Καημένε μου Βάρναλη
και να ̓σουνα
σε μια μεριά
να θωρούσες το σύγχρονο γέροντα
βαριαναστενάζοντα και νεφελοσκεπασμένο
κόπιασε να σε χαρώ
στην έρημη πόλη μου
εντός της μαθουσάλειας κάμαρής μου
να ξεγελάσουμε με κατιτίς
κι αυτά τα Χριστούγεννα
μέσα απ’ τα εικονίσματα φανερώσου
απ’ τα βιβλία σου τα ιερά ξεπρόβαλε
δεν έχω κι ένα ποτηράκι ρακή να σε φιλέψω
μόνο μια θαλασσοδαρμένη γωνιά νέμομαι
ένα τραπεζάκι σαρακιασμένο
ελάχιστα ψιχία εναπομείναντα απ’ τα χτες
μια καρέκλα παντέρημη
κι ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα
μια χλαίνη κλαίουσα και διάτρητη
ωσάν την γηραιάν καρδίαν μου
κρεμάμενη επί ξύλου
υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσούσα
και εκ πενιχράς συντάξεως εκπεσούσα
κόπιασε κι εσύ
αόρατε καβαλάρη
αρχάγγελε και λυτρωτή μου
ντύθηκα την πανοπλία της λήθης
“αντέχει ακόμα ο παλιόγερος”
ραμφίζουν τ’ αγριοπούλια ολούθε
μα εγώ δεν χρήζω πλέον της αντιμισθίας τους
επιστρέφω νικητής στην παιδική μου φάτνη
ετούτο είναι το θαύμα Σου το μέγα
μεταλαβαίνω
το σώμα και το αίμα Σου
ένθεος και παραδομένος
στο έλεός Σου!»
‿︵‿︵‿︵‿︵‿︵‿︵
Θαλπερή αύρα εισόρμησε
στην υγρή κάμαρα
σπουργίτης κελάηδησε τη νεκρώσιμο
τσιμπολόγησε τ’ αντίδωρα
πάνω στο τραπέζι
και φτερούγισε ως το γαλάζιο ρυάκι
της απολησμονιάς
ένα μικρό αγόρι
έμπλεο χαράς
ξαναζούσε τα Χριστούγεννα
των αλκυονίδων εποχών
πανάλαφρη σαν κρυστάλλινη νιφάδα
ακροβολίστηκε η ψυχή του
αέρινη
όσο το φτεράκι
του συνεργού σπουργίτη.
Συμμετείχε στο 26ο Συμπόσιο Ποίησης που οργάνωσε και φιλοξένησε, και φέτος, η Αριστέα μας.
Με εξαιρετικούς συνδαιτυμόνες κι αυτή τη φορά, συγκινητικές
συμμετοχές που καταγράφουν εύγλωττα τη διάθεση των ημερών και μια άψογη
πυργοδέσποινα που μας έκλεισε με τον πιο γλυκό τρόπο, ετούτη την ολότελα “πεζή”
χρονιά.
Εις το επανιδείν λοιπόν, ας είμαστε όλοι καλά, για ν’
ανταμώνουμε και να “ξεφαντώνουμε”.