκούσε για την "τυχαία" μας συνάντηση. Η μητέρα μου δεν ήταν τόσο ευγενική μαζί μου. Αλλά με τον πατέρα μου υπήρχαν μυστικοί κώδικες. Εκείνη την Κυριακή, κατεβήκαμε όντως στο Μοναστηράκι και μου αγόρασε το πολυπόθητο κασετόφωνο. Τον ρώτησα για κασέτες, με το μαλακό βέβαια γιατί ήμουν ακόμα μουδιασμένη απ’ τα αποκαλυπτήρια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αυθόρμητη απάντησή του και το κλείσιμο του ματιού του "Τι θα’λεγες να πάρουμε κανένα αντάρτικο; Γιατί εγώ, απ’ αυτά τα ξένα που ακούτε, δεν σου παίρνω!"

"Ναι. Να πάμε στο Ίλιον το βράδυ.
 Οι ήρωες εκεί έχουνε κόκκινα μάγουλα
 και πάντα νικάνε στο τέλος"… 
Έγραφε η Κατερίνα Γώγου εκείνα τα χρόνια. Την αγάπησα μέσα απ’ τα ραβασάκια της ψαγμένης μου φίλης. Με βομβάρδιζε με καλλιγραφημένα σημειώματα και αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες των σχολικών μας βιβλίων. Ευτυχώς τότε δουλεύαμε καλά το στυλό και το χαρτί. Κι αν δεν υπήρχαν like, ωστόσο είχαμε τους αδιάρρηκτους κώδικές μας στη φιλία και στη συντροφικότητα.



Πριν εξήντα δύο χρόνια, στις 30 του Μάρτη του 1952, ημέρα Κυριακή όπως και φέτος, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του Δημήτρης Μπάτσης, Νίκος Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης, έπεσαν νεκροί απ’ τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος.

Ακόμα κι οι Γερμανοί επί κατοχής, δεν έκαναν εκτελέσεις τις Κυριακές. Το καθεστώς Πλαστήρα και το παλάτι, δεν σεβάστηκαν ούτε το στοιχειώδες. Κυριακή, στις τέσσερις το ξημέρωμα, μέσα σε πηχτό σκοτάδι και υπό το φως των προβολέων, μήπως και τους δει η μέρα και φρίξει, έγινε η εκτέλεση.

Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των τεσσάρων μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ' αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.
"Νίκο σήκω!"
Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:
"Πάμε για καθαρό αέρα;"
"Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση"


"Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα".

Ήταν τα τελευταία λόγια του Μπελογιάννη κατά την απολογία του, τον Φλεβάρη του '52. Λίγες μέρες πριν από την εκτέλεσή του.

Το κείμενο γράφτηκε με δύο αφορμές. Μια Πέτρα και μια μνήμη απ' τα πέτρινα χρόνια. Ευχαριστώ τον Πιο Πιστό Φίλο του Σκύλου που δημιούργησε αυτή τη μαγική συγκυρία. Να ξεφυλλίσω το παλιό μου λεύκωμα, μια μέρα μνήμης. Όχι προσωπικής, μα εθνικής.

Συμμετέχουν οι:

Κική από το blog http://ekfrastite.blogspot.gr/
Πεταλούδα από το blog http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://pnoestexnis.blogspot.gr/
Κατερίνα από το blog http://followkoko.blogspot.gr/
Άννα/Πάρος -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από την Πέτρα
Νάσια από το blog http://nasiasblog2012.blogspot.gr/
Αριστέα από το blog http://princess-airis.blogspot.gr/
Πέτρος από το blog http://akivernitos.blogspot.gr/
Μαρία από το blog http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Αγριμιώ από το blog http://agrimio.wordpress.com/
Μαρία από το blog http://swanocean.blogspot.gr/
Άννα από το blog http://atenizodas.blogspot.gr/
Μαριλένα από το blog http://marilenaspotofart.wordpress.com/
Λαμπρινή από το blog http://xwrisprogramma.blogspot.gr/
Κλαυδία -Άστεγη Καταληψίας- θα φιλοξενηθεί από μένα
Μαρία από το blog http://www.syllegw-stigmes.gr/
Δέσποινα από το blog http://mamadesekrisi.blogspot.gr/



Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Μάθε με παιδί μου γράμματα

Γύρισα πάλι στα θρανία. Στην ίδια τάξη που εσύ προετοιμάζεσαι το πρωί για να γίνεις ένα ώριμος ενήλικας, εγώ μαθαίνω τα απογεύματα πώς να γίνω ένας ώριμος γονιός. Μαζευόμαστε που λες λίγοι γονείς, τραβάμε τα θρανία στην άκρη και σχηματίζουμε έναν κύκλο με τις καρέκλες. Ξανά σε μια αίθουσα διδασκαλίας, παρέα με παλιούς συμμαθητές απ’ το σχολείο. Ν’ ακούγονται πάλι τα χτυποκάρδια μας στον αέρα. Και να τρέμουμε μη βρεθούμε αδιάβαστοι. Ο ειδικός σε θέματα εφηβείας, συντονίζει την κουβέντα. Που μονίμως είναι ασυντόνιστη. Δίχως ειρμό. Με άναρθρες κραυγές αγωνίας. Με αντιφατικά μηνύματα κι εκρήξεις θυμού. Με λόγια που πέφτουν στο πάτωμα, κάνουν γκελ και γυρίζουν πάνω μας με δύναμη. Μας πονάνε και μας ματώνουν.

- Ο γιος μου είναι όλη τη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο και παίζει με τον υπολογιστή. Δεν βγαίνει έξω, δεν έχει παρέες, ανησυχώ…

- Ο δικός μου γυρίζει διαρκώς με το ποδήλατο στην πλατεία και μαζεύεται πίσω, αργά το βράδυ. Τι να κάνω για να τον μαντρώσω λίγο στο σπίτι;

Άλαλα τα χείλη του “ειδικού”. Επιστήμονας είναι, όχι μάγειρας για να σκαρώνει συνταγές. Δεν περιμένουμε απαντήσεις. Συνεχίζουμε το ανελέητο σφυροκόπημα με λέξεις-βόμβες.

- Δεν μου μιλάει πια καθόλου…
- Παλιά σας μίλαγε;
- Ουουου… γλώσσα δεν έβαζε!...
- Κι εσείς τον ακούγατε;
- Ε, ναι φυσικά… Όταν είχα χρόνο βέβαια…

Μιλάμε ασταμάτητα και ακατάπαυστα. Ανήσυχο μελίσσι που εκπέμπει έναν εκνευριστικό βόμβο. Η συνεδρία της ημέρας ήταν σχετικά με τη βελτίωση της επικοινωνίας με τους εφήβους. Θέμα που εμείς το είχαμε βάλει στην ατζέντα. Ομόφωνα και επιτακτικά. Βιαστήκαμε να πάμε κατευθείαν στο πτυχίο, χωρίς να έχουμε μαθητεύσει στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει την μεταξύ μας επικοινωνία. Κι ορεγόμαστε βελτιωμένη επικοινωνία με τον έφηβο!... Λες και κατορθώσαμε ν’ ακούσουμε τη σιωπή του. Να αποκωδικοποιήσουμε την κλειστή του πόρτα. Να αποδεχτούμε το φτύσιμό του. Να του κάνουμε χώρο για ν’ ανασάνει και να μας ξεπεράσει. Με ελάχιστη διάθεση αυτοκριτικής, μιλάμε διαρκώς σε τρίτο πρόσωπο: “Χάθηκε η επαφή με την κόρη μου”... “Η πόρτα του γιου μου είναι μονίμως κλειστή”... “Οι παρέες του δεν μου αρέσουν, δεν είναι καλά παιδιά”. Αγωνίζεται ο “ειδικός” να βάλει τάξη. Στην απόλυτη αταξία. Θυμώνουμε στα στριμώγματά του. “Τι εννοείς να συζητήσω μαζί του; Μου χτύπησε την πόρτα στη μούρη… το καταλαβαίνεις; Ποιος είν’ αυτός δηλαδή;” …

Για ν’ αποφορτίσει το κλίμα και να μας βάλει να δουλέψουμε σε ομάδες κι όχι σε αγέλες, μας βάζει μια άσκηση. “Πάρτε μια λευκή κόλα και γράψτε σαν να ήσασταν εσείς οι έφηβοι. Μια φράση μόνο. Τι θα λέγατε στους γονείς σας;” Ζόρικο το θέμα. Η τάξη σιώπησε ξαφνικά. Γυρίσαμε πίσω, καθίσαμε ανά δυάδες στα θρανία και παίζαμε με τα στυλό μας, ανταλλάσσοντας ματιές απορίας. Σαν τότε που γράφαμε τεστ σ’ ένα θέμα που δεν ήταν στα SOS. Κι όμως, πιο SOS δεν θα μπορούσε να μας λάχει.

Το θρανίο που κάθισα, ίσως να ήταν του γιου μου. Ίσως όχι. Δεν θα το μάθω ποτέ. Στην αμηχανία της στιγμής και προσπαθώντας να θυμηθώ τι έλεγα εγώ στους γονείς μου ως έφηβη, η ματιά μου καρφώθηκε στη ζωγραφισμένη επιφάνεια του θρανίου. Μια καρικατούρα ενός παιδιού κι ακριβώς από κάτω, γραμμένη με κατακόκκινα γράμματα, η φράση που έψαχνα:
«Αντί να κοιτάξεις πίσω απ’ τα λόγια μου, εσύ κρέμεσαι απ’ τις λέξεις μου!... Αγάπα με αν τολμάς!...»

Αντέγραψα τη φράση στην κόλα μου, δίχως δεύτερη σκέψη. Ευγνωμονώντας τον έφηβο που μου παραχώρησε δίχως να το ξέρει, την απάντηση στο πιο δύσκολο τεστ της ζωής μου. Σκονάκι σοφού εφήβου προς αδιάβαστο γονέα. Στην ανάγνωση των απαντήσεων, ο “ειδικός” ξεχώρισε τη φράση μου, ως απόλυτα ρεαλιστική. Πού να ήξερε ο φουκαράς!...

Το βράδυ, γύρισα σπίτι κατάκοπη. Σα να είχα διασχίσει ένα βουνό. Η πόρτα του “μικρού” ήταν μισάνοιχτη. Έχωσα το κεφάλι μου στο σκοτάδι, βεβαιώθηκα πως κοιμόταν μακαρίως και πήγα στο προσκεφάλι του. Του χάιδεψα τα μαλλιά και τον φίλησα γλυκά στο μέτωπο. Ίσως να με κατάλαβε. Ίσως και όχι. Βγήκα συγκινημένη απ’ το δωμάτιο του. Εκείνο το βράδυ, κάναμε την πιο φλύαρη συζήτηση των τελευταίων χρόνων. Ίσως να την “άκουσε”. Ίσως και όχι. Σίγουρα όμως την ένιωσε.

Ξανάγραψα τη δική μου φράση αυτή τη φορά. Κι ήταν η πιο έντιμη και ειλικρινής παραδοχή, που του έχω ξεστομίσει ως τώρα.


“Δεν είναι που εσύ δεν βρίσκεις την ωριμότητά σου. Θα τη βρεις με  το χρόνο.

Είναι που εγώ, έχασα την παιδικότητά μου. Οριστικά και  αμετάκλητα”.




Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Η γλώσσα του ουρανού

Nωρίς το μεσημέρι, η ηλικιωμένη κυρία βγήκε απ’ το σπίτι της για να κάνει το καθιερωμένο της δρομολόγιο. Πήρε μια φρατζόλα ψωμί και κατηφόρισε προς την αγορά. Σ’ όλη τη διαδρομή, καλημέριζε ευγενικά τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο. Kοντοστάθηκε στην είσοδο του μικρού μαγέρικου, που είχε ανοίξει πρόσφατα στη γειτονιά. Γνώριζε από μικρά παιδιά τους νεαρούς ιδιοκτήτες και κάθε μέρα πέρναγε για να τους ρωτήσει πώς πάνε οι δουλειές. Δυο νέα παιδιά, που ξεκίνησαν μια μικρή επιχείρηση στην επαρχιακή αυτή πόλη, μαγειρεύοντας και πουλώντας φαγητά σε μερίδες. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, εξ αιτίας και των φοιτητών που ζουν στην πόλη και που οι προσιτές τιμές, αλλά και η ποιότητα των φαγητών, τους κέρδισε με την πρώτη δοκιμή. Ο νεαρός άντρας συζητούσε με την ηλικιωμένη κυρία στην είσοδο του καταστήματος. Το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και ιδιαίτερα εκφραστικό. Με το βλέμμα ανασηκωμένο και τις παλάμες στραμμένες ψηλά, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση ευγνωμοσύνης προς τον ουρανό. "Δόξα τω Θεώ, όλα καλά μέχρι στιγμής!", ήταν σαν να της έλεγε. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε στο σημείο εκείνο ένας μελαμψός νεαρός. Γύρω στα τριάντα, με σκαμμένο πρόσωπο, φανερά καταβεβλημένος και με φαρδιά ρούχα που τόνιζαν ακόμα περισσότερο το αδύνατο κορμί του. Με νοήματα και σπαστά ελληνικά, απευθύνθηκε χαμηλόφωνα στον νεαρό ιδιοκτήτη. Εκείνος του απάντησε κουνώντας τις παλάμες του πέρα-δώθε "Δεν έχει σήμερα φαϊ Αχμέτ, είναι όλες οι μερίδες πουλημένες... έλα αύριο". Ο Αχμέτ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, αφού πρώτα ακούμπησε το δεξί του χέρι στο σημείο της καρδιάς, κάνοντας ταυτόχρονα μιαν ελαφριά υπόκλιση μπροστά στον μαγαζάτορα.

"Ένας φουκαράς Σύριος είναι κυρία Φώφη... περνάει τα μεσημέρια και του δίνω κανένα περίσσεμα... Αλλά σήμερα ήταν άτυχος...". Πριν ο μαγαζάτορας ολοκληρώσει τη φράση του, η κυρά-Φώφη όρμησε σαν αθλητής δρόμου στη βαλβίδα εκκίνησης, παίρνοντας τον Αχμέτ στο κατόπι. Αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση να τον φτάσει. Οι ισχνές δυνάμεις της κι η πίεσή της δεν την βοηθούσαν. Σκέφτηκε να του φωνάξει, αλλά δεν θυμόταν ούτε καν τ’ όνομά του. Στην απελπισία της, φώναζε στους προπορευόμενους περαστικούς να τον προλάβουν και να τον σταματήσουν "Πείτε καλέ του ανθρώπου αυτού να περιμένει... τόνε θέλω!...". Ο δύστυχος Αχμέτ δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι γινόταν πίσω του. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος με σταθερά βήματα, κατευθυνόμενος προς την παραλία. Το μυαλό του προφανώς ήταν συγκεντρωμένο στο άδειο του στομάχι και δεν λειτουργούσε, παρά μόνο για να σκεφτεί τρόπους για να το γεμίσει.

Από μια καφετέρια της προκυμαίας, πετάχτηκαν δυο μπρατσαράδες με ξυρισμένα κεφάλια και παντελόνια παραλλαγής. Ακούσανε τις φωνές της κυρά-Φώφης και πέσανε πάνω στον μελαμψό "στόχο". Πανεύκολη υπόθεση, δεν τους πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τον ακινητοποίησαν διαμιάς, διπλώνοντας τα χέρια του στην πλάτη. "Τι της πήρες της γριάς ρε τσόγλανε? Λέγε ρε μη σε πετάξουμε τσιμεντωμένο στο λιμάνι!...". Η κυρά-Φώφη κατάλαβε από μακριά τι γινόταν κι έτρεχε αλαφιασμένη με τα χέρια της υψωμένα. Στη λαχτάρα της να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σημείο της σύλληψης, ξέχασε κι αρθριτικά και πόνους στο ισχίο κι όλα! Εκείνα τα δευτερόλεπτα, έσπασε το ατομικό της ρεκόρ ταχύτητας. Στα βαθιά της γεράματα...

"Τι σου βούτηξε ο τσόγλανος γιαγιά;", τη ρώτησε με εσάνς από Τσακ Νόρις στο ύφος του, ο πρωτο-παλικαράς. Ο έτερος παλικαράς έδειχνε να διασκεδάζει με το να ζουλάει τους καρπούς του "θύματος" και να φχαριστιέται με τους μορφασμούς πόνου στο πρόσωπό του. Η κυρά-Φώφη χώθηκε αναψοκοκκινισμένη στο πλήθος των περαστικών που παρακολουθούσαν το επεισόδιο. Στήθηκε αντίκρυ στον υποτιθέμενο σωτήρα της. Το κεφάλι της δεν έφτανε πιο πάνω απ’ τον ογκώδη του θώρακα. Ύψωσε τη φρατζόλα της ψηλά, σα να ήταν μαγκούρα που ήθελε να του τη φέρει κατακέφαλα.

"Τίποτα δεν μου πήρε ο Άνθρωπος ρε κακομοιριασμένοι!... Να τον προλάβετε σας φώναζα, όχι να τον τσιμεντώσετε... Να του δώσω κάτι να πάει να φάει!... Αυτό ήθελα... Κι εσείς, αντί να κοπροσκυλιάζετε στις καφετέριες, δεν πάτε να κάνετε κανένα μεροκάματο στα χωράφια; Κι αφήστε τα τσιμεντώματα για τους μπετατζήδες!...".

Άρπαξε τον Αχμέτ απ’ το μπράτσο και φύγανε παρέα. Ξανάβαλε στη σακούλα τη "φρατζόλα-μαγκούρα", άνοιξε και το πορτοφολάκι της, έβγαλε το μοναδικό χαρτονόμισμα που είχε τυλιγμένο στο εσωτερικό του και του τα έδωσε. Επιστρατεύοντας τη γλώσσα του σώματος, του είπε να πάει να φάει. "Να’ρχεσαι στο μαγέρικο παιδάκι μου κάθε μέρα. Κι αν δεν έχει περίσσεμα ο Θανάσης, θα σου φέρνω εγώ απ’ το σπίτι μου". Του τα’λεγε κι ας ήξερε πως δεν την καταλαβαίνει στην εντέλεια. Ο Αχμέτ χτύπαγε διαρκώς την καρδιά του με το δεξί του χέρι κι ύστερα της έδειξε βουρκωμένος τον ουρανό. Με τις ίδιες κινήσεις που πριν λίγο, ο νεαρός μαγαζάτορας περιέγραφε την επιχειρηματική του καλοτυχία.

"Ίσως τελικά, η γλώσσα του ουρανού είναι διεθνής".
Σκεφτόταν στο δρόμο προς το σπίτι της η κυρά-Φώφη.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Σύνθημα: “΄Εχεις ταπεράκι”. Παρασύνθημα: “Θέλω να σε δω!”

Πήρα το μήνυμά σου. Κι εγώ θέλω να σε δω. Να με περιμένεις στην εξώπορτα, με τα χέρια ορθάνοιχτα να με σφίξουν μέσα τους. Ντρέπομαι να στο πω. Κοτζάμ γαϊδάρα, που αυτοπροσδιορίζεται στον κύκλο της ως ανεξάρτητη. Και να περιμένω με κρυφή λαχτάρα το σύνθημά σου. Την αιώνια αφορμή για να τρέξω κοντά σου. Το ταπεράκι σου. Που έχει κάνει αμέτρητες διαδρομές, ούτε το τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι να ήταν. Έχει μεταφέρει τη φροντίδα και το νοιάξιμό σου, με τη μορφή ενός μουσακά ή μιας ντάνας αχνιστών λαχανοντολμάδων. Πάντα στριμωγμένα, για να χωρέσει όση περισσότερη αγάπη γίνεται. Τοποθετημένα με αρχιτεκτονική διάταξη, για να μου θυμίζει τις διδαχές σου περί τάξης.

Φεύγοντας βιαστικά, σου δίνω ένα πεταχτό φιλί. Κρύβει μέσα του, όσα δεν τολμώ να σου πω. Απ’ τις αγκυλώσεις και τους εγωισμούς μου. «Έχω ανάγκη να με νοιάζεσαι. Να μου μαγειρεύεις και να μου θυμίζεις διαρκώς, πόσο τυχερή είμαι που εισπράττω τόση αγάπη». Στην καληνύχτα σου, αποκωδικοποιώ τα λόγια που δεν πρόλαβες να μου πεις. «Να τρως καλά και να προσέχεις. Σε λατρεύω!». Αχ βρε μάνα! Όταν εγώ είχα το χρόνο σύμμαχο, εσύ τον είχες εχθρό. Έτρεχες να προλάβεις τη βάρδια στη δουλειά. Και τώρα που εσύ έχεις το χρόνο φίλο σου, εγώ τρέχω να προλάβω τη δική μου βάρδια στη ζωή. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε.

Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο σε νιώθω να μικραίνεις. Να γίνεσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι που διεκδικεί την προσοχή μου. Ν’ ακούω τα άγχη και τις στεναχώριες σου. Για το ραντεβού στο ΙΚΑ που δεν κατάφερες να κλείσεις, για τα φάρμακα που ακριβύνανε, για την πετσοκομμένη σύνταξη. Κι όσο κυρτώνουν οι ώμοι σου, τόσο θέλω να σ’ αγκαλιάσω και να σου πω «Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου!». Και ποτέ δεν το είπα η δειλή. Μόνο εξυπνάδες σου πουλάω «Δεν υπάρχει ΙΚΑ ρε μάνα!... ΕΟΠΥΥ το λένε τώρα». Κι εσύ ν’απαντάς με αθώα παιδικότητα «Μάλιστα! Όλα τα’χει η Μαριωρή, ο ΕΟΠΥΣ τη μάρανε!...». Κι εγώ να σε διορθώνω με περίσσιο θράσος «Ο φερετζές ρε μάνα… ο φερετζές!».

Κάθε φορά που ανοίγω το ταπεράκι, με τυλίγουν τα αρώματα της αγάπης σου. Μοσχοκάρυδο για τον πόνο, κανέλλα για δυνάμωμα, πιπέρι για προστασία. Κι όσο δοκιμάζω τις γεύσεις σου, δακρύζω στη σκέψη. Για κείνη την ώρα… Που δεν θα με περιμένεις μ’ ένα ταπεράκι στην πόρτα. Που θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα οικτίρω τον εαυτό μου για όσα δεν σου είπα. Τότε, που θα έχω εγώ το χρόνο, μα δεν θα τον έχεις πια εσύ… Θα ξεγλιστράς λίγο-λίγο απ’ τη ζωή και θα κάνεις καλαμπούρια με τον θάνατο.

«Μάνα, σου έφερα καινούργια νυχτικιά. Μπαμπακερή, να σε ζεσταίνει το χειμώνα…»
«Όλα τα 'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει!...»
«Τώρα βρήκες να το πεις σωστά;»
«Και τότες μπόραγα, μα έψαχνα αφορμή να μείνεις λίγο παραπάνω… ν’ ακούω τα πειράγματά σου…»
«Πεθύμησα τα ταπεράκια σου ρε μάνα!»
«Σαν λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τις μαγεριές σου!...»
Θα με αποστομώσεις. Λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου, κουρασμένη.

Στο ξεκίνημα της… “μετά τάπερ” ζωής μου.


Το συγκεκριμένο ταπεράκι, ταξίδεψε ως το TEXNIS STORIES και συμμετείχε στο 6ο παιχνίδι του 2ου κύκλου "Παίζοντας με τις λέξεις". Διακρίθηκε και βραβεύτηκε, μα κυρίως "γέμισε" ξανά με συγκίνηση και κοινές μνήμες, απ' όλους τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της Φλώρας. Σας ευχαριστώ ολόθερμα όλους για τα συγκινητικά σας σχόλια και την προσωπική σας κατάθεση για τα αντίστοιχα ... ταπεράκια που σημάδεψαν τη ζωή σας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Φλώρα και τη φιλόξενη γωνιά της.