Το μικρό αγόρι γλίστρησε απ’ την αγκαλιά της μητέρας του, χτύπησε πάνω στο σκουριασμένο σκαρί που το κατάπινε ολοένα η θάλασσα, τινάχτηκε στον αέρα κι έπεσε με δύναμη στα μανιασμένα νερά. Με ένα θεαματικό βολ-πλανέ, το μικρό χελιδόνι έκανε αεροδυναμική κάθοδο στο νερό, σα να ήθελε ν’ αρπάξει στον αέρα το ξέπνοο κορμάκι. Να το στηρίξει στο δυνατό ράμφος του και να το ταξιδέψει με ασφάλεια ως τη στεριά.
«Ο μικρός πάλι ταρζανιές κάνει... τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πουλί, μου λες;», προβληματισμένο τιτίβισμα του μπαμπά στη χελιδόνα του, που πετάριζαν παραπίσω.
«Καλό πτηνό, αλλά έχει μια σπάνια πάθηση» ήταν η διάγνωση του ερωδιού, που φημιζόταν για τα γιατροσόφια και τις συμβουλές του. «Νόσο των ανθρώπων τη λένε και θέλει συχνά πρωτεϊνικά γεύματα και όχι έντονες συγκινήσεις. Ο μικρός επηρεάζεται απ’ τα γήινα μαγνητικά πεδία και ταυτίζεται με τα συμπαθή δίποδα».
«Κι είναι σοβαρό αυτό;», αγωνιώδες τιτιβοερώτημα της χελιδονομαμάς που έκοψε λίγο ταχύτητα κι έμεινε πιο πίσω στο ιπτάμενο κομβόι για να πάρει τις συμβουλές του ερωδιού.
«Ίσα-ίσα, ο μικρός είναι ευφυέστατος, έχει ακριβέστατο προσανατολισμό και η ηλιακή του πυξίδα λειτουργεί στην εντέλεια», την καθησύχασε ο ερωδιός, τεντώνοντας τον σταχτόχρωμο λαιμό του για να ξεπιαστεί απ’ το πολύωρο ταξίδι.
Πιο ανάλαφρα πέταξε τώρα η χελιδονομαμά, ρίχνοντας κλεφτές αεροματιές και καμαρώνοντας το βλαστάρι της. Ο μικρός είχε κατάμαυρο τρίχωμα γυαλιστερό σαν ατόφιο μετάξι, με ολόλευκες βούλες στο λαιμό του, που από μακριά έμοιαζαν με σειρά μαργαριτάρια απ’ τις νότιες θάλασσες. Θυμήθηκε πως απ’ τα πρώτα του πετάγματα, φάνηκε πόσο δυναμικό και ατρόμητο ήταν. Διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα, πέταξε κόντρα σε μανιασμένες ανεμοθύελλες, αναμετρήθηκε με φουρτουνιασμένες θάλασσες και πάλεψε με αρπαχτικά πουλιά. Η μοναδική στιγμή που ρίγησε από φόβο, ήταν όταν βρέθηκε ανάμεσα στις εκτυφλωτικές λάμψεις απ’ τους πολέμους των ανθρώπων. Είχε το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα όπως και τώρα. Που ήταν διαρκώς προσηλωμένο στη μακάβρια διαδρομή του παιδικού κορμιού πάνω στο μένος των κυμάτων.
Λίγη ώρα μετά, η θάλασσα ξέρασε το άψυχο σώμα του αγοριού στα βράχια μιας παραλίας. Το μικρό χελιδόνι προσγειώθηκε μ’ ένα δυνατό φτεροκόπημα, έσυρε απαλά την ουρά του πάνω απ’ το παιδικό κορμάκι και τίναξε με θόρυβο τα –πρόωρα για την ηλικία του- ανεπτυγμένα φτερά του. Πλησίασε στο ξέπνοο προσωπάκι. Έκανε μιαν απότομη κίνηση, σα να άρπαξε στον αέρα μια πεταλούδα, μια ψυχή, ή τις ύστατες ανάσες του αγοριού και διακτινίστηκε με ουρανομήκη φτερουγίσματα. Κανείς απ’ τους συγγενείς του που το περίμεναν όλη αυτή την ώρα πετώντας κυκλικά στον αέρα, δεν παρατήρησε ένα ζευγάρι υγρά μάτια να γυαλίζουν σαν σκούρες πορσελάνινες μινιατούρες.
«Νέο πολύνεκρο ναυάγιο στα παράλια της Φαρμακοχώρας», είπε με πένθιμο στόμφο ο δημοσιογράφος μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης. Μαζί του συμφώνησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι που είχαν μαζευτεί από ώρα για να παρακολουθήσουν κι αυτό το ναυάγιο. Κούνησαν δυο φορές το κεφάλι προς τα κάτω και ξαναγύρισαν σκυφτοί στη ρουτίνα της μέρας. Ένα λευκό σεντόνι σκέπασε τη μικροσκοπική μάζα που μέχρι χτες ήταν ένα χαμογελαστό αγόρι. Ίσως και να παρατηρούσε απ’ το περβάζι του δωματίου του το ιπτάμενο σμάρι των χελιδονιών, καθώς θα διέσχιζαν τον ουρανό της πατρίδας του. Θα ύψωνε με ενθουσιασμό τα χεράκια του για να τα χαιρετήσει και να τους ευχηθεί να είναι καλοτάξιδα.
Το μικρό χελιδόνι ξέκοψε απότομα απ’ το οικογενειακό σμήνος και με θορυβώδη φτερουγίσματα χάθηκε στην τροχιά του ουρανού. «Να προσέχεις μωρό μου!», ακούστηκε το μητρικό τιτίβισμα στις χελιδονοσυχνότητές του. Χρησιμοποιώντας τη μαγνητική του πυξίδα, πέταγε ασταμάτητα μέχρι να εντοπίσει την τροχιά του μικρού αγοριού. Με άφατη χαρά το εντόπισε σκαρφαλωμένο σ’ ένα μπαμπακένιο συννεφάκι. Απ’ αυτά που κρέμονται στον προθάλαμο του ουράνιου θόλου και οι άνθρωποι νομίζουν πως αν απλώσουν το χέρι τους, μπορεί και να τ’ αγγίξουν.
Προσγειώθηκε αθόρυβα κοντά του και προσηλώθηκε στο παιδικό πρόσωπο. Αν ήταν χελιδόνι θα ήταν συνομήλικοι. Βυζαντινά μάτια με ίριδες από φώσφορο, βλέφαρα παχιά σαν ατσαλόσυρμα, χέρια καλοζυγισμένα που θα πέταγαν ως τους εφτά ουρανούς και δέρμα να στραφταλίζει σαν φίλντισι. Το αγόρι σηκώθηκε όρθιο και πλησίασε με περιέργεια τον φτερωτό επισκέπτη του. Το περπάτημά του πάνω στο σύννεφο, σαν τα πρώτα φτερουγίσματα νεοσσού πριν φύγει ψηλά για τις ουράνιες πύλες.
Δεν χρειάστηκαν συστάσεις. Ο πόνος είναι κοινός κώδικας σ’ όλες τις λαλιές των έμβιων όντων.
«Θα μου λείψει το σπίτι μου, οι γονείς μου, οι φίλοι μου… Τι θ’ απογίνω τώρα μονάχος εδώ πάνω;»
«Κι αν σου πω πως θα’ρθω κι εγώ μαζί σου… και θα πετάξουμε παρέα ως τις πιο ψηλές χελιδονοφωλιές, εκεί που έχει τόση ησυχία που ακούγεται και το άνοιγμα του τριαντάφυλλου, εκεί που τα ρολόγια μετράνε μόνο τις ψυχές που είναι πολύτιμες και δίνουν εντολή σ’ ένα γέρο κούκο ν’ ανοίξει διάπλατα τις σμαραγδένιες πόρτες του παραδείσου για να τις κλείσουν μέσα για πάντα; Τι έχεις να πεις;»
«Ότι πετάς στα σύννεφα!».
«Μέσα έπεσες Μεγάλε!».
«Θα με μάθεις να πετάω;»
«Tι ερώτηση!... Μα τώρα παιδιά είμαστε;»
Ένα μελαχρινό αγόρι με φτερά ανοιχτά, σύγχρονος Χριστός πάνω στο σταυρό του, ωθείται απ’ τον δυνατό αέρα και απογειώνεται σαν άγριο πουλί. Ανάσταση. Έλευση. Σπόρος που φυτρώνει σε μια μήτρα και πολλαπλασιάζεται. Το σύνθημα για τη συνωμοσία της πιο ισχυρής επαναστατικής οργάνωσης. Της φύσης. Την ίδια ακριβώς στιγμή, σμήνη χελιδονιών απογειώνονται ψηλά, σαν μια αόρατη δύναμη να τινάζει δυνατά το πολυκαιρισμένο σεντόνι της γης. Έκτακτη είδηση στα κανάλια του ουρανού και της θάλασσας. Απ’ τους γυπαετούς ως τις μέδουσες κι απ’ τα λιοντάρια ως τους ανθρώπους των πόλεων. Βραχυκύκλωμα. Σκοτάδι. Η οργή που βρίσκει μονοπάτια διαφυγής, το άδικο που μαζεύεται σε μαύρα σύννεφα, ένας Δίας που ακονίζει τους κεραυνούς του και μια λυτρωτική βροχή που δεν δείχνει έλεος σε επίγειους αυτοκράτορες. Ουρανοί καταρράκτες. Εξιλέωση. Τιμωρία. Δικαίωση.
Στις σελίδες της μελλοντικής ιστορίας, θα αναφερθεί σαν το τέλος του βιομηχανικού κόσμου. Στη σύγχρονη μυθολογία ωστόσο, θα υπάρχει ο θρύλος ενός χελιδονιού που ήταν συλλέκτης αδικοχαμένων ψυχών. Τις μάζευε σε ασημένιες κλωστές και τις μετέφερε σε μια ουράνια κρύπτη που τη φύλαγαν Κένταυροι και Νεράιδες. Όταν πέθανε, οι ψυχές δάκρυσαν, έγιναν ασημένια βροχή και πέφτοντας στη γη, έλιωσαν διαμιάς τους άψυχους, μεταλλικούς ανθρώπους.
Συμμετοχή στο "Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!", που οργανώνει και συντονίζει η Αριστέα μας.
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]