Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Καλή Πρωτοχρονιά κυρ-Βασίλη

Παραμονή πρωτοχρονιάς. Από μακριά ακούγεται ο βόμβος από παιδικές φωνές «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά»... Κάθε χρόνο γίνεται και πιο απόμακρος, σαν θλιβερό ντεκρεσέντο στη γιορτινή κλίμακα.

Οι φωνές πλησιάζουν στο μικρό τσιμεντένιο χωριό.
Μια παρέα πιτσιρικιών χτυπάει τα κουδούνια της πολυκατοικίας.

Κάποιος τους ανοίγει και σε δευτερόλεπτα οι διάδρομοι και το κλιμακοστάσιο αντηχούν τριγωνάκια και παιδικό σούσουρο. Σαν να λευτερώνονται άξαφνα λευκά περιστέρια απ’ το καπέλο ενός μάγου και φτερουγίζουν δυνατά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οργανώνονται και χαρτογραφούν την περιοχή. Ξεκινούν απ’ το ισόγειο. Κινούνται πόρτα-πόρτα, παρατάσσονται ανά ύψος λίγο πίσω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας και ρίχνουν μια τελευταία ματιά μεταξύ τους, σαν την ορχήστρα που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το σόλο της.



Οι δυο ψηλοί της παρέας έχουν σχηματίσει ένα γάντζο με τον αριστερό τους δείκτη κι έχουν κρεμασμένα τα τρίγωνα, ο μεσαίος με τις φακίδες και τα μυωπικά γυαλιά κρατάει το ταμείο -ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα βανίλια- κι ένα κορίτσι με γυαλιστερά μαύρα μαλιά και ζωηρά μάτια έχει κολλήσει μια μελόντικα στα χείλια της και περιμένει τον μαέστρο να δώσει το σύνθημα. Στον πυρήνα της παρέας, ένα μικρόσωμο κοριτσάκι που για να το προσέξεις πρέπει να σκύψεις το κεφάλι. Είναι εμφανές ότι είναι η μικρή αδερφή του κοριτσιού με τη μελόντικα, γιατί μοιάζουν θεαματικά αλλά και γιατί την έχει κολλήσει προστατευτικά πάνω της και την κοιτάει διαρκώς, εμψυχώνοντας την να μη ντρέπεται. Η μικρή έχει αναλάβει το άνοιγμα της παράστασης. “Να τα πούμε;” λέει με την αγαπησιάρικη φωνή της, κουνώντας δώθε-πέρα το κορμάκι της και διασταυρώνοντας από αμηχανία τα κουτουπιέ των λουστρινιών της. Όσο περιμένουν το άνοιγμα της πόρτας, οι μπαρέτες χοροπηδάνε απ’ το χτύπημα των νεύρων στα ποδαράκια της.

Αμηχανία και προσμονή. Ένα δειλό επαναληπτικό χτύπημα στο εσωτερικό κουδούνι… ψίθυροι «Δεν είναι κανείς μέσα, πάμε να φύγουμε»... άλλη μια απέλπιδα προσπάθεια «Κάτσε να χτυπήσω και την πόρτα, μπορεί να μη λειτουργεί το κουδούνι»... Αν είναι κάποιος πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, μπορεί με ευκρίνεια ν’ ακούσει τον ήχο της ανάσας τους. Το καπάκι κλείνει πίσω απ’ το ματάκι με τον ευρυγώνιο φακό και βήματα σέρνονται εντός και εκτός της πόρτας.

“Τα κάλαντα μας λείπανε τώρα... Δεν μας φτάνει το χάλι μας”...
“Πάμε στον τέταρτο, εκεί μένει ένας παππούς και μας ανοίγει κάθε χρόνο... μας δίνει    γλυκά και γερό χαρτζιλίκι”...



Η μικρή με το πολυεστερικό ροζ μπουφάν, πατάει πρώτη στο τέταρτο πάτωμα. Ξοπίσω καταφτάνουν σα λαχανιασμένοι ορειβάτες οι υπόλοιποι. Με το κεφάλι και το ηθικό τους πεσμένο απ’ τις κλειστές πόρτες, κατευθύνονται κατευθείαν στη γνώριμη πόρτα του παππού. Η μικρή τεντώνει το χεράκι της, που ως τώρα κρυβόταν κάτω απ’ το μακρύ μανίκι του μπουφάν της. Είναι εμφανές ότι το ρούχο ανήκει στην αδερφή της και, αν και πλέει μέσα του, “είναι ένα πρώτης τάξεως ζεστό μπουφάν”, όπως είπε η μαμά της. Η μικρή είναι μαθημένη να ντύνεται τα αποφόρια της αδερφής της και δεν δυσανασχετεί. Κάποιες φορές μόνο ζηλεύει και το εκφράζει με άξαφνους θυμούς και γκρίνιες, αλλά μπροστά στη θέα της μάνας της, υποχωρεί στη στιγμή.

Βασίλης Αγγέλου” ... ντρρρριιιιν
Ησυχία.
Οι πρώτοι ψίθυροι και μια νότα ανησυχίας, διάχυτη:
“Τι γίνεται τώρα;”…. “Ξέρω γω; Δεν ακούω τίποτα”…. “Σσσσς κάντε ησυχία ρε παιδιά, ν’ ακούσουμε αν είναι μέσα”...

Άχνα. Μόνο μια υποψία μουσικής, ένα ρυθμικό βαλσάκι που μάλλον αναδύεται από κάποια χοάνη ή χαρτονένιο χωνί, απόμακρο όμως, μπλεγμένο με βραχνά ψιθυρίσματα και ξέπνοους αναστεναγμούς, που αιωρούνται σα χνούδια που τα παρασέρνει ο αέρας… “Aς ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως, το φριχτό μου σκοτάδι...”
Δίχως να προηγηθούν βήματα, η πόρτα ανοίγει αργόσυρτα.

Ο μεγάλος της παρέας δεν περιμένει να δει ποιος ανοίγει κι αναφωνεί ενθουσιασμένος:
“Καλημέρα κυρ-Βασίλη και χρόνια πολλά... Να τα πούμε;”


Στο απέναντι τσιμεντένιο χωριό, ένα νεαρό ζευγάρι που χουχουλιάζει αγκαλιασμένο στον καναπέ του καθιστικού του, παρατηρεί μιαν ασυνήθιστη κινητικότητα στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου. Τα φώτα στο θεοσκότεινο μέχρι πρότινος σαλόνι ανάβουν μεμιάς, ακούγονται φωνές χαρούμενες, γέλια και χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ο κυρ-Βασίλης τραβάει τις κουρτίνες των παραθύρων και σουλατσάρει διαρκώς στο σαλόνι, με χειρονομίες και γκριμάτσες ανθρώπου που τον βρήκε μια αναπάντεχη καλοτυχία.

*********

Tις επόμενες μέρες, oι μαγαζάτορες της περιοχής θα διαπιστώσουν πως ο κυρ-Βασίλης εμφανίστηκε και πάλι στη γειτονιά, ευδιάθετος κι ευθυτενής, τυλιγμένος στο φθαρμένο κασμιρένιο παλτό του, ευχήθηκε σ’ όλους τους περαστικούς και ψώνισε τα φάρμακά του, λίγα τρόφιμα απ’ το μπακαλικάκι στη γωνία, μια γενναιόδωρη μερίδα κρέας απ’ το χασάπικο και λίγα γλυκίσματα απ’ το γλυκοπωλείο που άνοιξε πρόσφατα ένα νεαρό ζευγάρι, στην πλατεία του τσιμεντένιου χωριού.

“Kαλημέρα παιδιά μου, καλορίζικο το μαγαζάκι σας και πάντα γλυκαμένοι να είστε στη ζωή σας!”

“Κυρ-Βασίλη τι γίνατε; Σας χάσαμε τον τελευταίο καιρό. Ευτυχώς που είδαμε φως στο διαμέρισμά σας την παραμονή, γιατί είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε πολύ. Είχατε επισκέψεις ε; Τα εγγόνια σας;”

“Μπααα... δεν αξιώθηκα για εγγόνια κορίτσι μου... Ήρθαν απρόσμενα τ’ αγγελάκια μου, απάνω που είχα απελπιστεί και έκαμα άσχημες σκέψεις... Τους καλούς καιρούς τους άνοιγα πάντα την πόρτα μου και τα υποδεχόμουν με την καρδιά μου ανοιχτή. Ήταν για μένα η οικογένεια που δεν είχα, μια ψευδαίσθηση πως ήταν και δικοί μου απόγονοι. Γυρίσανε οι καιροί όμως, μου κόψανε και τη σύνταξη και τα φάρμακα και όλα... Στριμώχτηκα πολύ παιδιά μου. Κλείστηκα στον ευατό μου και ντρεπόμουν πολύ... Κι ήρθαν εφέτος πάλι τα πουλάκια μου κι αντί να τους δώσω εγώ το χαρτζιλικάκι τους, μου προσφέρανε αυτά τις οικονομίες τους. “Για να περάσω ανθρώπινες γιορτές και να μη λείψει τίποτα απ’ το τραπέζι”, μου είπαν τ’ αγγελάκια μου... "

Το νεαρό ζευγάρι αλληλοκοιτάζεται συνωμοτικά, προφανώς δεν πιστεύουν λέξη απ’ τη διήγηση του ηλικιωμένου, αλλά παραξενεύονται όταν διαπιστώνουν πως το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που τους έδωσε ο κυρ-Βασίλης, αναδύει μιαν απαλή μυρωδιά από μπισκότα βανίλια.



Παραμονή πρωτοχρονιάς. Φεύγοντας απ’ το τσιμεντένιο χωριό, τα πρόσωπά τους είναι ξαναμένα και κατακόκινα. Με τα ψιλά που έχουν απομείνει στο τσίγκινο κουτί, αποφασίζουν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να πάνε στο κοντινό λούνα παρκ, να πάρουν ποπ-κορν και να παίξουν σ’ όσες πίστες αντέχουν τα οικονομικά τους. Με προτεραιότητα στο πολύχρωμο καρουσέλ, που είναι κι ο καημός της μικρής. Το σούρουπο τους βρίσκει ξεθεωμένους στο ξύλινο έλκηθρο, που στριφογυρίζει ασταμάτητα την πόλη και μοιράζει δώρα στους μοναχικούς Αγιο-Βασίληδες.

Τα δελτία ειδήσεων το βράδυ, έχουν πρώτη είδηση τις εκλογές στο Καλικαντζαροχωριό.
Κίσσες, ερπετά και αλεπούδες, ακονίζουν τα νύχια τους και κάνουν πρόβες ορθοκραξίας.
Κρίμα που κανείς παραμυθάς δεν θα διαδώσει τα καλά νέα στο τσιμεντένιο κεφαλοχώρι.
Κι έτσι οι πόρτες θα μένουν κλειστές, κάποια κάλαντα δεν θ’ ακουστούν ποτέ και κάποιοι αφελείς χωρικοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως οι καλικάντζαροι είναι αήττητοι.


Καλή Χρονιά! Κι αν δεν μας βγει, ας την κάνουμε μόνοι μας!

Το κείμενο φιλοξενείται στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού 

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Οι Άνθρωποι-Λιμουζίνες

"Είναι η χειρότερη Βουλή που έχει υπάρξει ποτέ 
γιατί δεν υπάρχει πολιτισμός, δεν υπάρχει ευγένεια και λογική. 
Υπάρχει τσογλανιά" 
[Ελένη Γερασιμίδου]



Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι-λιμουζίνες!

Αστραφτεροί και πολύτιμοι. 

Τα γιούχα και οι απειλές δεν τους αφορούν. Δεν έχουν οφειλές με τη συνείδησή τους.

Το ηθικό τους μητρώο λευκό. 

Σε καιρούς πολλά υποσχόμενους για επίδοξους ψηφο-πωλητές, εκείνοι τραβάνε κατά την έρημο.

Η σωτηρία της ψυχής έχει μόνο ένα προαπαιτούμενο. 
Να τιμάς την ιδεολογία σου.

Για την ιστορία: Η κυρία Ελένη Γερασιμίδου, βουλευτής του ΚΚΕ, περιμένει στη στάση του λεωφορείου, λίγο μετά τη δεύτερη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ.



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ρε Χριστιανέ μου!...

«Το κλάμα της Ελληνίδας και της αλλοδαπής μάνας που θα δουν το παιδί τους πνιγμένο στη θάλασσα δεν διαφέρει».
Παπα-Στρατής Δήμου


Η Φάτνη είναι διαχρονική αξία. Όσο υπάρχουν Ηρώδηδες, εκείνη μεταναστεύει και κάνει στάσεις σε πλατείες, χωριά και μεγαλουπόλεις. Μην παριστάνεις πως αναζητάς εναγωνίως το πνεύμα των γιορτών. Δεν υπάρχει πλοηγός Χριστουγέννων. Το υπέρλαμπρο άστρο δεν ξεχωρίζει σε υπερ-φωταγωγημένες περιοχές. Αν ακολουθήσεις την τροχιά απ’ τα φωτάκια, δεν θα βρεις την προσωπική σου Βηθλεέμ. Το πολύ να καταλήξεις προσκυνητής στο κοντινότερο πολυκατάστημα. Κι όμως. Μπροστά σου αναβοσβήνει ένα υπέρλαμπρο βέλος με εκτυφλωτικό φως που ουρλιάζει σα σειρήνα πολέμου. «Απόδειξε πως δεν είσαι ρομπότ» και ακολούθησέ το. Απ’ την Βηθλεέμ ως την Αθήνα, μια αγιογραφία δρόμος. Διαλέγεις προσκυνητάρι και σκύβεις να μεταλάβεις το Ανθρώπινο Δράμα. 



Για να μην σε ξανακούσω να ψάχνεις εναγωνίως ουράνιους σωτήρες και επίγειους ήρωες. Ρωτώντας και μοιρολογώντας, δεν βρίσκεις τη σωτηρία. Το πολύ να καταλήξεις ικέτης στο προσωπικό σου ναυάγιο. Απ’ τη ζεστασιά της οικογενειακής εστίας ως τη σχεδία διάσωσης, μια χώρα δρόμος. Η γέννηση του Χριστού, σηματοδοτεί το άνοιγμα της αγκαλιάς μας στον Συνάνθρωπο. Ο Άη-Βασίλης γέρασε πια. Αν μπορούσε, θα μας έγραφε εκείνος ένα γράμμα.
«Μη με περιμένετε να έρθω στην καμινάδα σας. Ψάξτε με στη διπλανή πόρτα, στη γειτονιά, στον άστεγο, στον άνεργο, στον περιπλανώμενο μετανάστη που έχει ανάγκη λίγη ελπίδα για την επόμενη μέρα… Να γίνετε εσείς οι ίδιοι Μάγοι! Σειρά σας!...»



Για την ιστορία: Η Συρία καταγράφει ήδη 2,8 εκατομμύρια πρόσφυγες και άλλους τόσους εσωτερικά εκτοπισμένους. Μόνο μέσα στο 2014 περισσότεροι από 100.000 Σύριοι πρόσφυγες καταγράφονται στις γειτονικές χώρες κάθε μήνα. Ο συνολικός αριθμός των προσφύγων αναμένεται να φτάσει τα 3,6 εκατ. ως το τέλος του χρόνου.


«…Προσπαθώ να κάνω τη σκηνή να μοιάζει με σπίτι. Την έχω διακοσμήσει με ζωγραφιές των παιδιών. Τους ράβω κούκλες και τις ντύνω με κουρέλια για να έχουν κάτι να παίζουν. Αν είσαι αδύναμη, τελείωσες. Πρέπει να είσαι δυνατή για να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και τα παιδιά σου…»

Για όσους θεωρούν τις «σκηνές» αυτές εντελώς αταίριαστες στην ευρωπαϊκή μας σαλοτραπεζαρία, ξέρετε… νύχια, μαλλί, λακ, σέλφις με τον συνθετικό τάρανδο και αχαχούχα!... 
Επιβάλλεται να πούμε Καλά Χριστούγεννα! Τι Χριστιανοί είμαστε άλλωστε; 


Πηγές φωτογραφιών

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

My secret Santa

Kαλοί μου άνθρωποι, ξέρετε από φωτογραφία;


Πώς ήταν ο αξέχαστος Βέγγος στην ταινία «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης» όταν ανέλαβε καθήκοντα φωτογράφου; Στην ίδια κατάσταση βρίσκομαι κι εγώ. Είχα την τύχη να παραλάβω τα δώρα μου απ’ το μυστικό μου ταίρι στην ανταλλαγή δώρων που οργάνωσε η Μαριλένα μας. Ένα πακέτο γεμάτο εκπλήξεις, χειροποίητες κατασκευές και ζεστές ευχές. To ταίρι μου δεν είναι άλλη απ’ τη Μαρία μας, με το blog: mytripssonblog.

Για όσους την ξέρουν, καταλαβαίνουν το φορτίο ευθύνης που ανέλαβα. Η Μαρία είναι –εκτός όλων των άλλων- μια εξαιρετική φωτογράφος. Μέσα απ’ τις θεματικές της ενότητες “Photoaday”, μας παρουσιάζει απλά, δίχως πολύπλοκες φόρμες και τεχνοτροπίες, φωτογραφίες με περιεχόμενο, που μεταδίδουν συναισθήματα. Τολμάει να κάνει «κλικ» στην καθημερινότητα, αναδεικνύοντας τις ομορφιές της φύσης, αλλά και τις απλές λεπτομέρειες που περνούν απαρατήρητες στη διάρκεια μιας μέρας. Κάθε της ανάρτηση κι ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και κάθε της ματιά, ένας μικρός φόρος τιμής στην ποικιλότητα και γοητεία που μας περιβάλλει. Αξίζει μια μικρή περιήγηση στα γοητευτικά μονοπάτια της. Κυρίως για όσους είμαστε εγκλωβισμένοι σ’ ένα γραφείο κι αναζητάμε λίγο οξυγόνο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις παραδεισένιες λήψεις της.

Εγώ: Λοιπόν! Όλοι ακίνητοι, έτσι;
Κασκόλ: Μια στιγμή κύριε φωτογράφε! Να παραμείνω ένα απαθές κασκόλ, ή να μειδιώ;
Εγώ: Τώρα να παραμείνεις απαθές, γιατί όταν δεις τις φωτογραφίες θα βάλεις τα κλάματα!



Λοιπόν, κάνω απογραφή. Ένα χειροποίητο κέντημα με χριστουγεννιάτικο θέμα, που έγινε μια πανέμορφη κάρτα με συγκινητικές ευχές στο εσωτερικό της. Ένα υπέροχο κασκόλ, με αγαπημένα χρώματα και αφράτη πλέξη. Ένα απαλόχρωμο ελατάκι με κορμό-κουβαρίστρα και ιριδίζουσες αποχρώσεις στα κλαδιά του. Ένα πακέτο που μυρίζει γιορτές, νοιάξιμο και φροντίδα.

Οι φωτογραφίες αδικούν κατάφορα την πραγματικότητα.
Μαράκι, ζητώ την κατανόησή σου…
Και σ’ ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου για το πολύτιμο δέμα σου!

Κασκόλ: Μα τι είναι αυτά κύριε φωτογράφε; Τι θέλει η γκουμούτσα δίπλα μας;
Eγώ: Α, το φωτιστικό; Μη φοβάσαι δεν θα βγει. Το θέλω για το μέτρημα, για να κρατήσω τα γράδα…