Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο
κύριος Τάδε έχει επιπλώσει επαρκώς τον καπλαμαδένιο του οικίσκο, στις
καταπληκτικές παρυφές μιας ρεματιάς. Σε μια σπιθαμή χωραφιού, προσωρινώς
προσφερθείσα απ’ τις δημοτικές αρχές, που ανάλογα τον καιρό, άλλοτε πνίγεται
στα λασπονέρια, κι άλλοτε ζέχνει ψοφίμια και καμένα λάστιχα. Εκεί διάγει τον καταπληκτικό
του βίο, ο κύριος Τάδε.
Ευθυτενής και
χαμογελαστός μπαίνει στο μικρό καφέ της πλατείας, παρατηρώντας με ενδιαφέρον
τους λιγοστούς θαμώνες. Κοντοστέκεται κάτω απ΄τη θερμαινόμενη πυραμίδα, τόσο
όσο του επιτρέπει ο χρόνος μέχρι να τον αγριοκοιτάξει ο ιδιοκτήτης. Σέρνει
αργοκίνητα τα παπούτσια του ένα γύρο στο μαγαζί, κοιτάζει φευγαλέα τις
σφολιάτες και τα λαχταριστά κρουασάν μέσα στο θερμοθάλαμο και ρουθουνίζει με
ευχαρίστηση τη μυρωδιά του καφέ που σταλάζει αχνιστός σ’ ένα φλιτζάνι. Τα
βήματά του είναι βαριά και θορυβώδη. Ένας παρατηρητικός άνθρωπος θα καταλάβαινε
πως, σ’ αυτή τη μικρή διαδρομή μέχρι την έξοδο, προπορεύονται τα παπούτσια κι
ακολουθούν πιλαλώντας τα πόδια του. Κανείς όμως εκ των θαμώνων δεν ασχολήθηκε
μ’ αυτό το αλλόκοτο θέαμα κι έτσι ο κύριος Τάδε αποσύρεται ηττημένος απ’ το
προσκήνιο.
Ένα ζευγάρι θεόρατα άρβυλα,
ξεχειλωμένα και γδαρμένα, ήταν η λεία της ημέρας. Πόση χαρά πήρε μόλις τα
ανέσυρε απ’ τον δημοτικό κάδο με τα είδη ένδυσης και υπόδησης! Του πέφτανε λίγο
μεγάλα βέβαια, αλλά για όλα υπάρχει λύση. “Κάποτε θα ήταν στις δόξες τους
αυτά τα πατούμενα”, μονολογούσε καθώς παραγέμιζε μ’ εφημερίδες τα κουντεπιέ
για να τα φέρει στα μέτρα του. Ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα, βγήκε καμαρωτός
για την καθιερωμένη του βόλτα, με μια παιδαριώδη διάθεση να δείξει στον κόσμο τα
καινούργια του παπούτσια. Είχε αφήσει και τα κορδόνια λυτά, ελπίζοντας, επί
ματαίω, πως κάποιος χριστιανός θα του φώναζε “Προσέξτε μην παραπατήσετε, κύριε!”
Ο κύριος Τάδε ζει στην
καταπληκτική εποχή που η χώρα παράγει ό, τι και πριν εξήντα χρόνια. Πολιτικές
φαμίλιες, πέτρες, και οικονομικούς μετανάστες. Μετά από μια καταπληκτική θητεία
στις φάμπρικες της Βαυαρίας, επιστρέφει στα πάτρια για να επενδύσει τις
οικονομίες του σε μια μικρή επιχείρηση. Στη μεγάλη κρίση με τα μνημόνια και τις
απανωτές χρεοκοπίες, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο. Αν είχε το κουράγιο ίσως και
να είχε φουντάρει απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού του, πριν το κατασχέσει η
τράπεζα. Δεν το έκανε όμως. Διατηρούσε ακόμα μέσα του μικρά αποθέματα ελπίδας. "Άντε και καλή πατρίδα" ευχόταν
επί χρόνια με τους συμπατριώτες του, τους “γκασταρμπάιτερ” όπως τους
αποκαλούσαν οι Γερμανοί. Πώς να βάλει λουκέτο σ’ αυτό το όνειρο που τον κράτησε
ζωντανό επί χρόνια;
Στην υποτιθέμενη κάμαρά
του, κάθεται εξουθενωμένος στην άκρη του στρώματος, βγάζει τα παπούτσια απ’ τα
πόδια του, τα στήνει αντίκρυ του, σκύβει και τα παρατηρεί σκυθρωπός. «Χειρότερη
φτώχεια είναι η μοναξιά, παιδιά μου. Όλα τ’ αντέχει ο άνθρωπος, εκτός απ’ αυτή
τη ρημάδα την αίσθηση πως είναι ανεπιθύμητος». Απόκριση δεν παίρνει, μόνο
που τα δυο πελώρια αγριοπάπουτσα γίνονται ορθάνοιχτα στόματα να τον
κατασπαράξουν, και τα κορδόνια μαλλιά ξέμπλεκα που ξεχύνονται απ’ τις βρωμερές
τρύπες τους.
Στο αυγινό φως της νέας μέρας, ο κύριος Τάδε ξενιτεύτηκε οριστικά και αμετάκλητα. Ποιος να το πίστευε πως από “Προσωρινά φιλοξενούμενος” στη Γερμανία, θα κατέληγε “Άπορος νεκρός” στην πατρίδα; Άλλο ένα τεμάχιο β’ διαλογής που θα παραχωθεί στο ψυγείο μήπως και βρεθεί συγγενής να το θάψει. Κι ο μόνος καημός του ήταν να μη ταξιδέψει πάλι ανυπόδητος, όπως τότε στην αποβάθρα για το Μόναχο, όταν αναγκάστηκε να δώσει μπαξίσι το ρολόι και τα καινούργια παπούτσια του, σ’ ένα λαμόγιο που τον έβαλε στη λίστα επιβατών. Γι’ αυτό και ο χτεσινός ενθουσιασμός του σαν ανακάλυψε αυτά τα θεόσταλτα άρβυλα, που δεν ήταν παρά το πολυπόθητο εισιτήριό του για τη “γραμμή της ελπίδας” (*). Μετά απ’ την επίγεια κόλαση που έζησε, μπορεί και να του αναλογεί ένας “καταπληκτικός” ουρανός. Μ’ αυτή την ελπίδα έφυγε ξανά.
Artwork: Vincent Van Gogh “A Pair of Shoes”
(*) Έτσι έλεγαν οι μετανάστες την αποβάθρα (υπ’ αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα που τους μετέφεραν από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη στο Μόναχο. Τα ταξίδια αυτά χαρακτηρίζονταν ως “μεταφορές” απ’ τους Γερμανούς. Και οι άνθρωποι ως “τεμάχια”.