Απ’ τον κυκλαδίτικο νησί και τους αέρηδες που λυσσομανούσαν
ασταμάτητα, επιστροφή στα πάτρια. Απ’ τους ατέλειωτους χωματόδρομους και τα
στενά περάσματα, (εξ)αναγκαστική προσγείωση στις λεωφόρους της πόλης. Απ’ τα κάτασπρα
εκκλησάκια και τις αμμουδερές παραλίες με τ’ ασβεστωμένα αλμυρίκια και τα λευκά
κρινάκια, πίσω στα φανάρια και την
κίνηση των δρόμων. Απόμεινε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, τηλέφωνα φίλων που
προστέθηκαν στις επαφές, κάτι βαζάκια με γλυκά και θερμιώτικο μέλι που
μοσχομυρίζει θυμάρι και καθαρό αεράκι, πέτρες και θαλασσόξυλα απ’ τις
δαντελένιες παραλίες, ό,τι μπόρεσε να χωρέσει τέλος πάντων στις αποσκευές μας,
για να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη και τη γεύση. Τα πολύτιμα “σουβενίρ” για να
κρατηθούμε ψύχραιμοι και ζεστοί στις ψύχρες που έρχονται.
Αν και είναι μικρό το νησί, όλα προσφέρονται σε χορταστικές
ποσότητες. Οι δυνατοί αέρηδες, οι αναβαθμίδες με ξερολιθιές, τα πάλευκα ξωκλήσια,
τα στεγάδια και οι ανεμόμυλοι, οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις
μπουκαμβίλιες, οι φιλόξενες παραλίες, τ’ ασπρισμένα σοκάκια, τα ζωγραφισμένα
πλατύσκαλα κι οι ξύλινες ταμπελίτσες με ποιήματα και μαντινάδες. Οι οδοδείκτες του
νησιού, είναι καλλιγραφημένες ξύλινες επιγραφές και αμέτρητα εκκλησάκια που
φυτρώνουν ακόμα και σε απόκρημνα βράχια, γυαλιστερά σαν λεπίδες, στις ακροθαλασσιές.
Η Παναγιά η Κανάλα και το μικρό εκκλησάκι της
Αγίας Καλλιόπης λίγο πιο κάτω, είναι τα ορόσημα του νησιού.
Γραφικά καλντερίμια με στρατιές από ανθισμένες γλάστρες
στους κήπους και παραδοσιακά μαγαζάκια, σφηνωμένα αρμονικά, σαν πολύχρωμες
πινελιές, στον ασπρογάλαζο καμβά της ενδοχώρας.
Συναντήσεις απρόσμενες. Κουβέντες με ανθρώπους που έχουν
κατακτήσει ήδη το ζητούμενο҆ να
μιλάνε ήρεμα κι απλά. Στην ανασφάλεια και τη μοναξιά ενός μικρού νησιού, δίχως
ανέσεις και λούσα, που αντέχουν να ξεχειμωνιάζουν δίχως αυτά που για τους
ανθρώπους της πόλης, θεωρούνται αυτονόητα. Ένα νοσοκομείο. Έναν έμπειρο γιατρό
για τα σοβαρά περιστατικά. Αν προλάβει το ελικόπτερο, κι αν ο καιρός το
επιτρέψει, κι αν αντέξει ο ασθενής, κι αν…
Κυρία Γιαννούλα, κυρία Ντίνα, Θάνο και Ρένα, και όλοι όσοι
μοιραστήκαμε μοναδικές στιγμές. Σαν τα ιαματικά νερά που αναβλύζουν ασταμάτητα
στην πιο ωραία περιοχή του νησιού, στα Λουτρά. Σας ευχαριστώ για όλα όσα μας
φιλέψατε. Εύχομαι γρήγορα να γίνει εκείνο το αρχαιολογικό μουσείο (τόσα
πολύτιμα ευρήματα, βρίσκονται επί σειρά ετών, εκτεθειμένα). Να γίνει κι ένα
ιατρείο της προκοπής, να έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στις μονάδες υγείας, αντί
να καρδιοχτυπούν αν θα τους προλάβει το ελικόπτερο. Να αξιοποιηθεί κι αυτό το
ιστορικό σπήλαιο στην Δρυοπίδα, που είναι ανοιχτό στους επισκέπτες με δωρεάν
είσοδο, χάρη στις προσωπικές φροντίδες των εθελοντών. Να προκύψουν οι λόγοι και οι
ευκαιρίες, για να μένουν τα νέα παιδιά στο νησί. «Για να μην ξενιτευόμαστε»,
όπως με παράπονο μάς εμπιστεύτηκε η ευγενική κοπέλα, στο λαογραφικό μουσείο της
Χώρας∙ παρεμπιπτόντως, κι αυτό
λειτουργεί με εθελοντική δουλειά.
Λίγο πριν το φευγιό μας απ’ το νησί, μια αναπάντεχη έκπληξη.
Ένα οργανωμένο παραδοσιακό τυροκομείο (το μοναδικό αν δεν κάνω λάθος) με δυο
νέα μορφωμένα κορίτσια στο τιμόνι, που συνεχίζουν την οικογενειακή επιχείρηση
στο νησί. Αν δεν είχαμε να κάνουμε ταξίδι, θα συζητούσαμε ακόμα… Για τις
δυσκολίες, τις σπουδές τους, το πείσμα τους, το στήσιμο μιας άρτιας τυροκομικής
μονάδας με υψηλές προδιαγραφές, τις προκλήσεις και τα… μυστικά της κοπανιστής
και της καλής φέτας.
Στον αντίποδα της αυθαιρεσίας, της κακοτεχνίας και των
καταπατήσεων (που κι εδώ ζουν και βασιλεύουν), είναι οι άνθρωποι που αγαπούν
τον τόπο τους και οργανώνουν τις ζωές τους με εντιμότητα και μεράκι.
Στα σίγουρα, η Κύθνος -ή Θερμιά- όπως τη λένε οι ντόπιοι, δεν
προσφέρεται για εξτραβαγκάντζες, χλιδάτες παραλίες με μπιτσόμπαρα και
πανάκριβες ξαπλώστρες, θορυβώδη νυχτερινή ζωή και εισαγόμενες γκουρμεδιές. Κι
αυτό την κάνει ακόμα πιο γοητευτική, για όσους αγαπούν την απλότητα, την
παραδοσιακή χωριάτικη με ντόπια κάπαρη και φρεσκοκομμένα λαχανικά απ’ το
μποστάνι και φιλόξενους ανθρώπους που σε καλωσορίζουν στην αυλή τους δίχως
δισταγμό, με δροσερό νεράκι κι ένα τρατάρισμα με ό,τι τους βρίσκεται διαθέσιμο.
Υ.Γ. Κρατάω την εικόνα της μοναχικής, ηλικιωμένης κυρίας που,
κάθε σούρουπο, άνοιγε τα λουλακί πορτόφυλλά της κι έβγαζε τραπεζάκι και
καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Δεν περίμενε επισκέπτες, ήταν όμως διαθέσιμη να
υποδεχτεί όποιον περαστικό θα σταματούσε στο σπίτι της, για κουβεντούλα. Κι
ήταν αμοιβαία η συγκίνηση που νιώσαμε, το βράδυ που καθίσαμε κοντά της και
μιλήσαμε, σαν να είμασταν γνωστοί από χρόνια. Τόσο απλά και τόσο θαυμαστά…
Το επιδόρπιο ήταν τοπικό γιαούρτι με γλυκό κουταλιού και κουβεντούλα με τον καπετάν-Γιώργη |