Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρονογράφημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Next?

 


Χτες το βράδυ η γιαγιά ανέβασε πυρετό. Ήταν από μέρες άρρωστη και ήθελε νοσηλεία, αλλά ο γιατρός της μας είπε να το ξεχάσουμε για δημόσιο νοσοκομείο. «Αν δεν έχει ιδιωτική ασφάλεια, είναι πιο ασφαλές να την έχετε σπίτι. Τουλάχιστον θα έχει ένα κρεββάτι να κοιμάται, αντί να την πετάξουν σ’ ένα ράντσο», μας είπε επί λέξει. Η μαμά επέμενε ότι χρειάζεται ενδοφλέβια αντιβίωση και έναν εξειδικευμένο γιατρό να την περιθάλψει. Ο οικογενειακός μας γιατρός δεν της απάντησε, μόνο κούνησε μ’ ένα συμπονετικό μειδίαμα το κεφάλι του. «Εξειδικευμένο γιατρό… ενδοφλέβια αγωγή… μα πού ζούνε αυτοί οι άνθρωποι;» μονολογούσε καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει.

Είχε πάρει να σουρουπώνει όταν καλέσαμε το ασθενοφόρο. «Μη χάνουμε άλλο χρόνο… ψήνεται στον πυρετό», φώναζε πανικόβλητη η μαμά, καθώς έπαιρνε με τρεμάμενα χέρια τις Πρώτες Βοήθειες. Πέρασαν τρεις ώρες περίπου μέχρι ν’ ακούσουμε τη σειρήνα στο δρόμο. Η γιαγιά δεν είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον και η ανάσα της ολοένα και βάραινε. Η μαμά έπαιρνε και ξανάπαιρνε το 166 και η απάντηση ήταν η ίδια. «Έχουμε τρία επείγοντα περιστατικά με παιδάκια και μία έγκυο. Αμέσως μετά, θα κινηθούμε προς εσάς». Καημένη γιαγιά! Σ’ αυτή την ηλικία, να θέλεις και ασθενοφόρα! Αντί να κάτσεις ήσυχα-ήσυχα να πεθάνεις στη γωνιά σου, θες κι εσύ μεγαλεία! Εξαιτίας σου βουλιάζουν τα δημόσια ταμεία. Εσύ, και κάτι ασυνείδητοι καρκινοπαθείς, οδηγείτε την οικονομία μας στα βράχια!

Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση, ίσως ο μπαμπάς που δεν άντεχε αυτή τη βασανιστική αναμονή. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, ενημερωθήκαμε απ’ τα δελτία ειδήσεων πως η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και πως συντελείται επανάσταση στον χώρο της υγείας με καινοτόμες παρεμβάσεις στα νοσοκομεία και ριζικές ανακαινίσεις στα κέντρα υγείας. Όταν ακούστηκε η φωνή του πρωθυπουργού να δηλώνει στις κάμερες: “Βήμα-βήμα χτίζουμε το νέο Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο έχουμε οραματιστεί και το οποίο αξίζουν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες», η γιαγιά έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό που κλιμακώθηκε σε βογκητό. Τυχαίο θα πρέπει να ήταν, γιατί όπως είπαμε, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ούτε η γιαγιά, ούτε κι ο πρωθυπουργός.

Η επόμενη είδηση αφορούσε την ‘επανάσταση’ στο χώρο της παιδείας. «Έρχεται το ψηφιακό σχολείο!» αναφώνησε με στόμφο η εκφωνήτρια. Η γιαγιά ξαναβόγκηξε. Η μαμά βογκούσε στο τηλέφωνο: «Έρχεται το ασθενοφόρο, γαμώ την τρέλα μου; ΤΗΝ ΧΑΝΟΥΜΕ, ΣΑΣ ΛΕΩ!...». Η φωνή απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου, βογκούσε κι αυτή. Κάτι για υποστελέχωση της υπηρεσίας, κάτι για σωματική και ψυχική εξάντληση των πληρωμάτων, κάτι άλλα για ασθενοφόρα-σαράβαλα που μένουν παροπλισμένα λόγω βλάβης και διάφορα άλλα δυσνόητα… Στο τέλος, την ρώτησε απελπισμένος: «Δεν σας βρίσκεται κανένα αγροτικό με καρότσα, να την πάτε μόνοι σας;»

Έχουν περάσει δυο μερόνυχτα απ’ αυτό το βράδυ και η γιαγιά είναι αποθηκευμένη σ’ ένα ράντσο κάποιου διαδρόμου, στο βάθος κάποιου νοσοκομείου. Πλάι της είναι μια σακούλα με τα αναλώσιμα υλικά που μας είπαν ν’ αγοράσουμε, μια αλλαξιά σεντόνια, οι εικονίτσες της και οι τελευταίες εξετάσεις της για να τις δει ο γιατρός που, κάποιαν απροσδιόριστη στιγμή, θα περνούσε. Τα ρυτιδιασμένα χεράκια της έχουν γίνει μπλαβί απ’ τα πολλά τρυπήματα. Ο φλεβοκαθετήρας που ο νοσηλευτής παιδευόταν επί ώρα να της βάλει, ήταν απ’ τα χειρίστης ποιότητας υλικά που υπάρχουν -ακόμα- διαθέσιμα στα νοσοκομεία. «Να λέτε και δόξα τω Θεώ που τον βρήκαμε κι αυτόν! Κινέζικος-ξεκινέζικος, τη δουλίτσα του θα την κάνει!»

Από μια ανοιγμένη τηλεόραση κάποιου θαλάμου, ακούγονται τα νέα απ’ τη Γάζα και τα ρημαγμένα νοσοκομεία της. Αίμα παντού. Η γιαγιά συνεχίζει να μην έχει επαφή με το περιβάλλον. Απ’ τη φλεβίτσα της πετάγεται αίμα. Ο καθετήρας έσπασε. Ταυτόχρονα, μια ρουκέτα σκάει στο κτίριο που κάποτε ήταν νοσοκομείο. Παιδιά ουρλιάζουν αιμόφυρτα, μανάδες τραβάνε τα μαλλιά τους με απόγνωση, ακούγονται μονάχα σφυριχτά από βόμβες που σκάνε τριγύρω, η μαμά κλαίει με αναφιλητά, ανακατεύονται τα δάκρυα και γίνονται χείμαρρος, τι να πρωτοκλάψεις ετούτες τις ώρες, οι ηγέτες διαπραγματεύονται -λέει η εκφωνήτρια- μια νοσηλεύτρια τρέχει σαν παλαβή από θάλαμο σε θάλαμο με τρύπια γάντια και πρησμένα πόδια, η γιαγιά καρφώνει το βλέμμα της στο λεκιασμένο ταβάνι, μυρίζει αίμα και βρωμιά ο διάδρομος… απ’ έξω ακούγονται διαδηλώσεις, οι κρότοι των δακρυγόνων μπλέκονται με τις βόμβες των Ισραηλινών, ένας υπουργός πανηγυρίζει για τα απογευματινά χειρουργεία κι ένα αόρατο χέρι αγγίζει τρυφερά το δικό της. Ούτε μια στιγμούλα δεν χρειάστηκε. Τόσο κράτησε το πέρασμά της στην αιωνιότητα. Ευτυχώς ο Θεός που, πάντα, η γιαγιά πίστευε, ήταν φιλεύσπλαχνος μαζί της. Δεν της άξιζε άλλη κόλαση.

Ή όπως θα το έλεγαν οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη γλώσσα τους: «Το κοντέρ της μηδενίστηκε. Next?»

[Η φωτογραφία προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στον δημιουργό της]

 

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

"Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία" [*]

 


Διημεράκι χαλάρωσης με κολλητούς, στην έρημο της Σίβα. Όλα τα έξοδα κερασμένα. Απευθείας μεταφορά & υπερπολυτελές ξενοδοχείο με κόστος διανυκτέρευσης όσο δύο μηνιάτικα στη χώρα των Τεμπών και του Όλιβερ.

Και κάπου εκεί στο βάθος, βρίσκεται ένας καρκινοπαθής σε λίστα αναμονής, μια οικογένεια που μετράει τα ψιλά της για να χορτάσει με τέσσερα τοστάκια, ένας ανάπηρος συνταξιούχος που τα funds τον πέταξαν στο δρόμο, μια έγκυος γυναίκα που έχασε το παιδί της γιατί δεν υπήρχε διαθέσιμο εναέριο μέσο να τη μεταφέρει εγκαίρως στην Αθήνα, ένα 12χρονο κορίτσι που κακοποιήθηκε κατ’ επανάληψη απ’ τους καθωσπρέπει στυλοβάτες της κοινωνίας μας, αυτούς με τις αγιαστούρες και την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι… και κάτι άλλα παιδιά που είναι καθημερινά στους δρόμους και δέρνονται αλύπητα γιατί διεκδικούν το αυτονόητο. Να ζήσουν με αξιοπρέπεια, να σπουδάσουν και να στήσουν τη ζωή τους σ’ αυτή τη ρημαδοχώρα που καταγράφει -και επίσημα- ρεκόρ μειωμένων γεννήσεων.

«Δεν κάνουμε λάθη, απλά χαρούμενα μικρά ατυχήματα», ήταν η αγαπημένη φράση του συμπαθέστατου Μπομπ Ρος. Πάνω στα «χαρούμενα συννεφάκια» που συνήθιζε να ζωγραφίζει, κάποιοι χαλαρώνουν αμέριμνοι και τρώνε απ’ τους κόπους των άλλων.

Κι άλλοι πάλι μετρούν απώλειες κι ορκίζονται δικαίωση, τραγουδώντας τους στίχους του αλησμόνητου Μάνου: “Ποιος είναι ο φονιάς και ποιος δικάζει / ποιος λιγοστεύει τ’ άνθος απ’ τη γη;»



[*] Ο τίτλος είναι στίχος απ’ το ποίημα του Μάνου Ελευθερίου για τον άγριο θάνατο του 20χρονου φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη (Μάρτης του 2015). Ατιμώρητο (κι αυτό) το έγκλημα…

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Καλοκαίρι μόνον κατόπιν ρεζερβέ

 



Όταν τα καλοκαίρια μας δεν τα λέγαμε «σεζόν».

Όταν οι παραλίες μας δεν ήταν “οργανωμένες” και δεν χρειαζόταν παρά μια ψάθα και μια φθαρμένη πετσέτα για ν’ απολαύσουμε θάλασσα και ήλιο.

Όταν δεν μας σέρβιραν στις ξαπλώστρες ανήλικα παιδιά, εξοντωμένα απ’ την ολοήμερη ορθοστασία στο λιοπύρι.

Όταν δεν υπήρχαν τόσα πεντάστερα ξενοδοχεία με χλιδάτες παροχές, που προσφέρουν όμως ως διαμονή στους υπαλλήλους τους μια υγρή τρώγλη που ίσα ίσα χωράει μια κουκέτα. Για να εντοιχιστούν 2 άτομα, μην πάει χαμένη τόση άπλα…

Όταν υπήρχε στοιχειώδες ωράριο, ρεπό και ελεύθερος χρόνος, για να νιώσεις άνθρωπος κι όχι ρομπότ μαζικής παραγωγής στη βιομηχανία του Greek Summer.

Όταν η Ελλάδα ήταν ονειρεμένο ταξίδι για τους ξένους κι όχι φτηνός προορισμός με δουλοπρεπείς και φοβισμένους πολίτες που σκύβουν πρόθυμα την πλάτη για ένα γερό μπαξίσι.

Όταν δεν είχαν αδειάσει ακόμα τα χωριά και τα νησιά από νέους που περιμάζεψαν οικονομίες κι ελπίδες και μετανάστευσαν. Για να έρθουν ίσως κι αυτοί, μετά από χρόνια, ως τουρίστες στον τόπο τους. Και να μακαρίζουν την τύχη τους που έφυγαν εγκαίρως και γλύτωσαν απ’ αυτά που τους περιγράφουν οι φίλοι τους που έμειναν πίσω. «Ένα διαρκές άγχος, φίλε, να βγάλω κι αυτή τη σεζόν και να μπω στο ταμείο το χειμώνα. Αν τη βγάλω καθαρή βέβαια, γιατί έχω γεμίσει αυτοάνοσα απ’ την πρέσα».

Όταν τα καλοκαίρια μας είχαν ακόμα ελεύθερο χώρο, χρόνο και ευκαιρίες. Κι όταν υπήρχαν γιαγιάδες που φύτευαν λουλούδια και κηπευτικά στους παλιούς τενεκέδες από λάδι. Ή έπλεκαν συντροφιά στα πλατύσκαλα τα περίτεχνα σεμεδάκια τους. Εκεί άλλωστε χτυπούσε η καρδιά του τουρισμού. Αυτές οι γιαγιάδες έγιναν καρτ ποστάλ στις διαφημιστικές μας καμπάνιες στο εξωτερικό. Εκεί θα ανατρέχουμε όσο υπάρχουν ακόμα αυτές οι εικόνες. Ποιος διαφημιστής άλλωστε θα διάλεγε για ρεκλάμα μια φωτογραφία με ομοιόμορφες στρατιές από ξαπλώστρες που θυμίζουν υπαίθριο αναρρωτήριο; Ή μια πλημμυρισμένη από βοθρολύματα προκυμαία που κάποτε φημιζόταν για τους ανεμόμυλους και τα κάτασπρα εκκλησάκια της;

Να ρίχνετε τις ματιές σας σ’ αυτές τις αυλίτσες, όσο τις έχουμε ακόμα, και δεν έχει περάσει από πάνω τους ο οδοστρωτήρας του νεοφιλελευθερισμού.

ΥΓ. Χτες στο σούπερ μάρκετ ένας νεαρός που ήταν στο ταμείο, έπιανε τη μέση του κι έδειχνε πως υπέφερε. Με είδε που τον είδα κι από ενοχή ή ανάγκη, μου ψιθύρισε: “Φοιτητής είμαι και κάνω δύο δουλειές για να μπορώ να πληρώνω το νοίκι μου… αλλά αυτή η μέση μου μ’ έχει ταράξει… συγγνώμη που σας ζαλίζω, αλλά ήθελα κάπου να το πω…»

Αφιερωμένο στον κύριοΆδωνη, με την ελπίδα να μάθει κάποτε αριθμητική της Α’ δημοτικού. Υπουργός πράμα!...

(η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Ε Κ Κ Ε Ν Ω C T E ✚

 


−Να τους πεις ότι πάντα είχαμε φωτιές και θα συνεχίσουμε σταθερά να έχουμε. Και κοίτα, μη σου πάρουν τον αέρα, με τσαμπουκά θα μιλάς, κι αν σε ζορίσουν πολύ, πέτα τους κανένα σουρεαλιστικό που δεν θα το καταλάβει κανείς τους.

−Σαν τι δηλαδή;

−Βάλε λίγη “κοσμογονία στην πυροπροστασία”, θα το θυμάσαι αυτό;… μπα… χλωμό το κόβω, σημείωσέ το στη φούχτα σου, μη πεις τίποτ’ άλλο που δεν πρέπει. Και προς Θεού, μη ξεχάσεις την “κουλτούρα εκκενώσεων” και πως φέτος είμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι για τις φωτιές.

−Θα φάμε ξύλο, Πρόεδρε.

−Τι φοβάσαι ρε, δυο μέτρα ντερέκι πράμα; Έτσι να κάνεις με τις χερούκλες σου, θα χεστούν πάνω τους. Σιγά μη φοβηθείς εσύ! Ο γίγας της βουλής!

−Μια που το ΄φερε η κουβέντα, Πρόεδρε… Δεν πάμε να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί απ’ το πρωί είμαι με δέκα αβγοφέτες και πέντ’ έξι παν κέικς.

−Nα πάμε, αλλά ποια κουβέντα το ’φερε;

−Οι γίγαντες που είπες. Έχει ανοίξει ένα ασιατικό στα βόρεια και σερβίρει το πιο άπαιχτο σούσι.

−Τι σχέση έχει το σούσι με τους γίγαντες;

−Όποια σχέση έχω εγώ με την κλιματική κρίση και την προστασία του πολίτη.

−Αυτός είσαι! Προχώρα, κι αν ζορίσουν τα πράματα, να θυμάσαι την αποστομωτική ατάκα που λέμε όλοι.

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει ένα πολύ μεθοδικό σχεδιασμό για την αντιπυτιριδική προστασία”.

−Άσ’ το καλύτερα, μη μας κάψεις περισσότερο. Πες κάτι μίνιμαλ, δίχως πολυσύλλαβες λέξεις.

−Τι είναι πολυσύλλαβες;

−Πώς λέμε “καραβιδόψυχα”; Ή το άλλο, “καβουροδαγκάνες”; Γκέγκε;

−Άσε, το ’χω, Πρόεδρε: “Αστακομακαρανάδα, καπαρομηλόπιτα, παπαρδέλες με πάπια βιολογικής εκτροφής, φύκια κόμπου με καρπάτσιο ξιφία…”

−Ρε ψηλέ, συγκεντρώσου! “Θα δώσουμε τάχιστα αποζημιώσεις στους πληγέντες”. Πες μόνο αυτό. Θα το θυμάσαι;

−Να μη σώσω να ξαναφάω νιγκίρι, Πρόεδρε! Που πιο ιερό όρκο, δεν έχω.

−Για πες το να δούμε.

−Πέστο τζενοβέζε με μπουρίτο, έχεις δοκιμάσει; Μια που το ’φερε η κουβέντα ρωτάω.

−Τα πορτσίνι μου μέσα!  Λοιπόν, θα πεις κάτι εύκολο, γρήγορο και που δεν παραπέμπει σε φαγιά. “Η κλιματική κρίση φταίει”.

−Αχ, τα κληματόφυλλα! Τι ωραίος μεζές! Το ήξερες εσύ, Πρόεδρε, ότι δεν είναι μόνο για ντολμάδες; Μπορούμε να τυλίξουμε ό,τι θέλουμε. Από κρέατα μέχρι μαλάκια οστρακόδερμα.

❶ ❶ ❷

«Δύσκολη μέρα κι η σημερινή». Πες αυτό που φοριέται σε όλες τις περιστάσεις και, για φιλοδώρημα, άφησε λίγη ελπίδα για αποζημιώσεις. Καλοφάγωτα τα οικόπεδα και καλοστέριωτες οι λαμαρίνες που θα φυτρώσουν στα καμένα. Κι αν κάτι ταράξει τον αμέριμνο ύπνο σου στο ασφαλές σπιτικό σου, θα είναι ίσως μια κραυγή απ’ το υπερπέραν. Ένα κουτάβι που κάηκε ζωντανό ή ένας άνθρωπος που λύγισε καθώς αποχαιρετούσε το σπιτικό του με όλα του τα υπάρχοντα παραχωμένα βιαστικά σε μια πλαστική σακούλα.

Έχεις ακούσει το “κρακ” που κάνει η καρδιά ενός ανθρώπου τη στιγμή που καταρρέει; 112 παλμοί το λεπτό. Τόσο όσο χρειάζεται για να σταλεί ένα sms. Ή καλύτερα, για να κάνεις φλαμπέ με ούζο, όποιο μαλάκιο σού ταιριάζει περισσότερο.

[η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ' το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της]

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Συμβουλές ενός γάτου

 

Πρόκειται για έναν γάτο κοινό, γέρο, και με εμφάνιση συνοικιακού μπακάλη. Δεν έχει τίποτα το εξωτικό, τίποτα από Σιάμ ή Περσία στο παθητικό του. Τα μουστάκια του αρχίζουνε να παίρνουνε το δρόμο των γηρατειών. Οσμίζεται ακόμη τα μικρά, τρυφερά ποντίκια, αλλά είναι ζήτημα αν μπορεί πια να παίζει μαζί τους.

Τις νύχτες, επάνω στα πυρωμένα κεραμίδια, μαζεύει ολόκληρον ένα λόχο από νεαρούς, άπειρους γάτους, και τους κάνει ένα είδος φροντιστηρίου. Έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της πείρας. Ξέρει πολλά.

–   Παιδιά μου, τους λέει, ένας κοινός γάτος όπως εμείς δεν έχει και μεγάλες πιθανότητες ν’ αναδειχθεί στη ζωή. Θα τρέφεται πάντα με τ’ αποφάγια των ανθρώπων, και μόνο αν είναι πολύ τυχερός θα πετύχει κάποια γεροντοκόρη που να τον ταΐζει μπομπόνια. Κι αυτό θα διαρκέσει όσο η γούνα του είναι γυαλιστερή και ωραία. Να είστε βέβαιοι ότι μόλις αρχίσει να μαδάει, θα χάσει όλες τις εύνοιες, που θα δοθούν σε κάποιον άλλο γάτο.



–   Μάλιστα, συμφωνούν ειρωνικά οι νεαροί.

–   Παιδιά μου, τα καλά φαγητά τα τρώνε συνήθως οι άνθρωποι. Ψάρι άλφα ποιότητος δεν πρόκειται να γευθείτε ποτέ, εκτός κι αν αποφασίσετε να το κλέψετε. Η κλοπή, παιδιά μου, δεν είναι αμάρτημα. Αμάρτημα είναι η ανακάλυψη του κλέφτη. Αυτό που σας λέω, είναι μια σπαρτιατική συμβουλή.



Αν καταφέρνετε να ’σαστε τόσο καπάτσοι, ώστε να κλέβετε χωρίς να σας παίρνουνε μυρωδιά, να είστε βέβαιοι ότι θα περάσετε μια ζωή χαρισάμενη, τιμώμενοι και φθονούμενοι από όλους τους άλλους γάτους του κύκλου σας. Να κλέβετε, παιδιά μου, αλλά πολύ ελαφριά, πολύ έξυπνα, και όχι ψιλόψαρα. Όχι μαρίδες και γόπες. Όποιος κλέβει τέτοια είδη, κακοχαρακτηρίζεται και χάνει την καλή του φήμη. Μπαρμπούνια, λιθρίνια, τσιπούρες. Αυτά είναι που θα σας ανεβάσουν στην εκτίμηση του κοινού.

 


Ήταν μια ορεκτική συμβουλή που άρεσε σ’ όλους.

–   Με τις γατούλες, παιδιά μου, να είσαστε τρυφεροί και περιποιητικοί, όχι όμως να σας παίρνουν και τον αέρα. Αυτό που κάνετε και διαλαλείτε τους έρωτές σας με ηχηρά νιαουρίσματα, είναι μια καλή πολιτική. Όποιος έχει πολλούς έρωτες, κατακρίνεται από την κοινή γνώμη μόνο και μόνο γιατί η κοινή γνώμη τον ζηλεύει. Κατά βάθος, η κοινή γνώμη πολύ θα επιθυμούσε να ’χει κι αυτή έρωτες. Επειδή όμως δεν τα καταφέρνει, το ρίχνει στην ηθικολογία, λέξη με την οποία έχει βαφτίσει την κακοήθειά της.

Έκανε μια μικρή παύση γεμάτη σκέψεις.

–   Μπορείτε να χαρίζετε μικροπράματα στις γατούλες. Κάτι πρέπει να τρώνε κι αυτές από τα κλεμμένα. Αν το ξέρουνε ότι είναι κλεμμένα, δεν είναι ανάγκη να τους το λέτε κιόλας. Οι γατούλες δεν ενδιαφέρονται από πού τα έχεις, αλλά αν έχεις. Και μακριά από γούνες. Αν αρχίσετε να τους παίρνετε γούνες, δε θ’ αργήσει η ημέρα που θα αποπειραθούν να μαδήσουν και τη δική σας…



Ήταν ένα γάτος κοινός, γέρος, και γεμάτος πείρα απ’ τη ζωή.

 

*** Νίκος Τσιφόρος ***  Ο πρώτος Τσιφόρος των εκδόσεων Ερμής

[Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το pinterest και ανήκουν στους δημιουργούς τους]

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023

Δώσε πόνο, Πρόεδρε!


Ήταν στην εκπνοή του 2011, την αξέχαστη εποχή που οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν καθημερινά απ’ την απελπισία τους και το κέντρο είχε πλημμυρίσει από άστεγες οικογένειες. Επισκεπτόμασταν τακτικά τον ξενώνα αστέγων της ΜΚΟ ΚΛΙΜΑΚΑ στον Κεραμεικό. Εκεί είχαμε γνωρίσει πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους που απ’ τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκαν στο δρόμο, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους σε μια πλαστική σακούλα και τα απομεινάρια της αξιοπρέπειάς τους να εξανεμίζονται με γοργούς ρυθμούς. Δεν θα ξεχάσω μια δράση που είχαμε κάνει με συναδέρφους μου στον ξενώνα, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη. Αφού τακτοποιήσαμε στην αποθήκη τους διάφορα είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που είχαμε συγκεντρώσει, στρώσαμε τα τραπεζάκια που υπήρχαν στο μικρό κήπο τους για να φάμε όλοι μαζί συντροφιά. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα συνεργείο του BBC που έκανε ρεπορτάζ, όπως μάθαμε αργότερα, για τη φτωχοποίηση της κοινωνίας, απόρροια των μνημονίων και των επιλογών της τότε πολιτικής ηγεσίας. Οι εικόνες απ’ τις συνθήκες διαβίωσης των αστέγων, εκτός απ’ την προβολή της Οργάνωσης -που ίσως και να είχε νόημα και να ενεργοποιούσε την αλληλεγγύη και τη στήριξη των προσπαθειών της-, ήταν ένα χαρακτηριστικό δείγμα της όλης εικόνας. Φτώχεια, περιθωριοποίηση, εξαθλίωση, φόβος, τέλμα.

Είχαν επιλέξει -όχι τυχαία- την ώρα του γεύματος. Δεν θα ξεχάσω την κάμερα του ξένου δημοσιογράφου που έκανε ζουμ στις μερίδες φαγητού και στο χέρι ενός εκ των αστέγων που τσιμπολογούσε με αμηχανία το φαγητό στο κεσεδάκι. Ο δημοσιογράφος εστίαζε με δραματικό τόνο στην πρόσκαιρη ανακούφιση της πείνας ενός αδύναμου συνανθρώπου. Δεν θα ξεχάσω τη ντροπή που ένιωσαν κάποιοι. Παράτησαν σύξυλο το τραπέζι κι έψαχναν γωνιά να κρυφτούν. Δεν θα ξεχάσω επίσης, τα αγανακτισμένα σχόλια μικρής μερίδας συναδέρφων που απορούσαν «Μα γιατί δεν τρώνε το φαΐ τους αφού πεινάνε;»

«Δεν είμαστε κρέας ούτε θέαμα για τις κάμερες. Είμαστε άνθρωποι σαν κι εσάς. Μέχρι χτες δούλευα και ήθελα λίγα χρόνια για να βγω στη σύνταξη. Με πετάξανε στο δρόμο, ούτε τα υπάρχοντά μου δεν μ’ αφήσανε να πάρω. Δεν θέλω να με δουν τα παιδιά μου σ’ αυτό το χάλι. Η ντροπή είναι που με σκοτώνει κι όχι το παγκάκι και η ανέχεια». Ήταν μερικές απ’ τις κουβέντες που μοιράστηκαν μαζί μου, όσοι είχαν το κουράγιο ν’ ανοιχτούν μετά απ’ αυτήν την εισβολή στο χώρο τους. Δεν θα ξεχάσω τον Λέοντα, μια ευγενική φυσιογνωμία, έναν καλλιεργημένο αγιογράφο και πνευματικό άνθρωπο που πρωτοστατούσε στις δράσεις του ξενώνα με τα έργα και τις ιδέες του. Δεν θα ξεχάσω την οδύνη όταν διάβασα, μετά από καιρό, πως “έφυγε” από απροσδόκητο πρόβλημα υγείας. Πόσο απροσδόκητος είναι άραγε  ο σωματικός θάνατος, όταν έχει ρημαχτεί ήδη η ψυχή του ανθρώπου;

Mε αφορμή το κατάπτυστο βιντεάκι με τον άστεγο που ο φιλεύσπλαχνος ηγέτης τον σπίτωσε τελικά, με αφορμή εκείνο το καρέ που του ψήνει καφεδάκι (με βάση τη γλώσσα του σώματος, αμφιβάλλω αν ο αποστειρωμένος επισκέπτης άγγιξε καν το φλιτζάνι) και με αφορμή την απάνθρωπη μεταχείριση των ευάλωτων, όταν είναι να μαζέψουν μερικές ψήφους ευκολόπιστων τηλεθεατών…

Μ’ αυτές τις αφορμές και με άλλες τόσες, θα ήθελα να κάνω μια μικρή σκηνοθετική παρατήρηση για το γύρισμα της μελό ταινιούλας. Εκείνο το άθλιο σκουριασμένο παραθυράκι του φωταγωγού που είχε πίσω του ο ατσαλάκωτος χορηγός του άστεγου, δεν έπρεπε να το διαλέξουν ως φόντο.

Όταν κάνεις γύρισμα περί αστεγίας και στην τσέπη σου έχεις τα κλειδιά του σπιτιού σου, δεν το βάζεις αυτό.

Κι όταν μιλάς σ’ έναν άστεγο, είναι σαν να προσκυνάς ένα εικόνισμα. Θέλει ταπεινότητα, το κεφάλι χαμηλωμένο και κυρίως όχι κάμερες. Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος.

 

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

«Ουαί υμίν»

 


Θα μπορούσε να ήταν ένα κοινωνικό πείραμα. Aνήμερα του Αγίου Πνεύματος, στον προαύλιο χώρο μεγάλης και πολυτελούς ενορίας. Στο εσωτερικό γίνεται το αδιαχώρητο. Κοσμοσυρροή και γύρω απ’ το εξωτερικό μανουάλι του ναού, μια  μεγάλη μεταλλική κατασκευή με άμμο και στρογγυλές υποδοχές για τις λαμπάδες. Κυρίες με σφιχτοπιασμένους κότσους δεν προλαβαίνουν να τσιτσιρίζουν αρμαθιές κεριά στο σκουρόχρωμο ζουμί για ν’ ανοίξουν χώρο. Στο εξωτερικό πωλητήριο κεριών -το επίσημο, της εκκλησίας δηλαδή- σχηματίζεται ουρά από πιστούς που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Ανάμεσα στο πλήθος περιφέρονται νεαρές μανάδες και κοριτσάκια Ρομά που πουλάνε κεριά. «Πάρτε ένα κεράκι κι από ‘μένα, καλέ κυρία». Οι κυρίες ρίχνουν υποτιμητικές ματιές στ’ απλωμένα χέρια και παραμερίζουν ενοχλημένες. Κάποιες είναι και συνοφρυωμένες, λες και ήρθαν σ’ επαφή με κάτι μιαρό και παράταιρο απ’ την αισθητική τους.

Με την αρχική πρόθεση να γλυτώσω την αναμονή, αλλά και με την πεποίθηση πως η Αγία Τριάδα θα συνηγορούσε αναφανδόν να της ανάψω ένα κεράκι «μη επώνυμο», αλλά προερχόμενο απ’ την πραμάτεια ενός φτωχού κοριτσιού, την πλησίασα και της έδωσα λίγα κέρματα. Το κορίτσι πισωπάτησε τρομαγμένο. Τόσα παρακάλια που δεν συγκινούσαν κανέναν, παραξενεύτηκε μόλις με είδε ξαφνικά μπροστά της. Πήρε τα κέρματα και μου είπε συγκινημένο: «Πάρτε κι άλλα». «Μου φτάνουν αυτά», της αποκρίθηκα. Γυρνώντας για να πάω στην ουρά προς το μανουάλι, ακούω μια νεαρή κυρία να ρωτάει: «Πού πουλάνε κεριά;». Σύσσωμο το σώμα των πιστών, της υπέδειξε την παραπλήσια ουρά του επίσημου πωλητηρίου της εκκλησίας.  

«Γιατί δεν παίρνετε απ’ το κοριτσάκι που είναι πλάι σας; Κερί είναι κι αυτό. Και πιο ιερό μάλιστα». Το στιγμιαίο αντανακλαστικό της ήταν να στραφεί προς το κορίτσι. Εντελώς στιγμιαίο όμως. Επανήλθε γρήγορα στις εκκλησιαστικές της ρυθμίσεις. Ξεχώρισε στο πλήθος  το περιφερόμενο κορίτσι μ’ ένα μάτσο κεριά στα χέρια της, το σκανάρισε από πάνω ως κάτω και γύρισε προς το μέρος μου: «Μα αυτά δεν είναι της εκκλησίας». Διέκρινα στο πλήθος κάποια καλοχτενισμένα κεφάλια να ανεβοκατεβαίνουν, επαινώντας  την ηρωική στάση της. Εννοείται ότι η εν λόγω κυρία προσευχήθηκε στην ιερή εικόνα, με το επίσημο, αυθεντικό κερί της εκκλησίας,  πεπεισμένη πως έπραξε το χριστιανικό της καθήκον στο έπακρον.

Θα μπορούσε να ήταν ένα κοινωνικό πείραμα. Δεν ήταν όμως. Ήταν μια εντελώς αυθόρμητη και αυθεντική στιγμή που ανέδειξε τα κοινωνικά αντανακλαστικά μιας ομάδας ανθρώπων. Η τυφλή υποταγή στη συνήθεια και στο εκκλησιαστικό πρωτόκολλο είναι ανυπέρβλητα. Ακόμα κι αν στην άλλη μεριά της ζυγαριάς, είναι ένας ανήμπορος, ένας σακάτης ή ένα μικρό παιδί.

Καθόλου δεν θα με χάλαγε αν σηκωνόταν ξαφνικά ένας ανεμοστρόβιλος και μας έπαιρνε όλους παραμάζωμα. Ράσα, καντήλες, μεγαλόσταυρους, μάρμαρα, μανουάλια, εικόνες, κεριά αυθεντικά και κομποσκοίνια διαβασμένα στο κελί μιας ιεράς μονής (είχε κι απ’ αυτά). Να έδινε ένα σήμα  πως μας βαρέθηκε και μας σιχάθηκε η ψυχή Του…

Από μακριά, το κορίτσι με χαιρέτησε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο και χάθηκε ανάμεσα στο ιερό ποίμνιο.

Βαλτό ήταν;

------------------------------------------------------------------------------

(η φωτογραφία είναι τυχαία απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

«Μαμά κοιμήσου γιατί θ’ αργήσω» [*]


Για όσους εργάζονται σε πολυεθνικές, ο σικάτος όρος “Outsourcing” είναι πασίγνωστος, αφού εφαρμόζεται εδώ και πολλά χρόνια. Αόρατοι υπάλληλοι που, αν και εργάζονται για μια εταιρεία, δεν ανήκουν σ’ αυτήν, αλλά σ’ έναν υπεργολάβο που αναλαμβάνει τη βρώμικη δουλειά. Συμβάσεις, μισθούς, ένσημα, και όλα τα συμπαραμαρτούντα. Οι υπάλληλοι-πασπαρτού σαφώς και μετακινούνται από εταιρεία σε εταιρεία, ανάλογα με τις ανάγκες των πελατών, αλλά και για να αποφεύγεται η πολύχρονη παραμονή τους σε μια θέση που θα τους παρείχε εμπειρία, εξειδίκευση, άρα και διεκδίκηση για καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής είναι να θησαυρίζουν «εταιρείες-μεσάζοντες» που παράγουν «αέρα κοπανιστό» και που συνήθως ανήκουν σε μια πυραμίδα ξένων ομίλων. Οι όμιλοι αυτοί και τα παρακλάδια τους διαθέτουν κομψές επωνυμίες (συνήθως συμπεριλαμβάνεται η λέξη “solutions”) και πιθανότατα θα είναι αυτοί που -ευκαιρίας δοθείσης-  θα σου πλειστηριάσουν το σπίτι.

Και το κυριότερο. Ως "υπάλληλος-πασπαρτού" θα εργαστεί ο γιος σου, η κόρη σου και σίγουρα τα εγγόνια σου. Το πιο αισιόδοξο σενάριο είναι  να έχει έναν καλλιεργημένο προϊστάμενο που δεν θα του κάνει τη ζωή κόλαση, επειδή αυτό ακριβώς τού κάνει και ο δικός του προϊστάμενος. Θα πληρώνεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία και με λιγότερες αποδοχές και μπόνους απ’ τους συναδέρφους του που ανήκουν στο δυναμικό της μαμάς-εταιρείας. Και γενικά η καριέρα του θα είναι σαν αυτή της Ελενίτσας στο φωτογραφείο που εργαζόταν ο αλησμόνητος Βέγγος, στην ταινία «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης». Για το μέτρημα, για να κρατάει τα γράδα ανάμεσα στον επιθυμητό και στον ρεαλιστικό αριθμό απασχολουμένων ενός οργανισμού. Μ’ αυτό τον τρόπο είναι όλοι ευχαριστημένοι, εκτός βέβαια απ’ τον εργαζόμενο.

Όλα αυτά τα ωραία θα συμβούν στο «τυχερό» παιδί που θα επιβιώσει, αφού έχει περάσει όλες τις συμπληγάδες του κράτους. Τυχερό αν χρειαστεί θεραπεία και βρεθεί διαθέσιμος γιατρός και δημόσιο νοσοκομείο. Τυχερό αν τελειώσει αλώβητο το ελληνικό σχολείο και υπάρχει η οικονομική ευχέρεια για φροντιστήριο που θα του εξασφαλίσει μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τυχερό αν δεν το πλακώσουν στο ξύλο σε κάποια πλατεία οι φρουροί της «τάξης»,  ή δεν εκπαραθυρωθεί από κάποιο πανεπιστημιακό περβάζι, ή αν δεν πέσει η οροφή της σχολής που φοιτά. Τυχερό αν δεν πέσει θύμα σωματικής και ψυχολογικής βίας απ’ τα υπεράνω πάσης υποψίας κυκλώματα. Τυχερό αν εκείνη την κακιά ώρα που θα ταξιδέψει με το τραίνο, θα διασχίζει το κομμάτι εκείνο που διαθέτει φωτοσήματα και ο μηχανοδηγός θα είναι κι αυτός τυχερός και δεν θα πάθει κάποιο εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο ενώ είναι στο τιμόνι. Κι αν ο σταθμάρχης δεν έχει κουραστεί να σηκώνει στις πλάτες του την ευθύνη και τις αμαρτίες άλλων. Που διαχρονικά μασούν τους πόρους ενός υγιούς οργανισμού, κι αφού τον καταστήσουν προβληματικό, τον τεμαχίζουν σε μικρά κομμάτια και τον ξεπουλάνε, δίκην εξυγίανσης, σε πρόθυμους ιδιώτες επενδυτές.

Τυχερό αν το πούλμαν που το πάει εκδρομή δεν κοπεί στα δύο, κι αν το μηχανάκι του δεν χτυπηθεί από έναν απρόσεκτο οδηγό, αλλά κι αν ακόμα γίνει αυτό, τυχερό θα είναι αν έρθει εγκαίρως ένα ασθενοφόρο κι αν υπάρχει διαθέσιμος γιατρός στο εφημερεύον. Κι αν βρεθεί και διαθέσιμη κλίνη, θα είναι ο σούπερ τυχερός του τζόκερ.

Τυχερό γενικά, αν καταφέρει να επιβιώσει ως outsoursing πολίτης αυτής της χώρας. Γιατί το headcount της “επιχείρησης” περιλαμβάνει αποκλειστικά τους πορφυρογέννητους και τους εκλεκτούς τους. Κι άντε να εξηγήσεις σ’ αυτή τη δύσμοιρη μάνα που περιμένει ν’ αναγνωρίσει ό,τι σάρκα απόμεινε, πως το παιδί της θα ζούσε σήμερα, αν είχε την τύχη να επιβιβαστεί δυο βαγόνια πιο πίσω…

 


ëΟ τίτλος της ανάρτησης ήταν η τελευταία φράση που είπε στη μητέρα του ο 20χρονος φοιτητής απ’ την Καρδίτσα Αναστάσιος Κουτσόπουλος. Μέχρι στιγμής, παραμένει ανάμεσα στους αγνοούμενους.

ëΟι φωτογραφίες και τα σκίτσα της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

 



Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

“Φιλαράκι, μήπως σου βρίσκεται μια λέξη;”

 

Μας ακούν σήμερα οι στόχοι που βάζουμε και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ξέρουν πως θα μείνουν ανεκπλήρωτοι σ’ ένα συρτάρι για να τους ξεθάψουμε πάλι του χρόνου. Μήπως αντί για στόχους και ευχές, να βάζαμε λέξεις στην καθημερινότητά μας; Αν χρησιμοποιούσαμε εκφράσεις με βασικό συστατικό το «Είμαι» κι όχι το «Έχω»; Να ξεθάβαμε εκείνα τα «Συγγνώμη» μας και να ξοδεύαμε όλα τα «Ευχαριστώ» που αφήσαμε σε αναμονή; Να ξεστριμωχτούμε απ’ τα «Θέλω» και να φρεσκάρουμε τα «Νιώθω» μας;

Μέρα με τη μέρα και πόνο με τον πόνο, να μάθουμε  απ’ την αρχή το αλφαβητάρι του ανθρώπου. Να εντοπίσουμε συναισθήματα, να τα αποτυπώσουμε στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αλλά και στην εξωλεκτική μας επικοινωνία, να τα αποδεχτούμε, να τα κάνουμε δικά μας, να τα κοινωνήσουμε και να τα αγαπήσουμε.  Να αναμετρηθούμε γενναία  και να παραβγούμε μαζί τους, να τα ξεπεράσουμε και να τα ξορκίσουμε. Να τα βιώσουμε.

Οι συνθήκες απαιτούν ρεφενέ καταστάσεις  με ό,τι έχει διαθέσιμο ο καθένας. Ως αφελείς καταναλωτές και συνεπείς τηλεθεατές, καταλήξαμε στο απόλυτο φιάσκο και την απομόνωση. Λέξεις που μας έμαθαν να τις αποφεύγουμε (“Μίζεροι οι πολίτες που διαμαρτύρονται” κατά τον άριστο υπουργό μας), μας περιμένουν υπομονετικά να τις ενεργοποιήσουμε. “Φοβάμαι, ντρέπομαι, μετανιώνω, θυμώνω, κλαίω, αγωνιώ, απελπίζομαι, πεισμώνω,  αντιστέκομαι, συναισθάνομαι, συμπαραστέκομαι, διεκδικώ και αγαπάω την ευθύνη".

Όταν οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεστομίζονται με το χέρι στην καρδιά, βρίσκουν πάντα το στόχο τους. Κι αν εκπαιδευτήκαμε απ’ τους πάσης φύσεως τηλεαστέρες και πολιτικάντηδες να τις χρησιμοποιούμε σαν σφαίρες και να αλληλοσκοτωνόμαστε, ήρθε η εποχή να τις βάλουμε σε σωστή λειτουργία. Μαζί με τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά μας.

Αν μη τι άλλο, το χρωστάμε στα παιδιά μας. Που τα βάλαμε να τρέχουν σαν άλογα κούρσας για να κατακτήσουν την πρωτιά, κι όταν βγαίνουν απ’ αυτή την κρεατομηχανή, τα στέλνουμε μετανάστες εκεί που πηγαίνανε οι γονιοί και οι παππούδες μας. Σπουδαία πρόοδος!

Με το καλό να ξαναβρούμε τις λέξεις της καρδιάς μας. Να χτυπάει από ελπίδα και χαρά κι όχι από φόβο και παραίτηση. Γιατί όπως λέει κι ο μεγάλος μας Ρίτσος: «Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει».

[Photography: Vasilis Protopapas «Σκέψεις»]

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

“Η ΕΛΕΝΙΤΣΑ”

 


Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνον τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του σαρανταδύο.


Ήταν παγωμένη και είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα. Ήταν τόση δα! Ένα λεπτοφυές γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό, που η πείνα, η κακουχία, το κρύο, δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του.

Ένας πολισμάνος τη βρήκε μαζί με τον αδελφό της στο δρόμο και γύρευαν τα κακόμοιρα τα παιδιά αγκαλιασμένα σε μια γωνιά να ζεσταθούνε, ενώ το ξεροβόρι της Αθήνας ξεπάγιαζε και τον πιο καλοντυμένο διαβάτη.

Ναι λοιπόν, ένας πολισμάνος καλός τα λυπήθηκε τα παιδιά και μας τα έφερε στο νοσοκομείο, στη Ριζάρειο, που σ’ αυτό τότε μαζεύανε και φέρνανε όλους όσοι πέφτανε στο δρόμο από την πείνα.

Είπε στην Προϊσταμένη: «Τα βρήκα αγκαλιασμένα να τουρτουρίζουνε μέσα στα κουρέλια, κάτω στο σταθμό του Ηλεκτρικού, και τα πόνεσε η ψυχή μου».

Α, αυτή η Ομόνοια… Είναι αυτή η πλατεία που ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε κείνον το χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που, μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε. Σα να μην είχε πια σκουπίδια ο Πειραιάς για να ψάξουν εκεί να φάνε.

Κι αλήθεια, διηγόνταν οι ίδιοι πως στον Πειραιά, γύρω από ένα ντενεκέ σκουπίδια, γίνονταν αληθινές μάχες, ανάμεσα σε σκύλους, ανθρώπους και παιδιά.

Μα ας είναι. Ας ξανάρθω στην Ελενίτσα, το κοριτσάκι που μας έφεραν στη Ριζάρειο. Στην αρχή λοιπόν, καθώς μας έφερε και δύο άλλα παιδιά ο πολισμάνος, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Όλα τα κρεβάτια ήταν πιασμένα. Στην ανάγκη μάλιστα βάζαμε τα παιδιά πέντε πέντε σε κάθε κρεβάτι, για να μην τ’ αφήσουμε να πεθάνουνε με τέτοιο κρύο έξω στο δρόμο. Τα βάζαμε από τη μια και την άλλη μεριά του κρεβατιού, τα καημένα. Ναι, δεν υπήρχε λοιπόν ούτε μια μικρή θεσούλα για την Ελενίτσα.

Ο πολισμάνος, καλόκαρδος, ικέτευε την Προϊσταμένη. Μα τι να σου κάνει και αυτή; Έλεγε: «Πάρτε τουλάχιστον το κοριτσάκι… Δέστε πώς τρέμει… Είναι άσπρο το προσωπάκι του σαν το πανί… Αφήστε το το αγόρι…»

Αχ, Θεέ μου! συλλογιζόμουν εγώ, που βρισκόμουν κει δα μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή, να, που γίνεται άθελα κανείς και σκληρός τέτοιες εποχές. Το αγόρι τι θα γινότανε; Θα το κατάπινε ασφαλώς ο δρόμος, και κανένα πρωί θα το βρίσκανε κοκαλωμένο από την παγωνιά και την πείνα. Θα το μαζεύανε και θα το ρίχνανε μέσα σ’ αυτό το κάρο, που κάθε πρωί γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και μαζεύει τους πεθαμένους. Και ύστερα, φύρδην μίγδην, παιδιά, γέρους, νέους, πάει και τους αδειάζει σε ένα μεγάλο λάκκο στο νεκροταφείο. Τέτοια τύχη περίμενε το αγόρι.

Ντίνο, λέει, το λέγανε, ήταν ως έντεκα χρονών αγόρι, σκελετωμένο, κι η πείνα το είχε κάνει να μοιάζει με μικρό πίθηκο, όπως άλλωστε μοιάζανε όλα τα πεινασμένα παιδιά, στο τελευταίο στάδιο που μας τα φέρνανε στο νοσοκομείο. Τους φυτρώνανε μάλιστα στο πρόσωπο και κάτι ξανθές τρίχες σαν χνούδι, πότε άσπρες, πότε ξανθές.

Τον Ντίνο όμως κάτι τον ξεχώριζε από τον πίθηκο. Ήταν τα μπλε μεγάλα του μάτια, που, είτε από το κρύο, είτε από άλλο λόγο, μοιάζανε όλο βουρκωμένα. Κοιτάζανε γύρω τον κόσμο, τον κόσμο αυτόν που ήταν όμοια η κόλαση, και βουρκώνανε. Θεέ μου, ήταν να μη βουρκώνουν τα μάτια των παιδιών, όπως και των μεγάλων, απ’ ό,τι γύρω τους βλέπανε;

Ας είναι. Στο πρόσωπο του αγοριού είχαν φυτρώσει αυτές οι περίεργες τρίχες του τελευταίου σταδίου της πείνας, που κάνανε και τους γιατρούς να απορούνε γι’ αυτό. Της Ελενίτσας όμως όχι. Το προσωπάκι της, αντίθετα από τα άλλα παιδιά, είχε γίνει διάφανο, λες και ήταν από φαρφουρί, από πολύτιμη πορσελάνα. Και τα μαλλάκια της, καστανά ανοιχτά, σγουραίνανε και γίνονταν σαν χρυσαφιά μπροστά στο μέτωπο. Τα μάτια της, σκούρα, κοιτάζανε τον κόσμο με εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτή η έκφραση της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, που σου μαχαίρωνε την καρδιά.

Ήταν λοιπόν να σώσουμε ένα από τα δυο παιδιά. Ήταν η κρίσιμη στιγμή ν’ αποφασίσουμε ποιο από τα δυο θα έμενε στο νοσοκομείο. Και τα δύο ήταν εντελώς αδύνατο. Ούτε καν τροφή δεν υπήρχε για ένα παιδί παραπάνω. Δεν έπρεπε λοιπόν να αργοπορήσουμε. Η Προϊσταμένη δέχτηκε την πρόταση του πολισμάνου. «Καλά, είπε, θα κρατήσουμε το κοριτσάκι». Έτσι έμεινε η «Ελενίτσα μας», όπως την έλεγε ο αδελφός της.

Και η Προϊσταμένη άρχισε από καθήκον να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε σε όλα τα παιδιά, όσα είχαν την τύχη – ναι, την τύχη! – να μπούνε στο νοσοκομείο.

«Πόσα παιδιά είστε στο σπίτι σας;»

«Εφτά!... αποκρίθηκε το αγόρι, σαν μεγαλύτερος που μπορούσε να μιλήσει. Η Ελενίτσα μας είναι το μικρότερο, έξι χρονών».

«Από πού ερχόσαστε;»

«Από την Κοκκινιά, στον Πειραιά».

«Μάνα, πατέρα έχετε;»

«Η μάνα μας πρήστηκε από την πείνα και έπεσε στο στρώμα. Ο πατέρας ήταν χτίστης, μα έχει, λένε, πλευρίτη. Βήχει και δε δουλεύει. Τα άλλα παιδιά φύγανε από το σπίτι γιατί πεινούσανε. Καμιά φορά πάλι, πότε πότε, γυρνούνε και πάλι ματαφεύγουνε».

Αυτά είπε το αδέρφι της Ελενίτσας. Και, άμα έκανε να φύγει από το νοσοκομείο, το πιάσανε το κλάματα…  Δεν ήθελε να φύγει, ούτε να χωριστεί από  την Ελενίτσα. Έλεγε κι έκλαιγε: «Πώς να γυρίσω δίχως την Ελενίτσα μας; Εμείς στο σπίτι όλοι την αγαπάμε, γιατί μας κάνει πάντα και γελάμε. Και ποτέ δεν κλαίει, δεν πεινάει. Κάθεται σε μια μεριά, μας κοιτά και σωπαίνει. Η μάνα μας λέει γι’ αυτή πως δεν είναι σαν τ’ άλλα παιδιά. Την τρέφει ο αέρας και η καλή καρδιά».

Αχ ναι, την έτρεφε ο αέρας και η καλή καρδιά. Μα έπεσε αυτή η βαρυχειμωνιά, πρώτη φορά τόσο βαριά για την Αθήνα. Έπεσε και η πείνα και πια δε βάσταξε η Ελενίτσα. Σαν πούπουλο ελαφρύ ήταν το κορμάκι της, σαν πούπουλο στα χέρια μας την ώρα που την πήραμε, να την καθαρίσουμε κάτω στα μπάνια και ύστερα να τη βάλουμε στο κρεβάτι. Έτυχε να βρεθεί ένα μικρό, τόσο δα κρεβατάκι, για πιο μικρό μάλιστα παιδί από την Ελενίτσα. Εκεί τη βάλαμε. Ήταν τόσο μικρό το σωματάκι της! Μα πού να χωρέσει εκεί και ο αδελφός της…

«Θα έρχεσαι να τη βλέπεις κάθε απόγευμα, του είπε η Προϊσταμένη. Μην κλαις… Άμα λίγο δυναμώσει και γίνει καλά, θα την πάρεις μαζί σου».

«Κρατήστε με και μένα», ικέτευσε το αγόρι.

Μα η Προϊσταμένη, για να μην κλάψει κι αυτή (εγώ την ήξερα καλά), έμπηκε τις φωνές: «Σου είπα, φώναξε δυνατά, δεν έχομε θέση! Δεν καταλαβαίνεις που σου μιλώ ελληνικά;»

Έφυγε το αγόρι. Το είδα να στέκεται για πολλή ώρα, έτσι, μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου και να κοιτάζει καταπάνω τα παράθυρα.

Έξω έκανε ένα βοριά δυνατό. Και στριφογυρίζανε οι νιφάδες και χορεύανε έναν αλλόκοτο χορό, που ζαλιζόσουν να τις κοιτάζεις. Τα δέντρα της αυλής βουΐζανε και γέρνανε στον παγωμένο αέρα…

Το αγόρι έμεινε έτσι εκεί για λίγο ακόμα, μα ύστερα, σαν ξαναπέρασα εγώ από το διάδρομο και κοίταξα από το παράθυρο, δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει.

Μας έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα μας με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε και συνήλθε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρά της. Αχ, τι γλυκά παιδιακίσια ματάκια! Αυτά έπρεπε να βλέπουν ανθισμένα λιβάδια, πεταλούδες, πουλιά και λουλούδια. Και όχι να κοιτάνε γύρω τα σκελετωμένα παιδιά μέσα στο θάλαμο, που βογγούσανε, υποφέρανε και πεθαίνανε…

Κοίταξε περίεργα όλο γύρω της η Ελενίτσα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε καλά πού βρισκότανε. Έπειτα κοίταξε κι εμάς τις νοσοκόμες. Και, ποιος ξέρει… της αρέσαμε έτσι με τις άσπρες ποδιές και μας χαμογέλασε. Τι χαμόγελο! Η Προϊσταμένη δε βάσταξε, πήγε κοντά της, έσκυψε και τη φίλησε…

«Τι θέλεις, πουλί μου; της είπε. Πες μου και μη φοβάσαι».

Η Ελενίτσα μας κοίταζε. Κοίταζε την Προϊσταμένη καλά, ύστερα πάλι εμάς. Και έκανε σαν να ήθελε να πει κάποιο σπουδαίο μυστικό που ήτανε ντροπή να τ’ ακούσει κανείς… Σαν να ήθελε να πει έναν πόθο, που πάσχιζε από καιρό να τον πει, μα πάλι δεν τολμούσε.

«Τι θέλεις, μικρό μου;» την ξαναρώτησε η Προϊσταμένη. «Πες τι θέλεις. Μη φοβάσαι! Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το ‘χεις».

Α, τι κουβέντα τολμηρή για την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη! Και πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή…

«Πες μου…»

Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός, είπε δειλά:

«Θέλω… Θέλω πατατίτσες τηγανιτές!...» Και το προσωπάκι της πήρε έξαφνα μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!» ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία Προϊσταμένη.

Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε και αυτή, σα να θυμήθηκε έξαφνα πως, πράγματι, στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές… «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και απορία. «Πού να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που στεκόμαστε μάρτυρες βουβοί σ’ αυτήν όλη τη σκηνή…

Ναι, πού να τις βρούμε;… Πού να βρεθεί τέτοια πολυτέλεια της πατάτας μέσα σ’ ένα νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος… Εδώ, εμείς, είχαμε μόνο ό,τι μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια, κάποτε λακέρδα – και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα περιμέναμε να μας στείλουνε κουτιά από την Ελβετία. Μα πατάτα πού να βρεθεί;

Και όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά τηγανιτές πατατίτσες. Με την ξαφνική της αυτή επιθυμία, μείναμε κι εμείς οι νοσοκόμες σκεφτικές. Άξαφνα κι εμείς θυμηθήκαμε τις πατατίτσες τις τηγανιτές του σπιτιού. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού του καλού καιρού, που δε βάζαμε ποτέ με το νου μας, τότες, πως γραμμένο ήταν τέτοια πράγματα να δούνε τα μάτια μας!... Πατατίτσες τηγανιτές!... Καλέ, τι σκέφτηκε η Ελενίτσα!

Το μικρό κοριτσάκι τώρα, ξεθαρρεμένο, μας χαμογελούσε, μας κοίταζε και μας έλεγε με την παιδιακίσια φωνούλα της: «Πατατίτσες θέλω! Πατατίτσες τηγανιτές!»

Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμο, δεν το ήθελε. Της είχε για καλά κολλήσει η ιδέα για πατατίτσες. Και με παιδιάστικη τώρα επιμονή, τις γύρευε. Τι ήταν να ρωτήσει η Προϊσταμένη το παιδί, τι ήθελε να φάει…

Σαν ήρθε ο γιατρός και μας είδε έτσι σκεφτικές, μας έβαλε μπροστά. Είχε τα νεύρα του. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν, έλεγε, πολλά παιδιά πεθάνει χθες και σήμερα μέσα στο νοσοκομείο. Και αυτός τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να μην πεθάνουνε.

Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.

«Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα εμείς οι γιατροί;» είπε με απελπισία στην Προϊσταμένη.

Του δείξαμε την Ελενίτσα και του είπαμε για τις πατατίτσες που μας ζητούσε… Πάλι μας έβαλε μπροστά. «Μα και πατάτες αν είχατε, μας είπε, δεν έπρεπε να δώστε ευθύς να φάει στο παιδί. Θα πάθει δυσεντερία, που τώρα όλα έτσι τα θερίζει. Γάλα – δεν το καταλάβατε; - γάλα πρέπει να ‘χει το παιδί τούτο, όπως όλα τα παιδιά, για να σωθούνε. Δεν το καταλάβατε ακόμα;» μας έκανε θυμωμένος.

Τι να πούμε όμως εμείς; Ξέραμε πως γάλα δεν υπήρχε…

Ο γιατρός, πριν φύγει από το θάλαμο, πήγε ξανά κοντά στο κρεβατάκι της Ελενίτσας και, με γλυκό τρόπο τώρα, της είπε: «Άμα γίνεις καλά, μικρούλα μου, θα φας τις πατατίτσες. Όχι τώρα! Ακούς;» Και έφυγε.

Η Ελενίτσα δε μίλησε. Κοίταξε το γιατρό, κοίταξε και μας και σώπασε. Σούφρωσε μόνο το στοματάκι της. Ήταν, βλέπεις, από μικρό, μαθημένο καμιά από τις επιθυμίες της να μην της γίνεται. Θα ήταν ίσως και η πρώτη φορά που, στη ζωούλα της τη μικρή, ζήτησε κάτι. Ξεγελάστηκε η Ελενίτσα, από το περιβάλλον, από τις άσπρες ποδιές μας, το καλό χαμόγελο της Προϊσταμένης, και ζήτησε και αυτή κάτι. Στο τέλος είπε: «Δεν πειράζει» και σώπασε και έγειρε το κεφαλάκι πάνω στο μαξιλάρι και έκλεισε τα ματάκια.

Την αφήσαμε. Είχαμε και μεις άλλες δουλειές να κάνουμε, τόσα παιδιά, τόσους αρρώστους να περιποιηθούμε μέσα στο νοσοκομείο. Μπαίναμε, βγαίναμε στις αίθουσες. Ακούγαμε από μακριά, από κάτω στην είσοδο, τη φασαρία που γίνονταν εκεί, τις φωνές των ανθρώπων, που ικέτευαν τη διεύθυνση να μπούνε μέσα στο νοσοκομείο…

«Πού θέλετε, μωρέ, να σας βάλω;» ακούγονταν η δυνατή φωνή του διευθυντή. «Θέλετε να με πνίξετε;... Δεν καταλαβαίνετε ρωμέικα που σας λέω; Δεν υπάρχουν κρεβάτια!»

«Θα περιμένουμε ώσπου ν’ αδειάσει κανένα κρεβάτι», ακούστηκε να λέει μια άγνωστη φωνή.

«Μα, για να αδειάσουν κρεβάτια, πρέπει πρώτα να πεθάνουνε οι άνθρωποι. Ξέρω πότε θα πεθάνει κανείς; Μπορώ να τον βιάσω να πεθάνει;» φώναζε έξω φρενών ο διευθυντής.

Και μείς ξέραμε πως πεθαίνανε αράδα οι άνθρωποι… Μα, μόλις αδειάζανε τα κρεβάτια, έρχονταν άλλοι. Κάνανε καμιά δυο μέρες, και πάλι πεθαίνανε. Και όλοι από το ίδιο πράμα. Εξάντληση, δυσεντερίες από τα σκουπίδια που τρώγανε, κακουχία. Πραγματική αρρώστια δεν υπήρχε. Λιμός! σου λέει ο άλλος. Λιμός! Από αυτό που λένε και δέουνται στην εκκλησία να μην πέσει ποτέ στον κόσμο. Σάματι και μεις οι ίδιες δεν πεινούσαμε; Δε λιγοθυμούσανε οι νοσοκόμες από την πείνα;

Κάποτε κάποτε περνούσα και από την αίθουσα που βρισκόταν η Ελενίτσα. Πήγαινα κοντά της. Μόλις με έβλεπε, χαμογελούσε…

Μα το ίδιο απόγευμα κοκκίνισε από τον πυρετό το προσωπάκι της. Της παρουσιάστηκε η δυσεντερία. Αχ, να είχαμε τουλάχιστο να της δίναμε ρυζόνερο… Μα τίποτα, είπα, δεν είχαμε. Ρύζι; Πού να βρεθεί το ρύζι;… Ούτε γιατρικά είχαμε, ούτε τίποτα… Και σε κοιτάζανε τα μάτια των παιδιών που υποφέρανε, και τίποτε και δεν μπορούσες να τους κάνεις… Τίποτ’ άλλο παρά στο τέλος να τους κλείσεις τα ματάκια αυτά. Θεέ μου!... Μας είχε ο Θεός τόσο εγκαταλείψει;… Τι κακό κάνανε τα παιδιά;…

Το απογευματάκι ήρθε ο αδερφός της να δει την Ελενίτσα. Ήταν μαβής από το κρύο, τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα. Κάθισε κοντά στο κρεβατάκι της αδερφούλας του και άκουσα να της λέει, καθώς περνούσα από κει: «Σου ‘φερα ένα παστέλι».

Θα είχε στους δρόμους ζητιανέψει και με τα λεφτά αυτά θα είχε αγοράσει το παστέλι.

Η Ελενίτσα το κοίταξε, λάμψανε τα ματάκια της από ευχαρίστηση, έκανε να το φάει, μα ήτανε πολύ σκληρό και το άφησε.

«Πατατίτσες… είπε. Πατατίτσες τηγανιτές θέλω».

Το αγόρι άνοιξε καλά τα μάτια του… Καλέ, τι ζητούσε η αδερφή του; Ήταν στα συγκαλά της; Δεν ήξερε πως τέτοια πράματα δεν υπήρχανε πια στον κόσμο; Της είπε το αγόρι μονάχα: «Καλά είσαι εδώ, Ελενίτσα. Αχ, μ’ αφήνεις δίπλα σου να ξαπλώσω; Είμαι τόσο αποσταμένος… Και κρυώνω!... Ξέρεις τι κρύο κάνει έξω;»

Όταν ξαναπέρασα από το θάλαμο, το αγόρι είχε φύγει μαζί μ’ όλες τις επισκέψεις. Η Ελενίτσα όμως έκαιγε από τον πυρετό. Παραμιλούσε. Έσκυψα πάνωθέ της. «Πατατίτσες…», έλεγε και άπλωνε τα χεράκια της.

Κατά το βραδάκι πέρασε ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα. Έμοιαζε ξαφνικά γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Και ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία να ‘χει γεράσει πολύ. Όλον το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους, να πεθαίνουνε – τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, που να, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.

«Λοιπόν η Ελενίτσα μας;» τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.

Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία…», είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγαναχτισμένο, πρόσθεσε: «Τι! Με το φασουλόζουμο θα γιατρευτεί; Ό,τι κάνει η φύσις». Και, μουτρωμένος που δεν μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.

Έτσι πέρασε όλο εκείνο το βράδυ και το άλλο πρωί.

Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατ’ ευθείαν κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.

Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει κι όταν παραμιλούσε ακόμα έλεγε: «Θέλω πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.

Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός και ύστερα, με το χέρι του, χάιδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας είπε, κοιτάζοντάς μας, θλιμμένος:

«Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί…»

«Α!» έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. «Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα;» Και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες, που καθόμαστε και την κοιτάζαμε: «Γλήγορα να μας βρείτε μια δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!»

Την κοιτάζαμε την Προϊσταμένη κι είχαμε μείνει άναυδες. Τι να της πούμε; Πως είχε τρελαθεί; Έτρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε εμείς μισή πατάτα σπίτια μας; Μονάχα οι πολύ πλούσιοι θα ‘χαν, μα κι αυτοί θα τις τρώγανε στα κρυφά, για να μη τους δει κανένας.

Η Προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα ενεργητική, που δε δίσταζε ποτέ μπροστά σε καμιά δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της. Μας είπε: «Να πάει μια από σας, γλήγορα, στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται. Θα χτυπήσετε την πόρτα δυνατά, ως ότου σας ανοίξουν, και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η Προϊσταμένη εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και ότι είναι ανάγκη να δείτε την κυρία. Θα της τα πείτε όλα όπως είναι. Μια πατάτα γυρεύει για ένα παιδάκι που ίσως πεθάνει. Τρέξτε τώρα γλήγορα!»

Έτρεξα εγώ στο απέναντι μέγαρο, χτύπησα δυνατά την πόρτα. Μου άνοιξε ένας λακές, με έβαλε κάτω στα σαλόνια…, περίμενα… Αχ, Θεέ μου, συλλογιζόμουν εγώ διαρκώς, ας κάνουμε γλήγορα, να βαστάξει η Ελενίτσα, ως ότου τις δώσουνε, τις ψήσουνε, τις ετοιμάσουνε τις τηγανιτές πατατίτσες. Με είχε πιάσει νευρικό και δε με χωρούσε ο τόπος.

Τέλος φάνηκε η οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.

«Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους σας.»

Και κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πως η κυρά του θα έδινε μια οκά πατάτες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με κοίταξε βλοσυρά, σα να ‘λεγε: «Καρακάξα, να το ‘ξερα, δε θα σ’ άνοιγα την πόρτα!» Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.

«Ευχαριστώ», είπα και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο.

Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες. Τις κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω… Και, όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.

Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους. «Πατατίτσες τηγανιτές κάνουνε κάτω», λέγανε.

Μα η Ελενίτσα, εν τω μεταξύ, όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι της άσπριζε. Κρύωνε.

Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να ‘χει, ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού. Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε. Τι νομίζετε; Αυτό μας περιμένει και μας.  Θα βγάλουμε και μεις το χειμώνα;»

Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δώσουνε κουράγιο.

Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»

«Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές».

Έρχεται  η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα, της χαμογελά. Θε μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό, όταν πλησιάζεις να σ’ αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά.

Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σε ένα πιάτο όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους  κοιτάζανε!... Ανασηκώνονται…

Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!» Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικές σου! Σου τις φέραμε… Ελενίτσα!»

Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά – αχ! – το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.

«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.

Λιγοθύμησε η Ελενίτσα!...

Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα της να τις βάλει η Ελενίτσα.

Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες, για να μην  παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει: «Α, άνθρωποι τρελοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμως εσείς αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαΐ;»

Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό, που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.



Λιλίκα Νάκου, «Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ» Εκδ. ΕΣΤΙΑ (1η έκδοση: 1944)


ëΟι εικόνες ντροπής στα σούπερ μάρκετ που βάζουν αντικλεπτικά μηχανήματα στα βρεφικά γάλατα, παραπέμπουν στις μαύρες μέρες που η Λιλίκα Νάκου περιγράφει στο βιβλίο της. Πολλές οικογένειες δεν μπορούν σήμερα να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Ο Συντονιστής Τμήματος Μικρομεσαίων Γιώργος Παναγιωτόπουλος, έκανε το πιο εύστοχο σχόλιο για την άθλια νεοφιλελεύθερη ευγονική που επικρατεί:

«Μα γιατί δεν τα πνίγουν στην κούνια;… Και δεν έχουμε πια μήτε Αισχύλο μήτε αυταπάτες. Αν δεν τα πάρουμε όλα προσωπικά, θα ’μαστε τόσο ντροπιασμένοι που μήτε η Παναγιά θα καταδέχεται να της ζητήσουμε βοήθεια».



Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

«Μάνα, δεν πέθανα» [*]

 

Μεσημέρι της 18ης Νοέμβρη 1973. Ο 20χρονος ηλεκτρολόγος απ’ τη Μυτιλήνη Μιχάλης Μυρογιάννης, ξυλοκοπείται απ’ τους χωροφύλακες και καταφέρνει να τους ξεφύγει τραυματισμένος απ’ τα χτυπήματα. Στη διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρη, ο χουντικός αξιωματικός Νικόλαος Ντερτιλής τον βλέπει να τρέχει και τον πυροβολεί εν ψυχρώ στο κεφάλι. Ο Μυρογιάννης ξεψυχάει λίγο αργότερα στο Ρυθμιστικό.

«Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο», περιγράφει στην κατάθεσή του ένα χρόνο αργότερα ο οδηγός του Ντερτιλή – ο 21 ετών τότε Αντώνης Αγριτέλης. «Μετά το φόνο, ο Ντερτιλής σαν να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε στο τζιπ και χτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε: «Με παραδέχεσαι, ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μία στο κεφάλι!»


Σύμφωνα με την κατάθεση του οδηγού του που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, λίγο αργότερα ο Ντερτιλής κόλλησε το περίστροφο στο στομάχι ενός υπαλλήλου των τρόλεϊ και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί. Όταν βρέθηκε προς τον ΟΤΕ (όπου υπήρχε πολύ κόσμος), έβγαλε ξανά το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί. Έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι και φώναζε στους ΛΟΚατζήδες:
«Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;» κι αργότερα στους χωροφύλακες «Τι φοβάστε, ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή».



Στη δίκη του βέβαια, ο “παλικαράς” αξιωματικός είπε ψέματα και υποστήριξε ότι δεν γνώριζε τον οδηγό του και ότι δεν τον είχε δει ποτέ. Ωστόσο, αυτόπτες μάρτυρες και ένοικοι της πολυκατοικίας στο σημείο της δολοφονίας (ανάμεσά τους κι ο θεατρικός συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος) κατέθεσαν πως είδαν έναν
«εξαγριωμένο αξιωματικό να δίνει εντολές να βαρούν στο ψαχνό» και λίγο αργότερα να βγαίνει από ένα τζιπ και να πυροβολεί τον Μυρογιάννη δύο φορές.

Στην καταδίκη του χουντικού αξιωματικού συνέβαλλε και η φωτογραφία που έδειχνε έναν αξιωματικό να κινείται με το περίστροφο ανά χείρας. Δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1973 στο γαλλικό περιοδικό Paris Match, ως σύμβολο των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνες τις μέρες στην Ελλάδα. Αυτή η φωτογραφία έμελλε να είναι άλλο ένα ενοχοποιητικό στοιχείο για τον Ντερτιλή, όταν δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο, μετά την μεταπολίτευση.

Καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια και πέθανε στη φυλακή το 2013. Γι’ αυτόν τον “ήρωα” το ΓΕΣ και το υπουργείο του Γ. Παπαντωνίου ετοίμαζαν παράσημο το 2002. Τελικά ο υπουργός ανακοίνωσε ότι έγινε “λάθος”. Στην κηδεία του τον έψαλε ο Μητροπολίτης Αιγειαλείας Αμβρόσιος που δήλωσε ότι ο δολοφόνος Ντερτιλής είναι «ήρωας σαν τον Κολοκοτρώνη και τον Σωκράτη». Τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία ομοϊδεάτες χουντικοί και νεοναζί, ορισμένοι μάλιστα ήταν ένοπλοι και πυροβόλησαν στον αέρα για κατευόδιο.


Το όνομα του Μυρογιάννη διαβάζεται στο προσκλητήριο νεκρών κάθε 17 Νοέμβρη, μαζί με όλα τα ονόματα των θυμάτων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Και πάντα θα υπάρχουν οι ανιστόρητοι και αφελείς υμνητές της χούντας, τόσο
 ένθερμοι οπαδοί της αλήθειας, όσο κι ο Ντερτιλής την ώρα της δίκης του. Δεν ήξερε, δεν θυμόταν. Κι ας ήταν σαράντα πέντε χρονών γομάρι.

ë Όταν είχαν ρωτήσει τον Γκέμπελς αν οι ναζί εξολόθρευαν Εβραίους στα κρεματόρια, εκείνος είχε απαντήσει: «Αδύνατον, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα το γνώριζα!» Φαίνεται πως είναι η προσφιλής απάντηση των απανταχού παραχαρακτών της αλήθειας. Κατά τραγική ειρωνεία και προς επίρρωση της θεωρίας πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, το ακούσαμε και πρόσφατα στην υπόθεση των υποκλοπών, δια στόματος πρωθυπουργού. Σαν φάρσα αυτή τη φορά.

[*] Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται απ’ την επιστολή της μάνας του Μυρογιάννη (Νοέμβρης του ’83)



Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους