Παραμονή πρωτοχρονιάς. Από μακριά ακούγεται ο βόμβος από παιδικές φωνές «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά»... Κάθε χρόνο γίνεται και πιο απόμακρος, σαν θλιβερό ντεκρεσέντο στη γιορτινή κλίμακα.
Οι φωνές πλησιάζουν στο μικρό τσιμεντένιο χωριό.
Μια παρέα πιτσιρικιών χτυπάει τα κουδούνια της πολυκατοικίας.
Κάποιος τους ανοίγει και σε δευτερόλεπτα οι διάδρομοι και το κλιμακοστάσιο αντηχούν τριγωνάκια και παιδικό σούσουρο. Σαν να λευτερώνονται άξαφνα λευκά περιστέρια απ’ το καπέλο ενός μάγου και φτερουγίζουν δυνατά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οργανώνονται και χαρτογραφούν την περιοχή. Ξεκινούν απ’ το ισόγειο. Κινούνται πόρτα-πόρτα, παρατάσσονται ανά ύψος λίγο πίσω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας και ρίχνουν μια τελευταία ματιά μεταξύ τους, σαν την ορχήστρα που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το σόλο της.
Οι δυο ψηλοί της παρέας έχουν σχηματίσει ένα γάντζο με τον αριστερό τους δείκτη κι έχουν κρεμασμένα τα τρίγωνα, ο μεσαίος με τις φακίδες και τα μυωπικά γυαλιά κρατάει το ταμείο -ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα βανίλια- κι ένα κορίτσι με γυαλιστερά μαύρα μαλιά και ζωηρά μάτια έχει κολλήσει μια μελόντικα στα χείλια της και περιμένει τον μαέστρο να δώσει το σύνθημα. Στον πυρήνα της παρέας, ένα μικρόσωμο κοριτσάκι που για να το προσέξεις πρέπει να σκύψεις το κεφάλι. Είναι εμφανές ότι είναι η μικρή αδερφή του κοριτσιού με τη μελόντικα, γιατί μοιάζουν θεαματικά αλλά και γιατί την έχει κολλήσει προστατευτικά πάνω της και την κοιτάει διαρκώς, εμψυχώνοντας την να μη ντρέπεται. Η μικρή έχει αναλάβει το άνοιγμα της παράστασης. “Να τα πούμε;” λέει με την αγαπησιάρικη φωνή της, κουνώντας δώθε-πέρα το κορμάκι της και διασταυρώνοντας από αμηχανία τα κουτουπιέ των λουστρινιών της. Όσο περιμένουν το άνοιγμα της πόρτας, οι μπαρέτες χοροπηδάνε απ’ το χτύπημα των νεύρων στα ποδαράκια της.
Αμηχανία και προσμονή. Ένα δειλό επαναληπτικό χτύπημα στο εσωτερικό κουδούνι… ψίθυροι «Δεν είναι κανείς μέσα, πάμε να φύγουμε»... άλλη μια απέλπιδα προσπάθεια «Κάτσε να χτυπήσω και την πόρτα, μπορεί να μη λειτουργεί το κουδούνι»... Αν είναι κάποιος πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, μπορεί με ευκρίνεια ν’ ακούσει τον ήχο της ανάσας τους. Το καπάκι κλείνει πίσω απ’ το ματάκι με τον ευρυγώνιο φακό και βήματα σέρνονται εντός και εκτός της πόρτας.
“Τα κάλαντα μας λείπανε τώρα... Δεν μας φτάνει το χάλι μας”...
“Πάμε στον τέταρτο, εκεί μένει ένας παππούς και μας ανοίγει κάθε χρόνο... μας δίνει γλυκά και γερό χαρτζιλίκι”...
Η μικρή με το πολυεστερικό ροζ μπουφάν, πατάει πρώτη στο τέταρτο πάτωμα. Ξοπίσω καταφτάνουν σα λαχανιασμένοι ορειβάτες οι υπόλοιποι. Με το κεφάλι και το ηθικό τους πεσμένο απ’ τις κλειστές πόρτες, κατευθύνονται κατευθείαν στη γνώριμη πόρτα του παππού. Η μικρή τεντώνει το χεράκι της, που ως τώρα κρυβόταν κάτω απ’ το μακρύ μανίκι του μπουφάν της. Είναι εμφανές ότι το ρούχο ανήκει στην αδερφή της και, αν και πλέει μέσα του, “είναι ένα πρώτης τάξεως ζεστό μπουφάν”, όπως είπε η μαμά της. Η μικρή είναι μαθημένη να ντύνεται τα αποφόρια της αδερφής της και δεν δυσανασχετεί. Κάποιες φορές μόνο ζηλεύει και το εκφράζει με άξαφνους θυμούς και γκρίνιες, αλλά μπροστά στη θέα της μάνας της, υποχωρεί στη στιγμή.
Στο απέναντι τσιμεντένιο χωριό, ένα νεαρό ζευγάρι που χουχουλιάζει αγκαλιασμένο στον καναπέ του καθιστικού του, παρατηρεί μιαν ασυνήθιστη κινητικότητα στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου. Τα φώτα στο θεοσκότεινο μέχρι πρότινος σαλόνι ανάβουν μεμιάς, ακούγονται φωνές χαρούμενες, γέλια και χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ο κυρ-Βασίλης τραβάει τις κουρτίνες των παραθύρων και σουλατσάρει διαρκώς στο σαλόνι, με χειρονομίες και γκριμάτσες ανθρώπου που τον βρήκε μια αναπάντεχη καλοτυχία.
Tις επόμενες μέρες, oι μαγαζάτορες της περιοχής θα διαπιστώσουν πως ο κυρ-Βασίλης εμφανίστηκε και πάλι στη γειτονιά, ευδιάθετος κι ευθυτενής, τυλιγμένος στο φθαρμένο κασμιρένιο παλτό του, ευχήθηκε σ’ όλους τους περαστικούς και ψώνισε τα φάρμακά του, λίγα τρόφιμα απ’ το μπακαλικάκι στη γωνία, μια γενναιόδωρη μερίδα κρέας απ’ το χασάπικο και λίγα γλυκίσματα απ’ το γλυκοπωλείο που άνοιξε πρόσφατα ένα νεαρό ζευγάρι, στην πλατεία του τσιμεντένιου χωριού.
“Kαλημέρα παιδιά μου, καλορίζικο το μαγαζάκι σας και πάντα γλυκαμένοι να είστε στη ζωή σας!”
“Κυρ-Βασίλη τι γίνατε; Σας χάσαμε τον τελευταίο καιρό. Ευτυχώς που είδαμε φως στο διαμέρισμά σας την παραμονή, γιατί είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε πολύ. Είχατε επισκέψεις ε; Τα εγγόνια σας;”
“Μπααα... δεν αξιώθηκα για εγγόνια κορίτσι μου... Ήρθαν απρόσμενα τ’ αγγελάκια μου, απάνω που είχα απελπιστεί και έκαμα άσχημες σκέψεις... Τους καλούς καιρούς τους άνοιγα πάντα την πόρτα μου και τα υποδεχόμουν με την καρδιά μου ανοιχτή. Ήταν για μένα η οικογένεια που δεν είχα, μια ψευδαίσθηση πως ήταν και δικοί μου απόγονοι. Γυρίσανε οι καιροί όμως, μου κόψανε και τη σύνταξη και τα φάρμακα και όλα... Στριμώχτηκα πολύ παιδιά μου. Κλείστηκα στον ευατό μου και ντρεπόμουν πολύ... Κι ήρθαν εφέτος πάλι τα πουλάκια μου κι αντί να τους δώσω εγώ το χαρτζιλικάκι τους, μου προσφέρανε αυτά τις οικονομίες τους. “Για να περάσω ανθρώπινες γιορτές και να μη λείψει τίποτα απ’ το τραπέζι”, μου είπαν τ’ αγγελάκια μου... "
Το νεαρό ζευγάρι αλληλοκοιτάζεται συνωμοτικά, προφανώς δεν πιστεύουν λέξη απ’ τη διήγηση του ηλικιωμένου, αλλά παραξενεύονται όταν διαπιστώνουν πως το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που τους έδωσε ο κυρ-Βασίλης, αναδύει μιαν απαλή μυρωδιά από μπισκότα βανίλια.
Παραμονή πρωτοχρονιάς. Φεύγοντας απ’ το τσιμεντένιο χωριό, τα πρόσωπά τους είναι ξαναμένα και κατακόκινα. Με τα ψιλά που έχουν απομείνει στο τσίγκινο κουτί, αποφασίζουν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να πάνε στο κοντινό λούνα παρκ, να πάρουν ποπ-κορν και να παίξουν σ’ όσες πίστες αντέχουν τα οικονομικά τους. Με προτεραιότητα στο πολύχρωμο καρουσέλ, που είναι κι ο καημός της μικρής. Το σούρουπο τους βρίσκει ξεθεωμένους στο ξύλινο έλκηθρο, που στριφογυρίζει ασταμάτητα την πόλη και μοιράζει δώρα στους μοναχικούς Αγιο-Βασίληδες.
Οι φωνές πλησιάζουν στο μικρό τσιμεντένιο χωριό.
Μια παρέα πιτσιρικιών χτυπάει τα κουδούνια της πολυκατοικίας.
Κάποιος τους ανοίγει και σε δευτερόλεπτα οι διάδρομοι και το κλιμακοστάσιο αντηχούν τριγωνάκια και παιδικό σούσουρο. Σαν να λευτερώνονται άξαφνα λευκά περιστέρια απ’ το καπέλο ενός μάγου και φτερουγίζουν δυνατά προς όλες τις κατευθύνσεις. Οργανώνονται και χαρτογραφούν την περιοχή. Ξεκινούν απ’ το ισόγειο. Κινούνται πόρτα-πόρτα, παρατάσσονται ανά ύψος λίγο πίσω απ’ το χαλάκι της εξώπορτας και ρίχνουν μια τελευταία ματιά μεταξύ τους, σαν την ορχήστρα που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το σόλο της.
Οι δυο ψηλοί της παρέας έχουν σχηματίσει ένα γάντζο με τον αριστερό τους δείκτη κι έχουν κρεμασμένα τα τρίγωνα, ο μεσαίος με τις φακίδες και τα μυωπικά γυαλιά κρατάει το ταμείο -ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα βανίλια- κι ένα κορίτσι με γυαλιστερά μαύρα μαλιά και ζωηρά μάτια έχει κολλήσει μια μελόντικα στα χείλια της και περιμένει τον μαέστρο να δώσει το σύνθημα. Στον πυρήνα της παρέας, ένα μικρόσωμο κοριτσάκι που για να το προσέξεις πρέπει να σκύψεις το κεφάλι. Είναι εμφανές ότι είναι η μικρή αδερφή του κοριτσιού με τη μελόντικα, γιατί μοιάζουν θεαματικά αλλά και γιατί την έχει κολλήσει προστατευτικά πάνω της και την κοιτάει διαρκώς, εμψυχώνοντας την να μη ντρέπεται. Η μικρή έχει αναλάβει το άνοιγμα της παράστασης. “Να τα πούμε;” λέει με την αγαπησιάρικη φωνή της, κουνώντας δώθε-πέρα το κορμάκι της και διασταυρώνοντας από αμηχανία τα κουτουπιέ των λουστρινιών της. Όσο περιμένουν το άνοιγμα της πόρτας, οι μπαρέτες χοροπηδάνε απ’ το χτύπημα των νεύρων στα ποδαράκια της.
Αμηχανία και προσμονή. Ένα δειλό επαναληπτικό χτύπημα στο εσωτερικό κουδούνι… ψίθυροι «Δεν είναι κανείς μέσα, πάμε να φύγουμε»... άλλη μια απέλπιδα προσπάθεια «Κάτσε να χτυπήσω και την πόρτα, μπορεί να μη λειτουργεί το κουδούνι»... Αν είναι κάποιος πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, μπορεί με ευκρίνεια ν’ ακούσει τον ήχο της ανάσας τους. Το καπάκι κλείνει πίσω απ’ το ματάκι με τον ευρυγώνιο φακό και βήματα σέρνονται εντός και εκτός της πόρτας.
“Τα κάλαντα μας λείπανε τώρα... Δεν μας φτάνει το χάλι μας”...
“Πάμε στον τέταρτο, εκεί μένει ένας παππούς και μας ανοίγει κάθε χρόνο... μας δίνει γλυκά και γερό χαρτζιλίκι”...
“Βασίλης Αγγέλου” ... ντρρρριιιιν
Ησυχία.
Οι πρώτοι ψίθυροι και μια νότα ανησυχίας, διάχυτη:
“Τι γίνεται τώρα;”…. “Ξέρω γω; Δεν ακούω τίποτα”…. “Σσσσς κάντε ησυχία ρε παιδιά, ν’ ακούσουμε αν είναι μέσα”...
Άχνα. Μόνο μια υποψία μουσικής, ένα ρυθμικό βαλσάκι που μάλλον αναδύεται από κάποια χοάνη ή χαρτονένιο χωνί, απόμακρο όμως, μπλεγμένο με βραχνά ψιθυρίσματα και ξέπνοους αναστεναγμούς, που αιωρούνται σα χνούδια που τα παρασέρνει ο αέρας… “Aς ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως, το φριχτό μου σκοτάδι...”
Δίχως να προηγηθούν βήματα, η πόρτα ανοίγει αργόσυρτα.
Ο μεγάλος της παρέας δεν περιμένει να δει ποιος ανοίγει κι αναφωνεί ενθουσιασμένος:
“Καλημέρα κυρ-Βασίλη και χρόνια πολλά... Να τα πούμε;”
Ησυχία.
Οι πρώτοι ψίθυροι και μια νότα ανησυχίας, διάχυτη:
“Τι γίνεται τώρα;”…. “Ξέρω γω; Δεν ακούω τίποτα”…. “Σσσσς κάντε ησυχία ρε παιδιά, ν’ ακούσουμε αν είναι μέσα”...
Άχνα. Μόνο μια υποψία μουσικής, ένα ρυθμικό βαλσάκι που μάλλον αναδύεται από κάποια χοάνη ή χαρτονένιο χωνί, απόμακρο όμως, μπλεγμένο με βραχνά ψιθυρίσματα και ξέπνοους αναστεναγμούς, που αιωρούνται σα χνούδια που τα παρασέρνει ο αέρας… “Aς ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως, το φριχτό μου σκοτάδι...”
Δίχως να προηγηθούν βήματα, η πόρτα ανοίγει αργόσυρτα.
Ο μεγάλος της παρέας δεν περιμένει να δει ποιος ανοίγει κι αναφωνεί ενθουσιασμένος:
“Καλημέρα κυρ-Βασίλη και χρόνια πολλά... Να τα πούμε;”
Στο απέναντι τσιμεντένιο χωριό, ένα νεαρό ζευγάρι που χουχουλιάζει αγκαλιασμένο στον καναπέ του καθιστικού του, παρατηρεί μιαν ασυνήθιστη κινητικότητα στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου. Τα φώτα στο θεοσκότεινο μέχρι πρότινος σαλόνι ανάβουν μεμιάς, ακούγονται φωνές χαρούμενες, γέλια και χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ο κυρ-Βασίλης τραβάει τις κουρτίνες των παραθύρων και σουλατσάρει διαρκώς στο σαλόνι, με χειρονομίες και γκριμάτσες ανθρώπου που τον βρήκε μια αναπάντεχη καλοτυχία.
*********
Tις επόμενες μέρες, oι μαγαζάτορες της περιοχής θα διαπιστώσουν πως ο κυρ-Βασίλης εμφανίστηκε και πάλι στη γειτονιά, ευδιάθετος κι ευθυτενής, τυλιγμένος στο φθαρμένο κασμιρένιο παλτό του, ευχήθηκε σ’ όλους τους περαστικούς και ψώνισε τα φάρμακά του, λίγα τρόφιμα απ’ το μπακαλικάκι στη γωνία, μια γενναιόδωρη μερίδα κρέας απ’ το χασάπικο και λίγα γλυκίσματα απ’ το γλυκοπωλείο που άνοιξε πρόσφατα ένα νεαρό ζευγάρι, στην πλατεία του τσιμεντένιου χωριού.
“Kαλημέρα παιδιά μου, καλορίζικο το μαγαζάκι σας και πάντα γλυκαμένοι να είστε στη ζωή σας!”
“Κυρ-Βασίλη τι γίνατε; Σας χάσαμε τον τελευταίο καιρό. Ευτυχώς που είδαμε φως στο διαμέρισμά σας την παραμονή, γιατί είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε πολύ. Είχατε επισκέψεις ε; Τα εγγόνια σας;”
“Μπααα... δεν αξιώθηκα για εγγόνια κορίτσι μου... Ήρθαν απρόσμενα τ’ αγγελάκια μου, απάνω που είχα απελπιστεί και έκαμα άσχημες σκέψεις... Τους καλούς καιρούς τους άνοιγα πάντα την πόρτα μου και τα υποδεχόμουν με την καρδιά μου ανοιχτή. Ήταν για μένα η οικογένεια που δεν είχα, μια ψευδαίσθηση πως ήταν και δικοί μου απόγονοι. Γυρίσανε οι καιροί όμως, μου κόψανε και τη σύνταξη και τα φάρμακα και όλα... Στριμώχτηκα πολύ παιδιά μου. Κλείστηκα στον ευατό μου και ντρεπόμουν πολύ... Κι ήρθαν εφέτος πάλι τα πουλάκια μου κι αντί να τους δώσω εγώ το χαρτζιλικάκι τους, μου προσφέρανε αυτά τις οικονομίες τους. “Για να περάσω ανθρώπινες γιορτές και να μη λείψει τίποτα απ’ το τραπέζι”, μου είπαν τ’ αγγελάκια μου... "
Το νεαρό ζευγάρι αλληλοκοιτάζεται συνωμοτικά, προφανώς δεν πιστεύουν λέξη απ’ τη διήγηση του ηλικιωμένου, αλλά παραξενεύονται όταν διαπιστώνουν πως το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που τους έδωσε ο κυρ-Βασίλης, αναδύει μιαν απαλή μυρωδιά από μπισκότα βανίλια.
Παραμονή πρωτοχρονιάς. Φεύγοντας απ’ το τσιμεντένιο χωριό, τα πρόσωπά τους είναι ξαναμένα και κατακόκινα. Με τα ψιλά που έχουν απομείνει στο τσίγκινο κουτί, αποφασίζουν ομόφωνα και ενθουσιωδώς να πάνε στο κοντινό λούνα παρκ, να πάρουν ποπ-κορν και να παίξουν σ’ όσες πίστες αντέχουν τα οικονομικά τους. Με προτεραιότητα στο πολύχρωμο καρουσέλ, που είναι κι ο καημός της μικρής. Το σούρουπο τους βρίσκει ξεθεωμένους στο ξύλινο έλκηθρο, που στριφογυρίζει ασταμάτητα την πόλη και μοιράζει δώρα στους μοναχικούς Αγιο-Βασίληδες.
Τα δελτία ειδήσεων το βράδυ, έχουν πρώτη είδηση τις εκλογές στο Καλικαντζαροχωριό.
Κίσσες, ερπετά και αλεπούδες, ακονίζουν τα νύχια τους και κάνουν πρόβες ορθοκραξίας.
Κρίμα που κανείς παραμυθάς δεν θα διαδώσει τα καλά νέα στο τσιμεντένιο κεφαλοχώρι.
Κι έτσι οι πόρτες θα μένουν κλειστές, κάποια κάλαντα δεν θ’ ακουστούν ποτέ και κάποιοι αφελείς χωρικοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως οι καλικάντζαροι είναι αήττητοι.
Καλή Χρονιά! Κι αν δεν μας βγει, ας την κάνουμε μόνοι μας!
Το κείμενο φιλοξενείται στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού
Το κείμενο φιλοξενείται στο Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού