photo: http://www.thisiscolossal.com/2011/09/ alexis-perevoschikov/ |
Το πρώτο βήμα, το δεύτερο,
το τρίτο… στο τέταρτο κοντοστέκεται. Ακουμπάει στο τροχήλατο στήριγμα που έχει
μπροστά της, προφασιζόμενη ότι ξεκουράζεται. Μούφα ξεκούραση. Η ματιά της βολιδοσκοπεί
το στόχο της. Ως εκεί που πρέπει να φτάσει. Στις πλαστικές καρέκλες. Ξανά
βάδισμα. Τα πόδια της διαγράφουν ξέφρενες τροχιές στον αέρα και επανέρχονται με
γδούπο στο έδαφος. Τα καρφώνει με δύναμη. Να σιγουρευτεί πως πατάνε στέρεα. Πως
μπορεί να στηριχτεί πάνω τους. Μια σπάνια ασθένεια. Αδιάφορα τα «πώς» και τα
«γιατί».
Ξοπίσω μια φίλη της. Δυο
φιγούρες που βηματίζουν αργά, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος που περπατάει με άνεση. Δυο
ζευγάρια χέρια αγκυλωμένα. Σώματα που ακροβατούν πάνω σε αδύναμα πόδια, σα μωρά
που κάνουν τα πρώτα τους δειλά βήματα. Και δυο κατακόκκινα χαμόγελα που λάμπουν
διαρκώς. Κι ας μην μπορούν να μιλήσουν με ταχύτητα και ευκρίνεια. Εκείνες
χαμογελούν, φλυαρούν και διανύουν την προσωπική τους οδύσσεια για να φτάσουν
στον προορισμό, που για μας είναι το δεδομένο. Να πάρουν από μια καρέκλα για να
παρακολουθήσουν τη συναυλία που θα ξεκίναγε σε λίγη ώρα.
Σε κάποιο φεστιβάλ νεολαίας.
Κάποιο καλοκαιριάτικο σούρουπο. Λίγο πριν ξεκινήσει η μουσική σκηνή. Παρέες,
περίπτερα, μυρωδιές, χρώματα, ήχοι, φωνές, γέλια και συζητήσεις. Με την παρέα
μου καθισμένοι σ’ ένα πεζούλι, ν’ αμπελοφιλοσοφούμε και να βαθυστοχαζόμαστε.
Απάνω στην κουβέντα κι ενώ ο Μήτσος μας εξηγεί περί ντεμέκ επαναστατών που
οργανώνουν πογκρόμ για τους μετανάστες, συμβαίνει το αναπάντεχο. Το τροχήλατο
μεταλλικό «Πι» γλιστράει στα σκαλιά κι ένα σώμα εκσφενδονίζεται και σκάει
μπροστά μας. Τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι. Η μόνη που διατηρεί το χαμόγελό της
είναι το κορίτσι που έπεσε. Μάτωσε το χέρι της, μελάνιασε, το καρότσι είχε
σκάσει στα πόδια της κι εκείνη χαμογέλαγε. Όση ώρα προσφέρουμε τις αυτοσχέδιες
πρώτες βοήθειες, εκείνη μας καθησυχάζει στη γλώσσα της. «Είμαι μια χαρά… όλα
καλά… σας ευχαριστώ πολύ»!... Μιλάει συλλαβιστά, το κεφάλι της ανασηκώνεται
μονόπλευρα, κάνει συσπάσεις, γελάει και
ακουμπάει διαρκώς το χέρι της, στο μέρος της καρδιάς της. Πόσα ευχαριστώ,
μεταγλωττισμένα στη γλώσσα μας, δεν μας είπε! Πόσα πολλά!...
Την συνοδεύουμε ως το χώρο
της συναυλίας. Ακούω ένα σύρσιμο πίσω μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και διαπιστώνω
πως η φίλη της ερχόταν ξοπίσω μας, σέρνοντας δυο πλαστικές καρέκλες. Αφήνω την
τραυματισμένη και τρέχω να βοηθήσω στο κουβάλημα. Λέξεις σκόρπιες, φράσεις
δίχως νόημα, έτσι για να γεμίσω το κενό της διαδρομής.
-Φίλες είστε;
-Πώς ήρθατε ως εδώ;…Πώς θα
φύγετε μετά;… Είναι γνωστός ο ταξιτζής;…
-Είναι καλά η φίλη σου;
Χτύπησε πολύ…Μήπως να πάμε σ’ ένα ιατρείο;
-Θέλετε κάτι να σας φέρουμε;
Ανένδοτη να μου δώσει τις καρέκλες.
Επιμένει να τις κουβαλήσει μόνη της. Εγώ με ύφος ανακριτή, να βομβαρδίζω με
ερωτήσεις. Απελπίζεται μαζί μου, αλλά δεν χάνει την ψυχραιμία της. Με πιάνει
απ’ τον ώμο και καρφώνει το βλέμμα της στο δικό μου. Με ρωτάει τ’ όνομά μου.
Μου λέει το δικό της. Ντρέπομαι που δεν καταλαβαίνω με την πρώτη αυτά που μου
λέει. Το αντιλαμβάνεται. Κάνει την ίδια κίνηση που έκανε λίγο πριν η φίλη της.
Ακουμπάει το χέρι στο μέρος της καρδιάς της. Πολλές φορές. Xαλαρώνω. Την παρατηρώ. Γύρω στα είκοσι, με
πρόσωπο μαντόνας. Ντυμένη στα νεανικά της τζιν και διακριτικά μακιγιαρισμένη.
Φρέσκια και μοσχομυριστή. Γεμάτη πάθος. Τα μάτια της καίνε. «Είμαστε καλά!...
Ακμαίες-ακμαιότατες!... Απόψε παίζει ντραμς το ξαδέρφι μου…. Δεν χάνουμε ποτέ
συναυλία του…».
Μου είπε κι άλλα. Πως δεν τους
αρέσει ν’ αράζουν σπίτι, ανακατεύονται με τα κοινά, συμμετέχουν σε εκδηλώσεις,
σπουδάζουν και επιδιώκουν να είναι διαρκώς με φίλους. Εγώ κολλημένη στις εμμονές
και τις φοβίες μου, να επιμένω για βοήθεια. Κι αυτή, δως του να χαμογελάει και
να με ρωτάει πώς βλέπω την πολιτική κατάσταση κι αν στην περιοχή μου γίνονται
κινήσεις και πρωτοβουλίες από πολίτες…
Σ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας,
έριχνα κλεφτές ματιές πίσω μου. Ματιά και μικροκλοπή. Δήθεν για να βεβαιωθώ πως
είναι καλά με την παρέα τους. Στην πραγματικότητα, μάζευα τη λεία μου. Θαυμασμό,
έμπνευση, προτροπή και ενθουσιασμό. Με αναποδογυρισμένες τις κοσμοθεωρίες μου,
παραδέχτηκα πως η Κομαντάντε-Σύλβια με πήρε απ’ το χέρι και με τα αργά της βήματα,
πήγε τη ζωή μου λίγα βήματα μπροστά. Δίχως ατέρμονες αναλύσεις και τσιτάτα,
αλλά συλλαβή-συλλαβή, μου ψιθύρισε πως η επανάσταση δεν είναι μια ημερομηνία,
μια πλατεία ή ένας δρόμος. Είναι προσωπική υπόθεση. Είναι στάση ζωής!
Η ιστορία είναι αληθινή.
Το όνομα φανταστικό.
Η εμπειρία αληθινά φανταστική!...