Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Πικρές Αγγελίες


“Ζητείται συνοδηγός σχεδίας με επαγγελματικό δίπλωμα ,για ημερήσιες κρουαζιέρες στα αβαθή κανάλια ενός υπογείου. Ο υποψήφιος θα πρέπει να διαθέτει το προσωπικό του κουπί και έφεση στο τραγούδι, για πρίμο-σιγόντο στο 'έγια μόλα-έγια λέσα', κατά τη διάρκεια του ημερήσιου απόπλου. Προσφέρεται στέγη με φεγγίτη στα παράχθια της Ευφρονίου, τροφή μόνο για σκέψη και πακέτο συνομιλίας απεριορίστων ωρών. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να περάσουν απ’ την προβλήτα της πολυκατοικίας, για γνωριμία και σύντομη καταβύθιση στην υποθαλάσσια -ημιυπόγεια κατά τον ιδιοκτήτη- καμπίνα μου”.

Εύπλοια τη βρήκε την ανήλιαγη χαμοκέλα μου ο Μάρκος. Η αγγελία του, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. “Προσφέρεται ανθρώπινο ναυάγιο, για πιθανή σύναψη σχέσης. Διαθέτω μοναξιά σε άριστη κατάσταση, άθικτη ευαισθησία και συναισθηματική ευρυχωρία. Χρόνια άνεργος αλλά όχι ανενεργός. Αποκλείονται διαδικτυακά αιτήματα φιλίας. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις εκ του σύνεγγυς. [Μάρκος]”.

~//~
Όση ώρα τακτοποιούσε τα τσαμασίρια του στον καπλαμά της ντουλάπας, στον αέρα στροβιλιζόταν το άρωμά του. Χειμώνας και φόβος. Αργά το βράδυ, υπό τους ήχους των κυμάτων που λυσσομανούσαν στο φινιστρίνι μας, κούρνιασε σα νεογέννητο κουτάβι στο στήθος μου, τραγουδώντας με συστολή: “έγια μόλα-έγια λέσα/κλείσε με στην αγκαλιά σου μέσα”. Τον έσφιξα τρυφερά και σαλπάραμε για το παρθενικό μας ταξίδι. “Έχω κυκλώσει κάτι αγγελίες στην εφημερίδα, ίσως αύριο να είμαστε τυχεροί…” τον καθησύχασα. Ένιωσα πως γνωριζόμασταν σ’ έναν άλλο χωροχρόνο κι ήρθε η στιγμή ν’ ανταμώσουμε πάλι και να πραγματώσουμε ό,τι είχε απομείνει ημιτελές. Εκείνο το βράδυ παραδόθηκα σ’ ένα βαθύ λήθαργο, λυτρωμένη απ’ τη χρόνια απουσία ύπνου που μου είχε τσακίσει το κορμί και τα νεύρα.

Κάθε πρωί ο Μάρκος, ευθυτενής σαν Βενετός γονδολιέρης, έλυνε τους κάβους της σχεδίας. Ξανοιγόμασταν στους κύκλους που είχαμε χαρτογραφήσει στις εφημερίδες. Με τα βιογραφικά υπό μάλης και με συγκρατημένη αισιοδοξία πως θα εντοπίσουμε μικρές νησίδες σωτηρίας, για να γυρίσουμε το βράδυ πίσω με καλά νέα.

Ζητείται σερβιτόρος [θα με ειδοποιήσουν]

Υπάλληλος γραφείου [μόνο αν υπογράψω δίμηνη σύμβαση πρακτικής, χωρίς αποδοχές]

Καθηγήτρια Αγγλικών για ιδιαίτερα [ζήτησαν προϋπηρεσία σε φροντιστήριο]

Ψήστης [είδαν το βιογραφικό και μου είπαν πως δεν κάνω για τέτοιες δουλειές]

Μπουφετζής [έχω ελπίδες, τους άρεσε το παρουσιαστικό και το πτυχίο μου]

Νεαρή εμφανίσιμη σερβιτόρα [καταγώγιο....αύριο πάω στην εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών, έμαθα πως ψάχνουν τηλεφωνήτριες ]

~//~
Τα βράδια τρυπώναμε σαν σύγχρονοι τρωγλοδύτες στο σκοτεινό υπογειάκι μας, μοιραζόμασταν τις τυρόπιτες που έφερνε τυλιγμένες σε λαδόκολλες ο Μάρκος απ’ το μπουγατσάδικο που τον πήραν δοκιμαστικά, κάναμε ένα παγωμένο μπάνιο και ξαπλώναμε κατάκοποι στο ημίδιπλο, στις παρυφές του φεγγίτη. Σ’ αυτή την υγρή γωνιά ξεχειμωνιάσαμε τις προσδοκίες και τις πίκρες μας. Γλυτώσαμε την απόλυτη ξεφτίλα που φέρνει στον άνθρωπο η ανεργία, γιατί παλέψαμε παρέα. Μπορεί να χάσαμε την επαγγελματική αποκατάσταση και την οικονομική μας ευρωστία, αλλά διατηρήσαμε ακέραιη τη συντροφικότητά μας.



«Αχ αγάπη μου, έβγαλες άσπρες τρίχες… να εδώ, στον κρόταφο…»
Ο Μάρκος είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου. Κι όπως του χάιδευα το κεφάλι στο σκοτάδι, τα εναλλασσόμενα φεγγοβολήματα απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα, αντανακλούσαν δέσμες χρωμάτων πάνω μας. Εκεί μέτρησα τις νεόκτιστες ρυτίδες και τις πρώτες ασημένιες ανταύγειες στα μαλλιά του. Φίλησα τις χαρακιές στις παλάμες του και του ορκίστηκα πως θα είμαστε για πάντα μαζί.




Οι Πικρές Αγγελίες ταξίδεψαν στον 6ο κύκλο του “Παίζοντας με τις λέξεις”, που οργάνωσε για άλλη μια φορά με απόλυτη επιτυχία η Μαρία στο μπλογκ της Mytripsonblog. To παιχνίδι των λέξεων ήταν μια αρχική έμπνευση της Φλώρας, η οποία και το φιλοξενούσε αρχικά στο χώρο της Texnistories.
Κάθε παιχνίδι είναι κι ένας μικρός απόπλους, με εισιτήριο πέντε λέξεις και με πανιά τη φαντασία και τη συντροφικότητά μας. Κάθε ταξίδι είναι μοναδικό, γεμάτο εμπειρίες & πολύτιμες συμμετοχές, με μια παρέα που ολοένα απλώνεται και διαδίδεται.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ όλους τους συνταξιδιώτες και κυρίως στην Μαρία μας, που είναι ακούραστος τιμονιέρης και βιγλάτορας!

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Tο χελιδόνι τρομοκράτης


Τις στιγμές που ένα σαπιοκάραβο βολόδερνε στα θηριώδη κύματα μιας θάλασσας, ακούστηκε το τρομαγμένο τιτίβισμα ενός μικρού αγοριού. Ακριβώς από πάνω τους σε παράλληλη ανεμοπορία, ένα νεαρό χελιδόνι συνοδευόμενο απ’ τη μητέρα, τον πατέρα και όλο το συγγενολόι τους, πετούσαν αναζητώντας μια ζεστή πατρίδα για να χτίσουν τη φωλιά τους. Λίγα μόλις μέτρα απ’ τη στεριά, το σαπιοκάραβο δεν άντεξε τη μανία του ανέμου και αναποδογύρισε. Δεκάδες ανθρώπινα σώματα βρέθηκαν στα αφρισμένα νερά, μικρές χρωματιστές κουκίδες στον υδάτινο όγκο, που πάλευαν με λύσσα να κρατηθούν στην επιφάνεια. Ο αέρας σήκωνε ψηλά τις οιμωγές και τους κλαυθμούς των ναυαγών, τις ανακάτευε με τα μουγκρητά των υδάτινων βουνών και τις μετέφερε ως τις ουράνιες συχνότητες.

Το μικρό αγόρι γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας του, χτύπησε πάνω στο σκουριασμένο σκαρί που το κατάπινε ολοένα η θάλασσα, τινάχτηκε στον αέρα κι έπεσε με δύναμη στα μανιασμένα νερά. Με ένα θεαματικό βολ-πλανέ, το μικρό χελιδόνι έκανε αεροδυναμική κάθοδο στο νερό, σα να ήθελε ν’ αρπάξει στον αέρα το ξέπνοο κορμάκι. Να το στηρίξει στο δυνατό ράμφος του και να το ταξιδέψει με ασφάλεια ως τη στεριά.

«Ο μικρός πάλι ταρζανιές κάνει... τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πουλί, μου λες;», προβληματισμένο τιτίβισμα του μπαμπά στη χελιδόνα του, που πετάριζαν παραπίσω.

«Καλό πτηνό, αλλά έχει μια σπάνια πάθηση» ήταν η διάγνωση του ερωδιού, που φημιζόταν για τα γιατροσόφια και τις συμβουλές του. «Νόσο των ανθρώπων τη λένε και θέλει συχνά πρωτεϊνικά γεύματα και όχι έντονες συγκινήσεις. Ο μικρός επηρεάζεται απ’ τα γήινα μαγνητικά πεδία και ταυτίζεται με τα συμπαθή δίποδα».



«Κι είναι σοβαρό αυτό;», αγωνιώδες τιτιβοερώτημα της χελιδονομαμάς που έκοψε λίγο ταχύτητα κι έμεινε πιο πίσω στο ιπτάμενο κομβόι για να πάρει τις συμβουλές του ερωδιού.

«Ίσα-ίσα, ο μικρός είναι ευφυέστατος, έχει ακριβέστατο προσανατολισμό και η ηλιακή του πυξίδα λειτουργεί στην εντέλεια», την καθησύχασε ο ερωδιός, τεντώνοντας τον σταχτόχρωμο λαιμό του για να ξεπιαστεί απ’ το πολύωρο ταξίδι.

Πιο ανάλαφρα πέταξε τώρα η χελιδονομαμά, ρίχνοντας κλεφτές αεροματιές και καμαρώνοντας το βλαστάρι της. Ο μικρός είχε κατάμαυρο τρίχωμα γυαλιστερό σαν ατόφιο μετάξι, με ολόλευκες βούλες στο λαιμό του, που από μακριά έμοιαζαν με σειρά μαργαριτάρια απ’ τις νότιες θάλασσες. Θυμήθηκε πως απ’ τα πρώτα του πετάγματα, φάνηκε πόσο δυναμικό και ατρόμητο ήταν. Διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα, πέταξε κόντρα σε μανιασμένες ανεμοθύελλες, αναμετρήθηκε με φουρτουνιασμένες θάλασσες και πάλεψε με αρπαχτικά πουλιά. Η μοναδική στιγμή που ρίγησε από φόβο, ήταν όταν βρέθηκε ανάμεσα στις εκτυφλωτικές λάμψεις απ’ τους πολέμους των ανθρώπων. Είχε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα όπως και τώρα. Που ήταν διαρκώς προσηλωμένο στη μακάβρια διαδρομή του παιδικού κορμιού πάνω στο μένος των κυμάτων.

Λίγη ώρα μετά, η θάλασσα ξέρασε το άψυχο σώμα του αγοριού στα βράχια μιας παραλίας. Το μικρό χελιδόνι προσγειώθηκε μ’ ένα δυνατό φτεροκόπημα, έσυρε απαλά την ουρά του πάνω απ’ το παιδικό κορμάκι και τίναξε με θόρυβο τα –πρόωρα για την ηλικία του- ανεπτυγμένα φτερά του. Πλησίασε στο ξέπνοο προσωπάκι. Έκανε μιαν απότομη κίνηση, σα να άρπαξε στον αέρα μια πεταλούδα, μια ψυχή, ή τις ύστατες ανάσες του αγοριού και διακτινίστηκε με ουρανομήκη φτερουγίσματα. Κανείς απ’ τους συγγενείς του που το περίμεναν όλη αυτή την ώρα πετώντας κυκλικά στον αέρα, δεν παρατήρησε ένα ζευγάρι υγρά μάτια να γυαλίζουν σαν σκούρες πορσελάνινες μινιατούρες.

«Νέο πολύνεκρο ναυάγιο στα παράλια της Φαρμακοχώρας», είπε με πένθιμο στόμφο ο δημοσιογράφος μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης. Μαζί του συμφώνησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι που είχαν μαζευτεί από ώρα για να παρακολουθήσουν κι αυτό το ναυάγιο. Κούνησαν δυο φορές το κεφάλι προς τα κάτω και ξαναγύρισαν σκυφτοί στη ρουτίνα της μέρας. Ένα λευκό σεντόνι σκέπασε τη μικροσκοπική μάζα που μέχρι χτες ήταν ένα χαμογελαστό αγόρι. Ίσως και να παρατηρούσε απ’ το περβάζι του δωματίου του το ιπτάμενο σμάρι των χελιδονιών, καθώς θα διέσχιζαν τον ουρανό της πατρίδας του. Θα ύψωνε με ενθουσιασμό τα χεράκια του για να τα χαιρετήσει και να τους ευχηθεί να είναι καλοτάξιδα.

Το μικρό χελιδόνι ξέκοψε απότομα απ’ το οικογενειακό σμήνος και με θορυβώδη φτερουγίσματα χάθηκε στην τροχιά του ουρανού. «Να προσέχεις μωρό μου!», ακούστηκε το μητρικό τιτίβισμα στις χελιδονοσυχνότητές του. Χρησιμοποιώντας τη μαγνητική του πυξίδα, πέταγε ασταμάτητα μέχρι να εντοπίσει την τροχιά του μικρού αγοριού. Με άφατη χαρά το εντόπισε σκαρφαλωμένο σ’ ένα μπαμπακένιο συννεφάκι. Απ’ αυτά που κρέμονται στον προθάλαμο του ουράνιου θόλου και οι άνθρωποι νομίζουν πως αν απλώσουν το χέρι τους, μπορεί και να τ’ αγγίξουν.

Προσγειώθηκε αθόρυβα κοντά του και προσηλώθηκε στο παιδικό πρόσωπο. Αν ήταν χελιδόνι θα ήταν συνομήλικοι. Βυζαντινά μάτια με ίριδες από φώσφορο, βλέφαρα παχιά σαν ατσαλόσυρμα, χέρια καλοζυγισμένα που θα πέταγαν ως τους εφτά ουρανούς και δέρμα να στραφταλίζει σαν φίλντισι. Το αγόρι σηκώθηκε όρθιο και πλησίασε με περιέργεια τον φτερωτό επισκέπτη του. Το περπάτημά του πάνω στο σύννεφο, σαν τα πρώτα φτερουγίσματα νεοσσού πριν φύγει ψηλά για τις ουράνιες πύλες.

Δεν χρειάστηκαν συστάσεις. Ο πόνος είναι κοινός κώδικας σ’ όλες τις λαλιές των έμβιων όντων. 

«Θα μου λείψει το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι φίλοι μου… Τι θ’ απογίνω τώρα μονάχος εδώ πάνω;»

«Κι αν σου πω πως θα’ρθω κι εγώ μαζί σου… και θα πετάξουμε παρέα ως τις πιο ψηλές χελιδονοφωλιές, εκεί που έχει τόση ησυχία που ακούγεται και το άνοιγμα του τριαντάφυλλου, εκεί που τα ρολόγια μετράνε μόνο τις ψυχές που είναι πολύτιμες και δίνουν εντολή σ’ ένα γέρο κούκο ν’ ανοίξει διάπλατα τις σμαραγδένιες πόρτες του παραδείσου για να τις κλείσουν μέσα για πάντα; Τι έχεις να πεις;»

«Ότι πετάς στα σύννεφα!».

«Μέσα έπεσες Μεγάλε!».

«Θα με μάθεις να πετάω;»

«Tι ερώτηση!... Μα τώρα παιδιά είμαστε;»


Ένα μελαχρινό αγόρι με φτερά ανοιχτά, σύγχρονος Χριστός πάνω στο σταυρό του, ωθείται απ’ τον δυνατό αέρα και απογειώνεται σαν άγριο πουλί. Ανάσταση. Έλευση. Σπόρος που φυτρώνει σε μια μήτρα και πολλαπλασιάζεται. Το σύνθημα για τη συνωμοσία της πιο ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης. Της φύσης. Την ίδια ακριβώς στιγμή, σμήνη χελιδονιών απογειώνονται ψηλά, σαν μια αόρατη δύναμη να τινάζει δυνατά το πολυκαιρισμένο σεντόνι της γης. Έκτακτη είδηση στα κανάλια του ουρανού και της θάλασσας. Απ’ τους γυπαετούς ως τις μέδουσες κι απ’ τα λιοντάρια ως τους ανθρώπους των πόλεων. Βραχυκύκλωμα. Σκοτάδι. Η οργή που βρίσκει μονοπάτια διαφυγής, το άδικο που μαζεύεται σε μαύρα σύννεφα, ένας Δίας που ακονίζει τους κεραυνούς του και μια λυτρωτική βροχή που δεν δείχνει έλεος σε επίγειους αυτοκράτορες. Ουρανοί καταρράκτες. Εξιλέωση. Τιμωρία. Δικαίωση.

Στις σελίδες της μελλοντικής ιστορίας, θα αναφερθεί σαν το τέλος του βιομηχανικού κόσμου. Στη σύγχρονη μυθολογία ωστόσο, θα υπάρχει ο θρύλος ενός χελιδονιού που ήταν συλλέκτης αδικοχαμένων ψυχών. Τις μάζευε σε ασημένιες κλωστές και τις μετέφερε σε μια ουράνια κρύπτη που τη φύλαγαν Κένταυροι και Νεράιδες. Όταν πέθανε, οι ψυχές δάκρυσαν, έγιναν ασημένια βροχή και πέφτοντας στη γη, έλιωσαν διαμιάς τους άψυχους, μεταλλικούς ανθρώπους.

Συμμετοχή στο "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!", που οργανώνει και συντονίζει η Αριστέα μας. 

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Να τυλιχτούμε όπως παλιά;


- Άργησες.
- Κίνηση.
- Θα φας;
- Τι έφτιαξες;
- Τ’ αγαπημένο σου.
- Λαγό στιφάδο;
- Λαχανοντολμάδες βρε!
- Aυτό είναι δικό σου αγαπημένο.
- Παλιά ήταν και δικό σου.
- Tότε που τους έφτιαχνε η μάνα μου, ήταν. Οι δικοί σου είναι ολίγη από λαχανόρυζο.
- Καιρός να το μάθεις λοιπόν! Η μανούλα σου χρησιμοποιούσε ντολμαδοτυλιχτή!
- Τι… τι είπες;
- Αμέ! Γι αυτό έβγαιναν ομοιόμορφοι, σαν οπλίτες σε στρατιωτική παρέλαση.
- Κι εσένα σου πήρα, αλλά βγαίνουν σαν το πατρινό καρναβάλι τα ντολμαδάκια σου.
- Η ουσία δεν είναι στο σχήμα, αλλά στο περιεχόμενο.
- Μμμμ… η ντολμαδοφιλόσοφος!
- Δικά σου λόγια είναι. Τα ξέχασες;
- Δεν αφορούσαν τα ντολμαδάκια τότε που στα έλεγα.
- Αλλά;
- Εσένα.
- Υπονοείς κάτι για το σχήμα μου;
- Ξεχνάς πως ήσουν σαν ντολμάς παραγεμισμένος;
- Σ’ άρεσα τότε. Μ’ έλεγες το “σαρμαδάκι” σου, θυμάσαι;
- Έχει ζεστό νερό;
- Δεν θα φας ε;
- Με πλήγωσε αυτό που είπες για τη μάνα μου… δηλαδή, γιαλαντζί ντολμάδες έτρωγα τόσα χρόνια;
- Έπρεπε να το μάθεις κάποτε… θα φας τελικά;
- Δεν θα της το συγχωρέσω ποτέ. Μ’ άφησε να ζω σ’ ένα ψέμα. Εγώ… εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τους ντολμάδες της!
- Τόσα φαγητά και γλυκά σου έκανε… βρες κάτι άλλο για να’ σαι περήφανος.
- Κι εσύ παλιά με φώναζες “σουτζουκάκι” σου… θυμάσαι;
- Τότε… πώς ξεμείναμε έτσι από λαδερά μωρέ Θανάση;
- Κατακτήσαμε το τύλιγμα του ντολμά και ξετυλιχτήκαμε εμείς οι ίδιοι.
- Να τους βάλω στο ψυγείο;
- Να το βάλεις στα σκουπίδια!
- Το φαϊ;
- Το μαραφέτι αυτό… και μην ξανακούσω για ντολμαδοτυλιχτές! Κομμένα τα πάσης φύσεως βοηθήματα σ’ αυτό το σπίτι!
- Να ρίξω δυο αυγουλάκια στο τηγάνι να τελειώνουμε;
- Ναι… σαρμαδάκι μου!
- Κι ύστερα να ντολμαδοτυλιχτούμε όπως παλιά;
- Σουτζουκάκι δεν έχει;
- Στ’ αυγά το θες;
- Όχι μωρέ… να τ’ ακούω θέλω! Να λαδώσουμε λίγο τη μηχανή που λέγαμε…


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...


Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι  ποιητών;”

Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα   
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα…
 δεν γλυτώνω το υπογλώσσιο!”

Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι  σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει  σα μπαλάντα αστεριών.

Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.

Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.

 [ *Υπογραμμισμένες,  οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
 Πηγή φωτογραφίας: http://lupitovi.tumblr.com/Charlie Chaplin - The Kid

Ήταν η συμμετοχή μου στο επετειακό - 10ο συμπόσιο ποίησης της Αριστέας μας. Οι συμμετοχές αυτή τη φορά ξεπέρασαν  κάθε προσδοκία και έδωσαν εξαιρετικές δημιουργίες, μαζί με στιγμές συγκίνησης, συντροφικότητας, χαράς, αλλά κι ένα έμπρακτο δείγμα για το αποτέλεσμα που έχει μια συλλογική δουλειά.
Συμπτωματικά αυτές τις μέρες, χρειάστηκε να βρεθώ στο περιβάλλον ενός νοσοκομείου και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά αυτό που η Αριστέα μας υπενθυμίζει διαρκώς, με τον τίτλο στο μπλογκ της αλλά και μέσα απ’ τις αναρτήσεις της: “Η ζωή είναι ωραία”. Εκεί που ο χρόνος έχει την υπέρτατη αξία και οι συναλλαγές γίνονται μόνο μαζί του. Να τον διεκδικήσεις, να τον κερδίσεις και να τον ημερέψεις απ’ το άλγος και τις αγωνίες. Εκεί που οι άνθρωποι παίρνουν τη σωστή τους διάσταση. Γίνονται ταπεινοί, συμπονετικοί, μοιράζονται κουβέντες, πίκρες και χαμόγελα.

Αν μπορούσα να χωρέσω σε μια εικόνα και σε μια φράση την κορύφωση της συγκίνησης και του ανθρώπινου μεγαλείου, θα ήταν μια μόνο στιγμή, ένα βλέμμα και λίγες λέξεις ενός νεαρού προς τη μάνα του. Όση ώρα ανεβαίναμε παρέα  στο ασανσέρ του νοσοκομείου, η ηλικιωμένη γυναίκα –εμφανώς ταλαιπωρημένη και υποβασταζόμενη απ’ τον γιο της- παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είχε την ώχρα της ρόμπας της, το χέρι της ήταν μελανιασμένο γύρω απ’ τον καθετήρα  που ήταν κολλημένος μ’ ένα τσιρότο πάνω στη φλέβα της και με δυσκολία ισορροπούσε πάνω στις χνουδωτές παντόφλες της.
“Τα χάλια μου”, μονολόγησε στον εαυτό της.
Ο γιος της, την κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη κι έσφιξε πιο δυνατά τις παλάμες  του στα μπράτσα της:
“Τώρα που σηκώθηκες, μη σε νοιάζει τίποτα μάνα! Θα πάμε στις κομμώτριες, στις βιτρίνες, παντού. Μη σε νοιάζει...