Φέτος είχε διακοπές λουξ, με διαμονή σε πεντάστερο. Καραμπινάτο! Πίσω μας το Βουνό των Κενταύρων, μπροστά μας δαντελένια παραλία, αριστερά μας το ψαροχώρι Άφυσσος, δεξιά μας ελαιώνες και πλατάνια, πάνω μας ο Θεός. Οι ντόπιοι μας υποδέχτηκαν χωρίς βραχιόλια και καθρεφτάκια. Μόνο ανεπιτήδευτα χαμόγελα, φιλόξενη διάθεση, φιλικές τιμές κι εξυπηρέτηση, σ’ έναν ευλογημένο τόπο, που όπως είπε κι ο αείμνηστος Μίσσιος: “Και μπουκάλια να φυτέψεις, θα φυτρώσουν”.
Το Πήλιο δεν χρειάζεται συστάσεις και περιγραφές. Το ζεις και δεν το αναλύεις. Και κάνεις και το σταυρό σου, ευχαριστώντας τον Πανάγαθο που σ’ έριξε σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Η πρόσθετη πινελιά στον πίνακα των φετινών διακοπών μου, ήταν ο Θοδωρής. Είναι ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας στην παραλία της Αφύσσου, που ξεκίνησε τη λειτουργία της απ’ τους γονείς του, πολλά χρόνια πριν. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία τους στολίζει τον καλαίσθητο κατάλογο, καθώς και το διάκοσμο του μαγαζιού. Η ταβέρνα του Θοδωρή, είναι η επιτομή του “Ολ ινκλούσιβ”. Για τους λάτρεις των ακριβών διακοπών και της ψευδεπίγραφης ευμάρειας. Απ’ τη μια μεριά, έχει στημένο το ψυγείο-βιτρίνα με ό,τι φρέσκο ψάρι βγάζει τα πρωινά, το γρι-γρι του χωριού. Ακριβώς απέναντι, στροβιλίζονται οι σούβλες με τα ψητά του. Όλα φτιαγμένα απ’ τον ίδιο και τυλιγμένα σε λαδόκολλες για να κρατάνε τα ζουμιά τους. Χειροποίητο κοκορέτσι από ντόπια κρέατα που το τρως και δακρύζεις απ’ τη συγκίνηση και κοντοσούβλι που σου κόβει την ανάσα η νοστιμιά του. Στα ενδότερα της κουζίνας, ετοιμάζει τα μαγειρευτά, τις σαλάτες και τα ορεκτικά του. Άγρια μύδια στον αχνό, πατατοσαλάτες με φρέσκα βότανα και δική του σάλτσα, βραστά λαχανικά με μπόλικο ελαιόλαδο και σκόρδο, τηγανητά κολοκυθάκια πασπαλισμένα με σουσάμι και ντόπιο τυρί και πατάτες τηγανητές κομμένες στο χέρι, διακοσμημένες με κλωναράκια δενδρολίβανου. Παντού κυριαρχεί η παρουσία των βοτάνων και των μυρωδικών. Όπως μας εξήγησε ένα βράδυ, το ψάχνει διαρκώς, ενημερώνεται για τις ευεργετικές τους ιδιότητες και εμπλουτίζει τις γεύσεις των φαγητών του. Τσίπουρο με γλυκάνισο, φτιαγμένο απ’ τον ίδιο. Κρασί επίσης. Εκτός των άλλων, διατηρεί το αμπέλι του σ’ ένα κεφαλοχώρι του Πηλίου και παρασκευάζει τα δικά του προϊόντα.
Δειλινό. Ο ήλιος αργοσβήνει στα γαλήνια νερά του Παγασητικού. Αφήνει μια χρυσή απόχρωση στην επιφάνεια του νερού, που διαχέεται ως το σημείο που καθόμαστε. Πρώτο τραπέζι παραλία. Το γρι-γρι ξεκινάει να ρίξει δίχτυα. Οι ερασιτέχνες ψαράδες ετοιμάζουν τα δολώματα και τα καλάμια τους. Η θάλασσα λάδι. Στις απολήξεις της, τα νερά πρασινίζουν απ’ το καθρέφτισμα των πεύκων που φτάνουν ως τ’ ακρόβραχα. Στο ασβεστωμένο πεζοδρόμιο, παρατάσσονται ολάνθιστες γλάστρες με ορτανσίες. Μια κυρία τις ποτίζει με τσίγκινο ποτιστήρι. Το οξύμωρο στην περιοχή αυτή, είναι πως αν και πνιγμένη στη βλάστηση, οι ντόπιοι διατηρούν πανέμορφους κήπους, μικρά μποστάνια και θεόρατα πιθάρια με εκτυφλωτικές βουκαμβίλιες και ηλίανθους. Σε συνδυασμό με τα καλοδιατηρημένα σπίτια, τις ξύλινες επιφάνειες και τις πέτρινες σκεπές που στραφταλίζουν σα λέπια ψαριού στο τελευταίο φως της μέρας, οι εικόνες παίρνουν μαγικές διαστάσεις και σε καθηλώνουν.
Τελευταίο βράδυ πριν την επιστροφή μας στην Αθήνα και το ηθικό είναι πεσμένο. Ο Θοδωρής ξεπροβάλλει απ’ την είσοδο της ταβέρνας, μας βλέπει και κατευθύνεται στο τραπέζι μας. Αρχοντικό ανάστημα, ψηλός κι ευθυτενής, πάντα καλοντυμένος και σένιος. Το χούι του είναι να παίρνει ο ίδιος παραγγελία. Ποτέ όρθιος. Τραβάει καρέκλα, κάθεται στην παρέα, καλησπερίζει και στήνει κουβέντα σαν να μιλάει σε φίλους. Είχαμε σκοπό να φάμε κάτι ελαφρύ και να γυρίσουμε νωρίς στο δωμάτιο για να ετοιμαστούμε για το αυριανό ταξίδι. Πριν έρθει κοντά μας, κάνει μια στάση στο μικρό στερεοφωνικό που είναι στηριγμένο σ’ ένα θεόρατο κορμό πλατάνου, πατάει το κουμπί, ρυθμίζει την ένταση και βγάζει το μπλοκάκι απ’ την τσέπη του. “Tου κόσμου τ’ ακριβά” τραγουδάει ο Μάλαμας κι εγώ αναρωτιέμαι αν είναι βαλτός για να μου κάνει το μαρτύριο του αποχαιρετισμού πιο βασανιστικό.
Διαλέγουμε φρέσκο καλαμάρι και σαλάτα. Και τσιπουράκι. Οι μερίδες είναι οικογενειακών προδιαγραφών και το ελαιόλαδο πλουσιοπάροχα ριγμένο. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται ένα ζευγάρι Ολλανδών. Φίλοι του κι αυτοί. Τους προτείνει “Τράγο με πορτοκάλι”. Ο Ολλανδός δεν καταλαβαίνει. Ο Θοδωρής δεν κωλώνει. “Δε νταντ οφ δε λαμπ ρε!”. Ο Ολλανδός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει. “Δε μπεστ κουκ ρε!...”. O Ολλανδός πείστηκε. Μέχρι να μας φέρει τα πρώτα, είχαμε ήδη γίνει μια παρέα. Η συζήτηση ξεκίνησε απ’ την κατασκευή του τσίπουρου και κατέληξε στην οικονομική κρίση. Ο Θοδωρής πηγαινοερχόταν ασταμάτητα και σχολίαζε με χειρονομίες, κεράσματα και αυτοσχέδιους αγγλισμούς. Η ταβέρνα είχε σχεδόν γεμίσει. Είχαμε γίνει μια μεγάλη παρέα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ζητήσαμε λογαριασμό. Αντ’ αυτού, μας κέρασε χριστόψαρο στα κάρβουνα. “Πού θα πάτε τόσο νωρίς; Μισό, να φέρω κρασάκι να συνοδέψουμε το ψάρι”…
Φεύγοντας την επόμενη μέρα, αναρωτιόμουν γιατί μένουν ανεκμετάλλευτοι άνθρωποι σαν τον Θοδωρή και τόποι σαν την πατρίδα του. Στην ορολογία της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας, θα είχε –τουλάχιστον- το ρόλο του “Marketing Communications Manager”. Κατέχει τον τόπο του και τις ευκαιρίες που του παρέχει, κατασκευάζει μόνος του προϊόντα και σχεδιάζει τις υπηρεσίες του, τα προωθεί με εξαιρετικά επιτυχημένες μεθόδους, προσφέρει κίνητρα για να επιστρέψει ο πελάτης στο μαγαζί του, νοιάζεται για την ποιότητα και αξιολογεί την επιχείρησή του , πιάνοντας κατ’ ιδίαν συζήτηση με τους θαμώνες και ρωτώντας τους αν μείνανε ικανοποιημένοι. Η κοσμοθεωρία του εμπορίου, εφαρμοσμένη από έναν απλό άνθρωπο που μπορεί να μην διαθέτει περγαμηνές και πτυχία, αλλά είναι γνώστης της φύσης, διαθέτει την τεχνογνωσία, σέβεται την παράδοση και είναι ακούραστος εργάτης. Κι ένα βασανιστικό ερώτημα. Πώς γίνεται τούτος ο πάμπλουτος τόπος, με τους αντίστοιχους “Θοδωρήδες” διάσπαρτους σ’ όλη τη χώρα, να τελεί υπό το καθεστώς πτώχευσης;
(Για όσους -μοιραία- αναρωτηθούν, ο Θοδωρής μας έδινε ταμειακή απόδειξη, ανελλιπώς).