-
Μάνα… πατέρα, σ’
ένα μήνα παντρεύομαι.
-
Τσιμουδιά εσύ,
άστο πάνω μου.
-
Μα γιατί τον
καπελώνεις διαρκώς; Πατέρας μου είναι, ας πει κι αυτός τη γνώμη του.
-
Μπα; Θες να
πεις τη γνώμη σου Λεωνίδα;
-
Εγώ… εγώ παιδί
μου...ό,τι πει η μάνα σου.
-
Μερσί Λεό… και
δε μου λες εσύ μικρέ...
-
Μισό να φέρω τη
λάμπα...η κάμερα πάνω μου, κλείσε ρε πατέρα τον πολυέλαιο...έτσι μπράβο...λοιπόν;
-
Το ζουλάπι η
Αλβανίδα είναι; Τα’λεγα εγώ! Βρε ζούδι αυτή ΄ναι του σκοινιού
και του παλουκιού… μ’ αυτήν θ’ ανοίξεις σπίτι;
-
Δεν κατάλαβες.
Η Νατάσσα ήταν για ξεκάρφωμα. Έχω σοβαρή σχέση μ’ ένα εξαιρετικό παιδί απ’ την
Ξάνθη. Είναι μαθηματικός και τον λένε Ιάκωβο… όταν είμαστε μόνοι, τον φωνάζω «Ζακετάκι μου».
****
-
Εντάξει...κι η
υπομονή έχει τα όρια της! Λεό τα υπογλώσσια...σβήνω!
-
Περίμενε ρε
μάνα…το καλύτερο δεν σας το’πα ακόμα!
-
Μαριάννα άσε
κάτω το τασάκι!
-
Θ’ αποκτήσετε εγγόνι!
-
Tιιι; Είναι έγκυος το Ζακετάκι;
-
Όχι ρε πατέρα,
υιοθετήσαμε ένα ορφανό απ’ την Αιθιοπία. Τελειώσαμε τα διαδικαστικά και σύντομα
το υποδεχόμαστε σπίτι μας.
-
Τι
χρώμα είναι δηλαδή;
-
ΛΕΩΝΙΔΑ!
-
Όχι λέω…αν
είναι μαυράκι, πώς θα το καταλαβαίνουμε όταν μιλήσει;
-
Λεωνίδα το
βλέπεις το βάζο; Μπαίνει
σε τροχιά εκτόξευσης.
-
Δεν πιστεύω να
παίζει προκατάληψη με το χρώμα του εγγονού σας
ε;
-
Δηλαδή είμαι
παππούς;… δηλαδή πώς εσύ;… θέλω να πω, τι θα πει ο κόσμος ρε πουλάκι μου; Τη μάνα σου τη
σκέφτηκες;
-
Aμ πώς βγήκε το «Ζακετάκι»
νομίζεις; Τόσα χρόνια ένα ζακετάκι με κυνήγαγε. Στο σχολείο, στο παιχνίδι, στον
ύπνο και στο ξύπνιο μου… μ’ ένα ζακετάκι μεγάλωσα κι έγινα άντρας.
-
Πες ότι φταίω
κι από πάνω… ζακετάκι φώναζα να φορέσεις, όχι δωδεκάποντα!
-
Αντρίκια
κουβέντα σας κάνω ρε μάνα. Ή με δέχεστε όπως είμαι, ή φεύγω και δεν με
ξαναβλέπετε ποτέ.
-
Στα τσακίδια!
-
Κάτσε ρε
πουλάκι μου… πώς φεύγεις; Εδώ είναι το σπίτι σου, ας γνωρίσουμε κι αυτό το καλό
παιδί που λες… πω-πω τι κεραμίδα μας βρήκε απόψε!
-
Κουράστηκα με τις
αντιφάσεις σας. Ζέστη ο ένας, κρύο η άλλη.
-
Θρασίμι! Ου να
μου χαθείς που περίμενες να γίνω η καλή πεθερούλα του φίλου σου!
-
Ενώ αν ήταν η Αλβανίδα
θα ενθουσιαζόσουν ε;
-
Τουλάχιστον θα
ήταν νορμάλ. Τι θα πω στο σόι, το σκέφτηκες;
-
Θύμισέ τους τα
παιδικά ζακετάκια που πήραν στο λαιμό τους παλιά. Την ψυχοκόρη του θείου
Αγησίλαου και κείνο το δύσμοιρο παπαδάκι που γνώρισε τα… «πατρικά χάδια» στο σύθαμπο της εκκλησιάς που λειτουργούσε ο θείος
Τιμόθεος. Ο στυλοβάτης της ηθικής και της ιεροσύνης!
-
Σκάσε επιτέλους!
Μακάρι να μην σ’ είχα γεννήσει ΚΑΙ σένα ποτέ!
-
ΜΑΡΙΑΝΝΑ!...Τουλάχιστον
αυτός δίνει ζωή σ’ ένα ορφανό… εμείς τι κάναμε;… θυμάσαι;
-
Σβήνω.
****
-
Πατέρα!...εσύ
εδώ; Πέρνα μέσα.
-
Άλλη φορά αγόρι
μου. Βγαίνει σήμερα και τρέχω για τα χαρτιά…
-
Πώς είναι;
-
Ευτυχώς ήταν
ελαφρύ μας είπαν… τώρα συνήλθε, κάνει και πλεχτοθεραπεία για να εξασκεί το
μυαλό της με το μέτρημα στους πόντους.
-
Πλεχτοθεραπεία;
-
Ναι και σας στέλνει
αυτό το δέμα, για τον εγγονό της λέει.
Ένα
γαλάζιο ζακετάκι κι ένα σημείωμα:
«Να του
το φοράτε να μην κρυώνει.
Η γιαγιά Μαριάννα»
Το
ζακετάκι αυτό είχε την τιμή να συμμετέχει στον 9ο κύκλο του
«Παίζοντας
με τις λέξεις», στο μπλογκ της Μαρίας-mytripsblog. Eυχαριστώ πολύ την οικοδέσποινα και όλους τους φίλους που
συνταξίδεψαν, διάβασαν και αξιολόγησαν τις 18 υπέροχες συμμετοχές κι αυτού του
κύκλου.
Η
ιστορία πλέχτηκε ειδικά για το παιχνίδι και δεν είναι παρά μια μικρή υπενθύμιση
πως ο ρατσισμός και η απόρριψη, είναι πρωτίστως οικογενειακή μας υπόθεση. Όπως κι
ο φόβος και η προκατάληψη προς κάθε τι διαφορετικό που ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια της «κανονικότητας»
που εμείς έχουμε ορίσει.