Τα τελευταία χρόνια της
καριέρας της στη νοσηλευτική, δούλευε νυχτέρι για να είναι κοντά μας το πρωί
που θα ξυπνούσαμε. Και όσο πιο πολλές ώρες γινόταν, παρούσα στη ζωή μας.
11.00-07.00, ένα
οχτάωρο δηλαδή που περιείχε όλες τις εμπειρίες που ένας συνηθισμένος άνθρωπος ίσως
και να μη βιώσει ποτέ στη ζωή του. Βαριά τραυματισμένους νεαρούς, ετοιμοθάνατους
γέροντες και χειρουργημένους ασθενείς που την περίμεναν με προσμονή να τους παρηγορήσει
μ’ ένα καλαμπούρι ή ν’ ανακουφίσει τους πόνους τους μ’ έναν καλό λόγο κι ένα χάδι
στο μέτωπο. Ήταν κι αυτή η μανία που είχε για καθαριότητα και τάξη. Όλα να
είναι συγυρισμένα και καλοφροντισμένα. Τα φάρμακα, οι βραδινές νοσηλείες και
κυρίως η άγρυπνη παρουσία της στο προσκεφάλι των αρρώστων της μέχρι να
ξημερώσει. Στα ολιγόλεπτα διαλείμματα που έκανε, όταν ησύχαζαν τα κουδούνια απ’
τα δωμάτια, έγερνε σ’ ένα μεταλλικό σκαμπό στο γραφείο των νοσηλευτών κι
ακουμπούσε την πλάτη της στον τοίχο για να πάρει δυνάμεις. Το πρωί που σχολούσε
ήταν όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια.
«Καλά ξεμπουρδουκλώματα»
αποκρινόταν συνήθως, όταν έπαιρνε ευχές για «χρόνια πολλά». Κι άντε να
βρεις λέξεις να παρηγορήσεις έναν τέτοιον άνθρωπο που έχει μαθητεύσει στον πόνο
και τον θάνατο, χρόνια ολόκληρα. Ίσως γι’ αυτό μάς αποχαιρέτησε μονάχα μ΄ ένα τρεμουλιαστό
δακρυάκι που κύλησε απ’ τα μάτια της καθώς ξεγλιστρούσε λίγο λίγο απ’ τη ζωή.
Το πρωί της Τετάρτης που
έφυγε, ήταν όλα τακτοποιημένα στην εντέλεια. Καθαρή νυχτικιά -το κύριο μέλημά της-,
οι ευχές και οι παρακαταθήκες της, καθώς και οι επίγειες εκκρεμότητές της. Να τα
βρούμε όλα στρωμένα και πεντακάθαρα. Εμείς, οι φρουροί της επόμενης βάρδιας…
[Η Φωτεινή μας, η μάνα μας, κοιμήθηκε
πλήρης ημερών και υπερπλήρης αγάπης, την Τετάρτη 4 του Οκτώβρη. Αναπαύεται, πια,
στα πάτρια χώματα της Κρήτης]