Εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα, πήραμε
φιρμάνι για έκτακτη σύνοδο κορυφής. Tο ραντεβού μας ήταν στο ασβεστωμένο ταρατσάκι
του Στράτου, στο πιο υπερυψωμένο σημείο της γειτονιάς. Το λέγαμε συνθηματικά
και «Μικρή Επίδαυρο» γιατί εκεί δίναμε κάτι θεατρικές
παραστάσεις της συμφοράς, για να κάνουμε το κέφι μας και να μαζέψουμε και
κανένα γερό χαρτζιλίκι. Μόλις έκλειναν τα σχολεία, σκαρώναμε ένα
πλαίσιο απ’ τα δοκάρια που περίσσευαν στο ξυλουργείο του θείου του και ρίχναμε
κι ένα αραχνοΰφαντο διπλοσέντονο για αυλαία. Με την καθοδήγηση του Γιάννου
που είχε αναλάβει τη διανομή των ρόλων και τη σκηνοθεσία, κάναμε εντατικές πρόβες
στα λόγια και παίζαμε από Τσιφόρο μέχρι αυτοσχέδια σκετσάκια επιθεώρησης. Οι εισπράξεις βέβαια σπάνια ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες μας, αφού οι περισσότεροι θεατρόφιλοι
γείτονες, μας πλήρωναν σε είδος. Μπισκότα Παπαδοπούλου ανάμικτα στο τσίγκινο κουτί, παγωτό
κασάτο ή σοροπιασμένο ρεβανί απ’ τα χέρια της κυρίας Δανάης, ένα κουτί νουαζέτες ή
σοκολατάκια-μαργαρίτες, απ’ αυτά που υπήρχαν πάντα στις πορσελάνινες
φοντανιέρες των σπιτιών μας. «Για τους αναπάντεχους επισκέπτες»,
έλεγε η μάνα. Ήταν τότε που υπήρχε ακόμα η καλή
εκδοχή του αναπάντεχου. Κι οι φοντανιέρες φιλοξενούσαν σοκολατάκια, αντί για
αποδείξεις και λογαριασμούς.
Υπήρχαν βέβαια και οι μη θεατρόφιλοι γειτόνοι,
που γκρίνιαζαν για τη φασαρία και απειλούσαν πως θα κουβαλήσουν τους
χωροφυλάκους να μας μπουζουριάσουν για διατάραξη της κοινής ησυχίας. Ο πιο
σκληροπυρηνικός αντίπαλός μας ήταν ο κυρ-Αρίστος. Συνταξιούχος γυμνασιάρχης που
χήρεψε νέος κι απόμεινε μοναχός με τις ιδιοτροπίες και τ’ αλλοπρόσαλλα
ξεσπάσματά του. Ένα βράδυ μάλιστα, την ώρα που κορυφωνόταν η παράσταση κι οι
θεατές γελούσαν δυνατά με τις ατάκες του έργου, ο κυρ-Αρίστος τράβηξε τη
μπαλαντέζα που φωταγωγούσε το ταρατσάκι και μας άφησε σύξυλους στο σκοτάδι.
Ευτυχώς ήταν η πανσέληνος που φώτιζε σαν πολυέλαιος τη σκηνή, αλλά και η ετυμολογία
του Ανέστη που έσωσε την παράσταση. Κι έτσι όπως ήταν σκυφτός πάνω απ’ το
υποτιθέμενο πτώμα της Ελλάδας, σήκωσε τη ματιά του στον ουρανό κι αυτοσχεδίασε:
«Ω,
τι συμφορά! Η οργή του Δία μας βύθισε στα μαύρα σκοτάδια της κολάσεως!» Αποτελειώσαμε
κακήν-κακώς την παράσταση και υποκλιθήκαμε στο κοινό μας αμήχανοι, αλλά και
ανακουφισμένοι απ’ την απρόσμενη τροπή που πήρε ο επίλογος.
Εκείνο το κάλεσμα του Στράτου, όλοι μας
αντιληφθήκαμε πως δεν ήταν για καλό. Είχε κλείσει άδοξα κι η θεατρική σεζόν,
μετά τον άγριο τσακωμό μας στο τελευταίο ντέρμπυ που παίξαμε στην αλάνα του
καρβουνιάρικου και δεν υπήρχε καμιά διάθεση να στήσουμε ξανά θίασο. Ο Στράτος
βέβαια ήταν ο πιο σεβαστός φίλος κι όσο κι αν είχαμε χωριστεί σε δύο
ποδοσφαιρικά στρατόπεδα, παραμερίσαμε τα φαρμάκια μας κι ανταποκριθήκαμε σύσσωμοι
στην πρόσκλησή του.
Σουρούπωνε γλυκά η μέρα, όταν καθίσαμε σιωπηλοί
ο ένας πλάι στον άλλο, στο χαμηλό στηθαίο της ταράτσας με τους ασπρισμένους
τσιμεντόλιθους και τους φορτωμένους με γαζίες και γιασεμιά γκαζοντενεκέδες. Η μάνα του μας κέρασε παγωμένη λεμονάδα και
φέτες ψωμιού με λάδι κι αλάτι και αποχώρησε, σέρνοντας δύσθυμα τις σαγιονάρες
της ως τη σιδερένια σκάλα. Ο Στράτος στήθηκε στο κέντρο της ταράτσας, μπροστά
απ’ το ξύλινο απομεινάρι που είχαμε για σκηνικό, με φόντο την απλωμένη μπουγάδα
στα συρματόσχοινα και πέρασε τη ματιά του εξεταστικά απ’ όλους μας.
Κρεμόντουσαν
στον αέρα τα ποδάρια μας, όλα γρατζουνισμένα και πασαλειμμένα με βάμμα ιωδίου κι
ανέμιζαν πέρα-δώθε με νευρικότητα μέχρι ν’ ακούσουμε το λόγο αυτής της σύναξης.
«Mάγκες
την προσοχή σας! Έμαθα πως ο κυρ-Αρίστος είναι βαριά άρρωστος».
«Τι έχει δηλαδή;» ρώτησε ο μικρότερος της παρέας κι απ’ την ταραχή του,
έπεσε η σαγιονάρα του στο μικρό ακάλυπτο πίσω απ’ το ταρατσάκι.
«Εσύ τράβα
πιάσε το παντόφλι σου κι άσε εμάς τους μεγάλους να τα βρούμε... άντε τράβα,
γιατί θα στ’ αρπάξει κανένα σκυλί και θα γυρνάς ξυπόλητος!»
Βεβαιώθηκε πως ο μικρός κατέβαινε τη σιδερένια σκάλα
και γύρισε σοβαρός προς το μέρος μας.
«Ψήνεται
στον πυρετό εδώ και μέρες και είναι ολομόναχος»…
«Έτσι όπως
μας έψηνε τόσα χρόνια, ας ψηθεί κι αυτός να δει τη γλύκα!»
αναφώνησε με άχτι ο Ανέστης, ψάχνοντας ανάμεσά μας να βρει υποστηρικτές.
Και να θέλαμε να τον σιγοντάρουμε στο εκδικητικό
του κρεσέντο, ήταν η αυστηρή ματιά του Στράτου που μας κάρφωνε σαν ταβανόπροκα
στο δόξα πατρί.
«Και το
πάει η καρδιά σας βρε ρεμάλια να τον αφήσουμε αβοήθητο γέρο άνθρωπο;»
«Και τι να
κάνουμε δηλαδή ρε Στρατή; Τις αδερφές νοσοκόμες;»
«Αντί να
κοπροσκυλιάζουμε ολημερίς στην αλάνα, να κάνουμε βάρδιες και να πηγαίνουμε να
του κρατάμε συντροφιά. Η μοναξιά τον ρήμαξε τον κυρ-Αρίστο… αν του σταθούμε
τώρα που το έχει ανάγκη, μπορεί και να συνέλθει εντελώς».
«Ναι, και
να μας αρχίσει πάλι τα καψόνια! Δεν είμαστε καλά μου φαίνεται!...»
«Δεν θα
σας παρακαλέσω κιόλας! Όποιος δέχεται, να σηκώσει το χέρι του εδώ και τώρα! Να
ορίσουμε μια επιτροπή απόψε κι αύριο το πρωί να του πάμε πεσκέσι μια γαλατόπιτα
που φτιάχνει η μάνα μου. Οι μεγάλοι θα συγυρίσουμε το σπίτι και θα ποτίσουμε το μποστάνι
του, τα κορίτσια και οι μικρότεροι θα του κάνουν συντροφιά να ξελεγράρει ο
άνθρωπος που μπάφιασε τόσες μέρες μοναχός. Τι λέτε;»
Ένα χεράκι υψώθηκε δειλά στους πίσω
τσιμεντόλιθους, κάτω απ’ τα απλωμένα ασπρόρουχα
της κυρα-Βασιλικής. Ύστερα κι άλλο… κι άλλα, γέμισε η ταράτσα σηκωμένες
παλάμες, στην αρχή αμήχανα και υποτονικά και στο τέλος τεντωμένες σαν ατσάλινα
ελατήρια. Ο Ανέστης μας κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα απ’ την έκπληξη, έφερε
μια γύρα τη ματιά του στο σμήνος απ’ τα σηκωμένα χέρια και υποχώρησε
ντροπιασμένος.
«Έτσι και
μας αρχίσει πάλι τις φάπες, το κρίμα στο λαιμό σας πάντως!»
μονολογούσε, καθώς σήκωνε απρόθυμα το χέρι του.
Απ’ τη σιδερένια
σκάλα, ακουγόταν η λαχανιασμένη ανεβασιά του μικρού Θανασάκη.
«Τι έγινε
ρε παιδιά; Γιατί σηκώνετε τα χέρια σας; Σ’ ότι παίζετε, είμαι κι εγώ μέσα ε;»
«Τη βρήκες
τη σαγιονάρα σου βρε απολειφάδι;» τον
πείραξε ο Στράτος συγκινημένος.
Το τέλος του καλοκαιριού αυτού, μας βρήκε ν’
ανεβάζουμε το τελευταίο μας θεατρικό της σεζόν, αλλά και ολάκερης της ζωής μας.
Ο κυρ-Αρίστος καθόταν μπροστά, στις θέσεις των επισήμων. Απ’ την ξύλινη
σεζ-λονγκ με το κόκκινο καραβόπανο, έσκυβε κάθε τόσο προς το μέρος μας και μας ενθάρρυνε
με κινήσεις και αθόρυβα παλαμάκια που σχημάτιζαν τα παραμορφωμένα απ’ την
αρθρίτιδα ακροδάχτυλά του. Έλαμπαν τα γέρικα μάτια του από χαρά, υγραίνανε τα
βλέφαρά του απ’ τα δάκρυα και το χαμόγελό του είχε φτάσει ως τις παρυφές των
αυτιών του. Ο Ανέστης είχε αναλάβει το ρόλο του αφηγητή, γιατί όπως έλεγε ο
κυρ-Αρίστος: «Αυτό το παιδί έχει
βελουδένια φωνή». Κι όσο
διάβαζε ένα απόσπασμα απ’ τα «Παιδιά της
Πιάτσας» του Νίκου Τσιφόρου, ο Γιάννος
έπαιζε λυπητερά τη φυσαρμόνικά του, σιγοντάροντας το δράμα του Σπόρου και του
Χιωτάκη που τα τσάκωσε ένας πολιτσμάνος στον Περαία:
«Tα δείρανε τα μικρά στο Τμήμα και
πέσανε στη μολόγα. Νάσου λοιπόν κάτι ανακριτές δυσκοίλιοι, νάσου κι ένας
σαγγελέας στεγνός σαν παστόψαρο, που μιλήσανε "περί της νεολαίας, ήτις
διαφθείρεται και δημιουργεί την σεσηπυΐαν κοινωνίαν της αύριον", τα
μπουζουριάσανε και τα δυο και τα κλείσανε στ' ανήλικα, κούρεμα το μαλλί με τη
ψιλή, πειθαρχία, αγγαρείες, ένας παπάς πούλεγε μπούρδες περί Παράδεισο, αφού
βρισκόντουσαν μες στη Κόλαση, κάτι φύλακες όλο με τ' άγριο και κάτι άλλα
παιδάκια συγκρατούμενα, που βρωμάγανε πάνω τους τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Τα
βραδάκια έχει μια βούτα μες στο θάλαμο και σβήνουνε το φως από νωρίς καθόσον η
υγιεινή της νεότητος είναι να τουφιάζει από τις οχτώ για να χωνεύει το
πατατόνερο που το λένε σούπα και βοηθάει πολύ να πούμε, στην ανάπτυξη της
αδενοπάθειας…»
Λίγο πριν χτυπήσει το πρώτο κουδούνι της νέας σχολικής
χρονιάς, ο κυρ-Αρίστος αποχώρισε οριστικά μαζί με το καλοκαίρι, αφήνοντάς μας τις
ευχές του και όλα του τα παλιά κειμήλια και τις πολύτιμες βιβλιοθήκες του.
«Να με σχωράτε για όσα σας έκανα παιδί μου…»
είχε προλάβει να ψιθυρίσει στον Ανέστη που ήταν βάρδια εκείνο το πρωινό στο σπίτι
του. Ο Ανέστης ειδοποίησε τον Θανασάκη που έπαιζε πεντόβολα στο περβολάκι του
κυρ-Αρίστου κι εκείνος με τη σειρά του ξεχύθηκε στα σοκάκια της γειτονιάς να μας
προλάβει τα νέα. Εκείνη
τη μέρα, ο Θανασάκης έχασε ξανά απ’ την τρομάρα του την παιδική του σαγιονάρα
κι εμείς την ανεμελιά της παιδικής μας ηλικίας.
Φωτογραφίες απ’ το
διαδίκτυο