Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνον τον
αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του σαρανταδύο.
Ήταν παγωμένη και είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα.
Ήταν τόση δα! Ένα λεπτοφυές γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό,
που η πείνα, η κακουχία, το κρύο, δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο
προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του.
Ένας πολισμάνος τη βρήκε μαζί με τον αδελφό της στο δρόμο και γύρευαν τα
κακόμοιρα τα παιδιά αγκαλιασμένα σε μια γωνιά να ζεσταθούνε, ενώ το ξεροβόρι
της Αθήνας ξεπάγιαζε και τον πιο καλοντυμένο διαβάτη.
Ναι λοιπόν, ένας πολισμάνος καλός τα λυπήθηκε τα παιδιά και μας τα έφερε στο
νοσοκομείο, στη Ριζάρειο, που σ’ αυτό τότε μαζεύανε και φέρνανε όλους όσοι
πέφτανε στο δρόμο από την πείνα.
Είπε στην Προϊσταμένη: «Τα βρήκα αγκαλιασμένα να τουρτουρίζουνε μέσα στα
κουρέλια, κάτω στο σταθμό του Ηλεκτρικού, και τα πόνεσε η ψυχή μου».
Α, αυτή η Ομόνοια… Είναι αυτή η πλατεία που ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε
κείνον το χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο
κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που,
μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να
φάνε. Σα να μην είχε πια σκουπίδια ο Πειραιάς για να ψάξουν εκεί να φάνε.
Κι αλήθεια, διηγόνταν οι ίδιοι πως στον Πειραιά, γύρω από ένα ντενεκέ
σκουπίδια, γίνονταν αληθινές μάχες, ανάμεσα σε σκύλους, ανθρώπους και παιδιά.
Μα ας είναι. Ας ξανάρθω στην Ελενίτσα, το κοριτσάκι που μας έφεραν στη
Ριζάρειο. Στην αρχή λοιπόν, καθώς μας έφερε και δύο άλλα παιδιά ο πολισμάνος,
δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Όλα τα κρεβάτια ήταν
πιασμένα. Στην ανάγκη μάλιστα βάζαμε τα παιδιά πέντε πέντε σε κάθε κρεβάτι, για
να μην τ’ αφήσουμε να πεθάνουνε με τέτοιο κρύο έξω στο δρόμο. Τα βάζαμε από τη
μια και την άλλη μεριά του κρεβατιού, τα καημένα. Ναι, δεν υπήρχε λοιπόν ούτε
μια μικρή θεσούλα για την Ελενίτσα.
Ο πολισμάνος, καλόκαρδος, ικέτευε την Προϊσταμένη. Μα τι να σου κάνει και αυτή;
Έλεγε: «Πάρτε τουλάχιστον το κοριτσάκι… Δέστε πώς τρέμει… Είναι άσπρο το
προσωπάκι του σαν το πανί… Αφήστε το το αγόρι…»
Αχ, Θεέ μου! συλλογιζόμουν εγώ, που βρισκόμουν κει δα μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή,
να, που γίνεται άθελα κανείς και σκληρός τέτοιες εποχές. Το αγόρι τι θα
γινότανε; Θα το κατάπινε ασφαλώς ο δρόμος, και κανένα πρωί θα το βρίσκανε
κοκαλωμένο από την παγωνιά και την πείνα. Θα το μαζεύανε και θα το ρίχνανε μέσα
σ’ αυτό το κάρο, που κάθε πρωί γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και μαζεύει
τους πεθαμένους. Και ύστερα, φύρδην μίγδην, παιδιά, γέρους, νέους, πάει και
τους αδειάζει σε ένα μεγάλο λάκκο στο νεκροταφείο. Τέτοια τύχη περίμενε το
αγόρι.
Ντίνο, λέει, το λέγανε, ήταν ως έντεκα χρονών αγόρι, σκελετωμένο, κι η πείνα το
είχε κάνει να μοιάζει με μικρό πίθηκο, όπως άλλωστε μοιάζανε όλα τα πεινασμένα
παιδιά, στο τελευταίο στάδιο που μας τα φέρνανε στο νοσοκομείο. Τους φυτρώνανε
μάλιστα στο πρόσωπο και κάτι ξανθές τρίχες σαν χνούδι, πότε άσπρες, πότε
ξανθές.
Τον Ντίνο όμως κάτι τον ξεχώριζε από τον πίθηκο. Ήταν τα μπλε μεγάλα του μάτια,
που, είτε από το κρύο, είτε από άλλο λόγο, μοιάζανε όλο βουρκωμένα. Κοιτάζανε
γύρω τον κόσμο, τον κόσμο αυτόν που ήταν όμοια η κόλαση, και βουρκώνανε. Θεέ
μου, ήταν να μη βουρκώνουν τα μάτια των παιδιών, όπως και των μεγάλων, απ’ ό,τι
γύρω τους βλέπανε;
Ας είναι. Στο πρόσωπο του αγοριού είχαν φυτρώσει αυτές οι περίεργες τρίχες του
τελευταίου σταδίου της πείνας, που κάνανε και τους γιατρούς να απορούνε γι’
αυτό. Της Ελενίτσας όμως όχι. Το προσωπάκι της, αντίθετα από τα άλλα παιδιά,
είχε γίνει διάφανο, λες και ήταν από φαρφουρί, από πολύτιμη πορσελάνα. Και τα
μαλλάκια της, καστανά ανοιχτά, σγουραίνανε και γίνονταν σαν χρυσαφιά μπροστά
στο μέτωπο. Τα μάτια της, σκούρα, κοιτάζανε τον κόσμο με εμπιστοσύνη. Και ήταν
αυτή η έκφραση της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, που σου μαχαίρωνε την
καρδιά.
Ήταν λοιπόν να σώσουμε ένα από τα δυο παιδιά. Ήταν η κρίσιμη στιγμή ν’
αποφασίσουμε ποιο από τα δυο θα έμενε στο νοσοκομείο. Και τα δύο ήταν εντελώς αδύνατο.
Ούτε καν τροφή δεν υπήρχε για ένα παιδί παραπάνω. Δεν έπρεπε λοιπόν να
αργοπορήσουμε. Η Προϊσταμένη δέχτηκε την πρόταση του πολισμάνου. «Καλά, είπε,
θα κρατήσουμε το κοριτσάκι». Έτσι έμεινε η «Ελενίτσα μας», όπως την έλεγε ο
αδελφός της.
Και η Προϊσταμένη άρχισε από καθήκον να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε σε
όλα τα παιδιά, όσα είχαν την τύχη – ναι, την τύχη! – να μπούνε στο νοσοκομείο.
«Πόσα παιδιά είστε στο σπίτι σας;»
«Εφτά!... αποκρίθηκε το αγόρι, σαν μεγαλύτερος που μπορούσε να μιλήσει. Η
Ελενίτσα μας είναι το μικρότερο, έξι χρονών».
«Από πού ερχόσαστε;»
«Από την Κοκκινιά, στον Πειραιά».
«Μάνα, πατέρα έχετε;»
«Η μάνα μας πρήστηκε από την πείνα και έπεσε στο στρώμα. Ο πατέρας ήταν
χτίστης, μα έχει, λένε, πλευρίτη. Βήχει και δε δουλεύει. Τα άλλα παιδιά φύγανε
από το σπίτι γιατί πεινούσανε. Καμιά φορά πάλι, πότε πότε, γυρνούνε και πάλι
ματαφεύγουνε».
Αυτά είπε το αδέρφι της Ελενίτσας. Και, άμα έκανε να φύγει από το νοσοκομείο,
το πιάσανε το κλάματα… Δεν ήθελε να φύγει, ούτε να χωριστεί από την
Ελενίτσα. Έλεγε κι έκλαιγε: «Πώς να γυρίσω δίχως την Ελενίτσα μας; Εμείς στο
σπίτι όλοι την αγαπάμε, γιατί μας κάνει πάντα και γελάμε. Και ποτέ δεν κλαίει,
δεν πεινάει. Κάθεται σε μια μεριά, μας κοιτά και σωπαίνει. Η μάνα μας λέει γι’
αυτή πως δεν είναι σαν τ’ άλλα παιδιά. Την τρέφει ο αέρας και η καλή καρδιά».
Αχ ναι, την έτρεφε ο αέρας και η καλή καρδιά. Μα έπεσε αυτή η βαρυχειμωνιά,
πρώτη φορά τόσο βαριά για την Αθήνα. Έπεσε και η πείνα και πια δε βάσταξε η
Ελενίτσα. Σαν πούπουλο ελαφρύ ήταν το κορμάκι της, σαν πούπουλο στα χέρια μας
την ώρα που την πήραμε, να την καθαρίσουμε κάτω στα μπάνια και ύστερα να τη
βάλουμε στο κρεβάτι. Έτυχε να βρεθεί ένα μικρό, τόσο δα κρεβατάκι, για πιο
μικρό μάλιστα παιδί από την Ελενίτσα. Εκεί τη βάλαμε. Ήταν τόσο μικρό το
σωματάκι της! Μα πού να χωρέσει εκεί και ο αδελφός της…
«Θα έρχεσαι να τη βλέπεις κάθε απόγευμα, του είπε η Προϊσταμένη. Μην κλαις… Άμα
λίγο δυναμώσει και γίνει καλά, θα την πάρεις μαζί σου».
«Κρατήστε με και μένα», ικέτευσε το αγόρι.
Μα η Προϊσταμένη, για να μην κλάψει κι αυτή (εγώ την ήξερα καλά), έμπηκε τις
φωνές: «Σου είπα, φώναξε δυνατά, δεν έχομε θέση! Δεν καταλαβαίνεις που σου μιλώ
ελληνικά;»
Έφυγε το αγόρι. Το είδα να στέκεται για πολλή ώρα, έτσι, μπροστά στην πόρτα του
νοσοκομείου και να κοιτάζει καταπάνω τα παράθυρα.
Έξω έκανε ένα βοριά δυνατό. Και στριφογυρίζανε οι νιφάδες και χορεύανε έναν
αλλόκοτο χορό, που ζαλιζόσουν να τις κοιτάζεις. Τα δέντρα της αυλής βουΐζανε
και γέρνανε στον παγωμένο αέρα…
Το αγόρι έμεινε έτσι εκεί για λίγο ακόμα, μα ύστερα, σαν ξαναπέρασα εγώ από το
διάδρομο και κοίταξα από το παράθυρο, δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει.
Μας έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα μας με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε και
συνήλθε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρά της. Αχ, τι γλυκά παιδιακίσια
ματάκια! Αυτά έπρεπε να βλέπουν ανθισμένα λιβάδια, πεταλούδες, πουλιά και
λουλούδια. Και όχι να κοιτάνε γύρω τα σκελετωμένα παιδιά μέσα στο θάλαμο, που
βογγούσανε, υποφέρανε και πεθαίνανε…
Κοίταξε περίεργα όλο γύρω της η Ελενίτσα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε καλά πού
βρισκότανε. Έπειτα κοίταξε κι εμάς τις νοσοκόμες. Και, ποιος ξέρει… της αρέσαμε
έτσι με τις άσπρες ποδιές και μας χαμογέλασε. Τι χαμόγελο! Η Προϊσταμένη δε
βάσταξε, πήγε κοντά της, έσκυψε και τη φίλησε…
«Τι θέλεις, πουλί μου; της είπε. Πες μου και μη φοβάσαι».
Η Ελενίτσα μας κοίταζε. Κοίταζε την Προϊσταμένη καλά, ύστερα πάλι εμάς. Και
έκανε σαν να ήθελε να πει κάποιο σπουδαίο μυστικό που ήτανε ντροπή να τ’
ακούσει κανείς… Σαν να ήθελε να πει έναν πόθο, που πάσχιζε από καιρό να τον
πει, μα πάλι δεν τολμούσε.
«Τι θέλεις, μικρό μου;» την ξαναρώτησε η Προϊσταμένη. «Πες τι θέλεις. Μη
φοβάσαι! Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το ‘χεις».
Α, τι κουβέντα τολμηρή για την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη! Και
πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή…
«Πες μου…»
Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός, είπε δειλά:
«Θέλω… Θέλω πατατίτσες τηγανιτές!...» Και το προσωπάκι της πήρε έξαφνα μια
έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!»
ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία
Προϊσταμένη.
Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε και
αυτή, σα να θυμήθηκε έξαφνα πως, πράγματι, στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες
τηγανιτές… «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και
απορία. «Πού να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που
στεκόμαστε μάρτυρες βουβοί σ’ αυτήν όλη τη σκηνή…
Ναι, πού να τις βρούμε;… Πού να βρεθεί τέτοια πολυτέλεια της πατάτας μέσα σ’
ένα νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος… Εδώ, εμείς, είχαμε μόνο ό,τι μας έδινε ο
Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια, κάποτε λακέρδα – και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα
περιμέναμε να μας στείλουνε κουτιά από την Ελβετία. Μα πατάτα πού να βρεθεί;
Και όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά τηγανιτές πατατίτσες. Με την ξαφνική της
αυτή επιθυμία, μείναμε κι εμείς οι νοσοκόμες σκεφτικές. Άξαφνα κι εμείς
θυμηθήκαμε τις πατατίτσες τις τηγανιτές του σπιτιού. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού
του καλού καιρού, που δε βάζαμε ποτέ με το νου μας, τότες, πως γραμμένο ήταν
τέτοια πράγματα να δούνε τα μάτια μας!... Πατατίτσες τηγανιτές!... Καλέ, τι
σκέφτηκε η Ελενίτσα!
Το μικρό κοριτσάκι τώρα, ξεθαρρεμένο, μας χαμογελούσε, μας κοίταζε και μας
έλεγε με την παιδιακίσια φωνούλα της: «Πατατίτσες θέλω! Πατατίτσες τηγανιτές!»
Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμο, δεν το ήθελε. Της είχε για καλά κολλήσει
η ιδέα για πατατίτσες. Και με παιδιάστικη τώρα επιμονή, τις γύρευε. Τι ήταν να
ρωτήσει η Προϊσταμένη το παιδί, τι ήθελε να φάει…
Σαν ήρθε ο γιατρός και μας είδε έτσι σκεφτικές, μας έβαλε μπροστά. Είχε τα
νεύρα του. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν, έλεγε, πολλά παιδιά
πεθάνει χθες και σήμερα μέσα στο νοσοκομείο. Και αυτός τίποτα δεν μπορούσε να
κάνει για να μην πεθάνουνε.
Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.
«Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα εμείς οι γιατροί;» είπε με απελπισία στην
Προϊσταμένη.
Του δείξαμε την Ελενίτσα και του είπαμε για τις πατατίτσες που μας ζητούσε…
Πάλι μας έβαλε μπροστά. «Μα και πατάτες αν είχατε, μας είπε, δεν έπρεπε να
δώστε ευθύς να φάει στο παιδί. Θα πάθει δυσεντερία, που τώρα όλα έτσι τα
θερίζει. Γάλα – δεν το καταλάβατε; - γάλα πρέπει να ‘χει το παιδί τούτο, όπως
όλα τα παιδιά, για να σωθούνε. Δεν το καταλάβατε ακόμα;» μας έκανε θυμωμένος.
Τι να πούμε όμως εμείς; Ξέραμε πως γάλα δεν υπήρχε…
Ο γιατρός, πριν φύγει από το θάλαμο, πήγε ξανά κοντά στο κρεβατάκι της
Ελενίτσας και, με γλυκό τρόπο τώρα, της είπε: «Άμα γίνεις καλά, μικρούλα μου,
θα φας τις πατατίτσες. Όχι τώρα! Ακούς;» Και έφυγε.
Η Ελενίτσα δε μίλησε. Κοίταξε το γιατρό, κοίταξε και μας και σώπασε. Σούφρωσε
μόνο το στοματάκι της. Ήταν, βλέπεις, από μικρό, μαθημένο καμιά από τις
επιθυμίες της να μην της γίνεται. Θα ήταν ίσως και η πρώτη φορά που, στη ζωούλα
της τη μικρή, ζήτησε κάτι. Ξεγελάστηκε η Ελενίτσα, από το περιβάλλον, από τις
άσπρες ποδιές μας, το καλό χαμόγελο της Προϊσταμένης, και ζήτησε και αυτή κάτι.
Στο τέλος είπε: «Δεν πειράζει» και σώπασε και έγειρε το κεφαλάκι πάνω στο
μαξιλάρι και έκλεισε τα ματάκια.
Την αφήσαμε. Είχαμε και μεις άλλες δουλειές να κάνουμε, τόσα παιδιά, τόσους
αρρώστους να περιποιηθούμε μέσα στο νοσοκομείο. Μπαίναμε, βγαίναμε στις
αίθουσες. Ακούγαμε από μακριά, από κάτω στην είσοδο, τη φασαρία που γίνονταν
εκεί, τις φωνές των ανθρώπων, που ικέτευαν τη διεύθυνση να μπούνε μέσα στο
νοσοκομείο…
«Πού θέλετε, μωρέ, να σας βάλω;» ακούγονταν η δυνατή φωνή του διευθυντή.
«Θέλετε να με πνίξετε;... Δεν καταλαβαίνετε ρωμέικα που σας λέω; Δεν υπάρχουν
κρεβάτια!»
«Θα περιμένουμε ώσπου ν’ αδειάσει κανένα κρεβάτι», ακούστηκε να λέει μια
άγνωστη φωνή.
«Μα, για να αδειάσουν κρεβάτια, πρέπει πρώτα να πεθάνουνε οι άνθρωποι. Ξέρω
πότε θα πεθάνει κανείς; Μπορώ να τον βιάσω να πεθάνει;» φώναζε έξω φρενών ο
διευθυντής.
Και μείς ξέραμε πως πεθαίνανε αράδα οι άνθρωποι… Μα, μόλις αδειάζανε τα
κρεβάτια, έρχονταν άλλοι. Κάνανε καμιά δυο μέρες, και πάλι πεθαίνανε. Και όλοι
από το ίδιο πράμα. Εξάντληση, δυσεντερίες από τα σκουπίδια που τρώγανε,
κακουχία. Πραγματική αρρώστια δεν υπήρχε. Λιμός! σου λέει ο άλλος. Λιμός! Από
αυτό που λένε και δέουνται στην εκκλησία να μην πέσει ποτέ στον κόσμο. Σάματι
και μεις οι ίδιες δεν πεινούσαμε; Δε λιγοθυμούσανε οι νοσοκόμες από την πείνα;
Κάποτε κάποτε περνούσα και από την αίθουσα που βρισκόταν η Ελενίτσα. Πήγαινα
κοντά της. Μόλις με έβλεπε, χαμογελούσε…
Μα το ίδιο απόγευμα κοκκίνισε από τον πυρετό το προσωπάκι της. Της
παρουσιάστηκε η δυσεντερία. Αχ, να είχαμε τουλάχιστο να της δίναμε ρυζόνερο… Μα
τίποτα, είπα, δεν είχαμε. Ρύζι; Πού να βρεθεί το ρύζι;… Ούτε γιατρικά είχαμε,
ούτε τίποτα… Και σε κοιτάζανε τα μάτια των παιδιών που υποφέρανε, και τίποτε
και δεν μπορούσες να τους κάνεις… Τίποτ’ άλλο παρά στο τέλος να τους κλείσεις
τα ματάκια αυτά. Θεέ μου!... Μας είχε ο Θεός τόσο εγκαταλείψει;… Τι κακό κάνανε
τα παιδιά;…
Το απογευματάκι ήρθε ο αδερφός της να δει την Ελενίτσα. Ήταν μαβής από το κρύο,
τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα. Κάθισε κοντά στο κρεβατάκι της αδερφούλας
του και άκουσα να της λέει, καθώς περνούσα από κει: «Σου ‘φερα ένα παστέλι».
Θα είχε στους δρόμους ζητιανέψει και με τα λεφτά αυτά θα είχε αγοράσει το
παστέλι.
Η Ελενίτσα το κοίταξε, λάμψανε τα ματάκια της από ευχαρίστηση, έκανε να το
φάει, μα ήτανε πολύ σκληρό και το άφησε.
«Πατατίτσες… είπε. Πατατίτσες τηγανιτές θέλω».
Το αγόρι άνοιξε καλά τα μάτια του… Καλέ, τι ζητούσε η αδερφή του; Ήταν στα
συγκαλά της; Δεν ήξερε πως τέτοια πράματα δεν υπήρχανε πια στον κόσμο; Της είπε
το αγόρι μονάχα: «Καλά είσαι εδώ, Ελενίτσα. Αχ, μ’ αφήνεις δίπλα σου να
ξαπλώσω; Είμαι τόσο αποσταμένος… Και κρυώνω!... Ξέρεις τι κρύο κάνει έξω;»
Όταν ξαναπέρασα από το θάλαμο, το αγόρι είχε φύγει μαζί μ’ όλες τις επισκέψεις.
Η Ελενίτσα όμως έκαιγε από τον πυρετό. Παραμιλούσε. Έσκυψα πάνωθέ της.
«Πατατίτσες…», έλεγε και άπλωνε τα χεράκια της.
Κατά το βραδάκι πέρασε ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα. Έμοιαζε ξαφνικά
γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Και ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία να ‘χει
γεράσει πολύ. Όλον το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους,
να πεθαίνουνε – τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους
προσφέρει καμιά βοήθεια, που να, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του
ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.
«Λοιπόν η Ελενίτσα μας;» τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.
Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία…»,
είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγαναχτισμένο, πρόσθεσε: «Τι! Με το
φασουλόζουμο θα γιατρευτεί; Ό,τι κάνει η φύσις». Και, μουτρωμένος που δεν
μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.
Έτσι πέρασε όλο εκείνο το βράδυ και το άλλο πρωί.
Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατ’ ευθείαν
κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα
άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.
Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει κι όταν παραμιλούσε ακόμα έλεγε: «Θέλω
πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.
Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός
και ύστερα, με το χέρι του, χάιδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας
είπε, κοιτάζοντάς μας, θλιμμένος:
«Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί…»
«Α!» έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. «Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά
ελπίδα;» Και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες, που καθόμαστε και
την κοιτάζαμε: «Γλήγορα να μας βρείτε μια δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω
να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!»
Την κοιτάζαμε την Προϊσταμένη κι είχαμε μείνει άναυδες. Τι να της πούμε; Πως
είχε τρελαθεί; Έτρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε εμείς μισή πατάτα σπίτια μας;
Μονάχα οι πολύ πλούσιοι θα ‘χαν, μα κι αυτοί θα τις τρώγανε στα κρυφά, για να
μη τους δει κανένας.
Η Προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα ενεργητική, που δε δίσταζε ποτέ μπροστά σε καμιά
δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της. Μας είπε: «Να πάει μια από σας,
γλήγορα, στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται. Θα χτυπήσετε την
πόρτα δυνατά, ως ότου σας ανοίξουν, και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η Προϊσταμένη
εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και ότι είναι ανάγκη να δείτε την κυρία. Θα της
τα πείτε όλα όπως είναι. Μια πατάτα γυρεύει για ένα παιδάκι που ίσως πεθάνει.
Τρέξτε τώρα γλήγορα!»
Έτρεξα εγώ στο απέναντι μέγαρο, χτύπησα δυνατά την πόρτα. Μου άνοιξε ένας
λακές, με έβαλε κάτω στα σαλόνια…, περίμενα… Αχ, Θεέ μου, συλλογιζόμουν εγώ
διαρκώς, ας κάνουμε γλήγορα, να βαστάξει η Ελενίτσα, ως ότου τις δώσουνε, τις
ψήσουνε, τις ετοιμάσουνε τις τηγανιτές πατατίτσες. Με είχε πιάσει νευρικό και
δε με χωρούσε ο τόπος.
Τέλος φάνηκε η οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.
«Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ να σας δώσω μια οκά για
τους αρρώστους σας.»
Και κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πως η κυρά του θα
έδινε μια οκά πατάτες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με
κοίταξε βλοσυρά, σα να ‘λεγε: «Καρακάξα, να το ‘ξερα, δε θα σ’ άνοιγα την
πόρτα!» Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.
«Ευχαριστώ», είπα και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο.
Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες. Τις
κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω… Και, όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια
λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.
Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους.
«Πατατίτσες τηγανιτές κάνουνε κάτω», λέγανε.
Μα η Ελενίτσα, εν τω μεταξύ, όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα
ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι
της άσπριζε. Κρύωνε.
Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να ‘χει, ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού.
Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε.
Τι νομίζετε; Αυτό μας περιμένει και μας. Θα βγάλουμε και μεις το
χειμώνα;»
Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δώσουνε
κουράγιο.
Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»
«Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές».
Έρχεται η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα, της
χαμογελά. Θε μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό, όταν
πλησιάζεις να σ’ αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά.
Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σε ένα πιάτο όμορφες, ροδοκόκκινες,
καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους
κοιτάζανε!... Ανασηκώνονται…
Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!»
Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου!
Είναι δικές σου! Σου τις φέραμε… Ελενίτσα!»
Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα
ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και
άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά – αχ! – το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς
τα πίσω πιο άσπρο από πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι
μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.
«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.
Λιγοθύμησε η Ελενίτσα!...
Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και
είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά σφιχτά τις τηγανιτές
πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν
σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε
στο στόμα της να τις βάλει η Ελενίτσα.
Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες,
για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει:
«Α, άνθρωποι τρελοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμως εσείς
αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαΐ;»
Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς
πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό,
που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της
ζωής.
Λιλίκα Νάκου, «Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ» Εκδ. ΕΣΤΙΑ (1η έκδοση: 1944)
ëΟι εικόνες
ντροπής στα σούπερ μάρκετ που βάζουν αντικλεπτικά μηχανήματα στα βρεφικά
γάλατα, παραπέμπουν στις μαύρες μέρες που η Λιλίκα Νάκου περιγράφει στο βιβλίο της.
Πολλές οικογένειες δεν μπορούν σήμερα να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Ο Συντονιστής Τμήματος Μικρομεσαίων Γιώργος Παναγιωτόπουλος, έκανε το πιο εύστοχο
σχόλιο για την άθλια νεοφιλελεύθερη ευγονική που επικρατεί:
«Μα γιατί δεν τα πνίγουν στην
κούνια;… Και δεν έχουμε πια μήτε Αισχύλο μήτε αυταπάτες. Αν δεν τα πάρουμε όλα
προσωπικά, θα ’μαστε τόσο ντροπιασμένοι που μήτε η Παναγιά θα καταδέχεται να
της ζητήσουμε βοήθεια».