Ξέρεις τι θα’θελα
απόψε;
Να μπουκάρεις
ξαφνικά μπροστά μας και να βάλεις μπουρλότο στις τηλεοράσεις.
Να υψώσεις τη
βροντερή φωνή σου και να μας κατακεραυνώσεις όλους
“Σόδομα και Γόμορα την
κάνατε τη ζήση σας βρε γομάρια!”
Κι ύστερα ν’
ανάψεις ένα άφιλτρο και να μας απαγγείλεις Παπαδιαμάντη.
Να ριγήσουν κι
οι πέτρες με τον “Έρωτα
στα χιόνια”:
“Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα. Kαι αυτός εσηκώνετο
το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον
οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της δυστυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την
παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν
μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα: ― Σεβτάς είν
αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας. Tο έλεγε τόσον
συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως
παρατσούκλι: O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας”…
Να ξανακούσω το σπαραχτικό ντουέτο σου με τον Ηλία Λιούγκο
''Στην οδό του Μπλαμαντώ''.
Στίχοι: Jean Paul Sartre
Απόδοση: Αλέξη Σολομός / Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις / Πρώτη εκτέλεση:
Ηλίας Λιούγκος & Σαπφώ Νοταρά
Πορνογραφία (1982)
«Στην οδό του Μπλαμαντώ έχουν στήσει τα πατάρια και ακονίσαν τα ξινάρια για να κόψουν τα κεφάλια.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ πάν' οι δήμιοι στη δουλειά τους
δε σας λέω χωρατό για να κόψουν Πατριάρχους και Στρατάρχους και Ναυάρχους.
Στην οδό του Μπλαμαντώ.
Στην οδό του Μπλαμαντώ φτάνουν οι κυρίες σωρό οι λουσάτες με τα βέλο
μα τους λείπει το τσερβέλο και μαζί και το καπέλο.
Στο ρυάκι της οδού του Μπλαμαντώ»
Πριν τριάντα
χρόνια, στο μικρό διαμερισματάκι της πλατείας Κουμουνδούρου, η αστυνομία την
βρήκε σε κατάσταση αποσύνθεσης, δυο μέρες μετά το θάνατο της. Ο μόνος “δικός
της” άνθρωπος ήταν ένας εστιάτορας της περιοχής που της έδινε ένα πιάτο φαί
καθημερινά. Ήταν κι ο μόνος που ανησύχησε απ’ την απουσία της και ειδοποίησε
την αστυνομία. Η Σαπφώ έφυγε στα 78 της, με βεβαρημένη υγεία, λίγα μόλις χρόνια
μετά τη θεατρική Πορνογραφία του Μάνου Χατζιδάκι, που 'ανέβηκε στις 17
Οκτωβρίου του 1982 και κατέβηκε στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, λόγω
έλλειψης θεατών.
Η Σαπφώ δεν ήταν μόνο η κυρά-Μαριγώ, η κυρά-Ξένη και η Κλημεντίνη του παλιού ραδιοφώνου. Ήταν μια καλλιεργημένη γυναίκα με σπάνια ανθρωπιά και αγνότητα, που εκτόξευε τους ρόλους της δίνοντας υπόσταση σε κάθε λέξη. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε αντιληφθεί το πραγματικό της ταλέντο και της έδωσε το ρόλο της κορυφαίας του χορού, αλλά και όλα τα χορικά των «Τρωάδων».
Χτυπημένη από αρθρίτιδα και σάκχαρο, αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια την οικονομική της δυστοκία και κλείστηκε στο άβατο της μοναξιάς της. Σ’ ένα τραπεζάκι κάποιου καφενείου, καπνίζοντας τα τσιγάρα της, ή κλεισμένη στο μικρό διαμέρισμα που κάποιος άγνωστος θαυμαστής πλήρωνε το ενοίκιο, έμεινε μόνη ως το τέλος της ζωής της. Καθισμένη στην καρέκλα της, με την τηλεόραση να παίζει ως την ώρα που τη βρήκαν, διέγραψε αθόρυβα και καρτερικά τη μοναχική της τροχιά προς τον ουρανό.
Άφησε πίσω της στοίβες από άδεια χαρτοκούτια, πολλά καπέλα και φορέματα με βούλες απ’ τα καψίματα των τσιγάρων. Όπως εκμυστηρευόταν σε επιστήθιο φίλο της: “ έχω στην κουζίνα, από δω το ψυγείο, από κει ένα τραπέζι και στη μέση μια καρέκλα. Κάθομαι να καπνίσω ένα τσιγάρο και ξημερώνομαι ως το πρωί εκεί”...
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αφού όπως είχε εμπιστευτεί στους πολύ κοντινούς της, ο μοναδικός μεγάλος της έρωτας, ήταν έναν νεαρός αντάρτης. Η φλογερή τους σχέση διακόπηκε νωρίς γιατί ο νεαρός έφυγε για το βουνό και αργότερα συνελήφθη. Η Σαπφώ έχασε για πάντα τα ίχνη του.