-
Ο κύριος;... Πώς μπορώ να βοηθήσω;
-
Θα ήθελα λίγη άνοιξη σε προσιτή τιμή...
έχετε;
-
Eιδικότης του
καταστήματος!… θα την πάρετε εδώ ή να σας την πακετάρω;
-
Εδώ καλύτερα…
-
Περίφημα! Ετοιμάζω τα σύνεργα… εσείς βολευτείτε
εκεί έξω στη λιακάδα κι έφτασα κι εγώ.
-
Μπορώ ν’ αφήσω το χειμώνα μου σ’ αυτήν
τη μπρούτζινη ομπρελοθήκη;
-
Ελεύθερα! Κι ότι άλλο σας βαραίνει… τις
βροχές, τους βοριάδες και τ’ ακραία καιρικά σας.
-
Ευχαριστώ, ξεχειμώνιασα ήδη!... Να
καθίσω εδώ; Καλά είναι;
-
Μια χαρά!... σηκώστε μου λίγο το κεφάλι
ψηλά…
-
Δύσκολα μου βάζετε… Εγώ για να
καταλάβετε κύριε μου, τα τελευταία χρόνια είμαι διαρκώς με το κεφάλι κολλημένο
στο στήθος.
-
Φαίνεται στο κυρτωμένο σβέρκο σας…
αλήθεια, πόσων χειμώνων είστε;
-
Σαράντα, αν δεν έχω χάσει το μέτρημα
στους Μάρτηδες.
-
Μόλις τελειώσουμε, θα φαίνεστε δέκα
Μάρτηδες λιγότερους!... γελάτε;… αλήθεια σας το λέω, θ’ ανοίξει το πρόσωπό σας,
θα δείτε!
-
Πολύ αισιόδοξο σας βρίσκω κύριε
μπαρμπέρη μου!...
-
Μα δεν είμαι μπαρμπέρης... ένας απλός
μεταπράτης είμαι. Συλλέγω εποχές και τις μεταποιώ στις ανάγκες των πελατών μου.
-
Κάνετε κι ανταλλαγές δηλαδή; Έχω μια
μεγάλη συλλογή από παγωμένες νύχτες, τα άπαντα της μοναξιάς σε δερματόδετους
τόμους, βινύλια με ανήλιαγα πρωινά και μπακιρένιους έρωτες.
-
Τις αξυρισιές ξεχάσατε… πολύ σύντομα θα
διαθέτατε και συλλογή από βοστρύχους.
-
Πλάκα έχετε!... δεν μου είπατε όμως…
μπορούμε να τα βρούμε στην τιμή και να πάρω την ανοιξιάτικη συλλογή σας;
-
Μα βέβαια! Στην άνοιξη όμως να ξέρετε,
δεν κάνω σκόντο. Η αξία της είναι ανεκτίμητη και τα κομμάτια που διαθέτω πολύ
φίνα.
-
Για πείτε… μ’ ενδιαφέρει πολύ!...
Κολόνια λεμόνι μου βάζετε; Αχ, τι μου θυμίσατε!... κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας
μου είχε λατρεία σ’ αυτή την κολόνια, είχε κι ένα γυάλινο μπουκαλάκι με
ψεκαστήρι… ξέρετε, είχε κι εκείνος ένα συνοικιακό μπαρμπέρικο και μου μάθαινε ν’
ανακατεύω ανθόνερο με μοσχοσάπουνο σ’ ένα τσίγκινο κυπελάκι, κι ύστερα…
-
Η κολόνια δώρο του καταστήματος! Το
πακέτο λοιπόν περιλαμβάνει ένα ανοιξιάτικο ποτ-πουρί με αμείλικτες λιακάδες,
μεταφυτεύσεις λουλουδιών, πρωταπριλιάτικα ψέματα, κατανυχτικές φεγγαρογιορτές, πασχαλιές ανθισμένες,
πορφυρά ηλιοβασιλέματα και ευοίωνα χελιδονοκαλωσορίσματα.
-
Φοβάμαι ότι έχω ξεχάσει τις οδηγίες
χρήσης… πώς θα τη μεταχειριστώ τόση άνοιξη;
-
Δεκτές και οι επιστροφές. Αν δεν καταφέρετε
να την κάνετε ζάφτι, τη φέρνετε πίσω και σας επιστρέφω το χειμώνα σας, που μου
είναι και άχρηστος δηλαδή.
-
Γιατί το λέτε αυτό;
-
Δεν έχει πια ζήτηση κύριε μου. Γέμισε ο
τόπος χειμώνες, ποιος θα’ρθει ως την Αβησσυνίας να πάρει δεύτερο χέρι χειμώνα;
-
Σωστά… και πόσο θα μου κοστίσει η
άνοιξη;
-
Δικαιωματικά σου ανήκει παλληκάρι μου…
η δική σου άνοιξη είναι που μου την άφησες αμανάτι εδώ και χρόνια. Την
περιποιήθηκα, την κράτησα ζωντανή και καλοδιατηρημένη και σε περίμενα να την
αναζητήσεις. Καβάλησε τη μοίρα σου και γκάζωσε τη ζωή σου, να τη νιώσεις ως το
μεδούλι. Κι όταν θα την κατακτήσεις ολότελα, έλα να με βρεις ξανά με τα
χαμόγελα και τις ελπίδες σου… Μπριλ-κρημ βάζουμε ή τα θέλεις ατημέλητο λουκ;
Eκείνο το Κυριακάτικο
πρωινό, οι περαστικοί χάζευαν έναν φρεσκοξυρισμένο άντρα που είχε μείνει σα
στήλη άλατος μπροστά σ’ ένα παλαιοπωλείο. Χάζευε για ώρα την ξεθωριασμένη
ταμπέλα, παρατηρούσε σα χαμένος τους περαστικούς και διαρκώς χάιδευε τα μάγουλα
με τα ακροδάχτυλά του, πριν τα φέρει στη μύτη του για να τα μυρίσει. Ο
ιδιοκτήτης του μαγαζιού του φώναξε να πάρει τη βέσπα του απ’ το πεζοδρόμιο και
να φύγει γιατί εμπόδιζε τους περαστικούς. Ύστερα χώθηκε στο μαγαζάκι του και
κλείδωσε την τζαμένια πόρτα. Η ξεθωριασμένη ταμπέλα στην πρόσοψη, τραντάχτηκε
για λίγο, σαν να φύσηξε ένα ξαφνικό αεράκι κι ένα αόρατο χέρι την μετακίνησε απ’
τη θέση της.
«Παλαιοπωλείον – Ο χαμένος παράδεισος» έγραφε κι η ήλιος
λες κι είχε ρίξει τους προβολείς του πάνω της, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό.
Στα βάθη της Αβησσυνίας...