Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Aναμέτρηση με τα κυπαρίσσια

[Αλυσίδα ιστοριών: "Η Σοφίτα"]



Στο προηγούμενο:
Το τηλέφωνό της κουδούνισε μέσα από τη τσάντα της. Το έβγαλε κι είδε στην οθόνη το όνομα του Ιωάννου. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου».



Κλείνοντας το τηλέφωνο, θυμήθηκε αυθόρμητα το παλιό παιχνίδι που έπαιζε με τον παππού της στο χωριό.  Αναβίωσε το παιδικό της καρδιοχτύπι να τα μετρήσει σωστά:
«Ένα κυπαρίσσι κι άλλο ένα / μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»
Στο μούχρωμα της πόλης, ένιωσε τις πολυκατοικίες να μεταμορφώνονται ξαφνικά σε θεόρατα κυπαρίσσια και τις λωρίδες της λεωφόρου να γίνονται βαλτώδεις λίμνες με σκουρόχρωμα νερά που κρύβουν ανείπωτα μυστικά στους βυθούς τους.
«Ο Ιωάννου ήταν; Τι σου είπε;» η ανήσυχη φωνή του Ορέστη διέκοψε τις παραισθήσεις της.
«Νομίζω πως πρέπει ν’ αφήσουμε γι αργότερα το σπίτι της Τούλας. Ο Ιωάννου έχει νέα…»

Το αυτοκίνητο του Ορέστη μούγκρισε σαν θηρίο που oσφραίνεται ξαφνικά ένα θήραμα και επιταχύνει για να το γραπώσει στα νύχια του. Η διαδρομή προς το γραφείο του Ιωάννου, τους βρήκε αμίλητους και βυθισμένους στις σκέψεις τους, εκείνος να πατάει δαιμονισμένα το γκάζι κι εκείνη να τον συνοδεύει με την ίδια κίνηση, πιέζοντας μηχανικά το πόδι της στο κενό. Λες και θα έφταναν πιο γρήγορα έτσι.
Σε λιγότερο από μισή ώρα πάρκαραν στο στενό που ήταν το γραφείο του ιδιωτικού ερευνητή.

Ατέλειωτη της φάνηκε η ανάβαση  μες στον ανελκυστήρα, λες και σκαρφάλωναν πολυώροφα κυπαρίσσια με δαιδαλώδη μονοπάτια και χαώδη φυλλώματα.
«Τέσσερα τα κυπαρίσσια / κι άλλα δύο κάνουν έξι / άραγε πόσα ακόμα / θα μας βρουν μέχρι να φέξει;”

Ο Ιωάννου τους καλοδέχτηκε και φαινόταν ανυπόμονος να τους παρουσιάσει τα ευρήματά του.
Τους έκανε νόημα να καθίσουν στις δύο πολυθρόνες απέναντί του, άνοιξε ένα συρτάρι  κι
άπλωσε μερικά χαρτιά μπροστά του.
 «Οι εξελίξεις είναι ανατρεπτικές και φέρνουν νέα στοιχεία στην υπόθεσή σας κυρία Μιχαήλ. Ο Αγγέλου μοιάζει με άνθρωπο-φάντασμα. Νόμιζα πως είχαμε φτάσει πολύ κοντά του, θεωρώντας πως είναι ο συνονόματος με την εταιρεία ηλεκτρονικών. Ωστόσο μετά από μια σύντομη συνάντησή μας –την οποία με μεγάλη δυσκολία τον έπεισα να γίνει- διαπίστωσα πως πρόκειται απλά για μια σατανική σύμπτωση. Ο τύπος κρύβεται για τους δικούς του λόγους στα τηλέφωνα και δεν έκανε ποτέ παιδιά και οικογένεια. Δεδομένου ότι μεγάλωσε και σπούδασε ηλεκτρονικός στην Αυστραλία πριν έρθει σε ώριμη ηλικία στην Ελλάδα για μόνιμη εγκατάσταση, τον αφαιρεί απ’ τη λίστα των ερευνών μας. Τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου...»

«Ώστε δεν είναι ούτε αυτός...» μονολόγησε απογοητευμένη η Σοφία, ξεχνώντας προς στιγμή πως ο Ιωάννου της επιφύλασσε άλλες αποκαλύψεις.

«Επιτρέψτε μου να συνεχίσω... ερευνώντας παλιά αστυνομικά δελτία καθώς και αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες της αντίστοιχης περιόδου, ανακάλυψα κάτι πολύ ενδιαφέρον. }Ο εικονιζόμενος Γεώργιος Αγγέλου, ο οποίος θεωρείται απ’ τους εγκεφάλους πολυμελούς κυκλώματος λαθρεμπορίου ναρκωτικών, συνελήφθη στο Παλέρμο της Ιταλίας και παραπέμπεται με βαρύτατες κατηγορίες στον τοπικό εισαγγελέα. Αναμένεται η έκδοσή του στην Ελλάδα εφόσον ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες μεταξύ των εκεί διωκτικών αρχών με τις αντίστοιχες Ελληνικές~...

~//~
«Μου θυμίζετε την ημερομηνία γέννησης σας κυρία Μιχαήλ;»
«Τι… τι σημασία έχει κύριε Ιωάννου;»
«Το απόσπασμα που σας διάβασα, δημοσιεύτηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του ’83. Σας λέει κάτι η ημερομηνία;»
«Λίγες μέρες μετά τη γέννησή μου!...»
«Και κάτι ακόμα. Μετά από αίτημα του δικηγόρου του, δεν εκδόθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Επέλεξε να δικαστεί και να εκτίσει την πολυετή ποινή του στην Ιταλία. Στη δίκη του καθώς και στη διάρκεια της φυλάκισής του, δεν τον επισκέφτηκε ποτέ κανείς δικός του. Και κάτι τελευταίο. Τα έξοδα του δικηγόρου του, καλύφτηκαν από έναν αξιωματικό του εμπορικού ναυτικού… κάποιον Δημήτρη Αναγνώστου».
«Ο πατέρας της Γιώτας!...»
«Τον γνωρίζετε;»
«Μόνο την κόρη του… ήταν στενή φίλη της οικογένειας».
«Μάλιστα… Φαίνεται πάντως πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μόνος που ενδιαφέρθηκε για τον Αγγέλου. Ψάχνοντας παλαιότερα ναυτολόγια του πλοίου EVIQUEEN μέσω της ολλανδικών συμφερόντων ναυτιλιακής εταρείας,  ανακάλυψα πως ο Αγγέλου εργάστηκε κοντά στον Αναγνώστου ως ασυρματιστής για κάποιο διάστημα. Ο Αναγνώστου μάλιστα, το συγκεκριμένο διάστημα, ήταν καπετάνιος στο πλοίο.

«Μα δεν είχατε βρει στοιχεία του στο ΝΑΤ, όπως μου είχατε πει... σωστά;»
«Σωστά... το πλοίο ήταν ναυτολογημένο με ξένη σημαία και μη συμβεβλημένο με το ελληνικό ταμείο ασφάλισης. Οι περισσότεροι Έλληνες ναυτικοί που θήτευσαν στο πλοίο αυτό, είχαν υποβάλλει στο ΝΑΤ αίτηση αναγνώρισης χρόνου εργασίας, καταθέτοντας  πιστοποιητικά υπηρεσίας. Κι ο Αναγνώστου ήταν ένας απ’ αυτούς, όχι όμως ο Αγγέλου. Δεν βρέθηκε καμιά αίτηση μ’ αυτό το όνομα και φυσικά δεν καταχωρήθηκε ποτέ στα αρχεία του ταμείου.... Πάντως πρέπει να έκανε ελάχιστα ποντοπόρα ταξίδια, αφού όταν τον συνέλαβαν ανήκε στο πλήρωμα ναυλωμένου σκάφους με ξένη σημαία, που έκανε συγκεκριμένα δρομολόγια από Τύνιδα, προς ευρωπαϊκά λιμάνια.  Προφανώς είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα του λαθρέμπορου».

«Παρακαλώ... μπορώ να δω τη φωτογραφία του;»
Δεν ήταν η φωνή της αυτή, ήταν ένα ξέπνοο ψέλλισμα που βγήκε απ’ το στόμα της, δίχως τη συγκατάθεσή της. Βλέποντας απ’ την ανάποδη το απόκομμα της εφημερίδας που είχε στα χέρια του ο Ιωάννου, ήταν σχεδόν βέβαιη πως αναγνώρισε το πρόσωπο του άντρα. Τον είχε ξαναδεί στη φωτογραφία που είχε ανακαλύψει στο σπίτι της Τούλας. Η μητέρα της, η Τούλα και στη μέση αυτός.
«…μόλις φτάσεις ως το τρία / θα σου πω μια ιστορία…»
Το μυαλό της στροφάρει ανάποδα, σαν φιλμ που το επαναφέρεις με γρήγορη κίνηση στην αρχή της ταινίας.
Ένας ασήμαντος λεκές από καφέ στο φουστάνι της «Λεκές στην οικογένεια! Αυτό είσαι!… ένας βρωμερός λεκές που μας στιγμάτισε για πάντα! Σε μισώ!... Χάσου από μπροστά μου!» μια θαμμένη παιδική μνήμη, που δεν είχε ανασυρθεί ως τώρα στη συνείδησή της. Ένα βράδυ πετάχτηκε απ’ το παιδικό της κρεββατάκι, τρομαγμένη από υστερικές φωνές και κλαυθμούς. Ήταν η θεία; Ή μήπως η μάνα; Υπήρχε κάποιος άλλος μαζί τους; Ο παππούς πρέπει να έλειπε, γιατί σίγουρα θα έτρεχε κοντά της να την κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του. Να μην ακούει, να μη βλέπει...

Η ξεκλείδωτη σοφίτα η γιαγιά Ρόζα είχε το παρατσούκλι «δεσμοφύλακας» στο χωριό. Ποτέ δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του. Ως και τον θάνατό της είχε φροντίσει να τον προαναγγείλει στον επιστήθιο φίλο τους, τον καπετάν-Δημητρό, αφήνοντας του παραγγελιές για την εγγόνα της. Ή μήπως για κάποιο άλλο πρόσωπο;

Ξεκούρασε το βλέμμα της για λίγο στον Ορέστη, που την παρατηρούσε ανήσυχος μετρώντας τις αντιδράσεις της. Ο αγαπημένος της Ορέστης… τον πρωτοείδε σ’ εκείνη την έκθεση ζωγραφικής στη σχολή Καλών Τεχνών κι αμέσως κατάλαβε πως η μοίρα της ήταν δεμένη μαζί του. Ακόμα θυμάται το αμήχανο χαμόγελό του, μπροστά απ’ τη μεταξοτυπία του Βαν Γκογκ… Τα δυο του μάτια που λαμπύριζαν από έρωτα, με φόντο τα κυπαρίσσια του ζωγράφου. Πόσα να ήταν άραγε σ’ αυτόν τον πίνακα;

«Aγάπη μου το κινητό σου… θα το σηκώσεις;»
Ένιωσε δυο ζευγάρια μάτια να την καρφώνουν γεμάτα απορία. Συνήλθε αμέσως και απάντησε στην κλήση μηχανικά, δίχως να δει τον αριθμό που την καλούσε και ζητώντας συγνώμη απ’ τον Ιωάννου για τη διακοπή που έπρεπε αναγκαστικά να γίνει στην κουβέντα τους.

«Η κυρία Μιχαήλ; Καλησπέρα σας, απ’ το γραφείο τελετών σας καλώ. Τα συλλυπητήρια μου για τη θεία σας… ειλικρινά λυπάμαι… ήθελα να σας ενημερώσω ότι παραλάβαμε τη σωρό της  και αύριο το πρωί θα πρέπει να περάσετε απ’ το γραφείο για να μας φέρετε τα ρούχα της… καταλαβαίνετε ε; Eπίσης θα πρέπει να παραλάβετε απ’ το νοσοκομείο την ιατροδικαστική έκθεση και να φέρετε ένα αντίγραφο…»

«Ιατροδικαστική έκθεση; Τι εννοείτε; Έγινε ιατροδικαστική εξέταση στη θεία μου; Για ποιο λόγο;»
«Α, τίποτα το ιδιαίτερο… τυπικά όλ’ αυτά, μην ανησυχείτε. Κανένα εύρημα. Εκτός από εκδορές και μώλωπες που προήλθαν απ’ την πτώση της  όταν έχασε τις αισθήσεις της... μια βαθιά ουλή στον αριστερό της μηρό από παλιό τραύμα και φυσικά την καισαρική τομή της…»
«Την ποια;;;»
«Όντως ήταν πολύ αντιαισθητικό... παλιά έκαναν τεράστια τομή και χοντρά ράμματα στις γυναίκες... βλέπετε, δεν υπήρχε η πολυτέλεια για πλαστικές εκείνα τα χρόνια…»
«….»
«Κυρία Μιχαήλ;... Μ’ ακούτε;... Σοφία
~//~
Δεν χρειάστηκε ν’ ανταλλάξουν πολλά λόγια. Σ’ ελάχιστα λεπτά απ’ τη στιγμή εκείνη, οι γρίλιες του γραφείου σκοτείνιασαν  ξαφνικά και τρεις άνθρωποι ξεχύθηκαν βιαστικοί απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας.
«Καλύτερα να οδηγήσω εγώ.. εσείς προσπαθείστε να συγκεντρώσετε την ψυχραιμία σας και το υλικό που έχετε στα χέρια σας... νομίζω πως στο σπίτι της μυστηριώδους θείας Τούλας, θα βρούμε τα κομμάτια που μας λείπουν... για να ολοκληρώσουμε επιτέλους την εικόνα...»

Ο Ορέστης κάθισε στο πίσω κάθισμα μαζί της, την αγκάλιασε προστατευτικά κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά της. Έσφιξε με νόημα τα χέρια της, κι ήταν σαν να της έλεγε:
«Μη φοβάσαι αγάπη μου! Ό,τι κι αν έρθει θα το περάσουμε μαζί!»
«Μου επιτρέπετε να βάλω χαμηλά το ραδιόφωνο; Έχει την αγαπημένη μου εκπομπή, αναγνώσματα λογοτεχνικών κειμένων... αν δεν σας ενοχλεί, θα ήθελα ν’ ακούσω τη συνέχεια... ξέρετε, με βοηθάει να οργανώνω τη σκέψη μου... και δεν είναι λίγες οι φορές που συμπτωματικά βρίσκω κάποιες απαντήσεις στις υποθέσεις που ερευνώ...»
«Παρακαλώ κύριε Ιωάννου!... ίσως βοηθήσει και τις δικές μας σκέψεις... πού ξέρετε;»
~//~

Ο Ορέστης μισάνοιξε το πίσω παράθυρο και η αύρα απ’ το βραδινό αεράκι, παρέσυρε για λίγο τις βασανιστικές τους σκέψεις. Η απαλή μελωδία απ’ το ράδιο γαλήνεψε την αντάρα που τους κατάτρεχε, τρεις άνθρωποι αμίλητοι, με τις σκέψεις τους σε παράλληλες τροχιές, να τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, διαγράφοντας οργιώδη σενάρια. Λες και κάποια αόρατη δύναμη άνοιξε διαμιάς το κουτί της Πανδώρας, απελευθερώνοντας καλοφυλαγμένα μυστικά και κιτρινισμένες σελίδες απ’ το παρελθόν.
«Τη νύχτα που μετρώ ξανά τα κυπαρίσσια... ένα-ένα ως το τελευταίο... θα με περιμένει άραγε ο παππούς μ’ ένα γλύκισμα;… θα τηρήσει την υπόσχεσή του;» ...σκέφτηκε με παράπονο η Σοφία. Ένιωσε μιαν έντονη ναυτία να την ανακατεύει, σαν  να την κατάπιε ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα κι εκείνη ανήμπορη ν’ αντισταθεί, παρασύρεται ολοένα στην ορμητική του δίνη. Σαν τον υποτιθέμενο θάνατο του πατέρα της...

«...Εκεί, μέσα στον ύπνο μου, μ’ εφάνηκε πως έκλαψε το παιδί. Το καϋμένο!, είπα, δεν έφαγε σήμερα χορταστικά. Και ακούμβησα στην κούνια του να το βυζάξω. Mα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ. Το έβγαλα λοιπόν, και το έβαλα κοντά μου, μέσ’ το στρώμα, και του έδωκα τη ρόγα στο στόμα του. Εκεί με ξαναπήρεν ο ύπνος.
Δεν ηξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ως το πουρνό. Μα ’σαν έννοιωσα να χαράζη – ας το βάλω, είπα, το παιδί στον τόπο του.
Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου· το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!...»
Φίλες και φίλοι της εκπομπής, ακούσατε ένα απόσπασμα απ’ το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού
}Το αμάρτημα της μητρός μου~
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για αύριο  βράδυ, όπου θα ολοκληρώσουμε την ανάγνωση του συγκλονιστικού διηγήματος. Ευχαριστούμε που ήσασταν στην παρέα μας κι απόψε.
Να έχετε μιαν υπέροχη βραδιά!
~//~

Το αυτοκίνητο του Ιωάννου, ανέπτυξε ξαφνικά ταχύτητα. Ο οδηγός πάτησε δυνατά το γκάζι, κλείνοντας με μιαν απότομη κίνηση το ραδιόφωνο...



Η «Σοφίτα» είναι ένα συλλογικό διήγημα και βασίζεται σε μια ιδέα της Μαρίας Νικολάου, που το ξεκίνησε, το συντονίζει και θα το ολοκληρώσει στο ΚΕΙΜΕΝΟ της.
Δεκαέξι μπλόγκερς, δημιουργούμε μια σπονδυλωτή ιστορία, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση και προσχέδιο, αλλά με μοναδικό μπούσουλα την έμπνευση και τη φαντασία μας. Καθεμιά μας παραλαμβάνει την ιστορία-σκυτάλη απ’ την προηγούμενη, τη συνεχίζει και την παραδίδει στην επόμενη.
Εν αρχή ην ο λόγος  της Μαρίας λοιπόν και η αυλαία θα πέσει απ’ την ίδια, μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος των μπλόγκερς.
[Επόμενη στη σειρά, η Χριστίνα μας στο ιστολόγιο της: 
http://butterfly-butterflysworld.blogspot.gr]

Μαρία Νικολάου

[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Τα μανουσάκια της κυρά-Πολυξένης

Θυμιώ να με λέτε. Ευθυμία το βαφτιστικό μου, στη μνήμη του μοναχογιού της νουνάς, που τον εκτελέσανε δεκαεφτά χρονώ παλληκάρι οι τσολιάδες στον εμφύλιο. Η σχωρεμένη η νουνά το’βαλε όρο στη μάνα: 
 «Άμα δε σ’αρέσει τ’ όνομα κουμπάρα, άμε βρες άλλον να στο βαφτίσει!»
Η κυρά-Πολυξένη ήταν η πρακτική γιάτρισσα που με ξεγέννησε, η μοναδική συγχωριανή που γιατροπόρεψε τη μάνα στη δύσκολη γέννα της. Παλιά πρόσφυγας απ’ την Τασκένδη, την κορόιδευαν τα παιδιά στις αλάνες, γιατί είχε λέει γυάλινο το ζερβό της μάτι και το μισό της καύκαλο ήταν από λαμαρίνα, θυμητάρι από τραύμα στις μάχες του αντάρτικου, στα κορφοβούνια της Παρνασσίδας. Κι ως βγήκα καχεκτική σαν τα χαμόδεντρα στις πεζούλες της πλαγιάς, με λυπήθηκε και το’ ταξε πως θα με βαφτίσει αν ζούσα. Σπάνια μίλαγε, μα τη θυμάμαι να μαζεύει μανουσάκια απ’ τις βραγιές και να τα φέρνει σπίτι μας με λίγα αυγουλάκια απ’ τις κοσάρες της, να φάω να δυναμώσω που ήμουνα λειψή απ’ την αδενοπάθεια. Ξέφυγε ο νους, συμπαθάτε με…

Στην πρόσκληση της μάνας στα βαφτίσια, μονάχα τρεις νοματαίοι ήρθαν. Η Βαρδαμήλαινα με το σακάτικο ισχίο σερνάμενη απ’ τον καλότροπο άντρα της τον κυρ-Χρόνη κι η κυρά-Βενετσιάνα του φούρναρη. Άλλος συγχωριανός δεν πάτησε στην εκκλησιά, κι ας σταυροκοπιόντουσαν γονυπετώς στους εσπερινούς, αφού πρότερα βριζόντουσαν στα κεφαλόσκαλα. Ως κι ο κυρ-Θόδωρος ο μπακάλης, που η μάνα  τον ανάστησε με ενέσεις πενικιλίνης σαν θανατοπάλευε με τις πνευμονίες και που της είχε μεγάλη υποχρέωση καταπώς έλεγε, μήτε κι αυτός ήρθε. Πολύ την έγδαρε αυτό τη μάνα. Συμπαθάτε με, συγκινήθηκα…

Θυμιώ λοιπόν. Της Ματούλας Καραμπίνη. Αγνώστου πατρός στα χαρτιά. «Βαριά σκιά θα πλακώνει το κορίτσι μας!», μοιρολογούσε η γιαγιά. Βροχή τα δάκρυα στης μάνας την τριμμένη ποδιά. Κύρτωνε η ράχη της στο μαρμάρινο νεροχύτη. Παρευθύς τεντωνόταν σαν ελατήριο, έσιαζε τις φουρκέτες της και καμωνόταν πως ψαχούλευε το ραφάκι με τα μπακίρια και τα κατσαρολικά. «Μη τα λες αυτά μπροστά στο παιδί!» τη μάλωνε χαμηλόφωνα, μα εγώ τις άκουγα κάθε σύθαμπο στην αυλή πάνω στα ασβεστωμένα πλιθιά, να κλαίνε φαρμακωμένες κάτω απ’ τη γέρικη μουριά κι ύστερα να προσεύχονται  στους ξύλινους αγίους στο εικονοστάσι.

Ο πάτερ-Τιμόθεος μας διάβαζε τα συναξάρια του Νικόδημου, για τη φιλαυτία και τ’ ανθρώπινα πάθη, μεγάλη βδομάδα κι ετοιμαζόμασταν να γιορτάσουμε την Πασχαλιά. Όρμησε αλαφιασμένη στο ναό η κυρά-Πολυξένη, «Τρέχα πουλάκι μου σπίτι… η μάνα σου…». Μήτε που θυμάμαι πώς έφτασα στην αυλόπορτα, τραβηγμένο ήταν το σιδερένιο μάνταλο. Κατάχαμα στην κουρελού τη βρήκα, με τα μυγδαλωτά της μάτια ορθάνοιχτα, σαν την Παναγιά στο εικονοστάσι μας,  ένα ξέπνοο κουφάρι μ’ όλη τη θλίψη του κόσμου μαζεμένη στο πρόσωπό της… η μανούλα μου στο σταυρό του μαρτυρίου, αυτόν που στολίζαμε με πανσεδάκια πρωτύτερα στην εκκλησιά.

Αυτό γιατρέ μου με χαράκωσε...Τρεις-τέσσερις άνθρωποι να κουβαλάμε βουβοί το φορτίο της στο αγιάζι, ως τα ριζά του κοιμητηρίου. Οι συγχωριανοί γλεντούσαν την ανάσταση του Χριστού κι ήταν μόνο η κυρά-Πολυξένη που απόθεσε λίγα μανουσάκια πριν την καταπιεί το χώμα. Κι όταν έπεσε η αυλαία κι ο πάτερ-Τιμόθεος έφυγε βιαστικός για το χωριό, φύτρωσαν τα μανουσάκια πάνω στο νωπό χώμα, δεύτερη ανάσταση μου φάνηκε, μύρισα ανοιξιάτικες ευωδιές κι είδα τη μορφή της στον ουράνιο θόλο… στιγμιαία, μα την είδα σας λέω!..


Η κυρά-Πολυξένη και τα μανουσάκια της, πήραν μέρος στον έβδομο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», στο στέκι της Μαρίας μας. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται καλά πως το παιχνιδόλεξο εμπνεύστηκε και πρωτοξεκίνησε η Φλώρα μας στο TEXNIS STORIES. Τη σκυτάλη και τη γενναία απόφαση να το συνεχίσει, πήρε η Μαρία και –προσωπικά- νιώθω ευγνώμων για την παραχώρηση του χώρου και του χρόνου της. Ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου τους συνοδοιπόρους και συμπαίχτες που πήραν μέρος σ’ αυτήν την ενότητα, έχοντας μιαν ιδιαίτερη λέξη να διαχειριστούν. Τη φιλαυτία. Καθόλου τυχαία η επιλογή της και χαίρομαι που δουλέψαμε μ’ ένα τέτοιο υλικό στον «πάγκο» μας. Μπορεί να δυσκόλεψε αρχικά, όπως κάθε τι που σκάβει κάτω απ’ την επιδερμίδα μας και απαιτεί να το ψάξουμε στο προσωπικό μας αξιακό «λεξικό», να το ορίσουμε και να του δώσουμε τη διάσταση που του πρέπει.
Ευχαριστώ θερμά για τα σχόλια σας και την αγάπη που περιβάλλατε την κυρά-Πολυξένη!
Ένα ματσάκι μανουσάκια και την καληνύχτα μου!



Οι φωτογραφίες απ’ το προσωπικό λεύκωμα της Μαρίας εδώ: http://mytripssonblog.blogspot.gr/


Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Άνοιξη στα βάθη της Αβησσυνίας

-       Ο κύριος;... Πώς μπορώ να βοηθήσω;
-       Θα ήθελα λίγη άνοιξη σε προσιτή τιμή... έχετε;
-       Eιδικότης του καταστήματος!… θα την πάρετε εδώ ή να σας την πακετάρω;
-       Εδώ καλύτερα…  
-       Περίφημα! Ετοιμάζω τα σύνεργα… εσείς βολευτείτε εκεί έξω στη λιακάδα κι έφτασα κι εγώ.
-       Μπορώ ν’ αφήσω το χειμώνα μου σ’ αυτήν τη μπρούτζινη ομπρελοθήκη;
-       Ελεύθερα! Κι ότι άλλο σας βαραίνει… τις βροχές, τους βοριάδες και τ’ ακραία καιρικά σας.
-       Ευχαριστώ, ξεχειμώνιασα ήδη!... Να καθίσω εδώ; Καλά είναι;
-       Μια χαρά!... σηκώστε μου λίγο το κεφάλι ψηλά…
-       Δύσκολα μου βάζετε… Εγώ για να καταλάβετε κύριε μου, τα τελευταία χρόνια είμαι διαρκώς με το κεφάλι κολλημένο στο στήθος.
-       Φαίνεται στο κυρτωμένο σβέρκο σας… αλήθεια, πόσων χειμώνων είστε;
-       Σαράντα, αν δεν έχω χάσει το μέτρημα στους Μάρτηδες.
-       Μόλις τελειώσουμε, θα φαίνεστε δέκα Μάρτηδες λιγότερους!... γελάτε;… αλήθεια σας το λέω, θ’ ανοίξει το πρόσωπό σας, θα δείτε!

-       Πολύ αισιόδοξο σας βρίσκω κύριε μπαρμπέρη μου!...
-       Μα δεν είμαι μπαρμπέρης... ένας απλός μεταπράτης είμαι. Συλλέγω εποχές και τις μεταποιώ στις ανάγκες των πελατών μου.
-       Κάνετε κι ανταλλαγές δηλαδή; Έχω μια μεγάλη συλλογή από παγωμένες νύχτες, τα άπαντα της μοναξιάς σε δερματόδετους τόμους, βινύλια με ανήλιαγα πρωινά και μπακιρένιους έρωτες.
-       Τις αξυρισιές ξεχάσατε… πολύ σύντομα θα διαθέτατε και συλλογή από βοστρύχους.
-       Πλάκα έχετε!... δεν μου είπατε όμως… μπορούμε να τα βρούμε στην τιμή και να πάρω την ανοιξιάτικη συλλογή σας;
-       Μα βέβαια! Στην άνοιξη όμως να ξέρετε, δεν κάνω σκόντο. Η αξία της είναι ανεκτίμητη και τα κομμάτια που διαθέτω πολύ φίνα.
-       Για πείτε… μ’ ενδιαφέρει πολύ!... Κολόνια λεμόνι μου βάζετε; Αχ, τι μου θυμίσατε!... κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου είχε λατρεία σ’ αυτή την κολόνια, είχε κι ένα γυάλινο μπουκαλάκι με ψεκαστήρι… ξέρετε, είχε κι εκείνος ένα συνοικιακό μπαρμπέρικο και μου μάθαινε ν’ ανακατεύω ανθόνερο με μοσχοσάπουνο σ’ ένα τσίγκινο κυπελάκι, κι ύστερα…
-       Η κολόνια δώρο του καταστήματος! Το πακέτο λοιπόν περιλαμβάνει ένα ανοιξιάτικο ποτ-πουρί με αμείλικτες λιακάδες, μεταφυτεύσεις λουλουδιών, πρωταπριλιάτικα ψέματα,  κατανυχτικές φεγγαρογιορτές, πασχαλιές ανθισμένες, πορφυρά ηλιοβασιλέματα και ευοίωνα χελιδονοκαλωσορίσματα.
-       Φοβάμαι ότι έχω ξεχάσει τις οδηγίες χρήσης… πώς θα τη μεταχειριστώ τόση άνοιξη;
-       Δεκτές και οι επιστροφές. Αν δεν καταφέρετε να την κάνετε ζάφτι, τη φέρνετε πίσω και σας επιστρέφω το χειμώνα σας, που μου είναι και άχρηστος δηλαδή.
-       Γιατί το λέτε αυτό;
-       Δεν έχει πια ζήτηση κύριε μου. Γέμισε ο τόπος χειμώνες, ποιος θα’ρθει ως την Αβησσυνίας να πάρει δεύτερο χέρι χειμώνα;
-       Σωστά… και πόσο θα μου κοστίσει η άνοιξη;
-       Δικαιωματικά σου ανήκει παλληκάρι μου… η δική σου άνοιξη είναι που μου την άφησες αμανάτι εδώ και χρόνια. Την περιποιήθηκα, την κράτησα ζωντανή και καλοδιατηρημένη και σε περίμενα να την αναζητήσεις. Καβάλησε τη μοίρα σου και γκάζωσε τη ζωή σου, να τη νιώσεις ως το μεδούλι. Κι όταν θα την κατακτήσεις ολότελα, έλα να με βρεις ξανά με τα χαμόγελα και τις ελπίδες σου… Μπριλ-κρημ βάζουμε ή τα θέλεις ατημέλητο λουκ;

 Eκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, οι περαστικοί χάζευαν έναν φρεσκοξυρισμένο άντρα που είχε μείνει σα στήλη άλατος μπροστά σ’ ένα παλαιοπωλείο. Χάζευε για ώρα την ξεθωριασμένη ταμπέλα, παρατηρούσε σα χαμένος τους περαστικούς και διαρκώς χάιδευε τα μάγουλα με τα ακροδάχτυλά του, πριν τα φέρει στη μύτη του για να τα μυρίσει. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού του φώναξε να πάρει τη βέσπα του απ’ το πεζοδρόμιο και να φύγει γιατί εμπόδιζε τους περαστικούς. Ύστερα χώθηκε στο μαγαζάκι του και κλείδωσε την τζαμένια πόρτα. Η ξεθωριασμένη ταμπέλα στην πρόσοψη, τραντάχτηκε για λίγο, σαν να φύσηξε ένα ξαφνικό αεράκι κι ένα αόρατο χέρι την μετακίνησε απ’ τη θέση της.
«Παλαιοπωλείον – Ο χαμένος παράδεισος» έγραφε κι η ήλιος λες κι είχε ρίξει τους προβολείς του πάνω της, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Στα βάθη της Αβησσυνίας...


Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

25 λέξεις #6 [Συμμετοχή]


«Σοβαρό γιατρέ;»
«Έτσι φοβάμαι...ευρήματα χρωμάτων!»
«Τελευταία ανοίγω χαραμάδες ελπίδας»...
«Πήρε φως η ζωή σας! Απερισκεψία σας κύριε Γκριζόπουλε!»
«Εννοείτε πως...κινδυνεύω να ζήσω;»
«Δεν σας δίνω λιγότερα από τριάντα χρόνια ζωής...Λυπάμαι!»

 Η συμμετοχή μου στον 6ο κύκλο των «25 λέξεων»,  σε μια φωτογραφία της Μαρίας Νικολάου. Τα κείμενα φιλοξενούνται στον προσωπικό  της χώρο: ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ και ομολογουμένως οι συμμετοχές αυξάνονται ολοένα σε ποσότητα και ποιότητα. Με κοινό άξονα πάντα τα φωτογραφικά ενσταντανέ της Μαρίας, τόσο εκφραστικά και ιδιαίτερα κάθε φορά. Ένα τεράστιο ευχαριστώ στην Μαρία κυρίως για την έμπνευση & τη ζεστή της φιλοξενία, αλλά και σ’ όλους τους συνδαιτυμόνες!