4ο Παιχνίδι Λέξεων
«Το καστόρινο μποτίνι σε 39… και τη γόβα πίσω… και τη
μπαλαρίνα με το σουέτ φιογκάκι… τα δοκιμάζω και θα δω ποιο θα πάρω».
Το κλασσικό παραμύθι : «Η
αναποφάσιστη σαρανταποδαρούσα». Τίποτα δεν πήρε. Είχε χρόνο για σκότωμα. Μόλις
τηλεφώνησε η κολλητή της, έφυγε δρασκελίζοντας ανοιγμένα κουτιά και διάσπαρτα παπούτσια. Επιστρέφω στα κουτιά τους
τα μποτίνια νούμερο 39, τις δωδεκάποντες νούμερο 40 -το 39 την χτύπαγε στο κότσι- και τις μπαλαρίνες με το σουέτ
φιογκάκι. Μου φάνηκαν μελαγχολικές, μετά την οδυνηρή δοκιμασία τους στα πόδια
της κυρίας με το κότσι. Σάμπως να τις άκουσα ν’ αναστενάζουν «Βάρκες μας έκανε η μαντάμ!»…
Ανεβαίνοντας
στο πατάρι, ακούω για εκατομμυριοστή ίσως φορά, τον ήχο
του τριξίματος απ’ την πετσικαρισμένη σκάλα. Θαρρώ πως γερνάμε μαζί. Όταν
πρωτόπιασα δουλειά στο πρατήριο
υποδημάτων «Το Μιλάνο», ήταν μια
κομψή στριφογυριστή σκάλα, που χαιρόσουν να την ανεβοκατεβαίνεις. Τακτοποιώ τα
κουτιά στα ράφια τους. Στην κορυφή τα 36άρια… τεντώνομαι κι η μέση μου κάνει
συγχορδία στη σκάλα του Μιλάνου. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, πάντα
ταξινομούσα δεδομένα στη ζωή μου. Μάλλον ήταν το πεπρωμένο μου να γίνω πωλήτρια
παπουτσιών. Και το βράδυ σπίτι, συνεχίζω να τακτοποιώ για να διατηρώ το τέμπο
μου. Τα παιχνίδια στο δωμάτιο του Πετράκη, τα βιβλία της Ρηνούλας, τα άπλυτα
του Τάσου. Τα σώβρακα στους 90 βαθμούς… τις κάλτσες στη συρταριέρα… την γκόμενα
του Τάσου στο πατάρι του μυαλού μου… ψηλά, μαζί με τα 36άρια... «Ματίνα
κατέβα! Πελάτισσα»…
Με λένε Ματίνα
και φοράω το νούμερο 37. Οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι ως το νούμερο 35,
κάπου στην εφηβεία μου. Λουστρινένια παπούτσια, σχολείο, βιβλία κι ένα σύντομο
πέρασμα απ’ το δάσος της ξεγνοιασιάς, πριν φανεί
ο κακός λύκος. Ο έσχατος ηρωικός αντιπερισπασμός
της καλής μου μοίρας, στα άβολα παπούτσια που μου κράταγε ρεζερβέ η ζωή για τα
επόμενα χρόνια. Μαζί με τη μάνα μου,
έθαψα τη σχολική ποδιά και τα λουστρινάκια μου. Πήγα τροχάδην στις νυφικές
γόβες, νούμερο 38. Ευγενώς δανειοδοτημένες απ’ την ξαδέρφη Γιωργία. Έπλεαν τα
πόδια μου, αλλά «M’ αυτούς τους πάτους, ποιος θα το καταλάβει;». Κανείς δεν κατάλαβε πως εκείνο το βράδυ δεν έκλαιγα
από συγκίνηση, μα για το θεόρατο νούμερο ζωής που μου διαλέξανε.
Ο Τάσος φορούσε
43. Μολύβι το πόδι του. Το διαπίστωσα μόλις επιστρέψαμε απ’ το ταξίδι του
μέλιτος. Πέντε μέρες στο πατρικό του, στους εξωτικούς Γαργαλιάνους. Τότε
κατάλαβα πως το 37, δεν ζευγαρώνει επ’ουδενί με το 43. Νόμος της
υποδηματοποιίας. Η τροχιά που διαγράφει μια κλωτσιά του 43, είναι απείρως
μεγαλύτερη απ’ το ισχνό διάνυσμα του 37. «Με
λίγο μολυβόνερο, ποιος θα το καταλάβει;»
Στο
χαμηλοτάβανο παταράκι του Μιλάνου, έχω κρυμμένο ένα κουτί με τ’ αγαπημένα μου
λουστρίνια, νούμερο 37. Με περίμεναν υπομονετικά να τακτοποιήσω όλα τα κουτιά
στη θέση τους και να το σκάσουμε παρέα. Το αφεντικό γέρασε, το Μιλάνο κλείνει, ο
Πετράκης φοράει πια νούμερο 44 και η Ρηνούλα 39. Ο Τάσος φοράει παντόφλες κι η
γκόμενα του Τάσου παντρεύτηκε έναν βιομήχανο, πολλά νούμερα μεγαλύτερό της.
Απόψε φοράω τα
λουστρίνια μου και ξαναμένω ορφανή. Χρωστάω σ’ ένα νούμερο που δεν το φόρεσα
ποτέ. Το 36.
Tα
λουστρίνια της Ματίνας περπάτησαν στο 4ο Παιχνίδι
Λέξεων συντροφιά
με υπέροχους συνοδοιπόρους - περιπατητές.
Στη μικρή της γκαλερί (μπλογκ το λέει εκείνη), μοιραστήκαμε τις συμμετοχές μας και περάσαμε
αξέχαστες στιγμές.
Εύχομαι καλές περπατησιές στα παπούτσια μας κι ευχαριστώ απ’
την καρδιά μου για την τιμή που μου κάνατε!
Σαν υστερόγραφο να θυμίσω πως το Παιχνίδι αυτό ήταν μια
ιδέα της Φλώρας,
η οποία και το φιλεξενούσε αρχικά στο χώρο της Τexnistories.
Χάρη στην Μαρία, συνεχίστηκε κι έγινε θεσμός.
Μακάρι να μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τα πολύτιμα
κομμάτια του και να κάναμε μια συλλογική έκδοση.
Ποτέ δεν ξέρεις...