Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Aγωνιζόμενες Καθαρίστριες: "Καθαρίζουν για όλους μας"


"Ζω μόνη μου, με το κοριτσάκι μου μαζί, που είναι 14 ετών. Είμαι χωρισμένη. Το κοριτσάκι μου είναι σε δύσκολη ηλικία, με τα αγγλικά, με τα φροντιστήρια. Φέτος είπα να την σταματήσω και είναι στο proficiency, αλλά ο καθηγητής της δέχτηκε να το κάνει δωρεάν. Έπαιρνα μόλις 500 ευρώ και τα έξοδά μας... Μόνο για το πρωινό του παιδιού, το φαγητό, το ρεύμα, το νερό, ακόμα και τα σαμπουάν, δεν έφταναν καν τα 500 ευρώ. Δεν υπήρχε περίπτωση εάν δεν πήγαινα να δουλέψω και αλλού, που αν τολμούσα να το πω στη δουλειά μου, θα έχανα και το μεροκάματο που έπαιρνα. Αν δεν το έκανα, θα έπρεπε κι εμείς να ψάχνουμε φαγητό στον κάδο, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν το καταδέχομαι και δουλεύω όπου μπορώ".



"Όλες εμείς που είμαστε μονογονεϊκές οικογένειες δεν έχουμε δικαίωμα να δουλέψουμε, όταν σε άλλα κράτη δίνουν και σχετικά επιδόματα και εδώ σου αφαιρούν ακόμα και αυτή τη δουλίτσα, με αυτό το μεροκάματο. Το παιδάκι μου περίμενε μετά την απόφαση του δικαστηρίου που βγήκε, πως ίσως να δικαιωνόμασταν και μετά την απόφαση του Άρειου Πάγου, ξέσπασε σε κλάματα το πρωί και με πίεσε κι εμένα. Μου είπε "Μανούλα βαρέθηκα να είμαι μόνη, γύρνα σε παρακαλώ!". Κι όταν είδε τα επεισόδια κι εμένα χτυπημένη στο φορείο, ξέσπασε και μου είπε "Ως εδώ, γύρνα πίσω!". Της είπα όχι, γιατί μετά δεν θα σπουδάσεις! Στα 44 χρόνια μας, τι δουλειά θα βρούμε; Ένα κορίτσι 38 χρονών το χτύπησαν οι αστυνομικοί πάρα πολύ βάναυσα και το κορίτσι αυτό έχει καρκίνο στο στομάχι. Εμένα με χτύπησαν ενώ δεν χτύπησαν κανέναν, πήγα απλά να διαμαρτυρηθώ και του λέω του αστυνομικού "Μην με χτυπήσεις σε παρακαλώ στο πόδι, γιατί έχω πρόβλημα" και με χτύπησε με δύναμη ακριβώς εκεί. Δεν μπορούν να χτυπούν γροθιές στο κεφάλι... Δεν τους νοιάζει αν βλέπουν μια γυναίκα 55 ετών μπροστά τους, που είναι ευαίσθητα τα κόκκαλά της. Της δίνουν μία να της τα κάνουν κομμάτια. Ποιον χτυπάνε; Έναν άνθρωπο που διεκδικεί τη δουλειά του... Έλεος! Κι αυτοί εργαζόμενοι είναι"...
Άννα Χρυσικοπούλου (44 ετών, απολυμένη καθαρίστρια της ΔΟΥ Ελευσίνας)
Πηγή: ΗOT DOC/Τεύχος Β' Ιουνίου



Χτες βράδυ είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά κάποιες γυναίκες. Δύσκολο να περιγράψω το συναίσθημα. Είναι που έχω συνηθίσει να αντικρίζω απαθή βλέμματα που έχουν συνθηκολογήσει στο "Μνημόνιο του Καναπέ". Εν μέσω Μουντιάλ και προετοιμασίας θερινών διακοπών, διαπίστωσα με μεγάλη μου έκπληξη, πως υπάρχουν κάποιες γυναίκες που βγαίνουν έξω, διεκδικούν, υψώνουν τις γροθιές τους στις μονάδες καταστολής και παλεύουν για το αυτονόητο. Κι όσο οι ένστολοι παλληκαράδες "βαράνε στα πόδια" γυναίκες που θα μπορούσαν να είναι μανάδες ή αδερφές τους, τόσο είναι έκδηλο πια, πως η ψυχραιμία της κυβέρνησης συρρικνώνεται ολοένα. Γιατί ξέρουν καλύτερα απ' τον καθένα, πως μια μεγάλη επανάσταση, ξεκινάει πάντα μέσα από μια ασήμαντη-ειρηνική επανάσταση. 
Στην Δήμητρα, στην Χριστίνα και στην Φωτεινή, σ' όλες τους... ένα μεγάλο "Συγνώμη" που τις αφήνω μόνες να ξεσκατίζουν τη βρωμιά. Τουλάχιστον, ας κάνουμε το στοιχειώδες. Συγκεντρώνουν υπογραφές, κάνουν εκκλήσεις για να ενώσουμε τις φωνές μας μαζί τους, συγκεντρώνουν μιαν υποτυπώδη οικονομική ενίσχυση πουλώντας τα μπλουζάκια τους, συμμετέχουν, αντιδρούν, αλλάζουν το σκηνικό. 
Εμείς;

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Άλλος με τη βάρκα μας (για τον Μάνο)

Φωτογραφία: Θάνος Τσάκαλος
Μια Πέτρα ήταν η αφορμή για την αποψινή βαρκάδα. Φλας-μπακ σε ασπρόμαυρο φόντο, αναμνήσεις και συγκίνηση από στιγμές που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη μου.
Καλοκαιράκι, συναυλίες, Πυξ-Λαξ, ο Μάνος, η ήρεμη δύναμη, ο ροκάς που υπηρέτησε με σεμνότητα το πάθος του για τη μουσική, βαθιά ευαισθητοποιημένος και απόλυτα συνεπής στην ποιότητα, στην ουσία και στο μουσικό είδος που τον εξέφραζε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την παρουσία του στη σκηνή, την εκφραστικότητα και τη μοναδική βραχνάδα του, όταν ερμήνευε το "Εσύ εκεί". Ή το "Πούλα με". Η τελευταία φορά που είχα την τύχη να τον ακούσω, ήταν με τους Κατσιμιχαίους στο Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο, τον Μάρτη του 2009. Ο δίσκος που ηχογραφούσε όταν τον πρόδωσε η καρδιά του, είχε τον προφητικό τίτλο "Όταν θα φύγω ένα βράδυ από δω". Ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατό του απ' τους φίλους του. 

Εκτός από τον ίδιο, στις λίγες ηχογραφήσεις που πρόλαβε να κάνει πριν φύγει, τραγουδούν οι: Φίλιππος Πλιάτσικας, Μπάμπης Στόκας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Λάκης Παπαδόπουλος, Νίκος Πορτοκάλογλου, Διονύσης Τσακνής, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Μίλτος Πασχαλίδης, Οναρ και Μύρωνας Στρατής. Επίσης η Μαρία και η Νάντια Σπηλιωτοπούλου καθώς και οι κόρες του Μάνου Ξυδούς, Κατερίνα και Νέλλυ. Για όλους όσους συμπορευτήκαμε μαζί του, θα είναι πάντα κοντά μας. Ν' αρωματίζει τη μιζέρια μας και να μας προτρέπει "Κάνε κάτι και για σένα".


Σε μια απ' τις τελευταίες του συνεντεύξεις είχε πει:
"Όπως τελευταία κάτι που είδα στη τηλεόραση και με άγγιξε βαθιά, μια κοπελίτσα, σε μια έκκληση που έκανε προς τους αστυνομικούς, με τα γεγονότα στο κέντρο της Αθήνας είχε πει: «Μην ρίχνετε δακρυγόνα για να κλάψουμε, κλαίμε κι από μόνοι μας». Ήταν ότι πιο ποιητικό έχω ακούσει το τελευταίο καιρό από όλους μας. Εμείς καθόμαστε με τις ώρες να γράψουμε ένα τραγούδι και το κοριτσάκι το είπε, έτσι αυθόρμητα, με δυο λέξεις, περιέγραψε μια κοινωνική κατάσταση σημερινή, που κανείς δεν θα μπορούσε να την περιγράψει καλύτερα".


H "Μεθυσμένη Βάρκα", είναι ένα απ' τα λιγότερο προβαλλόμενα τραγούδια του. Ο Μάνος έγραψε πριν χρόνια του στίχους αυτούς, που σήμερα είναι απόλυτα επίκαιροι και ταυτισμένοι με την προσδοκία όλων μας.  


Αγέρας στα παράθυρα της πόλης τριγυρνάει
το κρύο έπεσε χοντρό σε λάμπες περπατάει
κάτι φαίνεται μακριά στου δρόμου την αρχή
που τρεμοσβήνει σαν πυγολαμπίδα στη βροχή

Μάνα τις βαλίτσες μου πού έκρυβες καιρό
κατέβασέ τες δωσ’ τες μου δεν μένω πια εδώ
μη με ρωτάς πού πάω δε θα ξέρω να σου πω
με γράμματα και κάρτες θα μαθαίνεις ότι ζω

Σε μια βδομάδα θα'μαι πια σε τόπους μακρινούς
μέσα στους κήπους του Βαν Γκογκ που χρώματα πενθούν
μπορεί στην πόλη της Οξφόρδης που μυρίζει χθες
με δυο βαρέλια μπίρα στου Μονάχου τις γιορτές

Μια πόλκα με τους Ρώσους στης Μονμάρτης τα στενά
από γέφυρες να βλέπω της ζωής τα μυστικά
πάνω σε ντόκους οι τσιγγάνοι ξυπνάνε τα βιολιά
κι ανοίγουν νυσταγμένα τα βλέφαρα του μπαρ

Ξεχαστήκαμε  στην τρελή βραδιά
και η βάρκα μας σκίζει τα νερά
μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω
τα χαμόγελα του ήλιου λίγο πριν απ' τις οχτώ

τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως

Το μέλι στάζει απ’ τα μάτια της πάνω στο μπαρ
πανέμορφη τη βλέπω κι ας μην έχω ξαστεριά
ακόμα ένα ποτήρι και θ’ αρχίσει να γελά
και θα βαρυγκομάει κάποιου άντρα τη χαρά

Και όπως θα παραμιλάει μπορεί και να με δει
στη βάρκα μας επάνω να ζητάω επιστροφή
θα έρθει λίγο πιο κοντά μου και εγώ σ’ αυτή
και έτσι αγκαλιασμένοι θα βουλιάξουμε μαζί

Ξεχαστήκαμε στην τρελή βραδιά
και η βάρκα μας σκίζει τα νερά
μα το μόνο που θέλω και ζητώ να δω
τα χαμόγελα του ήλιου λίγο πριν απ' τις οχτώ
τα χαμόγελα του ήλιου και της χώρας μου το φως!

Στίχοι: Μάνος Ξυδούς
Μουσική: J. Fearnley
Από τον δίσκο "Περιμένοντας το νέκταρ" ΕΜΙ


*Ο Μάνος έφυγε ξαφνικά σε ηλικία 57 ετών το βράδυ της Τρίτης 13 Απριλίου 2010. Στη διάρκεια πρόβας. Στην κυριολεξία "πάνω στο πάλκο".

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Λε Μπαλκόν




"Να πάρω κι αντηλιακό, μαγιό και σαγιονάρα

να κάνω κι ένα γαλλικό, να μη με πουν βλαχάρα

χαλάουα απαρέγκλιτα σε πόδια και μπικίνι

γιατί σε λίγο η τρίχα μου, θα γίνει κομποσκοίνι".



Μωρό μου δεν ξυρίζεσαι; φτηνότερη η λεπίδα 

και μη φαντασιώνεσαι ταξίδια στην πατρίδα

εδώ θα το περάσουμε κι αυτό το καλοκαίρι…


"Με πουρκουά?"

Μας ήρθε η εκκαθάριση κι έρχεται και τ’ ασκέρι.



"Κες και σε ‘ασκέρι’ μον αμί?"

Φανήκαν’ από μακριά τ’ αλλόφωνα φουσάτα

χαράτσια, τέλη κι εισφορές, κι… αντίδια ριγανάτα 

δεν περισσεύει ούτ’ ευρώ να πάμε στο νησί μας

θα βάλουμε πολύ νερό και φέτος στο κρασί μας.



Μην ξενερώνεις μάτια μου κι εδώ καλά περνάμε

τραγούδια, ούζο και μεζέ, κι αστέρια να κοιτάμε 

βεγγέρα στο μπαλκόνι μας θα κάνουμε με φίλους

κεριά στο φεγγαρόφωτο και μπλουζ από τους γρύλους.



Κατάστρωμα θα κάνουμε το πίσω μπαλκονάκι

αγκυροβόλι η αγάπη μας με όρτσα τ’ αεράκι 

η τέντα μας για άλμπουρο κι η κουπαστή για πλώρη

με ρότα το μουράγιο μας σπατσάρουμε στην πόλη.




Στο θερινό της γειτονιάς θ’ ακούμε τη μπομπίνα 

με γιασεμί κι αγιόκλημα και σνακ απ’ την καντίνα

γαρμπίλι κι έναστρη βραδιά και σινεφίλ ταινίες 

"Θα είναι Β’ προβολής;"

Και Γ’ ενδεχομένως, 

ας δούμε λίγο σινεμά, με ουσία κι ερμηνείες.




Λοιπόν, σου κάνω ρεζουμέ για να τα εμπεδώσεις:

Καταστασιόν απελπιστίκ! Φινί οι αποτριχώσεις!

Μποτέ - ανσάμπλ – μιζανπλί: Φέτος δεν θα μπορέσω!

"Μοντιέ, θα καταρρεύσω!..."

Σιλάνς και άσε τα μπλαζέ, με τα βαμπίρ που ζούμε

σακ-βουαγιάζ και φυλακή, αν μπατιρέ βρεθούμε!

Ντακόρ;

"Aμπζολεμάν!"



To “Λε Μπαλκόν” φιλοξενήθηκε και διακρίθηκε στο 4ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε η Αριστέα, στο μπλογκ της H ζωή είναι ωραία
Ένα εγκάρδιο ευχαριστώ στους φίλους και στις φίλες που με συντρόφεψαν και σ' αυτό το Συμπόσιο! 
 

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

14 bloggers γράφουν "Το μυστήριο του καφενείου..."

Στο προηγούμενο επεισόδιο:

"...Η Ελπίδα, συναισθηματικά φορτισμένη πια, αφαίρεσε το CD από τη συσκευή και αναλύθηκε σε δάκρυα.Τι έπρεπε τώρα να κάνει; Πόσο, ποιους και με ποιο τρόπο θα επηρέαζε μία της απόφαση;Ο χρόνος της τελείωνε… και χρειαζόταν οπωσδήποτε βοήθεια".



"Φ"
Όση ώρα ο κυρ-Μιχάλης μάζευε τα άδεια ποτήρια απ’ το τραπεζάκι που καθόταν η παρέα, το μυαλό του δούλευε μεθοδικά κι έκανε προβολή των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Η κοπέλα που εξαφανίστηκε ως δια μαγείας, την ώρα ακριβώς που του ξεδίπλωνε τις πτυχές μιας  περίεργης ιστορίας . Η απροσδόκητη φωνή του πελάτη που τον φώναξε, σχεδόν επιτακτικά, για λογαριασμό…  Ακόμα ηχούσε στ’ αυτιά του εκείνη η τσιριχτή φωνή. Ανατρίχιασε σε μια φευγαλέα σκέψη, πως η φωνή αυτή του ήταν γνώριμη. Όχι όμως απ’ τους τακτικούς πελάτες του, που επισκέπτονταν συχνά το καφενείο. Τα παιδιά της σχολής και κάτι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι που παίζανε τάβλι τ’ απογεύματα. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως κανείς απ’ τους πελάτες του δεν θα διέκοπτε μια προσωπική του κουβέντα, φωνάζοντας σχεδόν αδιάκριτα. Τις πιο πολλές φορές, πηγαίνανε οι ίδιοι στο εσωτερικό του καφενείου για να πληρώσουν. Κυρίως αν τον βλέπανε να κάθεται για να ξεκουράσει τα πόδια και τη μέση του. Κι ύστερα, θυμήθηκε το έντρομο βλέμμα της κοπέλας όση ώρα του μιλούσε, καθισμένη σε μιαν απόμερη γωνιά στα ενδότερα του καφενέ . Την αεικίνητη ματιά της πέρα-δώθε και τη διάχυτη ανησυχία της μήπως τους παρακολουθεί κάποιος.  Επανάφερε τη σκηνή στο μυαλό του. Ο τύπος που τον ρώτησε με μακρόσυρτη φωνή για το λογαριασμό, οι αργές κινήσεις του μέχρι ν’ ανοίξει το μαύρο χαρτοφύλακά του… κι ύστερα τα επιτηδευμένα αστεία του, που δεν πρόδιδαν άνθρωπο που βιάζεται.  Σαν αναλαμπή, θυμήθηκε  τη στιγμή που του απόσπασε την προσοχή, δείχνοντάς του ένα παλιό αρχοντικό στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Τον ρώτησε αν γνωρίζει τον ιδιοκτήτη, γιατί ενδιαφέρεται ν’ αγοράσει ένα ακίνητο στην περιοχή…


*****


Το τελευταίο κομμάτι του παζλ, ήρθε και ταίριαξε απόλυτα στην εικόνα! Όση ώρα μέτραγε τα ρέστα, είχε αντιληφθεί κάποιον απ’ την παρέα, να σηκώνεται και να κατευθύνεται στο εσωτερικό του καφενείου. Κι ήταν όλοι τους, ίδιας κοψιάς άνθρωποι. Γύρω στα τριάντα, καλοντυμένοι και με σκούρα γυαλιά. Κι εκείνο το “Κυρ-Μιχάλη”, του θύμισε έντονα τη χροιά μιας γνώριμης φωνής. Από ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Η φωνή ήταν το ίδιο παγερή με τη νύχτα εκείνη. “Πάτροκλος;” Όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ανατρίχιασε.

Στον ίδιο χωροχρόνο, η Ελπίδα επιστρατεύει όση αυτοκυριαρχία της έχει απομείνει και βάζει μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Το ραντεβού με την Νάντια είναι σε λίγα μόλις λεπτά και πρέπει να βιαστεί. Στο ράδιο παίζει ένα τραγούδι κι οι στίχοι, της τραβούν την προσοχή “Σ’ έψαχνα μια ζωή / τώρα ίχνη σου γυρεύω στο χάρτη / χάθηκες μια στιγμή / γέμισε ο ουρανός μου με δάκρυ”.

Ο κυρ-Μιχάλης κλείνει το ραδιόφωνο. Κατεβάζει τους διακόπτες κι ετοιμάζεται να τραβήξει το μάνταλο της εισόδου και να κλειδώσει το μαγαζί. Είναι εξαντλημένος απ’ την ένταση.

Η Ελπίδα οδηγάει βουρκωμένη. Τα χέρια της τρέμουν και με δυσκολία τα σταθεροποιεί πάνω στο τιμόνι. Παρκάρει και τραβάει απότομα χειρόφρενο, ψιθυρίζοντας μια προσευχή:"Όποιος κι αν είσαι εκεί πάνω, Θεός ή Άγγελος, φώτισέ με και βοήθα με… Σ’ έχω μεγάλη ανάγκη!"

- Μιχάλη…
- Ι…Ι…. Ισιδώρα! Εσύ εδώ;
- Κλείσε όλα τα φώτα και μαντάλωσε την πόρτα. Πρέπει να σου πω…



*****


Η εξώπορτα της πολυκατοικίας είναι ανοιχτή. Τη σπρώχνει και κατευθύνεται στη γκαρσονιέρα του ισογείου. Πίσω της περνάει ένας καλοντυμένος κύριος που κατέβαινε το κλιμακοστάσιο. Της ρίχνει μια στιγμιαία ματιά και κατευθύνεται στην έξοδο. Το δάχτυλό της κινείται προς το κουδούνι. Δεν προλαβαίνει να το αγγίξει. Η πόρτα ανοίγει απότομα και πίσω της εμφανίζεται η Νάντια. Το πρόσωπό της είναι αλλοιωμένο κι ανέκφραστο. Σαν να μην είχαν ιδωθεί ποτέ ως τώρα. Έτσι την ένιωσε. Ξένη κι απόμακρη. Της κάνει νόημα να μπει μέσα και να κάτσει στο μοναδικό έπιπλο που υπάρχει στο μικροσκοπικό χώρο. “Πάω να φτιάξω ένα φραπέ. Θέλεις;” “Τέτοια ώρα; Θα στοιχειώσουμε το βράδυ απ’ την αϋπνία…” της απαντάει, προσπαθώντας να διεισδύσει στα μάτια της φίλης της. Να αποκρυπτογραφήσει την παγερή στάση της. Την παρακολουθεί με γυρισμένη την πλάτη να ετοιμάζει τους καφέδες. Διακρίνει τον εκνευρισμό της, στις απότομες κινήσεις της. Σερβίρει τους καφέδες σ’ έναν ξύλινο δίσκο και κάθεται δίπλα της. Η Ελπίδα παρατηρεί το τρέμουλο στα χέρια της φίλης της. Κινεί το καλαμάκι στο ποτήρι, σαν να θέλει να σχηματίσει γράμματα πάνω στον αφρό. Παίρνει όρκο, πως ένα “Φ” είναι ένα απ’ αυτά. Ίσως και το πρώτο…

Μιλάει ασταμάτητα. Τα χέρια της τρέμουν. Του φαίνονται ακατάληπτα αυτά που του διηγείται. Προσπαθεί να τα αποθηκεύσει στη μνήμη του, για να τα επεξεργαστεί αργότερα. “Είναι ένα κύκλωμα ολάκερο… Εμπορεύονται μωρά… Απ’ όλες τις άκρες της γης. Από ανεπιθύμητες γέννες κυρίως… Εξαγοράζουν κιόλας. Σε περιοχές που τα παιδιά θεωρούνται εμπόρευμα. Στήνουν κοινωφελή ιδρύματα για να εισπράττουν δωρεές και χορηγίες… Τα μαζεύουν, τα χωρίζουν σε κατηγορίες και τα διακινούν σ’ όλον τον πλανήτη… Τα καλά κομμάτια τα χρυσοπουλάνε στις πιάτσες των δυτικοευρωπαίων που διψάνε για σεξ με ανήλικα… Kάποια λιγότερο τυχερά, καταλήγουν σε χειρουργικά τραπέζια και τους αφαιρούν τα όργανα. Όσα δεν είναι γερά και τους είναι άχρηστα, τα θανατώνουν… Ίσως άκουσες τις προάλλες για έναν ομαδικό τάφο μωρών, στις Φιλιππίνες… Τους κάνανε πειράματα με αδοκίμαστα εμβόλια και ισχυρά φάρμακα. Όσα πέθαναν, τα θάψανε σε μιαν απόμερη περιοχή έξω απ’ την Μανίλα… ”




-Ισιδώρα μου… πώς; Θέλω να πω… πώς βρέθηκες εσύ μπλεγμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη;

- Δεν έχω πολύ χρόνο… Θα σου πω τα απολύτως απαραίτητα και θα φύγω. Η Ελπίδα κινδυνεύει. Είναι απ’ τα παιδιά που επιλέχτηκε για τις δραστηριότητες του κυκλώματος στην Ελλάδα. Οι οδηγίες διακινούνται μέσω υψηλόβαθμων στην ιεραρχία. Σε ανύποπτους χώρους και χρόνους… μέσα σ’ ένα χαρτοφύλακα συνήθως, ή σ’ ένα βιβλίο που ξεχνιέται στο τραπεζάκι ενός εστιατορίου και τον βρίσκει ο επόμενος…

-Ξέρω… Άθελά μου, υπήρξα μάρτυρας σ’ αυτό το αλισβερίσι.

-Το πατρικό μου σπίτι είναι για ξεκάρφωμα. Ψάχνουν μέρη που οι ιδιοκτήτες τους έχουν καθαρό μητρώο, για να μην κινούν τις υποψίες της αστυνομίας. Τα υποτιθέμενα ζευγάρια είναι πειθήνια όργανά τους και διεκπεραιώνουν τις άνωθεν εντολές. Προφανώς υπήρξαν και οι ίδιοι, αρπαγμένα παιδιά ενός ιδρύματος. Νεκρώνονται ψυχικά και εκτελούν απλά εντολές.




-Και πώς φτάσανε σε σένα;
-Εγώ πήγα σ’ αυτούς. Πάνε χρόνια. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Θυμάσαι τον πατέρα μου ε; Θα με σκότωνε και μένα και το μωρό. Δεν είχα επιλογή παρά να δεχτώ τη συμφωνία μιας κυρίας που ήταν επίτροπος σ’ ένα ίδρυμα. Γέννησα την κόρη μου και την πήραν αμέσως. Ήταν όλα νομιμοφανή. Είχα εκβιαστεί να υπογράψω κάτι χαρτιά και η συμφωνία ήταν να εισπράξω ένα ακριβό αντίτιμο και να ξεχάσω για πάντα τι είχε γίνει. Με τα χρήματα αυτά, έφυγα απ’ το πατρικό μου και έζησα μόνη στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα, έκανα έναν αποτυχημένο γάμο και επέστρεψα εδώ μόλις πέθανε ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχε ήδη φύγει…
-Ναι, θυμάμαι… Και το παιδί; Τι απόγινε;
-Ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω ή να ψάξω γι αυτήν. Το παρελθόν μου με καίει Μιχάλη… Σα λαβωμένο σίδερο που είναι μπηγμένο στην καρδιά μου ισόβια… Ούτε είχα σκοπό να ανακινήσω κάτι. Μέχρι που βρέθηκε η Ελπίδα στο σπίτι. Την είδα και λύγισα. Το ίδιο κι αυτή. Μοιάζουμε τόσο πολύ… Μα κι αν ακόμα θέλαμε να μάθουμε την αλήθεια, ποτέ δεν θα το καταφέρουμε. Όλα τα χαρτιά είναι αλλοιωμένα ή εξαφανισμένα. Και ξέρεις Μιχάλη;

- Πες μου… αν η Ελπίδα είναι κόρη σου… σωστά τα σκέφτομαι;
- Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό. Συγχώρα με αλλά δεν έχω κουράγιο να σκεφτώ τίποτα πια… Κι ύστερα απ’ αυτή την επίσκεψη, αμφιβάλλω αν θα με ξαναδείς ζωντανή… Έχουν τον τρόπο τους να μαθαίνουν τα πάντα. Φτιάχνουν στρατιές ανθρώπων που υπάρχουν ανάμεσά μας και δρουν ύπουλα. Κάποια μέρα…


“… Θα εξουσιάσουμε το σύμπαν αγαπητές μου! Τι κρίμα να μην είστε εκεί για να το δείτε! Ετοιμαστείτε, γιατί σας περιμένουν κάποιοι παλιοί φίλοι σας… Ελπίδα, δεν θα το πιστέψεις, αλλά απόψε θα συναντηθείς με τη γυναίκα που σε γέννησε. Για μία και μοναδική φορά, θα έχεις την ευκαιρία να την δεις. Μετά θα κάνετε όλοι μαζί, ένα μακρινό ταξίδι δίχως επιστροφή…”

Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να καταλάβει αν το “Φ”, ερμηνευόταν ως “Φώτης” ή “Φύγε!”. Λίγη ώρα αφότου μπήκε στη γκαρσονιέρα της Νάντιας, πέντε κουστουμαρισμένοι άντρες εισέβαλαν απ’ την πόρτα, κραδαίνοντας…


Η ιστορία είναι η προσωπική μου συμμετοχή, σε μια αρχική ιδέα της Μαρίας Νι. Βασισμένοι στην ιδέα αυτή, για ακόμη μία φορά, 14 bloggers αποφασίσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να την εξελίξουμε, δημιουργώντας ένα συλλογικό, συνεργατικό κείμενο.


Συμμετέχουν οι εξής φίλοι-μπλόγκερς:
 Μαρία Νι. → Η αρχή του μυστηρίου
 Ελενα Λ → Μια ανάσα!
 MARILISE → ΙΣΙΔΩΡΑ
Hengeo → Το Γιασεμί
ΕΚΦΡΑΣΟΥ → Η Λεγεώνα
des tzav → Σαν σε όνειρο...
airis → Ελπίδα
Funky Monkey -> Παράλληλες κινήσεις
Απάγκιο -> "Φ"
Levina →
Xris Kat →
me (maria) →
Xristina @ Dear e-diary →
Georgette B. →
Μαρία Νι. →
Καλή συνέχεια στην Λεβίνα μας που παίρνει τη σκυτάλη!...