“Κύριους Αναστάσιους πολιύ
αγκαπούσε εμένα... Ιρίνα πολιύ λιυπημένη που πέτανε... Τι θα κάνει τώρα I
ρίνα;”
“Θα πάει στον αγύριστο!...”
“Σσσς... πιο σιγά. Σε κηδεία
είμαστε ρε Σούλα... κι επιτέλους αδερφός σου ήταν ... Χαμογέλα, έρχεται η πρώην
νυφούλα σου…”
“ Μμμμ... καλό χαϊβάνι ήταν
κι αυτή... Θε μου σχώρα με!... Μωρέ ας
μην ήταν ο δικηγόρος που μας έστειλε
φιρμάνι να’ρθουμε και θα σου’λεγα εγώ αν
θα πάταγα... ούτε στο νεκροκρέββατό του δεν ήθελα να τον δω... τον πορνόγερο...
ρόμπα μας έκανε... ακούς εκεί να σπιτωθεί με μια ρωσίδα που έχει την ίδια
ηλικία με την κόρη του!…
Εμάς δεν μας σκέφτηκε;… μια
καθωσπρέπει οικογένεια να ντρεπόμαστε για τις πομπές του... χαμογέλα, έρχεται
προς τα δω...”
“Συλλυπητήρια Ευγενία μου...
ο Θεός που τον ανάπαυσε, ας συγχωρέσει και τις αδυναμίες του... Η Λένα δεν είναι αυτή στο τραπέζι;”
“Όχι καλέ!..., η κόρη μου
δεν πατάει το πόδι της στο καφενείο... το δήλωσε ρητά: με δαύτην, δεν κάθεται
στο ίδιο τραπέζι… οι Κουλουμπήδες είναι αυτοί; Καλέ πώς φακλάνεψε έτσι η Ντόρα;…
”
“Παρακαλώ περάστε στο
τραπέζι με το ταμπελάκι ‘Οικογένεια’… να, εκεί που κάθεται
εκείνη η κοπέλα.”
“Άμα δεν θες να σου κλείσω
το γραφείο αύριο το πρωί, πες της να ξεκουμπιστεί απ’ το τραπέζι αμέσως. Τ’
ακούς;”
“Λυπάμαι κυρία μου, η
διάταξη είναι καθ’ υπόδειξη του κ. Ροδάμανθου, του
δικηγόρου του μακαρίτη. Άλλωστε αυτός πλήρωσε τα έξοδα της τελετής… Παρακαλώ περάστε να καθίσετε και μη δημιουργείτε εντάσεις!”
“Βαγγέλη, άσε μια καρέκλα
κενή… μην κάτσεις δίπλα της και κολλήσεις κάνα τσιμπούρι… Το κέρατό μου
σήμερα!... ”
“Σσσς… ακούγεσαι ρε
Σούλα!... Χαμογέλα λίγο, μας βλέπουν όλοι!”
“Παρακαλώ σερβιριστείτε καφέδες.
Αριστερά είναι οι μέτριοι και δίπλα οι γλυκοί βραστοί…
Κονιάκ και παξιμαδάκια έρχονται πάραυτα.”
“Μήπως σας βρίσκεται
γαλλικός; Με άρωμα φουντούκι αν γίνεται. Ο ελληνικός με πειράζει στο έντερο…”
“Σσσσς… μιλάει ο δικηγόρος…
ησυχία!”
“Αφού σας συλλυπηθώ για τον
απροσδόκητο χαμό του προσφιλούς μας Αναστάση, με τον οποίο μας ένωσαν τριάντα χρόνια δυνατής φιλίας, σας ενημερώνω για το λόγο που
σας κάλεσα σήμερα εδώ, σ’ αυτό το ιστορικό καφενείο της γειτονιάς μας. Ο
αποθανών μεταξύ των άλλων παραγγελιών που άφησε πριν αποδημήσει εις Κύριον, εξέφρασε την
επιθυμία του να συγκεντρωθούμε εδώ, αμέσως μετά την τελετή της ταφής του. Ο
κυρ-Λεωνίδας, ο ιδιοκτήτης του καφενείου, υπήρξε επιστήθιος φίλος του…”
“Στο ψητό κυρ-δικηγόρε!
Έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε…”
“Παρακαλώ σεβαστείτε την
περίσταση!… Ανοίγω ενώπιον σας τη σφραγισμένη διαθήκη του, έτσι όπως το όρισε
εκείνος. Διαβάζω:
Αγαπημένες μου Λένα και Ιρίνα.
Αγαπητή πρώην συμβία μου
Ευγενία.
Αγαπητοί συγγενείς και φίλοι.
Θα ήθελα να σας βλέπω από κει πάνω,
όλους μαζωμένους στο καφενείο του
φίλου μου του Λεωνίδα.
Τούτη την ώρα, θα έχει
τελειώσει το μυστήριο στην εκκλησία και θα έχετε τρέξει φουριόζοι για το δεύτερο μυστήριο. Τη διαθήκη μου.
Πιείτε το καφεδάκι σας και χαλαρώστε. Ο καλός
μου φίλος κύριος Ροδάμανθος, με βοήθησε
πολύ να συντάξω με ψυχραιμία τις τελευταίες
μου επιθυμίες, ενόσω έχω ακόμα πλήρη διαύγεια και είμαι σχετικά καλά στην υγεία
μου. Τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την προσήλωση και την αγάπη του.
Λένα μου, αγαπημένη μου κόρη.
Πάνε χρόνια απ’ την τελευταία μας συνάντηση. Μάταια σε παρακαλούσα να βρεθούμε,
έστω για έναν καφέ στο δρόμο, να δω πώς είσαι, να σ’ αγγίξω, να μου πεις τα νέα
σου... ποτέ δεν μου έκανες το χατίρι. Ακόμα
και σήμερα, μπορεί να μην έχεις έρθει γι αυτόν τον τελευταίο μας καφέ. Ας
είναι. Θα στα πει η μητέρα σου. Έχει να σου πει πολλά.
Πάντα έβρισκες δικαιολογίες
να μ’ αποφύγεις, μέχρι που έφτασες να με βρίσεις κατάμουτρα μπροστά στην παρέα
σου. Θυμάσαι; Τη μέρα που σε είδα στο δρόμο και φώναζα σαν τρελός να
σταματήσεις, να μιλήσουμε... εσύ μου έριξες τη χολή σου κι έφυγες γελώντας με
τους φίλους σου. Απ’ την άλλη βέβαια, περίμενες κάθε μήνα να είμαι συνεπής στις
οικονομικές υποχρεώσεις μου απέναντί σου. Έτσι δεν το είπες στο δικαστήριο; “Πως έχω την υποχρέωση να σε συντηρώ
οικονομικά μέχρι να αποκασταθείς επαγγελματικά”… Μέχρι την Ευελπίδων φτάσανε
τα ρεζιλίκια μας. Αγωγή του παιδιού προς τον πατέρα του! Για φαντάσου!
Αχ παιδί μου! Ποτέ δεν
σεβάστηκες τις επιλογές στη ζωή μου,
απαιτούσες όμως να σεβαστώ εγώ τις δικές σου. Πάντα ήμουν για σένα μια επιταγή,
ένα έσοδο. Κι όταν ήρθε η ώρα να στηρίξεις εσύ εμένα, να αποδείξεις πως στην
ελευθερία και στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου,
που τόσο κόπτεσαι για τους άλλους, έχει κι ο πατέρας σου δικαίωμα, εσύ
έβγαλες τις πιο σκουριασμένες ιδέες σου και με πέταξες απ’ τη ζωή σου.
Κάποτε θα γίνεις κι εσύ γονιός
και θα καταλάβεις. Θα μάθεις να κατανοείς, να σέβεσαι και κυρίως να
υποστηρίζεις ό,τι αγαπάς... ακόμα κι αν πρόκειται να τα βάλεις με ολάκαιρο το
σόϊ σου.
Μαζί με την ευχή μου, σου
αφήνω την εξής παρακαταθήκη.
Όλες οι αποταμιεύσεις μου ,
έχουν ήδη μεταβιβαστεί στον καλό μου φίλο Λεωνίδα για την αγορά του καφενείου
αυτού. Είναι πολύ ηλικιωμένος πλέον και
μην έχοντας απογόνους, η επιχείρησή του θα σβήσει. Ο δικηγόρος μου θα σου παραδώσει τους τίτλους
και τα συμβόλαια του οικήματος. Αποτελείται απ’ το κυρίως κατάστημα, το πατάρι, τον κήπο στο πίσω μέρος του
καταστήματος, τον επάνω όροφο, καθώς και το μικρό δώμα στην ταράτσα. Ο
δικηγόρος μου θα παραχωρήσει το ποσόν που θα απαιτηθεί για την ανακαίνιση του
καφενείου, η οποία όμως δεν θ’ αλλάξει στο ελάχιστο το παραδοσιακό του ύφος, το διάκοσμο, τις φωτογραφίες και
κυρίως το ασπρόμαυρο μωσαϊκό. Ο Λεωνίδας μου είχε εκφράσει την επιθυμία του να αποσυρθεί στο νησί του
και να περάσει εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Με όλη μου την καρδιά του
εύχομαι καλή επιστροφή στον τόπο του, υγεία και μακροημέρευση.
Η επιχείρηση και το οίκημα
μοιράζονται εξ αδιαιρέτου σε σένα και στην Ιρίνα. Υπό τον όρο να την δουλέψετε
με προσωπική σας εργασία, να μην
μεταβιβαστεί, πωληθεί ή ενοικιαστεί σε τρίτους. Αυτή είναι η μαγιά που σας
αφήνω για να πορευτείτε στη ζωή σας.
Όταν ήσουν μικρή, παραπονιόσουν πως δεν σου κάναμε ένα
αδερφάκι. Θυμάσαι; Ε λοιπόν η επιθυμία σου αυτή είχε ήδη πραγματοποιηθεί, αλλά
ποτέ δεν τόλμησα να σου πω την αλήθεια που με βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Η
Ιρίνα είναι αδερφή σου.
“Λέναααααααα…. Έλα μέσα παιδί μου ν’ ακούσεις τα καζάντια του πατέρα σου… Μ’
ακούς; Έλα γρήγορα μέσα, σου άφησε και
κληρονομιά ο αθεόφοβος… χαμογέλα λίγο κι έλα μέσα γρήγορα!…”
“Παρακαλώ μη διακόπτετε!
Όποιος θέλει να μιλήσει στο κινητό του, ας περάσει έξω! Συνεχίζω…”
Αγαπητή Ευγενία! Μετά τη
διαθήκη μου, σου αναθέτω ν’ ανοίξεις κι εσύ το συρτάρι με τα καλοφυλαγμένα
μυστικά σου. Ποτέ δεν μίλησες για τους λόγους που μας οδήγησαν στο χωρισμό. Το
μόνο που διέδιδες ήταν πως βρέθηκε στα ξαφνικά ένα τρίτο πρόσωπο κι έγινε η
αιτία να χωρίσουμε. Τάχα μου πως ήταν όλα ρόδινα μεταξύ μας μέχρι τότε. Μα κι η
Ιρίνα να μην έμπαινε στη ζωή μου, πάλι θα έφευγα. Το ξέρεις καλά. Με τόσες προσβολές
και κατάρες που με έλουζες καθημερινά, λογικά θα είχα φύγει για τον άλλο κόσμο
πολύ νεώτερος. Και θα μαλλιοτραβιόσουν στην κηδεία μου, προσποιούμενη την
θλιμμένη χήρα. Και θα είχα μια καθωσπρέπει κηδεία. Αφού εξηγήσεις στο παιδί μας
για το παρελθόν μας, για τους αγώνες που έκανα να στήσω μια άνετη ζωή για να μη
σας λείπει τίποτα, για τις παράλογες απαιτήσεις σου και την κακή διαχείριση που
έκανες στα οικονομικά μας, εξουσιοδοτώ τον κύριο Ροδάμανθο να σου χορηγεί ένα
συμβολικό μηνιαίο βοήθημα. Εφόσον δεν δούλεψες ποτέ σου και δεν έχεις άλλο
έσοδο απ’ τη διατροφή που σου έδινα, σου παραχωρώ αυτή την άνεση μέχρι το τέλος
του βίου σου.
Φίλτατοι συγγενείς και
φίλοι,
Η Ιρίνα είναι καρπός της
σύντομης σχέσης μου με την μητέρα της Οξάνα Γιούριεβνα Γεωργίεβα. Την γνώρισα
όταν έφτασε στην Ελλάδα κυνηγημένη απ’ τη χώρα της, δίχως χαρτιά και με την
απειλή να βρεθεί μπλεγμένη σε κυκλώματα σωματεμπορίας. Ήταν τότε που η
οικονομική κατάσταση της αδερφής και του γαμπρού μου άνθισε ξαφνικά. Ο
Βαγγέλης, χαμηλόβαθμος αξιωματικός της αστυνομίας εκείνη την εποχή, αναλάμβανε
με το αζημίωτο να κάνει τα στραβά μάτια σε κακοποιήσεις και παράνομες
διακινήσεις ξένων γυναικών που κατέφθαναν απ’ τις ανατολικές χώρες.
“Αίσχος! Ας σταματήσει
επιτέλους αυτό το ρεζιλίκι!... Ντρέπομαι που αυτός ο ψυχοπαθής ήταν αδερφός
μου!”
-
Παρακαλώ
μη με διακόπτετε! Ο αδερφός σας μου έχει παραδώσει όλες τις δικαστικές υποθέσεις που εκκρεμούν σε βάρος του συζύγου
σας , καθώς και δημοσιεύματα εκείνης της εποχής που τον φωτογραφίζουν. Αλλά γι
αυτά θα μιλήσουμε αργότερα. Συνεχίζω την ανάγνωση.
“Η αδερφή μου γνώριζε και
σιωπούσε. Με τα χρήματα που εξοικονομούσαν απ’ τους προαγωγούς και τους
διακινητές, δημιούργησαν πολύ γρήγορα μια περιουσία. Η Οξάνα ήταν ένα απ’ τα
υποψήφια θύματά του. Γλύτωσε από τύχη, αφού εκείνη την εποχή υπήρχαν υποψίες
εναντίον του και είχε μαζευτεί. Γνωριστήκαμε στο σπίτι της αδερφής μου, αφού
την υποχρέωνε μεταξύ των άλλων, να καθαρίζει το σπίτι τους και να προσέχει την
κατάκοιτη μητέρα του. Το διάστημα που συνδέθηκα μαζί της, ήταν η μόνη
ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η Οξάνα με τα
φτωχά ελληνικά της, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που με καταλάβαινε. Δυστυχώς δεν
κράτησε για πολύ η σχέση μας. Γύρισε εσπευσμένα στην πατρίδα της, λόγω θανάτου
του πατέρα της. Δεν την ξαναείδα από τότε.
Πριν από εφτά χρόνια έλαβα
ένα γράμμα της μαζί με μια φωτογραφία. Μου αποκάλυψε για την εγκυμοσύνη της και
για την κόρη μας που πλησίαζε πλέον τα είκοσι.
Μετά από λίγες μέρες πέθανε από καρκίνο. Ταξίδεψα στη Ρωσία αλλά δεν την
πρόλαβα ζωντανή. Εκεί γνώρισα την Ιρίνα μου, την έφερα στην Ελλάδα και ανέλαβα
την προστασία της. Το λάθος μου ήταν ότι δεν βρήκα το κουράγιο να σας το πω
κατάμουτρα. Προτίμησα να σας αφήσω να πιστεύετε ένα ψέμα. Κι ας βλέπατε όλοι
πόσο πολύ μοιάζουν τα δύο κορίτσια.
Όλα τα παραπάνω συντάχτηκαν
στο σπίτι μου, με την παρουσία του δικηγόρου μου, καθώς και δύο μαρτύρων. Μετά
τον θάνατό μου, το διαμέρισμα αυτό επιθυμώ να γίνει ξενώνας για κακοποιημένες
γυναίκες. Ο κύριος Ροδάμανθος έχει ήδη
κάνει την προεργασία με τις κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου κι έχει ετοιμάσει το
νομικό πλαίσιο για την υλοποίηση του ξενώνα. Όλες οι μετοχές μου και τα έσοδα
απ’ την πώληση των αντικειμένων που είναι στην κατοχή μου, θα διατεθούν για την
επάνδρωση του ξενώνα. Επιθυμώ μόνο να υπάρχει η φωτογραφία της γυναίκας που μου
εμφύσησε αυτή την ιδέα, στον προθάλαμο του ξενώνα. Σαν φόρος τιμής στη μνήμη
της. Της Οξάνα Γιούριεβνα Γεωργίεβα.
Παρακαλώ να εκτελέσετε στο
ακέραιο τη διαθήκη αυτή κι επίσης να χαμογελάτε... ίσως και να σας βλέπω!”
Ο Αναστάσης και η διαθήκη
του, συμμετέχουν στον διαδικτυακό καφενέ της Αριστέας.
Εδώ μπορείτε να βρείτε τους συνδαιτυμόνες
στον καφενέ και να διαβάσετε τις ιστορίες τους.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην
Αριστέα για το στήσιμο και το άψογο “σερβίρισμα”!