Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι ήρωες που ξεχάστηκαν κι εμείς που κοιμόμαστε ήσυχοι

// Οι καιροί που οι ήρωες κοιμούνταν ήσυχοι κάτω απ' το χώμα τους πέρασαν. Τώρα οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχοι. Γιατί τη θυσία τους δεν την πήραν μαζί τους. Την άφησαν κληρονομιά σ' αυτούς που θάρθουν - όχι για να επαναλάβουν τη θυσία - αλλά για να την κάνουν δύναμη που προλαβαίνει τις τέτοιες θυσίες.

Δεν είναι ανάγκη ο τροχός της Ιστορίας να βουλιάζει μες στο αίμα για να πάει η Ιστορία μπροστά - αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι. Γιατί οι Χτίστες του ακόμη δεν ξανάσαναν. Αγρυπνούμε πάντα πάνω στο γκρεμό τους με τ' αφτί στημένο κατά τη στεργιά, μην τύχει και πάψει ν' ακούεται η φωνή που χιλιάδες χρόνια ακούεται μες στην Ιστορία:
"Φύλακες Γρηγορείτε, για να μην σας πιάσουν στον ύπνο κείνοι που κυνηγούν τον ύπνο σας!"
Περιμένω κι εγώ μέρα τη μέρα να με μπαρκάρουν. Ξέρω πως είμαι "ναύλος". Όμως δεν περίμενα ήρεμα. Είναι ανώφελο να παρασταίνω εδώ τον άτρομο. Φιλολογία με τον κίνδυνο δεν γίνεται. Το ά γ ν ω σ τ ο έρχεται καταπάνω μου αφηνιασμένο, χωρίς όνομα, χωρίς διαστάσεις. Μακρονήσι δε θα πει τίποτα. Τα νησιά μονάχα τους δεν μισούν, δεν σκοτώνουν. Δεν έχουν κακία. Όλη την κακία την μάζεψαν - αλλίμονο -εκείνοι που απ' τ’ όνομα τους βγήκε η λέξη "α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς".


Ένα βράδυ δεν κοιμήθηκα. Τελείωσα όλα μου τα τσιγάρα και τώρα κάθομαι με τα μάτια ανοιχτά κι αγρυπνώ. Μήπως - αλήθεια φοβάμαι; Σε ποιον να το πω; Όμως ναι, φοβάμαι. Μα μπροστά σε τί; Μπροστά στο θάνατο ή μπροστα στις αμφιβολίες της αθανασίας; Σκέφτηκα ακόμη μια φορά. Σκέφτηκα πολλές ακόμη φορές. Σκέφτηκα σκληρά, βασανιστικά. Κι αποφάσισα. Ναι. Κι εγώ αυτήν αγαπούσα. Αυτήν, την απλή, την αστόλιστη ζωούλα...Που πάει με τα πόδια στο μπακάλη για ν' αγοράσει ψωμί κι ελιές. Αυτήν...Κι όχι την άλλη, κείνην που φιγουράρει στα βιβλιοπωλεία. Τον ήλιο αγαπούσα κι εγώ. Τον ήλιο που ζέσταινε τη ράχη μου. Όχι τα φωτοστέφανα!
....Πού το ξέρω γω πού θα βρίσκομαι αύριο;
Τελευταία οι αποφάσεις παίρνονται απότομα. Καταργήθηκε η γραφειοκρατία. Οι υπουργοί κυβερνούν χειρονακτικά. Με χειρονομίες και σήματα.

"Αποστείλατε  είκοσιν  εκ των  εις χείρας σας κρατουμένων δια να κατηγορηθώσιν ως προδόται και να εκτελεσθώσιν"

Η συντομία μήτηρ πάσης Τυραννίας. Αλλά...Ας σταματήσουμε. Γιατί έφτασε η ώρα να μπούμε στο δεύτερο κύκλο. Να κάνουμε την άγραφη τραγωδία μας γραφτή. Και πρέπει να το κάνουμε τώρα. Όσο ζουν ακόμη τα μάτια κείνα που δεν τα θόλωσε το αίμα ή τα δάκρυα. Υπάρχουν νεκροί όρθιοι που δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δε μιλήσουν. Εύκολα που γίνονται όλα στις παλιές τραγωδίες! Έμπαιναν στα βιβλία ή κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Δεν έμπαιναν  στα παπούτσια. Η φαντασία έχει την τάση να πετά, πότε να περπατά με τα πόδια, πολύ περισσότερο να μπαίνει μέσα σε κάτι σόλες που από ώρα σε ώρα κινδύνευαν να βρεθούν στον αέρα. Γι' αυτό, ό,τι κι αν είναι τούτο το βιβλίο - τραγωδία, ελεγεία, κομμός - πρέπει να αποσπασθεί αμέσως από τα χέρια του συγγραφέα του και να παραδοθεί στα χέρια του αναγνώστη.

Το χαρτί λυώνει...Και τα γράμματα γρήγορα σβήνουν, και χάνονται. Λοιπόν ...ας αρχίσουμε. Η μέρα είναι ζεστή. Τα κατοπινά - το πού θα τα εμπιστευθούμε αυτά τα χαρτιά, το πώς θα τα σώσουμε - αυτά είναι δεύτερη έγνοια...//
Ηρώ Κωνσταντοπούλου
Στέλιος Καρδάρας

Ηλέκτρα Αποστόλου

Ιουλία Μπίμπα

Λέλα Καραγιάννη

Ναπολέων Σουκατζίδης

Κατίνα Σηφακάκη
[Το κείμενο είναι απόσπασμα απ’ το βιβλίο του  Μενέλαου Λουντέμη, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα / Σαρκοφάγοι ΙΙ]

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

μπλακ φόρεστ [family black stories]

Για πάρτι έκπληξη το ξεκινήσαμε. Εγώ δηλαδή πρότεινα να παραγγείλουμε σουβλάκια και μπύρες και να της βγάλουμε και μια τούρτα να τελειώνουμε.  Το άκουσε ο Ερντογάν κι έγινε θηρίο:
-         Αυτό δεν είναι πάρτι γενεθλίων, αλλά ο  τελικός  Μάντσεστερ-Ρεάλ!
-         Ποιος είναι πάλι ο Ερντογάν;
-         Η μάνα της. Έτσι και θυμώσει, φτυστή ο Ταγίμπ κυρ-αστυνόμε μου.
-         Να λείπουν οι χαρακτηρισμοί. Τι έγινε μετά;
-         Ως συνήθως, υποχώρησα. Η μάνα της ανέλαβε τα μεζεδάκια. Η κολλητή της να την καθυστερήσει στη δουλειά. Κάτι φίλοι τα ποτά  και σε μένα έγινε η ανάθεση της τούρτας.

-         Σαράντα δύο  κεράκια να πάρω; τους ρώτησα.
-         Όχι βρε ζώον, μανουάλι θα την κάνουμε τη τούρτα;  Ένα ερωτηματικό θα πάρεις.  Κι η τούρτα να είναι μπλακ φόρεστ  που της αρέσει.
-         Τη σιχαίνεται τη μπλακ φόρεστ, αλλά δεν το έκανα θέμα.  Το μοιραίο βράδυ παρέλαβα απ’ το ζαχαροπλαστείο «Τα νούφαρα»  τη μπλακ φόρεστ  που είχα παραγγείλει, καθώς κι ένα κεράκι σε σχήμα ερωτηματικού.  Ύστερα πήγα στο σημείο συγκέντρωσης  που είχαμε δώσει ραντεβού, για να της κάνουμε έκπληξη.
-         Πού ήταν αυτό;
-         Στο υπόγειο της πολυκατοικίας, εκεί που είναι ο καυστήρας. Είχαν συγκεντρωθεί  όλοι όταν έφτασα με την τούρτα και μια ανθοδέσμη με  λευκά χρυσάνθεμα.
-         Μαργαρίτες ήταν.
-         Τέλος πάντων, μαργαρίτες - χρυσάνθεμα, εκεί θα κολλήσουμε;
-         Μισή τιμή έχουν αυτή την εποχή οι μαργαρίτες. Μη μας το παίζεις και χουβαρντάς από πάνω! Που έρεψε το πουλάκι μου στα χέρια σου. Μια ζωή στερήσεις και βάσανα…
-         Σας παρακαλώ μαντάμ, δεν μας ενδιαφέρουν αυτά. Προχωρήστε κι εσείς να τελειώνουμε.
-         Που λέτε, όταν μας ειδοποίησε η κολλητή της ότι ήταν ήδη σπίτι, ανεβήκαμε στα σκοτεινά απ’ το κλιμακοστάσιο, για να μην ακούσει το ασανσέρ και μας καταλάβει.
-         Χτυπήσατε το κουδούνι;
-         Αυτό ήταν το λάθος μου! Κάτι θα είχα γλυτώσει αν χτύπαγα πριν... οι άλλοι όμως επέμεναν να κάνουμε ντου να την αιφνιδιάσουμε.
-         Και τι έγινε τελικά;
-         Μας αιφνιδίασε αυτή. Περίμενε στημένη πίσω ακριβώς απ’ την πόρτα. Όρθια, με τα χέρια της σταυρωμένα και μια βαλίτσα στα πόδια της. Κοκαλώσαμε όλοι. Το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και μόνο κάτι τεθλασμένες δέσμες φωτός  απ’ τις τραβηγμένες βουάλ κουρτίνες, έπεφταν πίσω της και  διέγραφαν ένα ασημί περίγραμμα στη σιλουέτα της. Τα μάτια της λαμπύριζαν και το βλέμμα της ήταν αλλόκοτο, σχεδόν απόκοσμο.

-         Ρε παιδιά δεν είμαι ο Ηρακλής Πουαρό να μπαίνετε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Ελάτε να τελειώνουμε γιατί με περιμένουν στοίβες με υποθέσεις έξω.
-         Καλά σου λέει βρε ζώον, παραλίγο να βάλεις και το Λοχαγό Χάστιγκς στην κατάθεση!
-         Συγνώμη αστυνόμε, παρασύρθηκα... αρπάζει λοιπόν τη βαλίτσα η Μαιρούλα και μου ρίχνει ένα θανατηφόρο βλέμμα λες και της είχα σκοτώσει τη μάνα.
-         Αυτή που σας λέει διαρκώς «ρε ζώον»;
-         Αυτήν. «Τι είν’ αυτό; »μου λέει. Τούρτα για τα γενέθλιά σου ρε Μαιρούλα, της λέω παγωμένος απ’ το φόβο. Να κοίτα, είμαστε όλοι εδώ για να σου κάνουμε έκπληξη. Πάμε παιδιά: «ΝΑ ΖΗ-ΣΕΙΣ  ΜΑΙ-ΡΟΥ-ΛΑ ...». Αντί για το κεράκι, η Μαιρούλα φύσηξε με τα δάχτυλά της ένα μεγαλοπρεπές  σφύριγμα που θα το ζήλευε λαχαναγορίτης.
-         Και μετά;
-         Μου’φερε τη μπλακ φόρεστ καπέλο κι έφυγε αγκαζέ με τον Βλάσση που βγήκε απ’ τα ενδότερα.
-         Ο Βλάσσης;
-         Ο διαχειριστής.
-         Αυτός που έστειλες στο νοσοκομείο ήταν διαχειριστής;
-         Ναι. Πήρε τη Μαιρούλα και  μου άφησε τα κοινόχρηστα.
-         Και γιατί του επιτέθηκες;
-         Εσείς τι θα κάνατε δηλαδή αν σας βούταγε ένας μαντράχαλος τη γυναίκα;
-         Θα τους έδινα την ευχή μου, αλλά πού τέτοια τύχη; 
-         Παθών κι εσείς κυρ-αστυνόμε μου;
-         Στο θέμα μας κύριε. Θα υπογράψετε την ομολογία σας για πρόκληση σωματικών βλαβών;
-         Θα υπογράψω και το κρίμα στο λαιμό της. Εγώ μέσα σ’ αυτή την τούρτα είχα κρύψει όλη μου την αγάπη κι ένα πανάκριβο δώρο που το πήρα με αιματηρές οικονομίες.
-         Τι λες βρε ζώον; Πού ήταν αυτό το δώρο δηλαδή;
-         Ένα απ’ τα βυσσινάκια που στόλιζαν την τούρτα, ήταν το δώρο για τα γενέθλιά της. Ένα δαχτυλίδι με ρουμπίνι. Η Μαιρούλα λάτρευε τα ρουμπίνια κυρ-αστυνόμε μου.
-         Καλά βρε ζώον, χάθηκε να της το προσφέρεις σ’ ένα κουτάκι να γλυτώναμε όλο αυτό το ρεζιλίκι;
-         Ε, είπα να σας κάνω κι εγώ μιαν έκπληξη.
-         Κατά βάθος δεν είν’ κακός κυρ-αστυνόμε μου. Εγώ πάντα το’λεγα. Έχω γαμπρό μάλαμα. Δε γίνεται τώρα να βρούμε μια συμβιβαστική λύση να τελειώνουμε;
-         Εσείς τι λέτε κύριε;
-         Κλείστε με μέσα κυρ-αστυνόμε μου, γιατί θα της στείλω μια μπλακ φόρεστ πακέτο κι αυτή τη φορά δεν θα’χει μέσα ρουμπίνι, αλλά στρυχνίνη!


Για την ιστορία: Ο Βλάσσης ανάρρωσε γρήγορα, αλλά παραιτήθηκε από διαχειριστής και υποψήφιος γαμπρός της Μαιρούλας. Η Μαιρούλα γιόρτασε τα επόμενα γενέθλιά της παρέα μόνο με τον Ερντογάν. Το ρουμπίνι κατέληξε στον κάδο απορριμμάτων μαζί με τα υπολείμματα της μπλακ φόρεστ. Εκεί το βρήκε ένας πιτσιρικάς - συλλέκτης σκουπιδιών λίγο πριν το απορριμματοφόρο του δήμου, αρπάξει στις δαγκάνες του τον κάδο. Ο απατημένος σύζυγος έγινε επιστήθιος φίλος του αστυνόμου που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ στο τμήμα και του πήρε κατάθεση. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα και για να τιμήσουν την επέτειο γνωριμίας τους, καθιέρωσαν έξοδο σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο για να φάνε μπλακ φόρεστ.


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Βαγγέλη… “Nτεκολορασιόν”

Είμαι η Βούλα, γυναίκα αλφάδι με διαμάντι καρδιά
ξέρω ν’ ακούω, να ισιώνω, να κατσαρώνω
να συμβουλεύω, να υπομένω, να βάφω, να λούζω
να κάνω μασάζ,
να καλύπτω λευκές, να ξανοίγω τις σκούρες
να γελάω με αφέλεια και να κρύβω σκοτούρες
να προτείνω αφέλειες και τουφίτσες με φλας
ξέρω από χρώματα, από σώματα, κι από καμώματα
ξέρω ν’ αγγίζω, να σιωπώ και να χτενίζω.

Ξέρω χρωματομετρία, τι θα πει ορθοστασία και ολίγα γαλλικά
ντεκαπάζ, ρεφλέ, εξτένσιον και φλεβίτιδα ρανσάζ
ξέρω κότσους νυφικούς, να φιλάρω, να κρεπάρω
και να γίνομαι κουρέλι
ξέρω και την κερατίνη, τη μπραζίλ και του Βαγγέλη
που φορμάρει μια μικρούλα οξυντάν και επιπόλαιη
κι όση ώρα εγώ χτενίζω
οι δυο τους το τυλίγουνε κανονικά το ρόλεϊ.

Μου το είπε τις προάλλες μια κυρία μιζανπλί
πως τους  είδε να’ χουν στήσει στα σκοτάδια λακριντί
Ο μνηστήρας σου -μου λέει- στα φοράει
μ’ ένα τσόλι κάθε απόγευμα γυρνάει
που στα μάτια θα’ πρεπε να σε κοιτάει
και να λέει στο Θεό «δόξα κι αμήν!»
Και αντί για ευχαριστώ ο αχρείος
της το παίζει μπαλεγιάζ και σεξ-μασίν.

Τ’ ορκίζομαι στη λισουάρ, να μη με λένε Βούλα,
να μη χαρώ το ακαζού αν δεν τον ξεμπροστιάσω
το βράδυ στη μπανιέρα του θα τον αιφνιδιάσω
με σεσουάρ μονόκανο και την παρλούξ φυσούνα
όπως θα είναι στους αφρούς, στη μπρίζα θα τ’ ανάψω
θα του εξηγώ την τεχνική καθώς θα πέφτει στο νερό
«Βαγγέλη… ντεκολορασιόν, έτσι το λέμε στο σαλόν»...
 [photo: https://www.flickr.com]

Η Βούλα με το σεσουάρ και τη λισουάρ της, πήρε μέρος στο 13ο συμπόσιο ποίησης, που οργάνωσε και φιλοξένησε η Αριστέα μας.

Αρχικά είχε κάτι αντιρρήσεις του τύπου: 
«Τι δουλειά έχω εγώ σε συμπόσια ρε παιδάκι μου; Πες στην Αριστέα να κοπιάσει να της κάνω μια κερατίνη, μια ισιωτική, ένα ρεφλέ έστω, αλλά από ποίηση δε σκαμπάζω η γυναίκα». Της εξήγησα ότι η κομμώτρια που θα ισιώσει τους βοστρύχους της Αριστέας, δεν έχει γεννηθεί ακόμα. Έδειξε κατανόηση. Πήρε το σεσουάρ της και ήρθε στην παρέα μας. Και σας ευχαριστεί απ’ την καρδιά της γι αυτή τη συναρπαστική εμπειρία που μοιράστηκε μαζί μας.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Ciao Dario...


"Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «Aχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε…»

Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις στον καμπινέ, να τους χώσεις το κεφάλι μέσα στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, ίσως με λιγότερο φανταχτερές βιτρίνες, ίσως με λιγότερες λεωφόρους, αλλά με λιγότερες λιμουζίνες, με λιγότερους απατεώνες.Τους πραγματικούς απατεώνες, αυτούς τους μισάνθρωπους με τις χοντρές κοιλιές. Κι έτσι θα είχαμε δικαιοσύνη.

Έτσι, εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι απ’ την τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφτούμε και τον εαυτό μας. Να κτίζουμε σπίτια που να ανήκουν σε μας…
Να ζούμε μια ζωή που θά ‘ναι ολότελα δική μας.
Να ζούμε σαν ολοκληρωμένοι άνθρωποι τέλος πάντων.
Να ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η επιθυμία σου να γελάσεις, ξεσπάει από μέσα σου σα γιορτή, η επιθυμία να παίξεις και να γιορτάσεις…
Kι επιτέλους να κάνεις μια δουλειά που να σ’ ευχαριστεί… σαν κανονικοί άνθρωποι κι όχι σαν ζώα που ζουν και υπάρχουν χωρίς χαρά και φαντασία.

Ένας κόσμος όπου μπορεί κανείς να δει ξανά ότι υπάρχει ακόμη ένας ουρανός… τα λουλούδια που ανθίζουν… ότι ακόμα υπάρχει άνοιξη… και τα κορίτσια που γελούν και τραγουδούν.
Και όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σαν γέρος, πεταμένος σαν στημένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που έζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους…”




//Ο βραβευμένος με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1997) Ιταλός δημιουργός Ντάριο Φο 
άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα 13 Οκτωβρίου//