Στο απέναντι
κατάστρωμα ένα νεαρό ζευγάρι μεταφυτεύει βασιλικούς και δενδρολίβανα.
Απ’ το ανοιγμένο φινιστρίνι τους, η διάφανη ουρά μιας βουάλ κουρτίνας θροϊζει στα φυσήματα του αέρα. Σμήνη γλάρων κόβουν
βόλτες πάνω απ’ τις δορυφορικές. Στα ήρεμα νερά της πλωτής πολιτείας, μικρά
παιδιά παίζουν κυνηγητό ανάμεσα στα παρκαρισμένα καϊκια.
Ο μοναχικός ηλικιωμένος ρουφάει τον καφέ του απ’ το λευκό παραδοσιακό φλιτζάνι. Σιδερένιο τραπεζάκι καφενείου, τσίγκινος δίσκος, γυάλινο ποτήρι “Γιούλα” και μια καράφα νερό. Το εσωτερικό της καμπίνας του, πάλλεται απ’ τη φωνή της Μπέλλου… “Άραγε, άραγε ποιος να ’ναι αιτία / αχ γιατί τόση κακία / αχ κακούργα, κακούργα κοινωνία..”. Στο κάθε “Aχ!”, στριφογυρίζει ρυθμικά το κομπολόι του, με το βλέμμα ν’ αλητεύει πέρα απ’ τα φουγάρα των πλοίων, στον ανοιχτό ορίζοντα της μνήμης του.
Στη διπλανή κουπαστή, ένα ζευγάρι εφήβων ανταλλάσσουν απλόχερα όλο το βιός τους. Ματιές, φιλιά, αγκαλιές, λόγια και υποσχέσεις.
Η γιαγιά στο πρώτο κατάστρωμα θα φτιάξει και φέτος γλυκό βύσσινο, αδιαφορώντας προκλητικά για το πολυ-εργαλείο που αφαιρεί κουκούτσια. Καθισμένη στο μεγάλο φερ-φορζέ της βεράντας, με μια φουρκέτα μαλλιών και την ποδιά της ματωμένη απ’ τα κόκκινα ζουμιά, θα γεμίζει σπυρί-σπυρί τα τεντζερικά της. Ένα για το γλυκό κι ένα για λικεράκι με τα κουκούτσια.
“Γιατί δεν πετάμε τίποτα παιδάκι μου”...
Ο μοναχικός ηλικιωμένος ρουφάει τον καφέ του απ’ το λευκό παραδοσιακό φλιτζάνι. Σιδερένιο τραπεζάκι καφενείου, τσίγκινος δίσκος, γυάλινο ποτήρι “Γιούλα” και μια καράφα νερό. Το εσωτερικό της καμπίνας του, πάλλεται απ’ τη φωνή της Μπέλλου… “Άραγε, άραγε ποιος να ’ναι αιτία / αχ γιατί τόση κακία / αχ κακούργα, κακούργα κοινωνία..”. Στο κάθε “Aχ!”, στριφογυρίζει ρυθμικά το κομπολόι του, με το βλέμμα ν’ αλητεύει πέρα απ’ τα φουγάρα των πλοίων, στον ανοιχτό ορίζοντα της μνήμης του.
Στη διπλανή κουπαστή, ένα ζευγάρι εφήβων ανταλλάσσουν απλόχερα όλο το βιός τους. Ματιές, φιλιά, αγκαλιές, λόγια και υποσχέσεις.
Η γιαγιά στο πρώτο κατάστρωμα θα φτιάξει και φέτος γλυκό βύσσινο, αδιαφορώντας προκλητικά για το πολυ-εργαλείο που αφαιρεί κουκούτσια. Καθισμένη στο μεγάλο φερ-φορζέ της βεράντας, με μια φουρκέτα μαλλιών και την ποδιά της ματωμένη απ’ τα κόκκινα ζουμιά, θα γεμίζει σπυρί-σπυρί τα τεντζερικά της. Ένα για το γλυκό κι ένα για λικεράκι με τα κουκούτσια.
“Γιατί δεν πετάμε τίποτα παιδάκι μου”...
Μεσημεριάζει. Το μεσαίο κατάρτι είναι διάσπαρτο με
απλωμένα ασπρόρουχα. Πίσω απ’ τις τέντες αντηχούν μεταλλικοί ήχοι από πιρούνια
και καρέκλες που σέρνονται πάνω στα μωσαϊκά. Μυρωδιές ψητού και παιδικές φωνές.
Ξυπόλητα ποδαράκια που αιωρούνται κάτω απ’ το τραπέζι. Στριμωγμένα τραπεζώματα
που διαχρονικά έχουν την ίδια χωροταξία:
“Εγώ θα κάτσω εδώ
στην άκρη, για να μπορώ να σηκώνομαι πιο εύκολα. Βολευτείτε εσείς παραμέσα…”
Η φροντίδα κάθεται πάντα στο ακρόπρωρο, πάνω σ’ ένα
πλαστικό σκαμπό.
Για να σερβίρει
με κινήσεις γαζέλας τις ζεστές γάστρες και τις αχνιστές πιατέλες.
Το καλοκαίρι η
Αθήνα ντύνεται λιμάνι.
Όσοι δεν βρήκαν
θέση στα μεγάλα υπερωκεάνια και στα φωταγωγημένα κρουαζιερόπλοια, δένουν τους
κάβους τους στην προβλήτα της και κάνουν διακοπές στα γνώριμα νερά της. Ο καθένας με το μικρό
σκαρί του, οργανώνουν μικρές αποδράσεις και παίρνουν ανάσες πριν βουτήξουν ξανά
στα τσιμεντένια πελάγη τους.
Μια βραδινή
κρουαζιέρα στη φωταγωγημένη Ακρόπολη, στο Λυκαβηττό,
ή στα σοκάκια του Ψυρρή...
Βαρκάδες στο
γαρμπίλι των θερινών και στα βράχια των συναυλιών...
Μπαλκόνια που
βαστούν γερά τις αντιστάσεις τους στις επιδρομές των βαρβάρων...
Ήσυχα, αθόρυβα,
συνθηματικά και με τα πολύτιμα υλικά, μιας αιώνιας συνταγής που είχαμε την
ευλογία να κληρονομήσουμε...