«Περπατούμε μέσ’ στη
λάσπη, στην καταστροφή και στην πλημμύρα. Οι δυστυχισμένοι κάτοικοι στο
Μπουρνάζι όλο ελπίζουν ότι κάποιος τέλος πάντων θα φτάσει, κάποια επιτροπή,
κάποια βοήθεια από τις τόσες υποσχέσεις, για να τους βοηθήσει στις κρίσιμες
στιγμές που περνάνε. Μόλις φτάσει κανένα αυτοκίνητο, τρέχουν, αρωτούν,
περιμένουν κι απογοητευμένοι ξαναγυρίζουν στις απελπισμένες τους προσπάθειες να
σώσουν ό,τι απόμεινε από τα απομεινάρια τους […]
Στις πρώην γειτονιές
των πρώην δρόμων στέκονται ομάδες, ξυπόλητοι, γυμνοί, ξενοντυμένοι, λασπωμένοι
οι κάτοικοι της εφιαλτικής συνοικίας. Ακούμε σειρήνες… «Ξεθάψανε τη γριά που
βρέθηκε κάτω από τα ερείπια;», «Έρχεται ο Σταθμός των Πρώτων Βοηθειών;» ρωτούνε
μερικοί. Τίποτα τέτοιο. Περνάει μια σειρά από λιμουζίνες. Έκδηλον το
ενδιαφέρον των επισήμων. Στρατηγοί, διευθυντές, υπουργοί και πρωθυπουργοί,
στρογγυλοκαθισμένοι στις μαλακές πολυθρόνες κάνουν επιθεώρηση. Μου θύμισε
τον Στρατό, όταν δεν είχαμε πλύνει τις καραβάνες. Περνάνε τα ποτάμια μ’
ευγενικά χαμόγελα, μετεκλογικές περιοδείες […]
Χθες πέρασε και η
βασίλισσα. Πίσω από την παρέλαση, πίσω από την τελευταία μοτοσυκλέτα
περνάει ειρωνικά μια άδεια νεκροφόρα εις αναζήτησιν πελατών. Γυναίκες και
παιδιά στις γωνίες κοιτούν απορημένοι τη θυελλώδη εμφάνιση των αρχών.
Καταιγίδες ανθρώπινες μετά τις καταιγίδες της φύσης και την εξαφάνιση της
κυβέρνησης […]
Μαζεύονται οι γείτονες
και λένε πως πνίγηκε μια άλλη γυναίκα, πως τρελάθηκε ο άντρας της… πως κάτω απ’
τα νεροσαπισμένα απορρίμματα έχει ακόμα ένα πτώμα, μια γριά που δεν πρόλαβε να
βγει… μέσα στη λάσπη, εκεί που πατάμε… βρίσκεται ο θάνατος […]
Μεγάλη καταστροφή στην οδό Χρυσηίδος. Χωρίς δίκτυο νερού οι άνθρωποι καθαρίζουν τα ακαθάριστα ερείπια, υπόνομοι που ξέσπασαν το θυμό τους μέσα στα σπίτια. Τους φόρους μας τους πληρώνουμε. Πληρώνουμε μια δεκάρα εδώ και μια δεκάρα εκεί… Γιατί δεν μας έφτιαξαν τους δρόμους; Αν είχαμε δρόμους, δεν θα είχαμε ποταμούς τώρα. Τουλάχιστον καμιά μπουλντόζα να μας στείλουνε.
Μια γυναίκα καμιά πενηνταριά χρονώ βαστάει τη σκούπα στην άλλη γωνιά,
σκουπίζει, μαζεύει, βρίζει την κυβέρνηση. Στέκεται ξυπόλητη μέσα στη λάσπη και
με το φτυάρι κάνει δρόμο τσαλαβουτώντας κοντά σε μια αποβάθρα. Έχει ανάψει από τον
καημό και την αϋπνία και φωνάζει: «Ε, τον είδες τον Καραμανλή; Τώρα δα
πέρασε. Τους πήρε τους ψήφους βέβαια, αλλά τι μας κάνει τώρα; Επισκέψεις! Δεν
έρχεται κι από δω να με δει στο χάλι μου; Σαν γουρούνια είμαστε τώρα μέσα στη
λάσπη. Να ’ρθει εδώ να μας δει. Όχι που περνάει με τη λιμουζίνα του. Γιατί δεν
έβαλε τις γαλότσες του να ’ρθει μέσα στο ερείπιό μου;»
Η βασιλομήτωρ επισκέφθηκε τους άστεγους κι έκανε την καταπληκτική διαπίστωση: «Χρειάζονται σπίτια!»
ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ:
απόσπασμα άρθρου του δημοσιευμένο στις 8 Νοέμβρη του 1961, μετά την επίσκεψή
του στο αφανισμένο Μπουρνάζι. Εκτός απ’ τον Αργυράκη που περπάτησε τις ρημαγμένες
γειτονιές και συνομίλησε με τους απελπισμένους ανθρώπους, το Μπουρνάζι
επισκέφτηκαν διάφοροι πολιτικοί, ο «εθνάρχης» Καραμανλής, καθώς και η βασιλομήτωρ
Φρειδερίκη. Όλοι αυτοί δεν λάσπωσαν τα παπούτσια τους βέβαια, αλλά «συγκινήθηκαν»
μέσα από τις λιμουζίνες τους).
Σαν να μην πέρασε μια
μέρα. Το μόνο που άλλαξε απ’ το μακρινό 1961, είναι οι γόνοι των τζακιών και τα
παλιά τους παπούτσια. Εξακολουθούν να μένουν άθικτα απ’ τις λάσπες και να μας «γράφουν»
κανονικά στις σόλες τους.
[Πληροφορίες &
φωτογραφίες από: Hellas Special, Τέτη Σώλου]