Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Σύνθημα: “΄Εχεις ταπεράκι”. Παρασύνθημα: “Θέλω να σε δω!”

Πήρα το μήνυμά σου. Κι εγώ θέλω να σε δω. Να με περιμένεις στην εξώπορτα, με τα χέρια ορθάνοιχτα να με σφίξουν μέσα τους. Ντρέπομαι να στο πω. Κοτζάμ γαϊδάρα, που αυτοπροσδιορίζεται στον κύκλο της ως ανεξάρτητη. Και να περιμένω με κρυφή λαχτάρα το σύνθημά σου. Την αιώνια αφορμή για να τρέξω κοντά σου. Το ταπεράκι σου. Που έχει κάνει αμέτρητες διαδρομές, ούτε το τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι να ήταν. Έχει μεταφέρει τη φροντίδα και το νοιάξιμό σου, με τη μορφή ενός μουσακά ή μιας ντάνας αχνιστών λαχανοντολμάδων. Πάντα στριμωγμένα, για να χωρέσει όση περισσότερη αγάπη γίνεται. Τοποθετημένα με αρχιτεκτονική διάταξη, για να μου θυμίζει τις διδαχές σου περί τάξης.

Φεύγοντας βιαστικά, σου δίνω ένα πεταχτό φιλί. Κρύβει μέσα του, όσα δεν τολμώ να σου πω. Απ’ τις αγκυλώσεις και τους εγωισμούς μου. «Έχω ανάγκη να με νοιάζεσαι. Να μου μαγειρεύεις και να μου θυμίζεις διαρκώς, πόσο τυχερή είμαι που εισπράττω τόση αγάπη». Στην καληνύχτα σου, αποκωδικοποιώ τα λόγια που δεν πρόλαβες να μου πεις. «Να τρως καλά και να προσέχεις. Σε λατρεύω!». Αχ βρε μάνα! Όταν εγώ είχα το χρόνο σύμμαχο, εσύ τον είχες εχθρό. Έτρεχες να προλάβεις τη βάρδια στη δουλειά. Και τώρα που εσύ έχεις το χρόνο φίλο σου, εγώ τρέχω να προλάβω τη δική μου βάρδια στη ζωή. Δεν καταφέραμε να συντονιστούμε.

Κι όσο μεγαλώνεις, τόσο σε νιώθω να μικραίνεις. Να γίνεσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδάκι που διεκδικεί την προσοχή μου. Ν’ ακούω τα άγχη και τις στεναχώριες σου. Για το ραντεβού στο ΙΚΑ που δεν κατάφερες να κλείσεις, για τα φάρμακα που ακριβύνανε, για την πετσοκομμένη σύνταξη. Κι όσο κυρτώνουν οι ώμοι σου, τόσο θέλω να σ’ αγκαλιάσω και να σου πω «Μη φοβάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου!». Και ποτέ δεν το είπα η δειλή. Μόνο εξυπνάδες σου πουλάω «Δεν υπάρχει ΙΚΑ ρε μάνα!... ΕΟΠΥΥ το λένε τώρα». Κι εσύ ν’απαντάς με αθώα παιδικότητα «Μάλιστα! Όλα τα’χει η Μαριωρή, ο ΕΟΠΥΣ τη μάρανε!...». Κι εγώ να σε διορθώνω με περίσσιο θράσος «Ο φερετζές ρε μάνα… ο φερετζές!».

Κάθε φορά που ανοίγω το ταπεράκι, με τυλίγουν τα αρώματα της αγάπης σου. Μοσχοκάρυδο για τον πόνο, κανέλλα για δυνάμωμα, πιπέρι για προστασία. Κι όσο δοκιμάζω τις γεύσεις σου, δακρύζω στη σκέψη. Για κείνη την ώρα… Που δεν θα με περιμένεις μ’ ένα ταπεράκι στην πόρτα. Που θα σου χαϊδεύω τα μαλλιά και θα οικτίρω τον εαυτό μου για όσα δεν σου είπα. Τότε, που θα έχω εγώ το χρόνο, μα δεν θα τον έχεις πια εσύ… Θα ξεγλιστράς λίγο-λίγο απ’ τη ζωή και θα κάνεις καλαμπούρια με τον θάνατο.

«Μάνα, σου έφερα καινούργια νυχτικιά. Μπαμπακερή, να σε ζεσταίνει το χειμώνα…»
«Όλα τα 'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της λείπει!...»
«Τώρα βρήκες να το πεις σωστά;»
«Και τότες μπόραγα, μα έψαχνα αφορμή να μείνεις λίγο παραπάνω… ν’ ακούω τα πειράγματά σου…»
«Πεθύμησα τα ταπεράκια σου ρε μάνα!»
«Σαν λείψουν τα πιπέρια μου, να ιδώ τις μαγεριές σου!...»
Θα με αποστομώσεις. Λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου, κουρασμένη.

Στο ξεκίνημα της… “μετά τάπερ” ζωής μου.


Το συγκεκριμένο ταπεράκι, ταξίδεψε ως το TEXNIS STORIES και συμμετείχε στο 6ο παιχνίδι του 2ου κύκλου "Παίζοντας με τις λέξεις". Διακρίθηκε και βραβεύτηκε, μα κυρίως "γέμισε" ξανά με συγκίνηση και κοινές μνήμες, απ' όλους τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της Φλώρας. Σας ευχαριστώ ολόθερμα όλους για τα συγκινητικά σας σχόλια και την προσωπική σας κατάθεση για τα αντίστοιχα ... ταπεράκια που σημάδεψαν τη ζωή σας. Ιδιαίτερα ευχαριστώ την Φλώρα και τη φιλόξενη γωνιά της.





Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Καφενείο "Ο Παράδεισος"

Δεκαπέντε συν ένας μπλόγκερς - Μια ιστορία αγάπης


Στα ελάχιστα λεπτά που  διήρκεσε η κλήση, οι ρόλοι άλλαξαν αστραπιαία και βουβά. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά.  Ανταλλάξανε ματιές που τα εξηγούσαν όλα. Δακρύσανε ταυτόχρονα.  Ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων στροβιλίστηκε γύρω τους. Χαρά, ανακούφιση, αγωνία και θλίψη. Κι αυτοί καρφωμένοι στο ίδιο σημείο, καθηλωμένοι απ’ τις απανωτές εξελίξεις, σαν δυο μοιραίοι ήρωες μιας τραγωδίας που έμελε να τη βιώσουν μαζί.

Του εξήγησε λαχανιασμένη. Με συνεχείς διακοπές για να μάθει για τη δική του τη φουρτούνα. «Ένα απαίσιο λάθος ήταν... αγάπη μου πόσο πόνεσα σήμερα... ποιος ήταν στο τηλέφωνο;… αχ  και νάξερες πόσο πόνεσα σήμερα... ο πατέρας;... δεν είναι καλά;… Aχ Θεέ μου γιατί δεν μας αφήνεις να πάρουμε μιαν ανάσα;…. Γιατί;…. Θα’ρθω μαζί σου...».Την έπεισε να μείνει σπίτι και να ξεκουραστεί απ’ την ένταση της μέρας. Θα έπαιρνε ένα ταξί και θα έτρεχε κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να τον προλάβαινε ζωντανό... να του κλείσει τα μάτια αυτός... να πάρει την ευχή του και να τον ευχαριστήσει για τις θυσίες του... αχ!... μόνο να τον προλάβει!...

Στη διαδρομή προς την κλινική, συνειδητοποίησε τι του είχε πει ο νοσηλευτής στο τηλέφωνο. «Ο πατέρας σας ζήτησε να σας δει... ξέρετε...δεν είναι καλά... είχε μιαν απότομη υποτροπή  πριν λίγη ώρα και παρά τις προσπάθειές  μας, η πορεία του δεν είναι αναστρέψιμη... σας παρακαλώ ελάτε το συντομώτερο... του παρέχουμε ήδη οξυγόνο, αλλά δεν θέλησε να του κάνουμε μορφίνη για να καταπραϋνουμε τους πόνους του... »

Όρμησε στην κλινική κι ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά ως το δεύτερο όροφο. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει με δύναμη τα τοιχώματα του δέρματος, έτοιμη να το ξεσκίσει. Στο δωμάτιο βρήκε τον εφημερεύοντα γιατρό πάνω απ’ το κρεββάτι. Δίπλα του μια νοσοκόμα που τακτοποιούσε τη συσκευή οξυγόνου. Στην απόληξη του κρεββατιού, δυο ισχνά άκρα, ίσα που ξεχώριζαν απ’ την ισιάδα του λευκού σεντονιού.  Με δυσκολία διέκρινες την ανθρώπινη παρουσία από κάτω. «Αααα... κυρ Αρίστο, κοιτάξτε ποιος ήρθε να σας δει!... Ο γιος σας είναι... ο Στέλιος σας... να δείτε που τώρα θα συνέρθετε αμέσως!...», ο γιατρός είπε μεγαλόφωνα στον άρρωστο γέροντα, τονίζοντας με έμφαση κάθε του συλλαβή. Μάζεψε τα σύνεργά του κι έκανε νόημα στον Στέλιο να μιλήσουν παράμερα για λίγο.  «Παλληκάρι ο πατέρας σας!... Ως την τελευταία στιγμή. Το τελευταίο διάστημα είχε ανυπόφορους πόνους. Δάγκωνε τα σίδερα του κρεββατιού κι έλεγε προσευχές. Ούτε μια στιγμή δεν τον άκουσα να λυγίζει και να διαμαρτύρεται. Η ατυχία του ήταν πως είχε μια γερή καρδιά, σφηνωμένη όμως σ’ ένα σακατεμένο σώμα. Κι είχε μιαν απίστευτη εμμονή να ζήσει λίγο παραπάνω. Λες και περίμενε να κλείσει μια εκκρεμότητα κι ύστερα να φύγει...  Δεν θα κρατηθεί για πολύ ακόμα. Μείνετε κοντά του. Σας ζήταγε επίμονα όλο το απόγευμα... Κουράγιο!...»

Πλησίασε το κρεββάτι  και τράβηξε μια καρέκλα στο ύψος του κεφαλιού του. Άγγιξε με συγκίνηση τα αποστεωμένα χέρια του. Μια λεπτή διάφανη κρούστα το  δέρμα που είχε απομείνει.  Κόκκαλα και φλέβες ήταν σχεδόν ακάλυπτα πλέον. Τα έκλεισε στις παλάμες του και προσκύνησε στα τελευταία λόγια του πατέρα του:
-   Στελάκη μου, αγόρι μου... να’χεις την ευχή μου παιδί μου... να τραβήξεις τη στράτα σου από δω και πέρα... παλλικαρίσια και γενναία... μην κλάψεις αγόρι μου, μόνο να ευγνωμονείς που θα ξεκουράζομαι πλάι στη μάνα σου... ερχόταν κάθε βράδυ και κάμαμε παρέα... μαζί το παλέψαμε το θηρίο... όταν με πιάνανε οι μεγάλοι πόνοι, εκείνη με νανούριζε με τραγούδια και κανακέματα... Αααα!... ήρθε και το Μαριώ χτες το βράδυ... το Μαριώ μας Στέλιο μου... το κορίτσι μας... το λοιπόν, ήταν μια κουκλίτσα, πανέμορφη και δροσερή... και μου λέει «Άιντε κυρ Αρίστο, ήρθε η ώρα ν’ ανταμώσουμε...  το Στελί μας είναι καλά τώρα... όλα γίνανε όπως τα όριζες στις προσευχές σου... όλα είναι καλά τώρα...».

Αραίωσαν οι ανάσες του, ένα πνιχτό βογγητό βγήκε απ’ το στόμα του, τα μάτια του ήταν νεκρωμένα αλλά στάζανε δάκρυα, μια αλλόκοτη εικόνα που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Γαλήνη και θάνατος και ευλογία... Έσκυψε πάνω του, φίλησε το μέτωπό του, σμίξανε τα δάκρυα τους, ψιθύρισε στ’ αυτί του ένα λυγμό, να τον πάρει μαζί του στην ουρανομήκη πορεία του «Γεια σου πατέρα μου!... ».


Ήταν ήδη ξημέρωμα όταν τον πήραν με το φορείο για το νεκροθάλαμο. Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε το αδύνατο κορμάκι. Σύμφωνα με τις οδηγίες του γραφείου τελετών, έπρεπε να πάει σπίτι και να τους φέρει το καλό του κουστούμι, τα παπούτσια του και μια φωτογραφία. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάμβαναν εκείνοι, όπως του είπε με διεκπαιρεωτικά  πένθιμη φωνή ο υπάλληλος. Βγήκε έξω με ανακούφιση. Είχε ανάγκη ν’ αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Να ρίξει κλεφτές ματιές ως τα σύννεφα. Να φανταστεί το σημείο που θα είναι τώρα ο κυρ-Αρίστος... Ανηφόρισε με τα πόδια προς το κέντρο κι από κει στην Πλάκα. Βλέποντας από μακριά το σπίτι τους και κυρίως το περβολάκι του πατέρα του, που το φρόντιζε πάντα με καμάρι, ήρθε πάλι αυτή η οδυνηρή διαπίστωση της ματαίωσης. Τρύπωσε μέσα του και του έσταξε το δηλητήριο της. Στα χέρια του κράταγε ακόμα την τσάντα με τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα του. Του τα παρέδωσε η πρωινή νοσοκόμα, μαζί μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο συμπαράστασης. «Κουράγιο... ήταν άγιος άνθρωπος ο πατέρας σας... όλοι στεναχωρεθήκαμε που έφυγε... κρατείστε τα πράγματά του... μας είχε αφήσει εντολή να σας τα δώσουμε προσωπικά...». Δεν ήταν πολλά. Τι πράγματα να έχει ένας μελλοθάνατος άλλωστε;  Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στην πλαστική σακούλα, ξεχώρισε πάνω απ’ το μικρό μπόγο με τα εσώρουχα και τις πυτζάμες του, το κομπολόι του, ένα εικόνισμα...  κι έναν πορτοκαλί αναπτήρα... εκείνον  τον πορτοκαλί αναπτήρα που… «ποιος διάβολος τον έριξε εδώ μέσα;», αναρωτήθηκε...  «ή ποιος άγγελος;» συμπλήρωσε μια φωνή τη σκέψη του.

Έμεινε αποσβολωμένος για αρκετή ώρα, με τα πόδια του βιδωμένα στο ίδιο σημείο. Ανέκφραστος και άσπρος. Σαν τους καλλιτέχνες που κάνουν παντομίμα δρόμου. Ένα κενό βλέμμα να αιωρείται σε λευκό φόντο. Το πλακόστρωτο δρομάκι, τα κεραμίδια, οι βουκαμβίλιες και οι περαστικοί διαβάτες, είχαν σκεπαστεί ξαφνικά από μια διάφανη μεμβράνη και παγώσανε σε κείνη τη χρονική στιγμή. Είχε την πεποίθηση πως ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή σε κανένα σημείο του σώματός του. Ίσως να είχε πεθάνει και να μην το είχε αντιληφθεί ακόμα.


«Συγνώμη ρε φίλε... είσαι καλά; Μήπως θες κάτι;… », τον συνέφερε η φωνή ενός καταστηματάρχη απ’ τα πέριξ τουριστικά μαγαζάκια. Τον έβλεπε ακίνητο για αρκετή ώρα και τρόμαξε ο άνθρωπος.
«Όχι, καλά είμαι... ευχαριστώ», του είπε απρόθυμα κι έσυρε με δυσκολία τα πόδια του μακριά απ’ το σημείο εκείνο. Στο βάθος του δρόμου, διέκρινε το καφενείο του Μιχάλη. Είδε τη γνώριμη σιλουέτα του κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει ξέφρενα απ’ τη συγκίνηση. Πέρα απ’ την ανθρώπινη υπόστασή του, ο κυρ Μιχάλης ήταν ο καλός του άγγελος. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάτω απ’ το φανελλένιο πουκάμισό του, έκρυβε δυο κατάλευκα φτερά και ήταν στιγμές που όταν μια δέσμη φωτός τρύπωνε απ’ το τζάμι του καφενείου,  η φιγούρα του Μιχάλη αποκτούσε ένα χρυσό περίγραμμα και γινόταν μια υπερκόσμια ύπαρξη. Αναλογίστηκε ξαφνικά πόσο του είχε σταθεί τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε φίλος, αδερφός, συμβουλάτορας ...τα πάντα. Στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του, στο καφενεδάκι εκείνο έβρισκε καταφύγιο και συμπαράσταση. Στην ορφάνια απ’ τη μάνα του, στην αρρώστια του πατέρα του, στη φτώχεια του  και στον καθημερινό του αγώνα να βγάλει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Μέχρι να βρει μια σοβαρή δουλειά, να στήσει τη ζωή του σε γερά θεμέλια. Εκεί γνώρισε και την Μαρία... και την Βάσια... Τα μάτια του γουρλώσανε,  σαν να είδε ξαφνικά ένα φάντασμα. Μια σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία, παγώνοντας το αίμα του. Ένας πορτοκαλί αναπτήρας,  μια καρμική συνάντηση, «Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο» ήταν απ’ τα πρώτα λόγια που του είχε πει η Βάσια... «Και το δικό σου αγάπη μου...» της είχε πει τότε... κάποια σκόρπια λόγια που είχε ακούσει στο παρελθόν, τα ίδια σχεδόν που άκουσε πριν λίγες ώρες, παρακαταθήκες ομοιοκατάληκτες, χαρισμένες από πολύτιμους ανθρώπους.



Όρμησε αμίλητος στο καφενεδάκι. Με τέτοια κατάνυξη, σαν να έμπαινε σε εκκλησία. Να θρηνήσει εκεί τον νεκρό του. Αυτό θα ήταν κι η επιθυμία του πατέρα του.  Ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο κυρ-Μιχάλης ήταν άφαντος. Κι ο πάγκος της Μαρίας άδειος. Οι λιγοστοί πελάτες, λιάζονταν στα έξω τραπεζάκια, κάτω απ’ την ψάθινη κρεββατίνα. Βούλιαξε στο  μικρό καναπεδάκι της γωνίας. Στον απέναντι τοίχο, του χαμογελούσαν μέσα απ’ την ξύλινη κορνίζα ενός κάδρου, ο Αυλωνίτης κι ο Φωτόπουλος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος μιας λατέρνας. Το δυνατό φως του ήλιου, έπεφτε σαν προβολέας πάνω στον πάγκο κι έλουζε  τις γυάλες με τα γλυκά του κουταλιού. Στραφταλίζανε σαν  τουρμαλίνες τα νεραντζάκια και  τα βύσινα σχημάτιζαν μια παλέτα από  ιώδεις αποχρώσεις. «Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος», σκέφτηκε.

Με φόντο τα ασπρόμαυρο μωσαικό, το καφενείο έγινε ξαφνικά μια μεγάλη οθόνη. Καρέ-καρέ ξανάζησε τις σκόρπιες στιγμές του.  Κάποιος άγνωστος... ο  από μηχανής Μοντέρ ίσως, έκοψε κι έραψε στη σωστή τους σειρά, τα φιλμ της ζωής του. Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της προβολής...


Κατερίνα Βαλσαμίδη: Η παρεξήγηση
Έλενα Λ: Χάθηκαν όλα;
Εκφράσου: Η συμφιλίωση
Χριστίνα dear-e-diary Πεπρωμένο
Kλαυδία: Η Λύτρωση
Η συνέχεια στην Έλλη μας (Funky Monkey)

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό του αρχικού κειμένου, τον Πέτρο, καθώς και στην Αριστέα, για την πρωτοβουλία της να δημιουργήσει μια συγγραφική ομάδα που δουλεύει διαδοχικά πάνω στην ιστορία, δίνοντας ο καθένας τις δικές του διαστάσεις. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα και νιώθω ευγνώμων που συμμετείχα σ' αυτό την ομάδα. Καλή συνέχεια!...

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Το Πασχαλινό μπαζάρ απ' το ξεblogάρισμα



Το πασχαλινό μπαζάρ μας θα πραγματοποιηθεί στις 5,6 Απριλίου στο φουαγιέ του θεάτρου "Εμπρός". 
Με χαρά ξεκινάμε τις προετοιμασίες, ελπίζοντας και αυτή την φορά στην συμμετοχή του κόσμου, για να μπορέσουμε να στηρίξουμε την καθημερινή ζωή των παιδιών, των μανάδων τους και των άπορων γυναικών που ζουν έγκλειστες στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνα Θήβας.


Χρειαζόμαστε εθελοντές για:

- Διακόσμηση λαμπάδων και πασχαλινών στολιδιών

- Παρασκευή μαρμελάδων, γλυκών του κουταλιού, λικέρ, κουλουράκια   κ.ά.

Μαζεύουμε:

- Βιβλία

- Μεταχειρισμένα αντικείμενα

- Κοσμήματα, φο μπιζού

- Δίσκους, cd, dvd

Όσοι ενδιαφέρονται να συμμετέχουν ας επικοινωνήσουν στο xeblogarisma@gmail.com

(Το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση απ' το ξεblogarisma. Μια ομάδα bloggers που βοηθάει τις μαμάδες που βρίσκονται φυλακισμένες στις γυναικείες φυλακές Ελεώνα Θήβας μαζί με τα παιδιά τους. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη δράση τους, μπορείτε να βρείτε στον πιο πάνω ιστότοπο).

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Για τις γυναίκες που δεν γιορτάζουν


Μπορεί στη Δύση οι γυναίκες να έχουν κατακτήσει τα δικαιώματά τους και να απολαμβάνουν την πολυτέλεια μιας Παγκόσμιας Ημέρα της Γυναίκας. Ωστόσο, ένα δισεκατομμύριο γυναίκες θα πεινάσουν έναντι 450 εκατομμυρίων αντρών (σύμφωνα με την UNESCO, το 70% όσων ζουν σε απόλυτη φτώχεια είναι γυναίκες), 540 εκατομμύρια γυναίκες δεν θα μπορέσουν να απολαύσουν ένα βιβλίο ή να βάλουν μια υπογραφή έναντι 280 εκατομμυρίων αντρών (σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, περισσότερα από τα δύο τρίτα των αναλφάβητων ενηλίκων είναι γυναίκες) και 6.000 γυναίκες θα υποστούν ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων τους (σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, 6.000 γυναίκες «χάνουν» την κλειτορίδα τους ημερησίως).

Σύμφωνα με δημοσίευμα της ActionAid, αν η φτώχεια είχε πρόσωπο, θα ήταν αυτό μιας γυναίκας:

- Το 70% του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες έσχατης φτώχειας είναι   γυναίκες
- Τα 2/3 των αναλφάβητων ενηλίκων στον κόσμο είναι γυναίκες
- To 80% των προσφύγων είναι γυναίκες και παιδιά
- Οι γυναίκες καλλιεργούν το 80% των χωραφιών, ενώ κατέχουν μόλις   το 1% της γης

Οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι οι φτωχότεροι των φτωχών. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο οι γυναίκες είναι τα περισσότερα θύματα λιμού γιατί τρώνε τη λιγότερη τροφή, δεν τους επιτρέπεται να πάνε σχολείο, πέφτουν θύματα ενδο-οικογενειακής και σεξουαλικής βίας και δεν μπορούν να πάρουν καμία απόφαση για τη ζωή τους.

Μία στις τρεις γυναίκες αυτών των χωρών έχει ξυλοκοπηθεί, βιαστεί ή κακοποιηθεί ψυχολογικά ή σωματικά στη ζωή της. Αυτές οι γυναίκες πολλές φορές δεν έχουν καν το δικαίωμα στην επιβίωση. Χάνουν τη ζωή τους από το HIV, είτε γιατί δεν έχουν το δικαίωμα να διεκδικήσουν ασφαλείς σεξουαλικές επαφές, είτε γιατί πέφτουν θύματα βιασμού από άντρες φορείς.

Σε εκατομμύρια γυναίκες του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν επιτρέπεται να πάνε σχολείο, με αποτέλεσμα να στερούνται τη μόρφωση πολύ συχνότερα απ' ότι τα αγόρια. 45 εκατομμύρια κορίτσια αυτού του κόσμου δεν πάνε ακόμη και σήμερα στο σχολείο. Αυτές οι γυναίκες και τα κορίτσια δεν μπορούν να πάρουν καμία απόφαση για τη ζωή τους. Αυτές οι γυναίκες έχουν όνομα, αληθινή ζωή και αληθινές ανάγκες. Είναι η Γκάντα, 23 χρονών, μητέρα 2 παιδιών από το Πακιστάν που ελπίζει η κόρη της να ζήσει καλύτερα. Είναι η Λάιλα, 37 ετών από την Κάμπια της Σιέρα Λεόνε που μετά από πολλούς ξυλοδαρμούς βρήκε τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια από την ActionAid και να σταθεί στα πόδια της.

Η Thu από το Βιετνάμ, είναι ένα ακόμη από τα θύματα εμπορίου λευκής σαρκός. Κακοποιημένη και πεινασμένη εξαναγκάστηκε να «εργαστεί» σε οίκο ανοχής στην Κίνα στα 18 της.Μετά την απόδραση της βρήκε την δύναμη να ξαναρχίσει τη ζωή της. Απευθύνθηκε σε μία Ένωση Γυναικών την οποία υποστηρίζει η ActionAid. Σήμερα, με τη βοήθεια της Ένωσης και της ActionAid έχει μάθει να ράβει και βγάζει τα προς το ζην φτιάχνοντας καλύμματα μαξιλαριών. Έχει δικό της σπίτι και είναι και η ίδια υπεύθυνη για ένα πρόγραμμα στήριξης γυναικών.

Η Musarrat, 21 ετών, από το Πακιστάν, βρέθηκε υπό την απειλή όπλου και κακοποιήθηκε σεξουαλικά από έναν τοπικό φεουδάρχη επειδή παντρεύτηκε χωρίς την συγκατάθεση της οικογένειας της. Η ίδια μίλησε δημοσίως για το γεγονός παρά τις απειλές του πατέρας της ότι θα την σκότωνε εάν το έκανε. 
Οι γυναίκες που βιάζονται στο Πακιστάν, απειλούνται με φόνο από τα μέλη της οικογένειάς τους επειδή επέτρεψαν να ατιμαστούν. Η ActionAid είναι δίπλα στις γυναίκες σαν την Musarrat. Τις στηρίζει ψυχολογικά, τις βοηθά να αυξήσουν το εισόδημά τους και κάνει εκστρατεία για αλλαγή στους νόμους περί βιασμών στο Πακιστάν.


Απ' την Κίνα ως την Κόστα Ρίκα και απ' το Μαλί μέχρι τη Μαλαισία, δημοφιλείς τραγουδιστές και μουσικοί, γυναίκες και άντρες, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να μεταφέρουν ένα μήνυμα ενότητας και αλληλεγγύης: Είμαστε «Μία Γυναίκα»
Το τραγούδι κυκλοφόρησε την Παγκόσμια Ημέρα Γυναικών, πέρυσι στις 8 Μαρτίου 2013. Γράφτηκε για την Υπηρεσία του ΟΗΕ για τις Γυναίκες (UN Women), προκειμένου να τιμήσει την αποστολή και το έργο τους.

Πηγές: http://www.actionaid.gr
       http://www.unhcr.gr/1againstracism/
       http://www.msf.gr/