//Συνέχεια απ’ το προηγούμενο κεφάλαιο:
«…Στο
μεγάλο σφραγισμένο μπαούλο έχω κλεισμένο το νυφικό μου, μητέρα. Σ' έναν μήνα
από τώρα θα ντυθώ νύφη στο πλάι του Χέρμπερτ. Ως τότε θα πρέπει να προσέχω
πολύ, αφού μέσα στην κοιλιά μου μεγαλώνει το παιδί του. Αυτό
το μυστικό δεν πρέπει να το μάθει πριν από τον γάμο, η Βέρα η μητριά μου και αδερφή τού Χέρμπερτ, αν δεν θέλω να βαφτεί το νυφικό κόκκινο»…//
Κεφάλαιο 5: “Η κυρά της λίμνης”
- - Εσύ είσαι η
περιβόητη Άλις λοιπόν?
Η παιδική φωνή διέκοψε τις εκμυστηρεύσεις της στα σκούρα νερά της λίμνης. Γύρισε
τρομαγμένη στο νεαρό εισβολέα που την παρατηρούσε ερευνητικά, με τα χέρια του
χωμένα βαθιά στις τσέπες. Ένα ξανθομάλλικο αγόρι με μάλλινη τραγιάσκα και μάτια που πετούσαν σπίθες.
- - Τσαρλς…ο μικρός
αδερφούλης σου ντε!...
- - Α
ναι…είσαι ο…
- - Ο γιόκας του μπαμπάκα
σου, πέσ’το!
- - Άλις, η μεγάλη σου
αδερφή. Χάρηκα
για τη γνωριμία μας Τσαρλς!
Το χέρι της έμεινε μετέωρο μπροστά στο ψυχρό βλέμμα του μικρού, πιο παγωμένο κι απ’
τα νερά της λίμνης.
- - Ψέματα!...όλοι
λένε ψέματα εδώ μέσα!... κι
εσύ σαν κι αυτούς είσαι!
- - Σε παρακαλώ να
μιλάς καλύτερα μικρέ! Τι
θράσος!... κι ακόμα δε γνωριστήκαμε!
- - Μπα; Τσαντίστηκε η
κόμισα; Και πώς να σου μιλάω δηλαδή; Ξέρεις τι τραβάω εγώ για σένα;...
- - Τσαρλς!...
Τι γυρεύεις τέτοια ώρα εκεί έξω;… έλα γρήγορα πάνω!...
Η
φιγούρα της Βέρας πρόβαλε απειλητική πίσω απ’ τις δαμασκηνές κουρτίνες του
παραθυρόφυλλου.
- - Τα λέμε αύριο κυρία κόμισα… έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο!...
- - Μια στιγμή!...
τι έχουμε να πούμε;
- - Νομίζεις δεν
άκουσα τι ψιθύριζες στην κυρά της λίμνης; Όλα τ’ άκουσα… Όλα!
- - Τι άκουσες
δηλαδή;… ποια κυρά της λίμνης;… για όνομα του Θεού Τσαρλς, τι εννοείς;
- - Τη μάνα σου
ντε!...αυτή με το κόκκινο φουστανάκι στην πέτρα της λίμνης…
- - Και πού την
ξέρεις εσύ τη μάνα μου;
- - Χα!...πού την
ξέρω λέει… αυτή η ζωγραφιά στο…
- - Τσαρλς!... έλα
αμέσως στο σπίτι!...
Ο
μικρός δρασκέλισε σαν ελάφι το μονοπάτι, με το φακιδιάρικο πρόσωπό του
αλλοιωμένο απ’ την αγωνία. «Αν και αυθάδης, έφυγε σα βρεγμένη γάτα»,
σκέφτηκε η Άλις. Κεραυνοβολημένη απ’ την απροσδόκητη παρουσία του, προσπάθησε
να βάλει μια τάξη στις σκέψεις της. Τι άκουσε άραγε ο μικρός;… ποια κυρά της
λίμνης;… η ζωγραφιά… ποια ζωγραφιά;… τι έχει να συζητήσει μ’ ένα μικρό αγόρι που
δεν τους ενώνει παρά το κοινό σπέρμα του πατέρα τους;… γιατί τον φώναξε τόσο αυταρχικά η Βέρα;… ήταν σχεδόν… έντρομη.
Η
νύχτα είχε αγκαλιάσει για τα καλά το τοπίο κι αν δεν ήταν το μισογεμάτο φεγγάρι
ν’ αντανακλά ασημιές ανταύγειες στην επιφάνεια της λίμνης, δύσκολα θα διέκρινε το
μονοπάτι της επιστροφής. Ανατρίχιασε όταν πάτησε την πέτρα που προεξείχε σα
μικρός βατήρας πάνω απ’ τα νερά. Λες κι ο χρόνος τη λείανε για να
φιλοξενεί τους παρατηρητές της λίμνης. Αυτούς που ερευνούν υγρά ναυάγια κάτω
απ’ τις άγουρες πέτρες…
Ανεβαίνοντας
την ξύλινη σκάλα προς το δωμάτιο της, παρατήρησε κάτι που θα το ανακαλούσε
μεταγενέστερα. Η προέκταση της σκάλας που παλιά οδηγούσε σ’ ένα χαμηλοτάβανο
δώμα, τώρα είχε καλυφτεί με πορσελάνινα διακοσμητικά και μπρούτζινα αγαλματίδια,
εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση προς τα πάνω.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο ένιωσε ασφυξία• οι οδυνηρές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων τυλίχτηκαν σαν
πλοκάμια πάνω της• ενοχές που δεν βοήθησε τη μητέρα της, κι ας ήταν μόλις
δέκα χρονών όταν την αντίκρισε πεσμένη στις εκβολές της λίμνης...πώς βρέθηκε άραγε
εκεί έξω μοναχή της;... θυμάται ένα χέρι να την τραβάει βίαια... ήταν όμως τόσο
σοκαρισμένη απ’ το θέαμα του άψυχου κορμιού, που ο χρόνος πάγωσε ξαφνικά,
διαγράφοντας όλες τις άλλες εικόνες εκείνης της βραδιάς… μάταια βασανιζόταν ν’
ανακαλέσει μνήμες κι αυτό τη βύθιζε ολοένα σε πελάγη τύψεων.
Η
Άλις μεγάλωσε προσκολλημένη στην προσωπική της διαπίστωση πως η μητέρα της χάθηκε
ανορθόδοξα. Έχοντας στην ουσία εκτοπιστεί απ’ το σπίτι και τη νέα οικογένεια
του πατέρα της, η μοναξιά στοίχειωσε τη ζωή της και ολοένα εξελισσόταν σ’ ένα
επικίνδυνο τοξικό κοκτέιλ που της δηλητηρίαζε την ψυχή. Θλίψη για την ταχύτητα
και την ευκολία που ξεχάστηκε η ευαίσθητη μητέρα της –λες και δεν υπήρξε ποτέ σ’
αυτό το σπίτι- ζήλεια για την υπερφίαλη μητριά της, οργή για την απροσχημάτιστη
προσήλωση του πατέρα της στο αρσενικό του απόκτημα και μια εκρηκτική
εφηβεία με υστερικά ξεσπάσματα και ανομολόγητα ερωτήματα. Το μόνο παρήγορο που
τιθάσευε το θυμό της, ήταν το έμπρακτο ενδιαφέρον του πατέρα της να τη
μορφώσει. Θυμήθηκε μάλιστα, την εμμονική του αγάπη για τη ζωγραφική· τις εκβιαστικές
του παροτρύνσεις να ξεκινήσει μαθήματα, στο πλάι ενός φτασμένου νεαρού ζωγράφου
που ερχόταν καθημερινά στο σπίτι της γιαγιάς της.
«Θα
κάνω πρόβα στο νυφικό»… σκέφτηκε πως αυτό θα τη χαλάρωνε. «Όσο πας και φουσκώνεις Άλις...δε θα χωράς σ’ ένα μήνα…», μονολόγησε στον ολόσωμο καθρέφτη. Κουμπώνοντας
τη μικρή πέρλα στο σβέρκο της, παρατήρησε ένα σημάδι στο είδωλο του τοίχου• ένα
παραλληλόγραμμο καθαρό πλαίσιο που ξεχώριζε πάνω στη φθαρμένη ταπετσαρία.
Θυμήθηκε ξαφνικά το παλιό κάδρο. Προφανώς το αφαίρεσαν πρόσφατα, αφού η
ταπετσαρία ήταν σχεδόν άθικτη σ’ αυτό το σημείο. Ίσως να απομακρύνθηκε εν όψει
της άφιξής της... «Ίσως ο μικρός, να εννοούσε αυτόν τον πίνακα».... σκέφτηκε
αποσβολωμένη.
- - Ήταν η μητέρα
μου στον πίνακα, σωστά μις Σάλι;
- - Ποιον
πίνακα κούκλα μου;
- - Μια γυναικεία
φιγούρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης...
- - Μπααα...
δε θυμάμαι κάτι…
- - Μα πως;… είμαι
σίγουρη για την ύπαρξή του… η μητέρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης… κράταγε
μάλιστα κι ένα λουλούδι...
- - Αχ… άρχισε να
ξεχνάει η νταντά σου κορίτσι μου… δε θυμάμαι να είχαμε τέτοιο πράμα στο σπίτι… δε
πάμε μια βόλτα στον κήπο να σου δείξω τα παρτέρια με τις βιολέτες;
Καθώς
περπατούσαν αγκαζέ στις βραγιές και τους ανθώνες, η Άλις διαπίστωσε πως η
αγαπημένη της νταντά έγινε ξαφνικά νευρική κι η φωνή της έχασε τη γαλήνια χροιά
της. Η ίδια νευρικότητα κυρίευσε και την ίδια, όταν πήρε το μάτι της μια
κουρτίνα να παραμερίζεται σε κάποιο παράθυρο του σπιτιού, αλλά να επανέρχεται
γρήγορα στη θέση της, μόλις γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος εκείνο.
- Και βέβαια
θυμάμαι το πορτρέτο της μητέρας σου Άλις... άλλωστε, εγώ πλήρωσα τον ζωγράφο
που το φιλοτέχνησε.
- Και γιατί
λείπει απ’ το δωμάτιο μου;
- Μη
λες ανοησίες Άλις! Ποτέ δεν ήταν στο δωμάτιο σου αυτός ο πίνακας …
- Έστω...πού
βρίσκεται τώρα;
- Γιατί
ρωτάς;
- Θέλω ένα
ενθύμιο της μητέρας μου, πού είναι το περίεργο;
- Λυπάμαι Άλις… ο
πίνακας καταστράφηκε μαζί με άλλα έργα τέχνης, σε μια παλιότερη φωτιά στο
πατάρι… ήθελα κάποτε να στον παραδώσω, αλλά τα γεγονότα βλέπεις...
Μάταια
προσπάθησε να εντοπίσει τον Τσαρλς στη διάρκεια της μέρας. Αν δεν έβρισκε ένα
χαρτάκι σφηνωμένο στην πόρτα της, θ’ ανησυχούσε σοβαρά για τον ετεροθαλή της
αδερφό. Το ξεδίπλωσε με αγωνία. Δεν ήταν παρά μια σκισμένη σελίδα από ένα παιδικό βιβλίο με γρίφους:
"Η αλήθεια είναι ψηλά
και τα μυστικά βαθιά,
ανεβαίνεις-κολυμπάς...
"... στο ναυάγιο της κυράς..." άκουσε τον εαυτό της να παραφράζει την τελευταία στροφή του γρίφου. Εκείνη τη στιγμή, θα έπαιρνε όρκο ότι ο αποστολέας ήταν ο μικρός αδερφός της. "Όλα θα ξεκαθαρίσουν αύριο... έχουμε να πούμε πολλά μ' αυτό το παιδί"...
Το
επόμενο πρωινό, την ενημέρωσαν πως ο μικρός έφυγε εσπευσμένα για το Ντέβον,
προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Γρήγορα όμως θα διαπίστωνε πως
το κωδικοποιημένο του σημείωμα, ήταν μια κίνηση αδερφικής αλληλεγγύης, ίσως κι
ένα απελπισμένο σήμα κινδύνου…
Δώδεκα μπλόγκερς ενώνουν τις πένες τους και συνθέτουν το συλλογικό
διήγημα
«Κόκκινο Νυφικό».
Η ιδέα ανήκει στην Μαριλένα Φραγκιαδάκη και με αφετηρία το πρώτο της κεφάλαιο, ο κάθε
μπλόγκερ συμπληρώνει τον προηγούμενο, σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία. Χωρίς να
προ-υπάρχει κάποια συνεννόηση για την εξέλιξη της ιστορίας, με μοναδικό μπούσουλα την έμπνευση του καθενός μας, η ιστορία
ξεδιπλώνεται στα μονοπάτια της φαντασίας
μας και οι ήρωες αποκτούν την υπόσταση που τους δίνουμε.
Καλό υπόλοιπο ταξιδιού στα σκοτεινά νερά της λίμνης…
Μαρία
Κανελλάκη
[φωτογραφίες απ' το διαδίκτυο]