Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς - Μια ιστορία αγάπης
Στα ελάχιστα
λεπτά που διήρκεσε η κλήση, οι ρόλοι
άλλαξαν αστραπιαία και βουβά. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά. Ανταλλάξανε ματιές που τα εξηγούσαν όλα.
Δακρύσανε ταυτόχρονα. Ένα πολύχρωμο
γαϊτανάκι αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων στροβιλίστηκε γύρω τους. Χαρά,
ανακούφιση, αγωνία και θλίψη. Κι αυτοί καρφωμένοι στο ίδιο σημείο, καθηλωμένοι
απ’ τις απανωτές εξελίξεις, σαν δυο μοιραίοι ήρωες μιας τραγωδίας που έμελε να
τη βιώσουν μαζί.
Του εξήγησε
λαχανιασμένη. Με συνεχείς διακοπές για να μάθει για τη δική του τη φουρτούνα. «Ένα απαίσιο λάθος ήταν... αγάπη μου πόσο
πόνεσα σήμερα... ποιος ήταν στο τηλέφωνο;… αχ και νάξερες πόσο πόνεσα σήμερα... ο
πατέρας;... δεν είναι καλά;… Aχ
Θεέ μου γιατί δεν μας αφήνεις να πάρουμε μιαν ανάσα;…. Γιατί;…. Θα’ρθω μαζί
σου...».Την έπεισε να μείνει
σπίτι και να ξεκουραστεί απ’ την ένταση της μέρας. Θα έπαιρνε ένα ταξί και θα
έτρεχε κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τον προλάβαινε ζωντανό... να του
κλείσει τα μάτια αυτός... να πάρει την ευχή του και να τον ευχαριστήσει για τις
θυσίες του... αχ!... μόνο να τον προλάβει!...
Στη διαδρομή προς
την κλινική, συνειδητοποίησε τι του είχε πει ο νοσηλευτής στο τηλέφωνο. «Ο πατέρας σας ζήτησε να σας δει... ξέρετε...δεν
είναι καλά... είχε μιαν απότομη υποτροπή
πριν λίγη ώρα και παρά τις προσπάθειές
μας, η πορεία του δεν είναι αναστρέψιμη... σας παρακαλώ ελάτε το
συντομώτερο... του παρέχουμε ήδη οξυγόνο, αλλά δεν θέλησε να του κάνουμε
μορφίνη για να καταπραϋνουμε τους πόνους του... »
Όρμησε στην
κλινική κι ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά ως το δεύτερο όροφο. Ένιωθε την καρδιά
του να χτυπάει με δύναμη τα τοιχώματα του δέρματος, έτοιμη να το
ξεσκίσει. Στο δωμάτιο βρήκε τον εφημερεύοντα γιατρό πάνω απ’ το κρεββάτι. Δίπλα
του μια νοσοκόμα που τακτοποιούσε τη συσκευή οξυγόνου. Στην απόληξη του κρεββατιού,
δυο ισχνά άκρα, ίσα που ξεχώριζαν απ’ την ισιάδα του λευκού σεντονιού. Με δυσκολία διέκρινες την ανθρώπινη παρουσία
από κάτω. «Αααα... κυρ Αρίστο, κοιτάξτε
ποιος ήρθε να σας δει!... Ο γιος σας είναι... ο Στέλιος σας... να δείτε που
τώρα θα συνέρθετε αμέσως!...», ο γιατρός είπε μεγαλόφωνα στον άρρωστο
γέροντα, τονίζοντας με έμφαση κάθε του συλλαβή. Μάζεψε τα σύνεργά του κι έκανε
νόημα στον Στέλιο να μιλήσουν παράμερα για λίγο. «Παλληκάρι
ο πατέρας σας!... Ως την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα είχε
ανυπόφορους πόνους. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεββατιού κι έλεγε προσευχές. Ούτε
μια στιγμή δεν τον άκουσα να λυγίζει και να διαμαρτύρεται. Η ατυχία του ήταν
πως είχε μια γερή καρδιά, σφηνωμένη όμως σ’ ένα σακατεμένο σώμα. Κι είχε μιαν
απίστευτη εμμονή να ζήσει λίγο παραπάνω. Λες και περίμενε να κλείσει μια
εκκρεμότητα κι ύστερα να φύγει... Δεν θα
κρατηθεί για πολύ ακόμα. Μείνετε κοντά του. Σας ζήταγε επίμονα όλο το απόγευμα...
Κουράγιο!...»
Πλησίασε το
κρεββάτι και τράβηξε μια καρέκλα στο
ύψος του κεφαλιού του. Άγγιξε με συγκίνηση τα αποστεωμένα χέρια του. Μια λεπτή
διάφανη κρούστα το δέρμα που είχε απομείνει. Κόκκαλα και φλέβες ήταν σχεδόν ακάλυπτα
πλέον. Τα έκλεισε στις παλάμες του και προσκύνησε στα τελευταία λόγια του
πατέρα του:
- Στελάκη μου, αγόρι μου... να’χεις την ευχή
μου παιδί μου... να τραβήξεις τη στράτα σου από δω και πέρα... παλλικαρίσια και
γενναία... μην κλάψεις αγόρι μου, μόνο να ευγνωμονείς που θα ξεκουράζομαι πλάι
στη μάνα σου... ερχόταν κάθε βράδυ και κάμαμε παρέα... μαζί το παλέψαμε το
θηρίο... όταν με πιάνανε οι μεγάλοι πόνοι, εκείνη με νανούριζε με τραγούδια και
κανακέματα... Αααα!... ήρθε και το Μαριώ χτες το βράδυ... το Μαριώ μας Στέλιο
μου... το κορίτσι μας... το λοιπόν, ήταν μια κουκλίτσα, πανέμορφη και
δροσερή... και μου λέει «Άιντε κυρ Αρίστο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε... το Στελί μας είναι καλά τώρα... όλα γίνανε
όπως τα όριζες στις προσευχές σου... όλα είναι καλά τώρα...».
Αραίωσαν οι
ανάσες του, ένα πνιχτό βογγητό βγήκε απ’ το στόμα του, τα μάτια του ήταν
νεκρωμένα αλλά στάζανε δάκρυα, μια αλλόκοτη εικόνα που θα έμενε για πάντα
χαραγμένη στη μνήμη του. Γαλήνη και θάνατος και ευλογία... Έσκυψε πάνω του,
φίλησε το μέτωπό του, σμίξανε τα δάκρυα τους, ψιθύρισε στ’ αυτί του ένα λυγμό,
να τον πάρει μαζί του στην ουρανομήκη πορεία του «Γεια σου πατέρα μου!... ».
Ήταν ήδη ξημέρωμα
όταν τον πήραν με το φορείο για το νεκροθάλαμο. Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε το
αδύνατο κορμάκι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου τελετών, έπρεπε να πάει
σπίτι και να τους φέρει το καλό του κουστούμι, τα παπούτσια του και μια
φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάμβαναν εκείνοι, όπως του είπε με
διεκπαιρεωτικά πένθιμη φωνή ο υπάλληλος.
Βγήκε έξω με ανακούφιση. Είχε ανάγκη ν’ αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Να ρίξει
κλεφτές ματιές ως τα σύννεφα. Να φανταστεί το σημείο που θα είναι τώρα ο
κυρ-Αρίστος... Ανηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο κι από κει στην Πλάκα. Βλέποντας από μακριά το σπίτι τους και κυρίως
το περβολάκι του πατέρα του, που το φρόντιζε πάντα με καμάρι, ήρθε πάλι αυτή η
οδυνηρή διαπίστωση της ματαίωσης. Τρύπωσε μέσα του και του έσταξε το δηλητήριο
της. Στα χέρια του κράταγε ακόμα την τσάντα με τα προσωπικά αντικείμενα του
πατέρα του. Του τα παρέδωσε η πρωινή νοσοκόμα, μαζί μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο
συμπαράστασης. «Κουράγιο... ήταν άγιος άνθρωπος
ο πατέρας σας... όλοι στεναχωρεθήκαμε που έφυγε... κρατείστε τα πράγματά του...
μας είχε αφήσει εντολή να σας τα δώσουμε προσωπικά...». Δεν ήταν πολλά. Τι
πράγματα να έχει ένας μελλοθάνατος άλλωστε; Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στην πλαστική
σακούλα, ξεχώρισε πάνω απ’ το μικρό μπόγο με τα εσώρουχα και τις πυτζάμες του,
το κομπολόι του, ένα εικόνισμα... κι
έναν πορτοκαλί αναπτήρα... εκείνον τον
πορτοκαλί αναπτήρα που… «ποιος διάβολος
τον έριξε εδώ μέσα;», αναρωτήθηκε...
«ή ποιος άγγελος;» συμπλήρωσε
μια φωνή τη σκέψη του.
Έμεινε
αποσβολωμένος για αρκετή ώρα, με τα πόδια του βιδωμένα στο ίδιο σημείο.
Ανέκφραστος και άσπρος. Σαν τους καλλιτέχνες που κάνουν παντομίμα δρόμου. Ένα
κενό βλέμμα να αιωρείται σε λευκό φόντο. Το πλακόστρωτο δρομάκι, τα κεραμίδια,
οι βουκαμβίλιες και οι περαστικοί διαβάτες, είχαν σκεπαστεί ξαφνικά από μια
διάφανη μεμβράνη και παγώσανε σε κείνη τη χρονική στιγμή. Είχε την πεποίθηση
πως ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή σε κανένα σημείο του σώματός του. Ίσως να
είχε πεθάνει και να μην το είχε αντιληφθεί ακόμα.
«Συγνώμη ρε φίλε... είσαι καλά; Μήπως θες
κάτι;… », τον συνέφερε η φωνή ενός καταστηματάρχη απ’ τα πέριξ τουριστικά
μαγαζάκια. Τον έβλεπε ακίνητο για αρκετή ώρα και τρόμαξε ο άνθρωπος.
«Όχι, καλά είμαι... ευχαριστώ», του είπε απρόθυμα
κι έσυρε με δυσκολία τα πόδια του μακριά απ’ το σημείο εκείνο. Στο βάθος του
δρόμου, διέκρινε το καφενείο του Μιχάλη. Είδε τη γνώριμη σιλουέτα του κι ένιωσε
την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα απ’ τη συγκίνηση. Πέρα απ’ την ανθρώπινη
υπόστασή του, ο κυρ Μιχάλης ήταν ο καλός του άγγελος. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως
κάτω απ’ το φανελλένιο πουκάμισό του, έκρυβε δυο κατάλευκα φτερά και ήταν στιγμές που όταν μια δέσμη φωτός τρύπωνε
απ’ το τζάμι του καφενείου, η φιγούρα
του Μιχάλη αποκτούσε ένα χρυσό περίγραμμα και γινόταν μια υπερκόσμια ύπαρξη. Αναλογίστηκε
ξαφνικά πόσο του είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε φίλος, αδερφός,
συμβουλάτορας ...τα πάντα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του, στο καφενεδάκι
εκείνο έβρισκε καταφύγιο και συμπαράσταση. Στην ορφάνια απ’ τη μάνα του, στην
αρρώστια του πατέρα του, στη φτώχεια του και στον καθημερινό του αγώνα να βγάλει ένα
αξιοπρεπές μεροκάματο. Μέχρι να βρει μια σοβαρή δουλειά, να στήσει τη ζωή του
σε γερά θεμέλια. Εκεί γνώρισε και την
Μαρία... και την Βάσια... Τα μάτια του γουρλώσανε, σαν να είδε ξαφνικά ένα φάντασμα. Μια σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία, παγώνοντας το αίμα του. Ένας πορτοκαλί αναπτήρας, μια καρμική συνάντηση, «Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο» ήταν απ’ τα πρώτα λόγια που
του είχε πει η Βάσια... «Και το δικό σου
αγάπη μου...» της είχε πει τότε... κάποια σκόρπια λόγια που είχε ακούσει
στο παρελθόν, τα ίδια σχεδόν που άκουσε πριν λίγες ώρες, παρακαταθήκες
ομοιοκατάληκτες, χαρισμένες από πολύτιμους ανθρώπους.
Όρμησε αμίλητος
στο καφενεδάκι. Με τέτοια κατάνυξη, σαν να έμπαινε σε εκκλησία. Να θρηνήσει
εκεί τον νεκρό του. Αυτό θα ήταν κι η επιθυμία του πατέρα του. Ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο κυρ-Μιχάλης ήταν
άφαντος. Κι ο πάγκος της Μαρίας άδειος. Οι λιγοστοί πελάτες, λιάζονταν στα έξω
τραπεζάκια, κάτω απ’ την ψάθινη κρεββατίνα. Βούλιαξε στο μικρό καναπεδάκι της γωνίας. Στον απέναντι
τοίχο, του χαμογελούσαν μέσα απ’ την ξύλινη κορνίζα ενός κάδρου, ο Αυλωνίτης κι
ο Φωτόπουλος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος μιας λατέρνας. Το δυνατό φως του
ήλιου, έπεφτε σαν προβολέας πάνω στον πάγκο κι έλουζε τις γυάλες με τα γλυκά του κουταλιού. Στραφταλίζανε σαν τουρμαλίνες τα νεραντζάκια
και τα βύσινα σχημάτιζαν μια παλέτα
από ιώδεις αποχρώσεις. «Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος»,
σκέφτηκε.
Με φόντο τα
ασπρόμαυρο μωσαικό, το καφενείο έγινε ξαφνικά μια μεγάλη οθόνη. Καρέ-καρέ
ξανάζησε τις σκόρπιες στιγμές του.
Κάποιος άγνωστος... ο από μηχανής
Μοντέρ ίσως, έκοψε κι έραψε στη σωστή τους σειρά, τα φιλμ της ζωής του. Κι ήρθε
επιτέλους η ώρα της προβολής...
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό του αρχικού κειμένου, τον Πέτρο, καθώς και στην Αριστέα, για την πρωτοβουλία της να δημιουργήσει μια συγγραφική ομάδα που δουλεύει διαδοχικά πάνω στην ιστορία, δίνοντας ο καθένας τις δικές του διαστάσεις. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα και νιώθω ευγνώμων που συμμετείχα σ' αυτό την ομάδα. Καλή συνέχεια!...