Nωρίς το μεσημέρι, η ηλικιωμένη κυρία βγήκε απ’ το σπίτι της για να κάνει το καθιερωμένο της δρομολόγιο. Πήρε μια φρατζόλα ψωμί και κατηφόρισε προς την αγορά. Σ’ όλη τη διαδρομή, καλημέριζε ευγενικά τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο. Kοντοστάθηκε στην είσοδο του μικρού μαγέρικου, που είχε ανοίξει πρόσφατα στη γειτονιά. Γνώριζε από μικρά παιδιά τους νεαρούς ιδιοκτήτες και κάθε μέρα πέρναγε για να τους ρωτήσει πώς πάνε οι δουλειές. Δυο νέα παιδιά, που ξεκίνησαν μια μικρή επιχείρηση στην επαρχιακή αυτή πόλη, μαγειρεύοντας και πουλώντας φαγητά σε μερίδες. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, εξ αιτίας και των φοιτητών που ζουν στην πόλη και που οι προσιτές τιμές, αλλά και η ποιότητα των φαγητών, τους κέρδισε με την πρώτη δοκιμή. Ο νεαρός άντρας συζητούσε με την ηλικιωμένη κυρία στην είσοδο του καταστήματος. Το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και ιδιαίτερα εκφραστικό. Με το βλέμμα ανασηκωμένο και τις παλάμες στραμμένες ψηλά, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση ευγνωμοσύνης προς τον ουρανό. "Δόξα τω Θεώ, όλα καλά μέχρι στιγμής!", ήταν σαν να της έλεγε. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε στο σημείο εκείνο ένας μελαμψός νεαρός. Γύρω στα τριάντα, με σκαμμένο πρόσωπο, φανερά καταβεβλημένος και με φαρδιά ρούχα που τόνιζαν ακόμα περισσότερο το αδύνατο κορμί του. Με νοήματα και σπαστά ελληνικά, απευθύνθηκε χαμηλόφωνα στον νεαρό ιδιοκτήτη. Εκείνος του απάντησε κουνώντας τις παλάμες του πέρα-δώθε "Δεν έχει σήμερα φαϊ Αχμέτ, είναι όλες οι μερίδες πουλημένες... έλα αύριο". Ο Αχμέτ έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο, αφού πρώτα ακούμπησε το δεξί του χέρι στο σημείο της καρδιάς, κάνοντας ταυτόχρονα μιαν ελαφριά υπόκλιση μπροστά στον μαγαζάτορα.
"Ένας φουκαράς Σύριος είναι κυρία Φώφη... περνάει τα μεσημέρια και του δίνω κανένα περίσσεμα... Αλλά σήμερα ήταν άτυχος...". Πριν ο μαγαζάτορας ολοκληρώσει τη φράση του, η κυρά-Φώφη όρμησε σαν αθλητής δρόμου στη βαλβίδα εκκίνησης, παίρνοντας τον Αχμέτ στο κατόπι. Αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση να τον φτάσει. Οι ισχνές δυνάμεις της κι η πίεσή της δεν την βοηθούσαν. Σκέφτηκε να του φωνάξει, αλλά δεν θυμόταν ούτε καν τ’ όνομά του. Στην απελπισία της, φώναζε στους προπορευόμενους περαστικούς να τον προλάβουν και να τον σταματήσουν "Πείτε καλέ του ανθρώπου αυτού να περιμένει... τόνε θέλω!...". Ο δύστυχος Αχμέτ δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι γινόταν πίσω του. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος με σταθερά βήματα, κατευθυνόμενος προς την παραλία. Το μυαλό του προφανώς ήταν συγκεντρωμένο στο άδειο του στομάχι και δεν λειτουργούσε, παρά μόνο για να σκεφτεί τρόπους για να το γεμίσει.
Από μια καφετέρια της προκυμαίας, πετάχτηκαν δυο μπρατσαράδες με ξυρισμένα κεφάλια και παντελόνια παραλλαγής. Ακούσανε τις φωνές της κυρά-Φώφης και πέσανε πάνω στον μελαμψό "στόχο". Πανεύκολη υπόθεση, δεν τους πήρε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Τον ακινητοποίησαν διαμιάς, διπλώνοντας τα χέρια του στην πλάτη. "Τι της πήρες της γριάς ρε τσόγλανε? Λέγε ρε μη σε πετάξουμε τσιμεντωμένο στο λιμάνι!...". Η κυρά-Φώφη κατάλαβε από μακριά τι γινόταν κι έτρεχε αλαφιασμένη με τα χέρια της υψωμένα. Στη λαχτάρα της να πάει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σημείο της σύλληψης, ξέχασε κι αρθριτικά και πόνους στο ισχίο κι όλα! Εκείνα τα δευτερόλεπτα, έσπασε το ατομικό της ρεκόρ ταχύτητας. Στα βαθιά της γεράματα...
"Τι σου βούτηξε ο τσόγλανος γιαγιά;", τη ρώτησε με εσάνς από Τσακ Νόρις στο ύφος του, ο πρωτο-παλικαράς. Ο έτερος παλικαράς έδειχνε να διασκεδάζει με το να ζουλάει τους καρπούς του "θύματος" και να φχαριστιέται με τους μορφασμούς πόνου στο πρόσωπό του. Η κυρά-Φώφη χώθηκε αναψοκοκκινισμένη στο πλήθος των περαστικών που παρακολουθούσαν το επεισόδιο. Στήθηκε αντίκρυ στον υποτιθέμενο σωτήρα της. Το κεφάλι της δεν έφτανε πιο πάνω απ’ τον ογκώδη του θώρακα. Ύψωσε τη φρατζόλα της ψηλά, σα να ήταν μαγκούρα που ήθελε να του τη φέρει κατακέφαλα.
"Τίποτα δεν μου πήρε ο Άνθρωπος ρε κακομοιριασμένοι!... Να τον προλάβετε σας φώναζα, όχι να τον τσιμεντώσετε... Να του δώσω κάτι να πάει να φάει!... Αυτό ήθελα... Κι εσείς, αντί να κοπροσκυλιάζετε στις καφετέριες, δεν πάτε να κάνετε κανένα μεροκάματο στα χωράφια; Κι αφήστε τα τσιμεντώματα για τους μπετατζήδες!...".
Άρπαξε τον Αχμέτ απ’ το μπράτσο και φύγανε παρέα. Ξανάβαλε στη σακούλα τη "φρατζόλα-μαγκούρα", άνοιξε και το πορτοφολάκι της, έβγαλε το μοναδικό χαρτονόμισμα που είχε τυλιγμένο στο εσωτερικό του και του τα έδωσε. Επιστρατεύοντας τη γλώσσα του σώματος, του είπε να πάει να φάει. "Να’ρχεσαι στο μαγέρικο παιδάκι μου κάθε μέρα. Κι αν δεν έχει περίσσεμα ο Θανάσης, θα σου φέρνω εγώ απ’ το σπίτι μου". Του τα’λεγε κι ας ήξερε πως δεν την καταλαβαίνει στην εντέλεια. Ο Αχμέτ χτύπαγε διαρκώς την καρδιά του με το δεξί του χέρι κι ύστερα της έδειξε βουρκωμένος τον ουρανό. Με τις ίδιες κινήσεις που πριν λίγο, ο νεαρός μαγαζάτορας περιέγραφε την επιχειρηματική του καλοτυχία.
"Ίσως τελικά, η γλώσσα του ουρανού είναι διεθνής".
Σκεφτόταν στο δρόμο προς το σπίτι της η κυρά-Φώφη.