Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

«Η αντιμετώπιση των ψυχώσεων» [*]

 


Ευτυχώς, τότε τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ένας τολμηρός ποιητής απ’ την Κυψέλη, ένα «σάλτο μορτάλε» στο όνειρο, μια πλωτή εξέδρα που βρήκε στις αποθήκες του ΟΛΠ στο Κερατσίνι, τέσσερις άγκυρες να τη συγκρατούν, μια μαγική νύχτα με φεγγάρι, κι όλη την παλιοπαρέα να μας συντροφεύει από ένα μαγικό αερόστατο στον ουρανό. Ο Φελίνι, ο Μάρκος, οι Μπιτλς, ο Σαρλώ, ο Καντίνσκι, ο Μπόρχες, ο Σινάτρα, ο Σεγκόβια κι ο Πικάσο. Κι εκατό χιλιάδες κόσμου που κυριολεκτικά βούλιαξαν την Βουλιαγμένη. Και μια πόλη ολόκληρη που άκουγε από κάποιο ραδιοφωνάκι τη ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση από το Β’ πρόγραμμα με τον θρύλο Γιάννη Πετρίδη, ως τις 2 το ξημέρωμα.

25 Ιουλίου του 1983. Η αξέχαστη πανσέληνος των καλύτερων χρόνων μας που πέρασαν ανεπιστρεπτί.



Ευτυχώς, τότε τα πράγματα ήταν πιο απλά και ανθρώπινα. Μια Υπουργός Πολιτισμού (η Μελίνα) που στάθηκε υποστηρικτική στο όραμα του Λούκυ, ένας φωτισμένος διευθυντής στη δημόσια τηλεόραση (Βασίλης Βασιλικός) που αμέσως πήρε την τολμηρή πρωτοβουλία για ζωντανή μετάδοση, και μια ΕΡΤ που έκανε ένα υποδειγματικό γύρισμα της συναυλίας, υπό την καθοδήγηση του Διαγόρα Χρονόπουλου και του Ηρακλή Παπαδάκη. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν σήμερα σε μια αντίστοιχη πρωτοβουλία, με τους τωρινούς επικεφαλής του επιτελικού κράτους. Και με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ που χαντακώνουν όσους αντιστέκονται στον ατομικισμό και στο φόβο. Φαντάζομαι με πόσο κυνισμό θα αμαύρωναν μια τέτοια λαοθάλασσα: «Οι διοργανωτές της συναυλίας έθεσαν σε κίνδυνο τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών – Μια νύχτα με φεγγάρι και ναρκωτικά – Απίστευτη ταλαιπωρία και μποτιλιάρισμα στους δρόμους της Αθήνας». Όχι ότι δεν χρειάστηκαν μέρες και χέρια για να καθαριστεί η παραλία. Αλλά, τουλάχιστον, είχε πέσει στο τραπέζι η ιδέα για συναυλίες εκτός γηπέδων και οργανωμένων χώρων. Το ξεκίνημα, ίσως, για τις μελλοντικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ σε ανοιχτούς χώρους. Ποτάμια, λόφους, λίμνες,  και -ποιος ξέρει- ίσως «και στον κάμπο της Θεσσαλίας» όπως είχε πει ο Λούκυ μετά το θρίαμβο εκείνης της νύχτας.



«Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» και θα θυμάμαι πάντα τ’ ασημένια σου μαλλιά που ξεχώριζα από μακριά, αμύητη ακόμα στις υπέροχες μουσικές σου διαδρομές. Απ’ τα αγαπημένα σου πνευστά και σουίνγκ, μέχρι τα κατακόκκινα «Μικροαστικά» και τις παρτιτούρες σου που ύμνησαν με τρυφερότητα και αγάπη τους απλούς ανθρώπους.

Η Νέλλη Σεμιτέκολο παίζει στο πιάνο τα αγαπημένα ragtime του Σκοτ Τζόπλιν. Ήταν κατακαλόκαιρο (καλή ώρα), τότε που τα βράδια μυρίζανε ακόμα γιασεμί και οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν να βγουν απ’ το λαγούμι τους και να γίνουν μια μεγάλη παρέα. «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», δηλαδή.

Λείπεις, βρε Λούκυ. Και ποιος να μας δώσει, σήμερα, το σύνθημα για μια βραδιά με sleeping bag και με καρπούζι;



[Ο τίτλος της ανάρτησης είναι το ομώνυμο τραγούδι του Λουκιανού, απ’ τον δίσκο «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» που κυκλοφόρησε το 1975, σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Ε Κ Κ Ε Ν Ω C T E ✚

 


−Να τους πεις ότι πάντα είχαμε φωτιές και θα συνεχίσουμε σταθερά να έχουμε. Και κοίτα, μη σου πάρουν τον αέρα, με τσαμπουκά θα μιλάς, κι αν σε ζορίσουν πολύ, πέτα τους κανένα σουρεαλιστικό που δεν θα το καταλάβει κανείς τους.

−Σαν τι δηλαδή;

−Βάλε λίγη “κοσμογονία στην πυροπροστασία”, θα το θυμάσαι αυτό;… μπα… χλωμό το κόβω, σημείωσέ το στη φούχτα σου, μη πεις τίποτ’ άλλο που δεν πρέπει. Και προς Θεού, μη ξεχάσεις την “κουλτούρα εκκενώσεων” και πως φέτος είμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι για τις φωτιές.

−Θα φάμε ξύλο, Πρόεδρε.

−Τι φοβάσαι ρε, δυο μέτρα ντερέκι πράμα; Έτσι να κάνεις με τις χερούκλες σου, θα χεστούν πάνω τους. Σιγά μη φοβηθείς εσύ! Ο γίγας της βουλής!

−Μια που το ΄φερε η κουβέντα, Πρόεδρε… Δεν πάμε να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί απ’ το πρωί είμαι με δέκα αβγοφέτες και πέντ’ έξι παν κέικς.

−Nα πάμε, αλλά ποια κουβέντα το ’φερε;

−Οι γίγαντες που είπες. Έχει ανοίξει ένα ασιατικό στα βόρεια και σερβίρει το πιο άπαιχτο σούσι.

−Τι σχέση έχει το σούσι με τους γίγαντες;

−Όποια σχέση έχω εγώ με την κλιματική κρίση και την προστασία του πολίτη.

−Αυτός είσαι! Προχώρα, κι αν ζορίσουν τα πράματα, να θυμάσαι την αποστομωτική ατάκα που λέμε όλοι.

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει ένα πολύ μεθοδικό σχεδιασμό για την αντιπυτιριδική προστασία”.

−Άσ’ το καλύτερα, μη μας κάψεις περισσότερο. Πες κάτι μίνιμαλ, δίχως πολυσύλλαβες λέξεις.

−Τι είναι πολυσύλλαβες;

−Πώς λέμε “καραβιδόψυχα”; Ή το άλλο, “καβουροδαγκάνες”; Γκέγκε;

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Αστακομακαρανάδα, καπαρομηλόπιτα, παπαρδέλες με πάπια βιολογικής εκτροφής, φύκια κόμπου με καρπάτσιο ξιφία…”

−Ρε ψηλέ, συγκεντρώσου! “Θα δώσουμε τάχιστα αποζημιώσεις στους πληγέντες”. Πες μόνο αυτό. Θα το θυμάσαι;

−Να μη σώσω να ξαναφάω νιγκίρι, Πρόεδρε! Που πιο ιερό όρκο, δεν έχω.

−Για πες το να δούμε.

−Πέστο τζενοβέζε με μπουρίτο, έχεις δοκιμάσει; Μια που το ’φερε η κουβέντα ρωτάω.

−Τα πορτσίνι μου μέσα!  Λοιπόν, θα πεις κάτι εύκολο, γρήγορο και που δεν παραπέμπει σε φαγιά. “Η κλιματική κρίση φταίει”.

−Αχ, τα κληματόφυλλα! Τι ωραίος μεζές! Το ήξερες εσύ, Πρόεδρε, ότι δεν είναι μόνο για ντολμάδες; Μπορούμε να τυλίξουμε ό,τι θέλουμε. Από κρέατα μέχρι μαλάκια οστρακόδερμα.

❶ ❶ ❷

«Δύσκολη μέρα κι η σημερινή». Πες αυτό που φοριέται σε όλες τις περιστάσεις και, για φιλοδώρημα, άφησε λίγη ελπίδα για αποζημιώσεις. Καλοφάγωτα τα οικόπεδα και καλοστέριωτες οι λαμαρίνες που θα φυτρώσουν στα καμένα. Κι αν κάτι ταράξει τον αμέριμνο ύπνο σου στο ασφαλές σπιτικό σου, θα είναι ίσως μια κραυγή απ’ το υπερπέραν. Ένα κουτάβι που κάηκε ζωντανό ή ένας άνθρωπος που λύγισε καθώς αποχαιρετούσε το σπιτικό του με όλα του τα υπάρχοντα παραχωμένα βιαστικά σε μια πλαστική σακούλα.

Έχεις ακούσει το “κρακ” που κάνει η καρδιά ενός ανθρώπου τη στιγμή που καταρρέει; 112 παλμοί το λεπτό. Τόσο όσο χρειάζεται για να σταλεί ένα sms. Ή καλύτερα, για να κάνεις φλαμπέ με ούζο, όποιο μαλάκιο σού ταιριάζει περισσότερο.

[η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της]

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Συμβουλές ενός γάτου

 

Πρόκειται για έναν γάτο κοινό, γέρο, και με εμφάνιση συνοικιακού μπακάλη. Δεν έχει τίποτα το εξωτικό, τίποτα από Σιάμ ή Περσία στο παθητικό του. Τα μουστάκια του αρχίζουνε να παίρνουνε το δρόμο των γηρατειών. Οσμίζεται ακόμη τα μικρά, τρυφερά ποντίκια, αλλά είναι ζήτημα αν μπορεί πια να παίζει μαζί τους.

Τις νύχτες, επάνω στα πυρωμένα κεραμίδια, μαζεύει ολόκληρον ένα λόχο από νεαρούς, άπειρους γάτους, και τους κάνει ένα είδος φροντιστηρίου. Έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της πείρας. Ξέρει πολλά.

–   Παιδιά μου, τους λέει, ένας κοινός γάτος όπως εμείς δεν έχει και μεγάλες πιθανότητες ν’ αναδειχθεί στη ζωή. Θα τρέφεται πάντα με τ’ αποφάγια των ανθρώπων, και μόνο αν είναι πολύ τυχερός θα πετύχει κάποια γεροντοκόρη που να τον ταΐζει μπομπόνια. Κι αυτό θα διαρκέσει όσο η γούνα του είναι γυαλιστερή και ωραία. Να είστε βέβαιοι ότι μόλις αρχίσει να μαδάει, θα χάσει όλες τις εύνοιες, που θα δοθούν σε κάποιον άλλο γάτο.



–   Μάλιστα, συμφωνούν ειρωνικά οι νεαροί.

–   Παιδιά μου, τα καλά φαγητά τα τρώνε συνήθως οι άνθρωποι. Ψάρι άλφα ποιότητος δεν πρόκειται να γευθείτε ποτέ, εκτός κι αν αποφασίσετε να το κλέψετε. Η κλοπή, παιδιά μου, δεν είναι αμάρτημα. Αμάρτημα είναι η ανακάλυψη του κλέφτη. Αυτό που σας λέω, είναι μια σπαρτιατική συμβουλή.



Αν καταφέρνετε να ’σαστε τόσο καπάτσοι, ώστε να κλέβετε χωρίς να σας παίρνουνε μυρωδιά, να είστε βέβαιοι ότι θα περάσετε μια ζωή χαρισάμενη, τιμώμενοι και φθονούμενοι από όλους τους άλλους γάτους του κύκλου σας. Να κλέβετε, παιδιά μου, αλλά πολύ ελαφριά, πολύ έξυπνα, και όχι ψιλόψαρα. Όχι μαρίδες και γόπες. Όποιος κλέβει τέτοια είδη, κακοχαρακτηρίζεται και χάνει την καλή του φήμη. Μπαρμπούνια, λιθρίνια, τσιπούρες. Αυτά είναι που θα σας ανεβάσουν στην εκτίμηση του κοινού.

 


Ήταν μια ορεκτική συμβουλή που άρεσε σ’ όλους.

–   Με τις γατούλες, παιδιά μου, να είσαστε τρυφεροί και περιποιητικοί, όχι όμως να σας παίρνουν και τον αέρα. Αυτό που κάνετε και διαλαλείτε τους έρωτές σας με ηχηρά νιαουρίσματα, είναι μια καλή πολιτική. Όποιος έχει πολλούς έρωτες, κατακρίνεται από την κοινή γνώμη μόνο και μόνο γιατί η κοινή γνώμη τον ζηλεύει. Κατά βάθος, η κοινή γνώμη πολύ θα επιθυμούσε να ’χει κι αυτή έρωτες. Επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, το ρίχνει στην ηθικολογία, λέξη με την οποία έχει βαφτίσει την κακοήθειά της.

Έκανε μια μικρή παύση γεμάτη σκέψεις.

–   Μπορείτε να χαρίζετε μικροπράματα στις γατούλες. Κάτι πρέπει να τρώνε κι αυτές από τα κλεμμένα. Αν το ξέρουνε ότι είναι κλεμμένα, δεν είναι ανάγκη να τους το λέτε κιόλας. Οι γατούλες δεν ενδιαφέρονται από πού τα έχεις, αλλά αν έχεις. Και μακριά από γούνες. Αν αρχίσετε να τους παίρνετε γούνες, δε θ’ αργήσει η ημέρα που θα αποπειραθούν να μαδήσουν και τη δική σας…



Ήταν ένα γάτος κοινός, γέρος, και γεμάτος πείρα απ’ τη ζωή.

 

*** Νίκος Τσιφόρος ***  Ο πρώτος Τσιφόρος των εκδόσεων Ερμής

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το pinterest και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Δώσε πόνο, Πρόεδρε!


Ήταν στην εκπνοή του 2011, την αξέχαστη εποχή που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν καθημερινά απ’ την απελπισία τους και το κέντρο είχε πλημμυρίσει από άστεγες οικογένειες. Επισκεπτόμασταν τακτικά τον ξενώνα αστέγων της ΜΚΟ ΚΛΙΜΑΚΑ στον Κεραμεικό. Εκεί είχαμε γνωρίσει πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους που απ’ τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν στο δρόμο, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε μια πλαστική σακούλα και τα απομεινάρια της αξιοπρέπειάς τους να εξανεμίζονται με γοργούς ρυθμούς. Δεν θα ξεχάσω μια δράση που είχαμε κάνει με συναδέρφους μου στον ξενώνα, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη. Αφού τακτοποιήσαμε στην αποθήκη τους διάφορα είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που είχαμε συγκεντρώσει, στρώσαμε τα τραπεζάκια που υπήρχαν στο μικρό κήπο τους για να φάμε όλοι μαζί συντροφιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα συνεργείο του BBC που έκανε ρεπορτάζ, όπως μάθαμε αργότερα, για τη φτωχοποίηση της κοινωνίας, απόρροια των μνημονίων και των επιλογών της τότε πολιτικής ηγεσίας. Οι εικόνες απ’ τις συνθήκες διαβίωσης των αστέγων, εκτός απ’ την προβολή της Οργάνωσης -που ίσως και να είχε νόημα και να ενεργοποιούσε την αλληλεγγύη και τη στήριξη των προσπαθειών της-, ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της όλης εικόνας. Φτώχεια, περιθωριοποίηση, εξαθλίωση, φόβος, τέλμα.

Είχαν επιλέξει -όχι τυχαία- την ώρα του γεύματος. Δεν θα ξεχάσω την κάμερα του ξένου δημοσιογράφου που έκανε ζουμ στις μερίδες φαγητού και στο χέρι ενός εκ των αστέγων που τσιμπολογούσε με αμηχανία το φαγητό στο κεσεδάκι. Ο δημοσιογράφος εστίαζε με δραματικό τόνο στην πρόσκαιρη ανακούφιση της πείνας ενός αδύναμου συνανθρώπου. Δεν θα ξεχάσω τη ντροπή που ένιωσαν κάποιοι. Παράτησαν σύξυλο το τραπέζι κι έψαχναν γωνιά να κρυφτούν. Δεν θα ξεχάσω επίσης, τα αγανακτισμένα σχόλια μικρής μερίδας συναδέρφων που απορούσαν «Μα γιατί δεν τρώνε το φαΐ τους αφού πεινάνε;»

«Δεν είμαστε κρέας ούτε θέαμα για τις κάμερες. Είμαστε άνθρωποι σαν κι εσάς. Μέχρι χτες δούλευα και ήθελα λίγα χρόνια για να βγω στη σύνταξη. Με πετάξανε στο δρόμο, ούτε τα υπάρχοντά μου δεν μ’ αφήσανε να πάρω. Δεν θέλω να με δουν τα παιδιά μου σ’ αυτό το χάλι. Η ντροπή είναι που με σκοτώνει κι όχι το παγκάκι και η ανέχεια». Ήταν μερικές απ’ τις κουβέντες που μοιράστηκαν μαζί μου, όσοι είχαν το κουράγιο ν’ ανοιχτούν μετά απ’ αυτήν την εισβολή στο χώρο τους. Δεν θα ξεχάσω τον Λέοντα, μια ευγενική φυσιογνωμία, έναν καλλιεργημένο αγιογράφο και πνευματικό άνθρωπο που πρωτοστατούσε στις δράσεις του ξενώνα με τα έργα και τις ιδέες του. Δεν θα ξεχάσω την οδύνη όταν διάβασα, μετά από καιρό, πως “έφυγε” από απροσδόκητο πρόβλημα υγείας. Πόσο απροσδόκητος είναι άραγε  ο σωματικός θάνατος, όταν έχει ρημαχτεί ήδη η ψυχή του ανθρώπου;

Mε αφορμή το κατάπτυστο βιντεάκι με τον άστεγο που ο φιλεύσπλαχνος ηγέτης τον σπίτωσε τελικά, με αφορμή εκείνο το καρέ που του ψήνει καφεδάκι (με βάση τη γλώσσα του σώματος, αμφιβάλλω αν ο αποστειρωμένος επισκέπτης άγγιξε καν το φλιτζάνι) και με αφορμή την απάνθρωπη μεταχείριση των ευάλωτων, όταν είναι να μαζέψουν μερικές ψήφους ευκολόπιστων τηλεθεατών…

Μ’ αυτές τις αφορμές και με άλλες τόσες, θα ήθελα να κάνω μια μικρή σκηνοθετική παρατήρηση για το γύρισμα της μελό ταινιούλας. Εκείνο το άθλιο σκουριασμένο παραθυράκι του φωταγωγού που είχε πίσω του ο ατσαλάκωτος χορηγός του άστεγου, δεν έπρεπε να το διαλέξουν ως φόντο.

Όταν κάνεις γύρισμα περί αστεγίας και στην τσέπη σου έχεις τα κλειδιά του σπιτιού σου, δεν το βάζεις αυτό.

Κι όταν μιλάς σ’ έναν άστεγο, είναι σαν να προσκυνάς ένα εικόνισμα. Θέλει ταπεινότητα, το κεφάλι χαμηλωμένο και κυρίως όχι κάμερες. Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος.