Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιχνίδι Λέξεων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Το Ρέκβιεμ του φτερωτού τενόρου

Ο Καρούζο ήταν ανήσυχος εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό. Κανονικά τέτοια ώρα, γαντζωνόταν στην ατσάλινη κούνια, όρθωνε καμαρωτός τον πιτσιλωτό λαιμό του και ξεκινούσε το μελωδικό του ρεσιτάλ. Γλυκά κελαηδίσματα, επιδέξιοι λαρυγγισμοί και περίτεχνες τρίλιες αντηχούσαν τριγύρω. Στα γειτονικά διαμερίσματα, περίμεναν με προσμονή το καλημέρισμα του μικρού τενόρου. Οι νοικοκυρές, σκυμμένες στις κουπαστές των μπαλκονιών, σταματούσαν τη λάτρα του σπιτιού, για ν’ αφεθούν συγκινημένες στις ουράνιες μελωδίες του. Λες κι ένα αόρατο χέρι πάγωνε τους ήχους της πολύβουης γειτονιάς· τα ραδιόφωνα σιγούσαν κι οι γυρολόγοι που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους απ’ τον τηλεβόα μιας καρότσας, σωπαίνανε. Οι τσιρίδες των παιδιών που ξεκινούσαν για το σχολείο, γινόντουσαν ξαφνικά ένας χαμηλόφωνος βόμβος· κι ήταν τόσο αλλόκοτο, ένα ατίθασο τσούρμο ζωηρών παιδιών, να σωπαίνουν για ν’ ακούσουν τις πρωινές καντάτες του Καρούζο. Ίσως βέβαια να γινόταν κι από σεβασμό στην αγαπημένη δασκάλα τους, την κυρία Ερμίνα.

Στο ενοικιαζόμενο δυαράκι, η κυρία Ερμίνα στεγάζει τη μοναξιά και τις αναμνήσεις της. Μαζί με το διορισμό της στη φτωχική δυτική συνοικία, που κανείς δάσκαλος δεν την καταδεχόταν –«χαμηλό το μορφωτικό επίπεδο, τι δουλειά έχουμε εμείς με τους γύφτους ρε Ερμνίνα;» της λέγαν περιφρονητικά οι συνάδερφοι- κουβάλησε τις κούτες με τα βιβλία και τα λιγοστά της υπάρχοντα. Αρχικά, υπολόγιζε να μείνει δοκιμαστικά μια χρονιά κι αν οι δυσοίωνες προβλέψεις των συναδέρφων επαληθευόντουσαν, θα επέστρεφε οριστικά στο νησί, μέχρι να παροπλιστεί και να βγει στη σύνταξη. Η μια χρονιά έγινε δύο και ήδη διένυε την έκτη της άνοιξη στο “σχολείο με τα γυφτάκια”, όπως το αποκαλούσαν οι γαλαζοαίματοι περίοικοι.

Οι παλιές φωτογραφίες στο σκρίνιο, ξεθωριάζανε τα είδωλά τους στο πέρασμα του χρόνου. Πάνω στα λεπτοδουλεμένα σεμεδάκια της Σμυρνιάς γιαγιάς, ακουμπισμένη όλη της η ζωή. Οι δαντέλες του νυφικού κιτρινισμένες κι ο καλός της Βάσος, οριστικά απών απ’ το οικογενειακό κάδρο, λίγο μετά το τραγικό ατύχημα του γιου τους. Ο μικρός Ορέστης στο σχολικό θρανίο. Πίσω του ο παγκόσμιος άτλαντας, ξεθωριασμένος κι αυτός, λες κι όλη η γη έγινε ένα άχρωμο ανάγλυφο. Ένα μπλε τετράδιο, με ξεφτισμένη ετικέτα «Του μαθητού της Ε’ τάξεως, Ορέστη Β.Καριπίδη». Οι πατρογονικές μορφές σ’ ένα οβάλ πορτρέτο, ρετουσαρισμένες και σκυθρωπές. Λίγες έγχρωμες φωτογραφίες με μαθητές στο τελείωμα μιας σχολικής χρονιάς, κι αυτές μελαγχολικές και άνευρες. Ο Καρούζο ήταν δώρο θεόσταλτο από τη γλυκιά της μαθήτρια την Ζαφειρούλα, το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό κι αποχαιρέτησε δακρυσμένη την αγαπημένη της δασκάλα. «Είναι πρώτης τάξεως κανταδόρος, θα σας κρατάει περίφημη συντροφιά κυρία»...

Αιφνιδιάστηκε απ’ το ασυνήθιστο δώρο. Ήξερε πως η Ζαφειρούλα την είχε κάνει εικόνισμα, γιατί αν δεν τη βοηθούσε καθημερινά μετά το σχολείο, καμία ελπίδα δεν είχε να βγάλει το δημοτικό. Φτωχή οικογένεια, το μόνο δώρο που μπορούσε να της κάνει, ήταν ένα ωδικό πτηνό, απ’ αυτά που εμπορευόταν ο πατέρας της στα παζάρια, μαζί με μια συγκινητική επιστολή με ροζ γράμματα και αυτοκόλλητες καρδούλες «Στην αγαπημένη μου δασκάλα...»

Ο Καρούζο αιωρούταν  στην κούνια του, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα χάντρινα ματάκια του. Ήταν ένα γαλήνιο πρωινό και στα παρτέρια της κυρίας Ερμίνας είχαν ξεμυτίσει τα ρόδινα ζουμπούλια κι οι ροζ ορτανσίες. Διάσπαρτα ανθάκια παντού, σαν τα ροζ γραμματάκια της Ζαφειρούλας, που δεν πρόλαβε να την καμαρώσει δασκάλα ύστερα από χρόνια. Κι ήταν μόνο ο Καρούζο, που την αποχαιρέτησε μ’ ένα θρηνητικό μοιρολόϊ. Η πορτούλα του κλουβιού βρέθηκε ανοιγμένη απ’ τους γειτόνους –«λες κι ήθελε να το λεφτερώσει μαζί με την ψυχούλα της» είπαν κάποιοι- μα εκείνος έμεινε γαντζωμένος κοντά της ως το τέλος.


Art: Henry Ryland

H ιστορία της κυρίας Ερμίνας και του Καρούζο, συμμετείχε στο 13ο παιχνίδι με τις λέξεις, που οργανώνει και φιλοξενεί η φίλη Μαρία, στο χώρο της mytripsonblog

Μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους που παίξαμε κι αυτή τη φορά, παρέα με τις λέξεις και κυρίως στην Μαρία μας, που μας παραχωρεί απλόχερα το χώρο  και τη φροντίδα της. Ήταν όλα άψογα, όπως πάντα. Κι όσο ανεβαίνει ο αύξοντας  αριθμός των παιχνιδιών (φτάσαμε αισίως στον 13ο κύκλο), τόσο ενδυναμώνεται η συντροφικότητα, η ποιότητα και ο ενθουσιασμός μας. 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Τα βήματα του ελέφαντα

Στην παραθαλάσσια έπαυλη του Τζώρτζη Μισαηλίδη έχουν αρχίσει από νωρίς οι πυρετώδεις ετοιμασίες για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Η έμπειρη οικονόμος κυρία Βιλελμίνη, με το μόνιμα αυστηρό ύφος θαλαμοφύλακα, επιβλέπει την κουζίνα, το κελάρι, τους δερμάτινους καναπέδες και τη σκαλιστή μπερζέρα με στόφα από ατόφιο δαμάσκο. Βεβαιώθηκε πως ήταν στη σωστή της θέση, εκεί ακριβώς που συνηθίζει να κάθεται αποκλειστικά ο κύριος Τζώρτζης όταν έχει επισκέπτες και πέρασε το δάχτυλό της από ένα διακοσμητικό αντικείμενο, σαν μια ύστατη δειγματοληψία για τυχόν ύπαρξη σκόνης. Ή για να βεβαιωθεί πως κι αυτό ήταν στη σωστή του θέση;

Την οβάλ τραπεζαρία από μασίφ μαόνι, στόλιζε μια πολύχρωμη σύνθεση με αλεξανδρινούς, αμαρυλλίδες και λίλιουμ, πλαισιωμένα από κόκκινα κεριά και βιτρώ φαναράκια. Δύο επιτοίχιες πορσελάνινες απλίκες, φώτιζαν απαλά τον πίνακα του Μονέ, ένα πιστό αντίγραφο της «Καλύβας των τελωνειακών στην Pourville». Ο Τζώρτζης είχε πληρώσει αδρά γι αυτόν τον καμβά, όχι από σεβασμό στο διάσημο ζωγράφο –δεν υπήρξε ποτέ φιλότεχνος άλλωστε- αλλά γιατί θεωρούσε πως εκφράζει την προσωπική του οικονομική εκτόξευση· απ’ την ταπεινή του προέλευση ως γιος μετανάστη  απ’ την Κρώμνη του Πόντου και την πατρική καλύβα που φιλοξένησε τα παιδικά του χρόνια, κυριάρχησε σαν επιχειρηματίας κι έχτισε στο ίδιο απόκρημνο σημείο, μια μεγαλοπρεπή βίλα. Η απλωσιά της άγριας θάλασσας, προσφερόταν για ηρεμία... έως και για χωνευτήρι ανεπιθύμητων παρουσιών...

Στην πιάτσα ήταν κοινό μυστικό πως το ταπεινό «Πρατήριο Γυναικείων Εσωρούχων» που ξεφύτρωσε πριν χρόνια στην επαρχιακή πόλη και σταδιακά εξελίχθηκε σε πολυώροφο κτίριο με φιμέ τζάμια και 24ωρη φύλαξη από μπράβους, δεν ήταν παρά ένα παράνομο «γραφείο ευρέσεως εργασίας» για ανήλικα κορίτσια από αφρικανικές χώρες. Εμπλουτίζοντας τη γκάμα των προϊόντων του, ο δαιμόνιος Τζώρτζης ξεκίνησε πρόσφατα την εισαγωγή και διακίνηση βρεφών απ’ τη γειτονική  Βουλγαρία. Όλα με νομιμοφανή έγγραφα και υπό τη στοργική προστασία της αστυνομίας. Οι ελάχιστοι έντιμοι ένστολοι που του δυσκόλευαν τη μπίζνα, βρέθηκαν με δυσμενή μετάθεση.  Ένας μάλιστα αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του όπλο, έτσι τουλάχιστον αποφάνθηκε ο ανακριτής που είχε αναλάβει την υπόθεση. Η αποψινή βραδιά λοιπόν, ήταν μια επίδειξη υπεροχής στους πιστούς συνεργάτες του,  ένα ακόμα “δωράκι” για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Γιατί αληθινοί φίλοι για τον Τζώρτζη, δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα.

Η οικονόμος κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι της. Όλα πανέτοιμα. Ένα μικρό χαρτάκι διπλώθηκε και χώθηκε στη τσέπη της. Απομακρύνθηκε, αποφεύγοντας να πατήσει στο ακριβό χαλί. Για την αποστειρωμένη κυρία Βιλελμίνη, το πιο φρικώδες σενάριο για την αποψινή βραδιά, θα ήταν ένας λεκές πάνω στα οκταγωνικά μοτίβα του τουρκμένικου μπουχάρα. Θα μπορούσε άραγε να φανταστεί πως σε λίγες ώρες, το μεταξένιο πέλος θα λεκιαζόταν ανεπανόρθωτα από ένα κόκκινο παχύ υγρό;  
-          Πάει, τρελάθηκε η Βιλ. Εδώ φάγανε τον άνθρωπο κι αυτή θρηνεί το χαλί! Τι να πεις;
~ // ~
Οι αστυνομικοί που κατέφτασαν στη βίλα, απαίτησαν να μην απομακρυνθεί κανείς. Καλεσμένοι και υπηρετικό προσωπικό παρατάχτηκαν στο σαλόνι, περιμένοντας τη σειρά τους για κατάθεση στον επικεφαλής αξιωματικό του εγκληματολογικού.
-          Περιγράψτε μου τι έγινε.
-          Δευτερόλεπτα πριν αλλάξει η χρονιά, μαζευτήκαμε όλοι στο μικρό αίθριο, στην άλλη άκρη του σαλονιού, για να παρακολουθήσουμε την εκτόξευση βεγγαλικών στον κήπο. Ήταν κανονισμένο απ’ τον συγχωρεμένο… κι αμέσως μετά, θ’ ανοίγαμε τα δώρα, πλάι στο τζάκι, εκεί που βρέθηκε…
-          Συνεχίστε.
-          Φρίκη! Ο Τζώρτζης πεσμένος ανάσκελα στο χαλί, μ’ ένα αιχμηρό ξιφίδιο καρφωμένο στην καρδιά του…
-          Υποψίες για τον πιθανό δολοφόνο;
-          Αληθινό μυστήριο. Όπως σας είπα, τη στιγμή του φόνου, ήμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στην άλλη άκρη του σαλονιού, προσηλωμένοι στα εντυπωσιακά πυροτεχνήματα...
-          Πόσοι ήσασταν αλήθεια;
-          Δεκατρείς. Το θυμάμαι γιατί  αστειευόμασταν στο τραπέζι πως είναι γρουσούζικος αριθμός και να φυλαγόμαστε μη γίνει κάνα έγκλημα… σαχλαμάρες τώρα, ξέρετε…
-          Το θύμα δεν ήρθε μαζί σας στο αίθριο;
-          Όχι. Μας έγνεψε να πάμε στο παράθυρο, “για μια έκπληξη” όπως μας είπε ύστερα βούλιαξε  στη μπερζέρα του, απολαμβάνοντας το αγαπημένο του μπέρμπον και καπνίζοντας ένα κουβανέζικο bolivar. Τουλάχιστον πήγε φχαριστημένος ο μακαρίτης…
 ~ // ~
Όλοι οι μάρτυρες, φανερά ενοχλημένοι απ’ την παρουσία της αστυνομίας, έδωσαν πανομοιότυπες καταθέσεις κι η μόνη τους αγωνία, ήταν πότε θα φύγουν απ’ το καταραμένο σπίτι.

Επίσης δεν αναφέρθηκε στην ανάκριση, πως στην αντανάκλαση του τζαμιού, κάποιοι είδαν την κυρία Βιλελμίνη να καρφώνει το  περίτεχνο λεπίδι με τη σκαλιστή λαβή, στην καρδιά του Τζώρτζη. Ο ρυπαρός αυτός κύκλος καλεσμένων, είχε έναν κοινό κώδικα. Τη σιωπή.

Στο ξιφίδιο δεν βρέθηκε κανένα αποτύπωμα. Ένα χαρτάκι μόνο, ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στη λαβή και στο άψυχο σώμα. “ΝΕΜΕΣΙΣ”. Η έρευνα που ακολούθησε στα ενδότερα της βίλας, αποκάλυψε την ύπαρξη εγγράφων και οπτικοακουστικού υλικού, που στοιχειοθετούσαν κακουργηματικές πράξεις. Αιφνιδιασμένος απ’ την απρόσμενη τροπή, ο επικεφαλής αξιωματικός ζήτησε επείγουσα εισαγγελική παρέμβαση για τις επιχειρήσεις του τεθνεώτος, αφήνοντας στην άκρη τις έρευνες για τη δολοφονία. Στους άντρες που έψαχναν τα μπιμπελό για αποτυπώματα, δόθηκε επείγουσα εντολή να οργώσουν την ευρύτερη περιοχή γύρω απ’ τη βίλα, μέχρι και τις σπηλιές που σχηματίζονταν στα βράχια. Απ’ τα πρώτα ευρήματα, ήταν πλέον ορατό πως κάποιοι επισκέπτες, θα έκαναν πρωτοχρονιά στην ασφάλεια.

[Λίγους μήνες μετά...]

Της πέρασε τις χειροπέδες με βαριά καρδιά.
-          Μη σκας, εγώ λευτερώθηκα πια!
-          Το σχεδίαζες καιρό;
-          Όσα και τα βήματα του ελέφαντα πάνω στο χαλί... κάθε πορφυρό οχτάγωνο, και μια ψυχή... στο τελευταίο, έφτασε η σειρά του.
-          Αναπαυμένες οι ψυχούλες τους... ήταν μόνο τριάντα χρονών ο συνάδερφος...
-          Δεν έμαθε ποτέ το σκυλί, πως εκείνο το κορίτσι που ξέφυγε πριν χρόνια απ’ το κολαστήριο του, έγινε μια καθωσπρέπει οικονόμος, έτοιμη να υπηρετήσει πιστά το υποψήφιο αφεντικό της...


H ιστορία συμμετείχε στον 12ο κύκλο του «Παίζοντας με τις λέξεις», που οργάνωσε και φιλοξένησε η Μαρία στο χώρο της http://mytripssonblog.blogspot.gr

Εγκάρδιες ευχαριστίες  στην οικοδέσποινα Μαρία και στους φίλους που συμμετείχαν σ' αυτό το ταξίδι πάνω στις λέξεις. 

(σημείωση: στο παιχνίδι ήταν πιο συρρικνωμένη για την οικονομία των λέξεων, εδώ είναι στην αρχική της μορφή)

***********************************************************************************************
Για την ιστορία: 
//600 εκατ. ευρώ εκτιμάται ότι είναι ο ετήσιος τζίρος από την πορνεία στην Ελλάδα. Σε 25,7 δισ. δολάρια υπολογίζεται διεθνώς ο ετήσιος τζίρος που προέρχεται από τράφικινγκ, ενώ στην Ευρώπη τα κέρδη αγγίζουν τα 3 δισ. ευρώ. «Όλοι κερδίζουν από την πορνεία: ο σωματέμπορας, ο πελάτης, οι ΜΚΟ που ασχολούνται με τα θύματα, οι ειδικοί που μιλάνε σήμερα στην ημερίδα, εγώ που ερευνώ το πεδίο, εσείς που γράφετε αυτό το ρεπορτάζ». //

// Από Πατήσια μέχρι Συγγρού εξαπλώνεται η πορνεία της εξαθλίωσης. [...] Έχουμε φτάσει στο σημείο οι γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και για μια τυρόπιτα. Όταν η άλλη έχει να φάει δυο μέρες, τι θα κάνει; //

//Κι αυτά που κάνουν οι πόρνες σήμερα μπορούν να φτάσουν πολύ μακρύτερα από εκεί που φαντάζεστε: η αγορά διαθέτει ανήλικες, γυναίκες που πηγαίνουν με ένα ολόκληρο τσούρμο ανδρών ταυτόχρονα, άλλες που υφίστανται gaping (να μπαίνουν δηλαδή στο σώμα τους από τεράστια μπουκάλια μέχρι μίξερ χειρός), άλλες που ο πελάτης τις χέζει ή τις κατουράει. //

//Ίσως η πιο τρομακτική από τις καινούργιες τάσεις είναι η κτηνοβασία: δυο φορές τον χρόνο, όταν τα σκυλιά του πελάτη είναι ξαναμμένα, νοικιάζει κορίτσια για να κάτσουν στα ντόμπερμαν ή τα λυκόσκυλα. Για όλα αυτά τα παράξενα γούστα, οι τιμές ξεκινούν από τα 500 ευρώ. //

//Ποιος είναι όμως ο πελάτης; Ο παππούς μου, ο σύζυγός σου, ο αδερφός της. Την αγορά της Αθήνας συντηρούν περίπου 550.000 άντρες: άνθρωποι της διπλανής πόρτας, υπεράνω πάσης υποψίας, ανύπαντροι, παντρεμένοι, σε σχέση, όλων των ηλικιών, ντόπιοι και μετανάστες. Η μόνη προϋπόθεση, το σταθερό εισόδημα που τους επιτρέπει να αγοράζουν σεξ, εξ ου και οι άνεργοι εμφανίζονται ως ελάχιστο ποσοστό στις έρευνες. //

Απόσπασμα συνέντευξης στην Εφημερίδα των Συντακτών, του Γρηγόρη Λάζου, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πάντειο, που -μαζί με την ερευνητική του ομάδα- σαρώνει τις πιάτσες και συζητά με πόρνες και πελάτες.



Φωτογραφία της Χλόης Κριθαρά Devienne
Η νεαρή ελληνογαλλίδα φωτογράφος εμπνεύστηκε απ’ τις γυναίκες-θύματα της μεγάλης υπόθεσης σωματεμπορίας που είχε ως βιτρίνα γνωστή αλυσίδα φούρνων. «Stained» σημαίνει «λερωμένος». Πρόκειται για γυναίκες που έπεσαν θύματα του τράφικινγκ και ήρθαν σε επαφή με ένα κύκλωμα βρώμικου χρήματος. Έτσι "λερώθηκαν" απ’ τα ίδια τα υλικά των φούρνων».
Οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και εμφάνιση σε αστυνομικό τμήμα, ενώ αθωώθηκαν για το αδίκημα που αφορά το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και την παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Οι αναμνήσεις μιας σερβάντας [Παίζοντας με τις λέξεις #11]

-      Πήρες το χάπι της πίεσης;
-      Το πήρα.
-      Πάω να φέρω το γιαουρτάκι μας… μα τι κοιτάς τόση ώρα στη σερβάντα χριστιανέ μου;
-      Τη φωτογραφία του γάμου μας… θυμάσαι ρε Χαρικλάκι;
-      Ξεχνιούνται αυτά μωρέ Θόδωρε;
-      Τα ξεθωριάζει λίγο η αχλή του χρόνου, μα εμείς αφήκαμε τις υποθήκες μας Χαρικλάκι μου… θυμάσαι που σε κρυφοκοίταζα κάθε πρωί στο παραθύρι σας κι αγκομαχούσα σαν το γκαζοζέν στο Χασάνι;
-      Εμ, γιατί νομίζεις πως στηνόμουν σα θαλαμοφύλακας πίσω απ’ την κουρτίνα; Περίμενα να φανείς στην άκρη του δρόμου, με τις μπατανόβουρτσες και τους τενεκέδες με τους ασβέστες…θυμάσαι το χάρτινο καπέλο που’χες φτιαγμένο μ’ εφημερίδες;
-      Και με παίρνει πρέφα ο γέρος σου μια μέρα και μ’ αρχίζει στο κυνήγι… «Ρε σατανά, με το Ρίζο στο κεφάλι κυκλοφορείς;…ρε να μας κάψεις θέλεις;…πανάθεμά σε!»
-      Σ’ εκτιμούσε ο σχωρεμένος…μα τι νά’κανε; Έτρεμε τη σκιά του ο φουκαράς… παντού χαφιέδες στη γειτονιά, σαν τις κατσαρίδες βγαίνανε απ’ τα λαγούμια τους οι άτιμοι…
-      Δεν στο’χα πει τότε να μην σε πικράνω, μα τον έπιασα ένα ξημέρωμα στο καρβουνιάρικο του Πολυχρόνη και τον φοβέρισα πως αν δεν σε πάρω, θα πέσω απ’ το βράχο στ’ Ασβεστοκάμινα και το κρίμα στο λαιμό του!
-      Κι εγώ σου΄κρυψα κάτι τότες για να μη στεναχωρεθείς...
-      Τι πράμα ρε Χαρικλάκι;
-      Σίγουρα το πήρες το χαπάκι ε;
-      Εδωνά είν’ το πακέτο, πες εσύ κι αν χρειαστεί παίρνω ολάκερη την καρτέλα.
-      Θυμάσαι τη μαντάμ Ζωρζέτ που δούλευα στο ραφτάδικό της;… ένα πρωινό πριν φύγω απ’ το σπίτι, του λέω αποφασισμένη: «Πατέρα, αν δε δώκεις την ευκή σου να στεφανωθώ το Θόδωρο, φεύγω για το βουνό». Αφήνιασε ο χριστιανός: «Μωρή με τους κατσαπλιάδες θα πας;… θα σας κρεμάσουν με συρματόσχοινο οι χωροφυλάκοι… και τη φαμίλια σου δε τη σκέφτεσαι;… αν γλυτώσουμε τ’ απόσπασμα, θα τό’βρουμε απ’ το κονσερβοκούτι!»
-      Ρε τον άτιμο το γέρο!... ώστε γι αυτό μου’ρθε με την ουρά στα σκέλια κείνο το βράδυ; «Θοδωρή παιδί μου, κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά γιατί σας βλέπω για γαμήλιο ταξίδι στον Άη-Στράτη...άμε τώρα να κονομήσεις κουστουμιά και κάνα μπαλωμένο πατούμενο κι έλα σπίτι να τήνε ζητήσεις σαν άντρας».
-      Αλήθεια βρε Θόδωρε, πώς το ξετρύπωσες κείνο το φράκο με το ημίψηλο;
-      Θυμάσαι τον ξάδερφο που γυρνούσε με τα μπουλούκια στα χωριά, παριστάνοντας τον Μέγα Μάγο; Μέγας πειναλέος ο φουκαράς, είχε  φάει το λαγό, κάτι περιστέρια που τα’βγαζε απ’ το ημίψηλο, παραλίγο να φάει και το καπέλο στο τέλος…του ξηγήθηκα λοιπόν λίγο χαρουπάλευρο  και μια χούφτα σταφίδες, με τη συμφωνία να μου δανείσει τη στολή του για ένα βράδυ.
-      Ώστε έτσι λοιπόν...εσύ με δανεικό φράκο κι εγώ με τη χασεδένια κουρτίνα που βρήκα στο μπαούλο της μάνας μου και την έραψα νυφικό σ’ ένα βράδυ...
-      Ξέχασες την προίκα μας Χαρικλάκι, τη γκαζιέρα και τη μπακιρένια μπραγάτσα… θυμάσαι το τραπέζι του γάμου μας;
-      Πώς δε θυμάμαι!... με το φράκο και το ημίψηλο, να ρουφάς τη μπομπότα με ριζάρια και κρεμμυδόφυλλα!...
-      Και δεν υπήρχαν και κολονάτα τότες… σήμερα που τα’χουμε, σκονίζονται στη σερβάντα… 


Η σερβάντα του Θοδωρή και της Χαρίκλειας, είχε την τιμή να φιλοξενηθεί στον 11ο κύκλο του "Παίζοντας με τις λέξεις" στο ζεστό στέκι της Μαρίας μας (mytripsonblog). 
Η ιστορία του ζευγαριού, είναι φτιαγμένη από μικρά κομμάτια αληθινών ιστοριών• από αφηγήσεις συγγενών και φίλων για τ’ άγρια χρόνια που πέρασαν.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως, παρά τα πέτρινα χρόνια που βίωσαν, τα λόγια τους πάντα διανθίζονται με χιούμορ, έστω και πικρό• είναι όλοι τους με γαληνεμένη τη μνήμη, καθαρή τη συνείδηση και τακτοποιημένο το θυμό τους.
Τα εισιτήρια δηλαδή για την αθανασία.

Ευχαριστώ πολύ την Μαρία μας για τις φροντίδες της κι όλους τους φίλους που συμμετείχαν, αξιολόγησαν και συντρόφευσαν.
Στο επανιδείν κι ας μην αφήνουμε κανέναν να μας κλέψει τo γέλιο μας! 

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

«Το ζακετάκι»

-      Μάνα… πατέρα, σ’ ένα μήνα παντρεύομαι.
-      Τσιμουδιά εσύ, άστο πάνω μου.
-      Μα γιατί τον καπελώνεις διαρκώς; Πατέρας μου είναι, ας πει κι αυτός τη γνώμη του.
-      Μπα; Θες να πεις τη γνώμη σου Λεωνίδα;
-      Εγώ… εγώ παιδί μου...ό,τι πει η μάνα σου.
-      Μερσί Λεό… και δε μου λες εσύ μικρέ...
-      Μισό να φέρω τη λάμπα...η κάμερα πάνω μου, κλείσε ρε πατέρα τον πολυέλαιο...έτσι μπράβο...λοιπόν;
-      Το ζουλάπι η Αλβανίδα είναι; Τα’λεγα εγώ! Βρε ζούδι αυτή ΄ναι του σκοινιού και του παλουκιού… μ’ αυτήν θ’ ανοίξεις σπίτι;
-      Δεν κατάλαβες. Η Νατάσσα ήταν για ξεκάρφωμα. Έχω σοβαρή σχέση μ’ ένα εξαιρετικό παιδί απ’ την Ξάνθη. Είναι μαθηματικός και τον λένε Ιάκωβο… όταν είμαστε μόνοι, τον φωνάζω «Ζακετάκι μου».
****
-      Εντάξει...κι η υπομονή έχει τα όρια της! Λεό τα υπογλώσσια...σβήνω!
-      Περίμενε ρε μάνα…το καλύτερο δεν σας το’πα ακόμα! 
-      Μαριάννα άσε κάτω το τασάκι!
-      Θ’ αποκτήσετε εγγόνι!
-      Tιιι; Είναι έγκυος το Ζακετάκι;
-      Όχι ρε πατέρα, υιοθετήσαμε ένα ορφανό απ’ την Αιθιοπία. Τελειώσαμε τα διαδικαστικά και σύντομα το υποδεχόμαστε σπίτι μας.
-      Τι χρώμα είναι δηλαδή;
-      ΛΕΩΝΙΔΑ
-      Όχι λέω…αν είναι μαυράκι, πώς θα το καταλαβαίνουμε όταν μιλήσει;
-      Λεωνίδα το βλέπεις το βάζο; Μπαίνει σε τροχιά εκτόξευσης.
-      Δεν πιστεύω να παίζει προκατάληψη με το χρώμα του εγγονού σας ε;
-      Δηλαδή είμαι παππούς;… δηλαδή πώς εσύ;… θέλω να πω, τι θα πει ο κόσμος ρε πουλάκι μου; Τη μάνα σου τη σκέφτηκες;
-      Aμ πώς βγήκε το «Ζακετάκι» νομίζεις; Τόσα χρόνια ένα ζακετάκι με κυνήγαγε. Στο σχολείο, στο παιχνίδι, στον ύπνο και στο ξύπνιο μου… μ’ ένα ζακετάκι μεγάλωσα κι έγινα άντρας.
-      Πες ότι φταίω κι από πάνω… ζακετάκι φώναζα να φορέσεις, όχι δωδεκάποντα!
-      Αντρίκια κουβέντα σας κάνω ρε μάνα. Ή με δέχεστε όπως είμαι, ή φεύγω και δεν με ξαναβλέπετε ποτέ.
-      Στα τσακίδια!
-      Κάτσε ρε πουλάκι μου… πώς φεύγεις; Εδώ είναι το σπίτι σου, ας γνωρίσουμε κι αυτό το καλό παιδί που λες… πω-πω τι κεραμίδα μας βρήκε απόψε!
-      Κουράστηκα με τις αντιφάσεις σας. Ζέστη ο ένας, κρύο η άλλη.
-      Θρασίμι! Ου να μου χαθείς που περίμενες να γίνω η καλή πεθερούλα του φίλου σου!
-      Ενώ αν ήταν η Αλβανίδα θα ενθουσιαζόσουν ε;
-      Τουλάχιστον θα ήταν νορμάλ. Τι θα πω στο σόι, το σκέφτηκες;
-      Θύμισέ τους τα παιδικά ζακετάκια που πήραν στο λαιμό τους παλιά. Την ψυχοκόρη του θείου Αγησίλαου και κείνο το δύσμοιρο παπαδάκι που γνώρισε τα… «πατρικά χάδια» στο σύθαμπο της εκκλησιάς που λειτουργούσε ο θείος Τιμόθεος. Ο στυλοβάτης της ηθικής και της ιεροσύνης!
-      Σκάσε επιτέλους! Μακάρι να μην σ’ είχα γεννήσει ΚΑΙ σένα ποτέ!
-      ΜΑΡΙΑΝΝΑ!...Τουλάχιστον αυτός δίνει ζωή σ’ ένα ορφανό… εμείς τι κάναμε;… θυμάσαι;
-      Σβήνω.
****
-      Πατέρα!...εσύ εδώ; Πέρνα μέσα.
-      Άλλη φορά αγόρι μου. Βγαίνει σήμερα και τρέχω για τα χαρτιά…
-      Πώς είναι;
-      Ευτυχώς ήταν ελαφρύ μας είπαν… τώρα συνήλθε, κάνει και πλεχτοθεραπεία για να εξασκεί το μυαλό της με το μέτρημα στους πόντους.
-      Πλεχτοθεραπεία;
-      Ναι και σας στέλνει αυτό το δέμα, για τον εγγονό της λέει.

Ένα γαλάζιο ζακετάκι κι ένα σημείωμα:
«Να του το φοράτε να μην κρυώνει.
Η γιαγιά Μαριάννα»
Το ζακετάκι αυτό είχε την τιμή να συμμετέχει στον 9ο κύκλο του 
«Παίζοντας με τις λέξεις», στο μπλογκ της Μαρίας-mytripsblog. Eυχαριστώ πολύ την οικοδέσποινα και όλους τους φίλους που συνταξίδεψαν, διάβασαν και αξιολόγησαν τις 18 υπέροχες συμμετοχές κι αυτού του κύκλου.
Η ιστορία πλέχτηκε ειδικά για το παιχνίδι και δεν είναι παρά μια μικρή υπενθύμιση πως ο ρατσισμός και η απόρριψη, είναι πρωτίστως οικογενειακή μας υπόθεση. Όπως κι ο φόβος και η προκατάληψη προς κάθε τι διαφορετικό που ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια της «κανονικότητας» που εμείς έχουμε ορίσει.