photo: http://www.eyecandybycho.com/
“Παρακαλώ αφήστε τις αποσκευές σας στον προθάλαμο και περάστε στο χώρο υποδοχής. Καθίστε. Έχετε κάτι να δηλώσετε;”
“Μόνο μια προσδοκία”.
“Αξίας;”
“Ανεκτίμητης”.
“Θα την πάρετε μαζί σας;”
“Moιραία, ναι… Έμεινε ανεκπλήρωτη”.
“Πώς ήταν το ταξίδι σας στη ζωή;”
“Κοπιαστικό, αλλά διδακτικό”.
“Τι ακριβώς σας δίδαξε;”
“Πως η θυσία είναι το άλλοθι για ένα προδομένο όνειρο”.
“Στο βιογραφικό σας βλέπω πως κάνατε οικογένεια, παιδιά και εγγόνια. Υπήρξατε τρυφερή κόρη και αδερφή, υποδειγματική σύζυγος, στοργική μητέρα και υποστηρικτική γιαγιά. Ποιον ακριβώς προδώσατε;”
“Τον εαυτό μου”.
“Θέλετε να μου πείτε λεπτομέρειες; Κάνουμε μια έρευνα για τους γήινους και η γνώμη σας θα μας φανεί πολύ χρήσιμη”.
“Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έκανα ό,τι όριζε το περιβάλλον μου. Ακόμα και την κοιλιά της μάνας μου, δεν την κλώτσησα ποτέ. Λες και ήξερα πως ήταν μια τυραννισμένη γυναίκα που δούλευε νυχθημερόν στα χωράφια για να μεγαλώσει μια πολυπληθή οικογένεια. Όλως παραδόξως, γεννήθηκα από μια κλωτσιά. Την είχε δώσει ο πατέρας μου στην κοιλιά της μάνας μου ένα βράδυ που γύρισε μεθυσμένος σπίτι. Εκείνη σφάδαζε απ’ τους πόνους κι εκείνος την έβριζε. Γεννήθηκα πρόωρα κι ύστερα από λίγες ώρες, εκείνη έφυγε. Με μεγάλωσαν συγγενείς. Όχι από αγάπη. Από υποχρέωση και συμφέρον. Δούλεψα στα χωράφια και δεν τέλειωσα το σχολείο. Από φόβο μην τους επιβαρύνω με τις σπουδές μου. Εκείνος αρρώστησε βαριά απ’ το συκώτι του. Ήμουν στο πλάι του, ως την τελευταία του στιγμή. Του έκλεισα τα μάτια και τον συγχώρεσα. Μεγάλωσα κι ερωτεύτηκα ένα παλικάρι που δούλευε μαζί μου στο σταροχώραφο. Δεν χρειάστηκε να πούμε λέξη. Τον είδα κι ήξερα πως ήταν της μοίρας μου να τον αγαπήσω. Τα απογεύματα που φεύγαμε αποκαμωμένοι απ’ τις φυτείες, με παρακάλαγε γονατιστός να έρθει να με ανταμώσει. Να με ζητήσει απ’ τους θειους μου. Να κάνουμε οικογένεια. Στο μεταξύ, με προξενεύανε σε κάποιον μεγαλέμπορα που ερχόταν στο χωριό για δουλειές. Είχε την ηλικία του πατέρα μου, ήταν γλοιώδης και είχε πρόστυχο βλέμμα. Σε δυο μήνες με παντρέψανε. Το αντάλλαγμα ήταν δελεαστικό. Βοήθησα τ’ αδέρφια μου να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν. Του έκανα δυο κόρες και λίγο πριν πεθάνει μου χρέωσε πως δεν ήμουν άξια να του κάνω έναν διάδοχο”.
“Κι ο άλλος;”
“Είδε κι αποείδε ο φουκαράς κι εξαφανίστηκε απ’ το χωριό. Πριν παντρευτώ, μου έστελνε κρυφά γράμματα με τη μικρή μου αδερφή. Κάτι μουντζουρωμένα χαρτιά, με ανορθόγραφες λέξεις, μουσκεμένες στα δάκρυα του, αγωνιώδεις φωνές να του παραχωρήσω έστω μια ώρα. Μια μόνο ώρα. Να μου μιλήσει, να κλάψει μπροστά μου, να μου εξομολογηθεί το μαρτύριο του…. Ποτέ δεν του την παραχώρησα αυτή την ώρα. Ποτέ…”
“Μα γιατί;”
“Δείλιασα. Τον αγαπούσα τόσο πολύ, που ήξερα πως δεν θα μπορούσα ν’ αντισταθώ. Κι ύστερα… είχα πάντα την ελπίδα και την προσμονή, πως θα έρθει εκείνη η ώρα που θα του εξηγούσα… θα του ζητούσα να με συγχωρέσει και να καταλάβει γιατί πήρα λάθος αποφάσεις…”
“Ήταν η προσδοκία που λέγατε;”
“Ναι… Στο μεταξύ χήρεψα, μεγάλωσα τις κόρες μου δίχως να φύγω λεπτό απ’ το πλευρό τους, τις σπούδασα και τις καμάρωσα νυφούλες. Έγινα νωρίς γιαγιά και ξανάρχισα απ’ την αρχή να μεγαλώνω τα μωρά τους, να τα φροντίζω τις ώρες που εκείνες δούλευαν, να ξενυχτάω στις αρρώστιες τους και να προσφέρω ότι έχω και δεν έχω, για να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν”.
“Κι εσείς; Τι κάνατε για τον εαυτό σας;”
“Μόνο πρόσφερα. Ξόδεψα αλόγιστα τις δυνάμεις και το χρόνο που μου αναλογούσε στη γη. Όταν γέρασα κι ήμουν πλέον ένα άχρηστο εργαλείο, βρέθηκα σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Παρατημένη και ξεχασμένη απ’ όλους”.
“Κι εκείνος;”
“Μου είχε γράψει ένα γράμμα λίγο πριν πεθάνει. Το άνοιξε η μεγάλη μου κόρη και μου το έδωσε μετά από ένα χρόνο. Πριν με κλείσουν στο γηροκομείο. Γέλαγε ειρωνικά όταν μου το φανέρωσε. ‘Κράτα κι αυτό, για να θυμάσαι τους γεροντοέρωτες σου…’”.
“Τι σας έγραφε;”
“Πως ακόμα και τώρα, υπάρχει ο χρόνος για ν’ ανταμώσουμε και να ζήσουμε αυτά που η ζωή μας είχε πιστώσει να χαρούμε. ‘Θα σε περιμένω στο ξέφωτο το βράδυ, εκεί που παλιά κορφολογούσαμε τα καλαμπόκια. Θυμάσαι; Μαζί με το θρόισμα των φύλλων, άκουγα και την καρδιά σου να χτυπάει ξέφρενα. Μου έδινε δύναμη να δουλεύω ακούραστα. Να κάνω όνειρα για μας. Ασπασία, δεν έχω πάψει να ελπίζω. Πως μας αξίζει ένα ξεκίνημα. Έστω και καθυστερημένα’…”
“Ασπασία… αυτό είναι το όνομά σας;”
“Μάλιστα”.
“Η ώρα που χρωστάτε στον Άγγελο… αυτό δεν είναι το γήινο όνομά του;…”
“Πώς… πώς το ξέρετε; Αυτό είναι… δηλαδή, ήταν...”
“Είναι! Στην ώρα αυτή, δεν υπάρχει παρελθόν. Η 25η ώρα είναι μια χαραμάδα στο συμβατικό χρόνο και βιώνεται μόνο απ’ όσους επιβεβαιωμένα τη δικαιούνται. Ο Άγγελος σας περιμένει στον προθάλαμο των καταδικασμένων να ζήσουν ξανά. Παρακαλώ περάστε από δω…”
Η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας, με βουρκωμένα μάτια και τα χέρια του ορθάνοιχτα για να την σφίξουν μέσα τους. Όλη την ώρα, την ξόδεψαν σε μια βουβή αγκαλιά. Οι καρδιές τους άρχισαν να χτυπούν ξανά, οι παλμοί επανήλθαν, το δέρμα τους ξανάγινε ροδαλό και οι δακρυγόνοι αδένες ενεργοποιήθηκαν. Της χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά, της φίλαγε τα χέρια, έκλαιγε γοερά ψιθυρίζοντας με λυγμούς τ’ όνομά της “Aσπασία μου!...”.
******
Ο γιατρός που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ, ορκιζόταν πως έγινε θαύμα. Η ασθενής που ήταν με μηδενικούς παλμούς και ψυχορραγούσε όλη τη νύχτα, το επόμενο πρωί εμφανίστηκε στο γραφείο υποδοχής και ζήτησε εξιτήριο. Μαζί της ήταν ένας ασπροντυμένος ηλικιωμένος κύριος, με σεβάσμια φωνή και απόκοσμο ύφος. Έφυγαν πιασμένοι χέρι-χέρι, σαν ερωτευμένοι που βολτάρανε αμέριμνα. Η κόρη που κατέφτασε ωρυόμενη στο νοσοκομείο, αρνήθηκε πεισματικά τις εξηγήσεις του γιατρού.
- Δηλαδή, πώς εμφανίστηκε ξαφνικά ένας γέρος στο δωμάτιο της;... Oυρανοκατέβατος;
Σημείωση: Το κείμενο ταξίδεψε κι ευελπιστεί να συμμετέχει στο νέο λογοτεχνικό πρότζεκτ με τίτλο: "25η ώρα".
Αν δεν ήταν η Μαριλένα, προσωπικά τουλάχιστον, δεν θα είχα πάρει είδηση για το εξαιρετικό αυτό δρώμενο. Αναλυτικές πληροφορίες, καθώς και τις πρώτες ιστορίες που ήδη δημοσιεύονται καθημερινά, μπορείτε να βρείτε εδώ.
Καλή επιτυχία στο project και σε όσους συμμετέχουν. Είτε με τα κείμενά τους, είτε με τη συντροφιά και την ανάγνωσή τους!