Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Ο κόσμος που κατάπιε η λάσπη

 


«Περπατούμε μέσ’ στη λάσπη, στην καταστροφή και στην πλημμύρα. Οι δυστυχισμένοι κάτοικοι στο Μπουρνάζι όλο ελπίζουν ότι κάποιος τέλος πάντων θα φτάσει, κάποια επιτροπή, κάποια βοήθεια από τις τόσες υποσχέσεις, για να τους βοηθήσει στις κρίσιμες στιγμές που περνάνε. Μόλις φτάσει κανένα αυτοκίνητο, τρέχουν, αρωτούν, περιμένουν κι απογοητευμένοι ξαναγυρίζουν στις απελπισμένες τους προσπάθειες να σώσουν ό,τι απόμεινε από τα απομεινάρια τους […]



Στις πρώην γειτονιές των πρώην δρόμων στέκονται ομάδες, ξυπόλητοι, γυμνοί, ξενοντυμένοι, λασπωμένοι οι κάτοικοι της εφιαλτικής συνοικίας. Ακούμε σειρήνες… «Ξεθάψανε τη γριά που βρέθηκε κάτω από τα ερείπια;», «Έρχεται ο Σταθμός των Πρώτων Βοηθειών;» ρωτούνε μερικοί. Τίποτα τέτοιο. Περνάει μια σειρά από λιμουζίνες. Έκδηλον το ενδιαφέρον των επισήμων. Στρατηγοί, διευθυντές, υπουργοί και πρωθυπουργοί, στρογγυλοκαθισμένοι στις μαλακές πολυθρόνες κάνουν επιθεώρηση. Μου θύμισε τον Στρατό, όταν δεν είχαμε πλύνει τις καραβάνες. Περνάνε τα ποτάμια μ’ ευγενικά χαμόγελα, μετεκλογικές περιοδείες […] 


Χθες πέρασε και η βασίλισσα. Πίσω από την παρέλαση, πίσω από την τελευταία μοτοσυκλέτα περνάει ειρωνικά μια άδεια νεκροφόρα εις αναζήτησιν πελατών. Γυναίκες και παιδιά στις γωνίες κοιτούν απορημένοι τη θυελλώδη εμφάνιση των αρχών. Καταιγίδες ανθρώπινες μετά τις καταιγίδες της φύσης και την εξαφάνιση της κυβέρνησης […]

Μαζεύονται οι γείτονες και λένε πως πνίγηκε μια άλλη γυναίκα, πως τρελάθηκε ο άντρας της… πως κάτω απ’ τα νεροσαπισμένα απορρίμματα έχει ακόμα ένα πτώμα, μια γριά που δεν πρόλαβε να βγει… μέσα στη λάσπη, εκεί που πατάμε… βρίσκεται ο θάνατος […]


Μεγάλη καταστροφή στην οδό Χρυσηίδος. Χωρίς δίκτυο νερού οι άνθρωποι καθαρίζουν τα ακαθάριστα ερείπια, υπόνομοι που ξέσπασαν το θυμό τους μέσα στα σπίτια. Τους φόρους μας τους πληρώνουμε. Πληρώνουμε μια δεκάρα εδώ και μια δεκάρα εκεί… Γιατί δεν μας έφτιαξαν τους δρόμους; Αν είχαμε δρόμους, δεν θα είχαμε ποταμούς τώρα. Τουλάχιστον καμιά μπουλντόζα να μας στείλουνε.


Μια γυναίκα καμιά πενηνταριά χρονώ βαστάει τη σκούπα στην άλλη γωνιά, σκουπίζει, μαζεύει, βρίζει την κυβέρνηση. Στέκεται ξυπόλητη μέσα στη λάσπη και με το φτυάρι κάνει δρόμο τσαλαβουτώντας κοντά σε μια αποβάθρα. Έχει ανάψει από τον καημό και την αϋπνία και φωνάζει: «Ε, τον είδες τον Καραμανλή; Τώρα δα πέρασε. Τους πήρε τους ψήφους βέβαια, αλλά τι μας κάνει τώρα; Επισκέψεις! Δεν έρχεται κι από δω να με δει στο χάλι μου; Σαν γουρούνια είμαστε τώρα μέσα στη λάσπη. Να ’ρθει εδώ να μας δει. Όχι που περνάει με τη λιμουζίνα του. Γιατί δεν έβαλε τις γαλότσες του να ’ρθει μέσα στο ερείπιό μου;»

Η βασιλομήτωρ επισκέφθηκε τους άστεγους κι έκανε την καταπληκτική διαπίστωση: «Χρειάζονται σπίτια!»


ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ: απόσπασμα άρθρου του δημοσιευμένο στις 8 Νοέμβρη του 1961, μετά την επίσκεψή του στο αφανισμένο Μπουρνάζι. Εκτός απ’ τον Αργυράκη που περπάτησε τις ρημαγμένες γειτονιές και συνομίλησε με τους απελπισμένους ανθρώπους, το Μπουρνάζι επισκέφτηκαν διάφοροι πολιτικοί, ο «εθνάρχης» Καραμανλής, καθώς και η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη. Όλοι αυτοί δεν λάσπωσαν τα παπούτσια τους βέβαια, αλλά «συγκινήθηκαν» μέσα από τις λιμουζίνες τους).

Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το μόνο που άλλαξε απ’ το μακρινό 1961, είναι οι γόνοι των τζακιών και τα παλιά τους παπούτσια. Εξακολουθούν να μένουν άθικτα απ’ τις λάσπες και να μας «γράφουν» κανονικά στις σόλες τους.

[Πληροφορίες & φωτογραφίες από: Hellas Special, Τέτη Σώλου]



Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Δέκα χρόνια πορεία



Αποκαρδιωτικό αλλά καθιερωμένο, πλέον, να “γιορτάζουμε” τα γενέθλια του Απάγκιου με διάκοσμο από στάχτες κι αποκαΐδια.  Εν μέσω αποπνικτικής ατμόσφαιρας λοιπόν, αγναντεύοντας τη βροχή από καύτρες και αιωρούμενα σωματίδια, στέλνω την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μου στους φίλους Απαγκιώτες. Και είναι όμορφα, ρε γ@αμώτο, να κλείνεις μια δεκαετία διαδικτυακής πορείας, συντροφιά με “δρομείς” αντοχής, παλαίμαχους στο άθλημα του blogging, που αντέχουν να εμπνέονται, να γράφουν, να μοιράζονται, και να κρατούν ζωντανό ό,τι μας κάνει [συν]ανθρώπους. Ίσως να είναι κι αυτό μια μορφή αντίστασης στο φαρμακωμένο περιβάλλον που βιώνουμε. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές πώς θα ήταν η ζωή μου δίχως το Απάγκιο κι όλους τους φίλους που το περικλείουν. Κι αν κάτι με δυνάμωσε όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η διαπίστωση πως ακόμα και στη σιωπή ενός κακοπαθημένου διαδικτυακού εργαλείου, είναι οι γλυκές δοξαριές των φίλων που διαπερνούν τις οπτικές ίνες και στέλνουν κύματα αγάπης και ελευθερίας. Ναι, άξιζε το ταξίδι αυτό. Γιατί όπως είπε κι ο θείος Λέοναρντ (Κοέν):  Eάν δεν γίνεις ο ωκεανός, θα νιώθεις ναυτία κάθε μέρα”. Nα είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και να μάχεστε καθετί που σας στερεί την ψυχή, τη συνείδηση και το θαύμα της ζωής.

Ακολουθεί επετειακό μπόνους: ένα εικονικό γλέντι που θα κάναμε  εκ του σύνεγγυς:

Την οργάνωση της συνάντησης θα αναλάμβανε αδιαμφισβήτητα ο Γιάννης μας:

«Αριστόγατοι, Κεραμιδόγατες και αφράτες Χνουδόμπαλες, την ταινία ορόσημο «The Cats» την ξέρετε όλοι. Κι αν δεν την ξέρετε δηλαδή, θα κάνω σύντομα αφιέρωμα στο Cinefil για να τη μάθετε. Λοιπόν, σύμφωνα με το σενάριο, μαζευόμαστε όλοι και όλες στο Απάγκιο και περνάμε 90 λεπτά γεμάτα δράση και βραβευμένα σάουντρακ. Ποπ-κορν και φύγαμε! Το νου σας, μην το κάνουμε κεραμιδαριό, ε;»




Η μουσική επένδυση, απευθείας ανάθεση στο “Καφέ της Γλαύκης” μας:


«Όπως είπε κι ο μεγάλος μας Σουρής: 

Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον

άγονο / κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες

στο τετράγωνο. / Μας έρχεται κάθε σκατάς,

θαρρούμε πως σωθήκαμε /μα μόλις φύγει

βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε…/

Κι επειδή η θεραπεία για όλα τα σκ@τ@ είναι η μουσική, θα σας βάλω από Simply Red μέχρι Μίμη Νικολόπουλο».



Εδέσματα, γλυκά και ποτά, αναλαμβάνει η Σμαραγδένια μας, συνοδεία γατομαντινάδων:



"Μοσχοκανέλλα θα σε πω


κι ομορφογιασεμάκι 


να ξαποστάσω άσε με


Στ’ Απάγκιο σου λιγάκι"

 


Τη δημοσιογραφική κάλυψη της βραδιάς, αναλαμβάνει το Μαρινάκι μας:

"Χρόνος ακρόασης: 2 λεπτά

Spoiler alert: “Ευγνωμοσύνη που ζούμε ακόμα”

Το tweet του γατοσουαρέ: “Απαγορεύεται η είσοδος σε μιζερογατόνια και φλατ ψιψίνες”

H φράση του μήνα: “Mακριά του κουλά σας απ’ τα πνευματικά μας δικαιώματα”





Tην ψυχολογική υποστήριξη της εκδήλωσης θα έχει η γατο-Μαγισσούλα μας:

"Κάνω διαλογισμό τώρα. Θα επικοινωνήσω

 μαζί σας όταν το Τάο θα εναρμονιστεί με

 την παρούσα στιγμή και θα ενωθεί με τον

 κοσμικό κόσμο σας".






Το παρών στο γατοσουαρέ θα δώσει και η Πίπη η γλωσσοπαθής:

"Πείτε μου πότε είναι, να ζητήσω απ’ τον μπάτλερ

 μου να ετοιμάσει αχινοκαβουροσαλάτες,

 μπρουσκέτες με πατέ σαλαχιού και σμούθι από

 φύκια  γουακάμε. Αλεβουζάν τώρα γιατί έχω

 ραντεβού με τη φίλη μου την Ροδαλόφτερη…"







Και ξημερώνοντας την άλλη μέρα

Όταν το σύνθημα δώσω εγώ

Σ' ένα αερόστατο θα μπούμε όλοι (στης Πίπης κατά προτίμηση)

Να συνεχίσουμε στον ουρανό…



Σημ. Οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.


Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Καλοκαίρι μόνον κατόπιν ρεζερβέ

 



Όταν τα καλοκαίρια μας δεν τα λέγαμε «σεζόν».

Όταν οι παραλίες μας δεν ήταν “οργανωμένες” και δεν χρειαζόταν παρά μια ψάθα και μια φθαρμένη πετσέτα για ν’ απολαύσουμε θάλασσα και ήλιο.

Όταν δεν μας σέρβιραν στις ξαπλώστρες ανήλικα παιδιά, εξοντωμένα απ’ την ολοήμερη ορθοστασία στο λιοπύρι.

Όταν δεν υπήρχαν τόσα πεντάστερα ξενοδοχεία με χλιδάτες παροχές, που προσφέρουν όμως ως διαμονή στους υπαλλήλους τους μια υγρή τρώγλη που ίσα ίσα χωράει μια κουκέτα. Για να εντοιχιστούν 2 άτομα, μην πάει χαμένη τόση άπλα…

Όταν υπήρχε στοιχειώδες ωράριο, ρεπό και ελεύθερος χρόνος, για να νιώσεις άνθρωπος κι όχι ρομπότ μαζικής παραγωγής στη βιομηχανία του Greek Summer.

Όταν η Ελλάδα ήταν ονειρεμένο ταξίδι για τους ξένους κι όχι φτηνός προορισμός με δουλοπρεπείς και φοβισμένους πολίτες που σκύβουν πρόθυμα την πλάτη για ένα γερό μπαξίσι.

Όταν δεν είχαν αδειάσει ακόμα τα χωριά και τα νησιά από νέους που περιμάζεψαν οικονομίες κι ελπίδες και μετανάστευσαν. Για να έρθουν ίσως κι αυτοί, μετά από χρόνια, ως τουρίστες στον τόπο τους. Και να μακαρίζουν την τύχη τους που έφυγαν εγκαίρως και γλύτωσαν απ’ αυτά που τους περιγράφουν οι φίλοι τους που έμειναν πίσω. «Ένα διαρκές άγχος, φίλε, να βγάλω κι αυτή τη σεζόν και να μπω στο ταμείο το χειμώνα. Αν τη βγάλω καθαρή βέβαια, γιατί έχω γεμίσει αυτοάνοσα απ’ την πρέσα».

Όταν τα καλοκαίρια μας είχαν ακόμα ελεύθερο χώρο, χρόνο και ευκαιρίες. Κι όταν υπήρχαν γιαγιάδες που φύτευαν λουλούδια και κηπευτικά στους παλιούς τενεκέδες από λάδι. Ή έπλεκαν συντροφιά στα πλατύσκαλα τα περίτεχνα σεμεδάκια τους. Εκεί άλλωστε χτυπούσε η καρδιά του τουρισμού. Αυτές οι γιαγιάδες έγιναν καρτ ποστάλ στις διαφημιστικές μας καμπάνιες στο εξωτερικό. Εκεί θα ανατρέχουμε όσο υπάρχουν ακόμα αυτές οι εικόνες. Ποιος διαφημιστής άλλωστε θα διάλεγε για ρεκλάμα μια φωτογραφία με ομοιόμορφες στρατιές από ξαπλώστρες που θυμίζουν υπαίθριο αναρρωτήριο; Ή μια πλημμυρισμένη από βοθρολύματα προκυμαία που κάποτε φημιζόταν για τους ανεμόμυλους και τα κάτασπρα εκκλησάκια της;

Να ρίχνετε τις ματιές σας σ’ αυτές τις αυλίτσες, όσο τις έχουμε ακόμα, και δεν έχει περάσει από πάνω τους ο οδοστρωτήρας του νεοφιλελευθερισμού.

ΥΓ. Χτες στο σούπερ μάρκετ ένας νεαρός που ήταν στο ταμείο, έπιανε τη μέση του κι έδειχνε πως υπέφερε. Με είδε που τον είδα κι από ενοχή ή ανάγκη, μου ψιθύρισε: “Φοιτητής είμαι και κάνω δύο δουλειές για να μπορώ να πληρώνω το νοίκι μου… αλλά αυτή η μέση μου μ’ έχει ταράξει… συγγνώμη που σας ζαλίζω, αλλά ήθελα κάπου να το πω…»

Αφιερωμένο στον κύριοΆδωνη, με την ελπίδα να μάθει κάποτε αριθμητική της Α’ δημοτικού. Υπουργός πράμα!...

(η φωτογραφία της ανάρτησης προέρχεται απ’ το διαδίκτυο και ανήκει στο δημιουργό της)

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

«Η αντιμετώπιση των ψυχώσεων» [*]

 


Ευτυχώς, τότε τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ένας τολμηρός ποιητής απ’ την Κυψέλη, ένα «σάλτο μορτάλε» στο όνειρο, μια πλωτή εξέδρα που βρήκε στις αποθήκες του ΟΛΠ στο Κερατσίνι, τέσσερις άγκυρες να τη συγκρατούν, μια μαγική νύχτα με φεγγάρι, κι όλη την παλιοπαρέα να μας συντροφεύει από ένα μαγικό αερόστατο στον ουρανό. Ο Φελίνι, ο Μάρκος, οι Μπιτλς, ο Σαρλώ, ο Καντίνσκι, ο Μπόρχες, ο Σινάτρα, ο Σεγκόβια κι ο Πικάσο. Κι εκατό χιλιάδες κόσμου που κυριολεκτικά βούλιαξαν την Βουλιαγμένη. Και μια πόλη ολόκληρη που άκουγε από κάποιο ραδιοφωνάκι τη ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση από το Β’ πρόγραμμα με τον θρύλο Γιάννη Πετρίδη, ως τις 2 το ξημέρωμα.

25 Ιουλίου του 1983. Η αξέχαστη πανσέληνος των καλύτερων χρόνων μας που πέρασαν ανεπιστρεπτί.



Ευτυχώς, τότε τα πράγματα ήταν πιο απλά και ανθρώπινα. Μια Υπουργός Πολιτισμού (η Μελίνα) που στάθηκε υποστηρικτική στο όραμα του Λούκυ, ένας φωτισμένος διευθυντής στη δημόσια τηλεόραση (Βασίλης Βασιλικός) που αμέσως πήρε την τολμηρή πρωτοβουλία για ζωντανή μετάδοση, και μια ΕΡΤ που έκανε ένα υποδειγματικό γύρισμα της συναυλίας, υπό την καθοδήγηση του Διαγόρα Χρονόπουλου και του Ηρακλή Παπαδάκη. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν σήμερα σε μια αντίστοιχη πρωτοβουλία, με τους τωρινούς επικεφαλής του επιτελικού κράτους. Και με τα ελεγχόμενα ΜΜΕ που χαντακώνουν όσους αντιστέκονται στον ατομικισμό και στο φόβο. Φαντάζομαι με πόσο κυνισμό θα αμαύρωναν μια τέτοια λαοθάλασσα: «Οι διοργανωτές της συναυλίας έθεσαν σε κίνδυνο τις ζωές ανυποψίαστων πολιτών – Μια νύχτα με φεγγάρι και ναρκωτικά – Απίστευτη ταλαιπωρία και μποτιλιάρισμα στους δρόμους της Αθήνας». Όχι ότι δεν χρειάστηκαν μέρες και χέρια για να καθαριστεί η παραλία. Αλλά, τουλάχιστον, είχε πέσει στο τραπέζι η ιδέα για συναυλίες εκτός γηπέδων και οργανωμένων χώρων. Το ξεκίνημα, ίσως, για τις μελλοντικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ σε ανοιχτούς χώρους. Ποτάμια, λόφους, λίμνες,  και -ποιος ξέρει- ίσως «και στον κάμπο της Θεσσαλίας» όπως είχε πει ο Λούκυ μετά το θρίαμβο εκείνης της νύχτας.



«Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» και θα θυμάμαι πάντα τ’ ασημένια σου μαλλιά που ξεχώριζα από μακριά, αμύητη ακόμα στις υπέροχες μουσικές σου διαδρομές. Απ’ τα αγαπημένα σου πνευστά και σουίνγκ, μέχρι τα κατακόκκινα «Μικροαστικά» και τις παρτιτούρες σου που ύμνησαν με τρυφερότητα και αγάπη τους απλούς ανθρώπους.

Η Νέλλη Σεμιτέκολο παίζει στο πιάνο τα αγαπημένα ragtime του Σκοτ Τζόπλιν. Ήταν κατακαλόκαιρο (καλή ώρα), τότε που τα βράδια μυρίζανε ακόμα γιασεμί και οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν να βγουν απ’ το λαγούμι τους και να γίνουν μια μεγάλη παρέα. «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας», δηλαδή.

Λείπεις, βρε Λούκυ. Και ποιος να μας δώσει, σήμερα, το σύνθημα για μια βραδιά με sleeping bag και με καρπούζι;



[Ο τίτλος της ανάρτησης είναι το ομώνυμο τραγούδι του Λουκιανού, απ’ τον δίσκο «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας» που κυκλοφόρησε το 1975, σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Οι φωτογραφίες προέρχονται απ’ το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους]