[Βρείτε τις διαφορές...]
Τηλεγράφημα του διεθνούς πρακτορείου UPI για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1973 |
// Την ηµέρα εκείνη ήµουν υπηρεσία. Στο στρατό είχα δέκα µήνες. Ήµουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισµένων, στο Γουδί. Τότε οι “μαυροσκούφηδες” ήταν σώµα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, µπήκαµε επιφυλακή. “Οι κοµουνιστές καίνε την Αθήνα”, µας έλεγαν κι εµείς τους πιστεύαµε. Θυµάµαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαµε στα κρυφά το σταθµό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουµμούνια, θα καλοπεράσετε!” λέγαµε.
Μισή ώρα µετά τα µεσάνυχτα της 16ης Νοεµβρίου η ίλη µου πήρε εντολή να ετοιµαστεί για έξοδο. Αποφασίστηκε να βγουν πέντε δικά µας άρµατα, κάτι γαλλικά ΑΜΧ30. Εγώ ήµουν οδηγός στο πρώτο άρµα που βγήκε στο δρόµο. [Στο ίδιο άρµα βρίσκονταν ο αξιωµατικός Μιχάλης Γουνελάς, ως επικεφαλής, ο ανθυπασπιστής Λάµπρος Κωνσταντέλλος, ως οδηγός εδάφους, ο λοχίας Στέλιος Εµβαλωµένος και ο Γιάννης Τίρπας.]
Τεθωρακισμένο μπροστά στο κτίριο της Βουλής, 17 Νοεμβρίου 1973 |
Στις 1.15' το πρωί της 17ης Νοεµβρίου φτάσαµε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαµε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του ΙΚΑ, στη στάση Σόνια, σταµατήσαµε, γιατί ο δρόµος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγµατα, φωτιές και ακινητοποιηµένα λεωφορεία. Με διάφορες µανούβρες αριστερά δεξιά, µπρος πίσω, άνοιξα το δρόµο και προχωρήσαµε. Όταν φτάσαµε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, µας έδωσαν εντολή να σταµατήσουµε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, µείναµε περίπου µία ώρα. Ο κόσµος θυµάµαι ότι µας φώναζε: “Είµαστε αδέρφια, είµαστε αδέρφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα!
Μας είπαν να πάµε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι µπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναµε. Σταµατήσαµε λίγα µέτρα πιο πέρα. Φτάνοντας µπροστά στην πόρτα έστριψα το άρµα προς το Πολυτεχνείο, µε γυρισµένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυµάµαι ότι σηκώθηκα από τη θέση µου κι εγώ και το άλλο πλήρωµα. Δεκάδες φοιτητές κρέµονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι. Κι εγώ, να σκεφτείς, ότι τους έβλεπα σαν µαµούνια, που ήθελα να τα φάω!
Μας είπαν να πάµε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι µπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναµε. Σταµατήσαµε λίγα µέτρα πιο πέρα. Φτάνοντας µπροστά στην πόρτα έστριψα το άρµα προς το Πολυτεχνείο, µε γυρισµένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυµάµαι ότι σηκώθηκα από τη θέση µου κι εγώ και το άλλο πλήρωµα. Δεκάδες φοιτητές κρέµονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι. Κι εγώ, να σκεφτείς, ότι τους έβλεπα σαν µαµούνια, που ήθελα να τα φάω!
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1973, ώρα 10.00 π.μ. |
Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρµατος και µου λέει: “Θα µπούµε µέσα, θα ρίξουµε την πύλη. Ετοιµάσου!” Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγµατα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρµατος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα σταµάτησα. Σταµάτησα σκόπιµα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισµα οι φοιτητές, τροµαγµένοι, έφυγαν προς τα πίσω. Αν έµπαινα µε ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτοµα, που εκείνη τη στιγµή ήταν κρεµασµένα στα κάγκελα.
Η καγκελόπορτα έπεσε αµέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθµευµένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. Η αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνοµικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα κι εγώ από το άρµα και µπήκα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα µπορούσε όµως και να υπάρχουν νεκροί.
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής σκότωσε τον Μιχάλη Μυρογιάννη, 20 ετών, το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου, μπροστά στο Πολυτεχνείο
Αστυνοµικοί κυνηγούσαν και χτυπούσαν τους φοιτητές όπου τους έβρισκαν. Αν δεν ήταν οι λοκατζήδες να τους σταµατήσουν -θυµάµαι ότι πολλές φορές πιάστηκαν στα χέρια µαζί τους-, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γινόταν. Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπηµένοι, θυµάµαι ότι είδα πολλούς τραυµατίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασµένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγµή ένας φοιτητής όρµησε καταπάνω µου και µου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που µπήκες;” Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, µη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγµή... Αν έλεγε µια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήµουν. Ένας φασίστας.
Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυµάµαι ότι έριχναν µέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προµήθειες είχαν µαζί τους. Όταν γυρίσαµε στο Γουδί, το άρµα έµοιαζε µε περίπτερο. Όσο σκέφτοµαι ότι οι φοιτητές µάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, µετά απ' όσα τους κάναµε... Δεν µπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγµα στον εαυτό µου. Σκέφτοµαι τι πήγα κι έκανα!...
Όπως περνούσαν οι φοιτητές, θυµάµαι ότι έριχναν µέσα στο τανκ πακέτα τσιγάρα και ό,τι προµήθειες είχαν µαζί τους. Όταν γυρίσαµε στο Γουδί, το άρµα έµοιαζε µε περίπτερο. Όσο σκέφτοµαι ότι οι φοιτητές µάς έδιναν σάντουιτς και τσιγάρα, µετά απ' όσα τους κάναµε... Δεν µπορώ να το συγχωρέσω αυτό το πράγµα στον εαυτό µου. Σκέφτοµαι τι πήγα κι έκανα!...
Όταν γυρίσαµε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί µου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόµουν ότι ήµουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι µεγάλο. [...]
Στο µεροκάµατο η ζωή µου άλλαξε 180 µοίρες. Έκανα όποια δουλειά µπορείς να φανταστείς. Εργάτης κατάλαβα ότι δεν µπορώ να έχω τα ίδια αιτήµατα µε τους εργοδότες. Εµένα, που µου έµαθαν να µισώ τους κοµουνιστές, ψήφισα δύο φορές ΚΚΕ!
Στη δουλειά, πριν από χρόνια, κάποιος άκουσε πώς µε λένε και ρώτησε αν έχω κάποια σχέση µε τον “πορτάκια”, όπως είπε, του Πολυτεχνείου. “Ξάδερφός µου είναι, µακρινός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο”, απάντησα. Είµαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ είκοσι χρονών. Ο έφεδρος στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ σκοτώθηκε σε τροχαίο! Οι φίλοι µου δεν ξέρουν ποιος είµαι, ούτε κανείς στη γειτονιά. Μόνο η γυναίκα µου το ξέρει. Της το είπα ύστερα από χρόνια. Στα παιδιά µου δεν το είπα ακόµα.
Ντρέποµαι γι' αυτό που ήµουν, γι' αυτό που έκανα. Στη θέση µου θα µπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήµουν άλλωστε. Δε µε απαλλάσσει όµως αυτό. Μέχρι που µπήκα µέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής µου.
Είχαν µεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόηµα, αλλά θα ήθελα να τους πω µια µεγάλη συγνώµη…//
[Α. Σκευοφύλαξ, οδηγός του τανκ που παραβίασε την καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου
Βήμα Reportage, 9 Νοεμ. 2003, έρευνα Κώστα Χατζίδη]
«Τι συμβαίνει; Πως από εδώ;» ρωτώ.
«Ρε συ Χρόνη να, ..ντρέπομαι κιόλας, αλλά έχω ένα γιο, και δεν έχει δουλειά. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;;. "
Πιάσαμε την κουβέντα. Μετά πήγαμε στη «Σμαρώ», ένα ουζερί στην Καισαριανή, τα ήπιαμε και κλαίγαμε και οι δυο. Κοίτα να δεις. Όταν είσαι επαναστάτης και μάλιστα ρομαντικός, για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτή τη κρεατομηχανή που σε περνά η εξουσία, πρέπει να φυλάξεις τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά σου, σαν το ακριβότερο άρωμα. Να μην πέσεις στο επίπεδό τους. Μόνον αυτό σε σώζει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι που σε κάνει άνθρωπο μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Αν βγαίναμε από τα πηγάδια που μας είχαν ρίξει, φορτωμένοι με χειροβομβίδες και μαχαίρια θα ήμαστε μια από τα ίδια… [...]
Στη φυλακή με τους συγκρατούμενους μου λέγαμε, σαν παιχνίδι, τι δουλειά θα κάναμε στο μέλλον.
«Χρονάρα εσύ τι θα κάνεις;» ρωτούσαν.
«Ενωματάρχης στην ασφάλεια», απαντούσα.
Κι αυτοί νόμιζαν ότι έτσι, εγώ θα έπαιρνα την εκδίκησή μου. Αλλά δεν το έλεγα με αυτό το σκοπό. Ήθελα να παρηγορώ τις μανάδες για τα παιδιά τους, που ήταν μέσα. Φανταζόμουνα τι τράβαγε η μάνα μου, που μου έφερνε κάθε μέρα καθαρά ρούχα για να παίρνει τα ματωμένα, ώστε να καταλαβαίνει κάθε πότε με βασανίζουν... //
Στις 20 Νοέμβρη συμπληρώνονται τρία χρόνια απ’ τον θάνατο
του Χρόνη.
Για όσους εντρύφησαν
στις σελίδες των βιβλίων του, ξέρουν πως δεν του αρμόζουν μνημόσυνα και
τελετές. Στη μνήμη του Χρόνη αλλά και σ’ όλων των ανθρώπων που αφανίστηκαν
απ’ τη ζωή, πιστοί όμως στις αξίες τους ως την ύστατη στιγμή, οφείλουμε ν’ ανοίξουμε
επιτέλους τις διαθήκες που μας άφησαν. Ίσως και να βρούμε όλες τις απαντήσεις
στα αγωνιώδη ερωτήματα που μας βασανίζουν. Ο Χρόνης άλλωστε, είχε μιλήσει πολλά
χρόνια πριν, γι αυτά που βιώνουμε σήμερα…//Βλέπω συνέχεια τους πάντες να δηλώνουν ότι είναι εναντίον της τρομοκρατίας κι αυτό είναι σωστό και καλό. Οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο ρωτήσεις, «Ρε σύ, σου αρέσει να πάει ένας να βάλει μία βόμβα σε ένα τρένο και να σκοτωθούν εκατό άνθρωποι;» Θα σου πει «όχι». Είμαστε λοιπόν εναντίον της τρομοκρατίας. Τι είναι όμως η τρομοκρατία; Είναι μία μορφή βίας μη ελεγχόμενη από την κυρίαρχη εξουσία. Και βρισκόμαστε μπροστά στο παράλογο φαινόμενο. Ένα παιδάκι το οποίο ντύνεται με δυναμίτιδα και πάει να σκοτωθεί διατρανώνοντας την απελπισία του ή την σχιζοφρένειά του με τον Αλλάχ και λοιπά, δικό του πρόβλημα είναι, θεωρείται τρομοκράτης. Κι ένας πιλότος βομβαρδιστικού ο οποίος βομβαρδίζει σχολειά, νοσοκομεία, παιδιά, πρόσφυγες στο δρόμο και λοιπά και λοιπά, παρασημοφορείται ως ήρωας. Δεν είναι σχιζοφρενές αυτό;
Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε και πού φαίνεται η υποκρισία τους; Γιατί, ρε κερατάδες, δεν δηλώνετε ότι είστε εναντίον της βίας. Βία είναι και η μια, βία είναι και η άλλη. Η μία είναι θεσμοθετημένη, η άλλη όχι. Ας συνεννοηθούμε. Γιατί δεν δηλώνουμε ότι είμαστε εναντίον της βίας; Γιατί τότε θα ξετυλίγαμε το κουβάρι της υποκρισίας και θα φτάναμε κάπου στην αλήθεια. Στο τι κοινωνία ζούμε, σε τι κόσμο ζούμε και πού οφείλονται αυτά τα πράγματα.
Τώρα επιστρέφουμε στο παρελθόν …//
[Απόσπασμα συνέντευξης του Χρόνη Μίσσιου
στον Στέλιο Κούλογλου, στα πλαίσια της εκπομπής: Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, με θέμα
: Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ – Μέρος 3ο: Ελλάς ΕλλήνωνΧριστιανών].